12 Μαϊου, Μνήμη του Οσίου πατρός ημών Επιφανίου Κύπρου (Παρακλητικός Κανών) – Συναξάριον της ημέρας.

Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Τω αυτώ μηνί (Μαϊω) ΙΒ., μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Επιφανίου Επισκόπου Κύπρου.

Φανείς Επιφάνιος εν Κύπρω μέγας,
Κλέος παρ’ αυτή και θανών έχει μέγα.
Τη δε δυωδεκάτη Επιφάνιον μόρος είλεν.

Ούτος ο μέγας και Θαυματουργός Επιφάνιος, ήτον κατά τους χρόνους Αρκαδίου και Ονωρίου των βασιλέων, εν έτει υβ΄ [402]. Εκατάγετο δε από την χώραν της Φοινίκης, εκ των πλησιοχώρων μερών της εκεί Ελευθερουπόλεως, υιός γονέων εργαζομένων με τας ιδίας χείρας, και την γεωργικήν δουλευόντων. Αφ’ ου δε ανετράφη εις μικρόν οσπήτιον, οποίον ήτον των πενήτων και γεωργών γονέων του, αυτός με τους ιδίους του κόπους εξέλαμψεν εις τον κόσμον. Διότι με την κατά Θεόν αρετήν του, ανέβη ο αοίδιμος εις το ακρότατον ύψος της ευσεβούς και θεαρέστου πολιτείας. Οι γαρ γονείς του, όντες Εβραίοι, απέμειναν εις την σκιάν και λατρείαν του νόμου, και δεν εδυνήθηκαν να ιδούν το φως της χάριτος του Ευαγγελίου. Ούτος δε ο μακάριος, έδραμεν εις την πίστιν του Χριστού και αλήθειαν, λαβών ολίγην αιτίαν, ήτις είναι η ακόλουθος. Ένας ενάρετος Κλεόβιος ονομαζόμενος, ιάτρευσε την πληγήν οπού είχεν ο Άγιος εις το μηρί, την οποίαν έλαβεν, επειδή εκρήμνισεν αυτόν το γαϊδούρι οπού εκαβαλίκευεν, ατάκτησε γαρ αυτό εις τον δρόμον και έπεσε και εθανατώθη. Τότε λοιπόν ο Άγιος ούτος, έλαβεν εις την καρδίαν του κάποιους αμφιβόλους λογισμούς περί του παλαιού Νόμου, όθεν δεν επρόσεχε τόσον πολλά εις την λατρείαν και φύλαξιν αυτού. Ύστερον δε, ανταμώσας ένα Μοναχόν Λουκιανόν ονόματι, και βλέπωντας πως αυτός έδωκε μεν το φόρεμά του εις ένα πτωχόν, οπού του εζήτει ελεημοσύνην, ενεδύθη δε εκ Θεού άνωθεν ένα άσπρον φόρεμα: τούτο, λέγω, το θαυμάσιον βλέπωντας ο Επιφάνιος, ευθύς εδέχθη την πίστιν των Χριστιανών και εβαπτίσθη. Αφ’ ου δε ο Άγιος εβαπτίσθη, όσα θαύματα ενήργησεν, είναι πολλά δύσκολον πράγμα να τα περιλάβη τινάς με συντομίαν. Διότι το να διηγήται τινάς το μήκος και πλάτος των θαυμασίων της εδικής του ιστορίας, είναι το ίδιον, ωσάν να δοκιμάζη να αντλήση την θάλασσαν, με ένα σκουτέλι μικρόν. Όθεν τόσον μόνον είναι αναγκαίον να ειπούμεν περί του Αγίου τούτου, όσα θέλουν ρηθούν παρακάτω.
Όταν μεν γαρ ήτον Μοναχός, εμεταχειρίζετο, ως είπομεν, ασκητικήν ζωήν, και ενεργούσε πλήθος θαυμάτων και ιατρείας, τόσον των ψυχών, όσον και των σωμάτων. Τα αυτά δε ενεργούσε και όταν έγινεν Αρχιερεύς. Κοντά δε εις αυτά, εδίδασκε και το ποίμνιόν του με διδασκαλίαν Ορθόδοξον, και συνέγραφε πλήθος συγγραμμάτων, διά μέσου των οποίων, κάθε μεν βλάσφημος γλώσσα επεστομίζετο, κάθε δε Εκκλησία την Ορθόδοξον πίστιν εδιδάσκετο. Όθεν διά τον ζήλον και ένθεον παρρησίαν του, πειρασμούς πολλούς υπέμεινεν ο αοίδιμος από τους τότε αιρετικούς και κακοδόξους. Ζήσας λοιπόν χρόνους εκατόν δεκαπέντε, καθώς αυτός ο ίδιος είπε τούτο εις τον βασιλέα Αρκάδιον, όταν τον ερώτησε περί τούτου, παρέδωκε το πνεύμά του εις τον Κύριον, όταν εγύριζεν από την Κωνσταντινούπολιν εις Κύπρον την επαρχίαν του, καθώς ο μέγας Ιωάννης ο Χρυσόστομος έγραψεν εις αυτόν, ήγουν, ότι δεν θέλει φθάσει να ιδή τον θρόνον του. Επειδή από απλότητα, έγινε και ο Άγιος ούτος σύμφωνος με εκείνους, οπού εξώρισαν τον θείον Χρυσόστομον. Αντέγραψε δε και ο θείος Επιφάνιος εις τον μέγαν Χρυσόστομον, ότι μηδέ αυτός θέλει φθάσει να υπάγη εις τον τόπον εκείνον, οπού τον εξώρισαν. Όθεν και των δύω επληρώθη η πρόρρησις. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτού Ναώ, τω ευρισκομένω μέσα εις τον Άγιον Φιλήμονα.

Σημείωσαι, ότι τον Άγιον τούτον Επιφάνιον ονομάζει Πατέρα των Επισκόπων ο θείος Ιερώνυμος εν τη προς Παμμάχιον επιστολή. Η δε Οικουμενική Εβδόμη Σύνοδος εν τη έκτη πράξει αυτής, Πατέρα και Διδάσκαλον της καθόλου Εκκλησίας τούτον καλεί.
(Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις το Νέον Εκλόγιον.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Γερμανού, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.

Χαίρειν αφείς γην Γερμανός και γης θρόνον,
Γής Δημιουργού τον θρόνον χαίρει βλέπων.

Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Γερμανός, ήτον μεν επί της βασιλείας Αναστασίου του δευτέρου, διήρκεσε δε, και έως Λέοντος Ισαύρου του εικονομάχου εν έτει ψκ΄ [720]. Υιός Πατρικίου του Ιουστινιανού, ανθρώπου περιφανούς και περιβοήτου κατά την αρετήν, ο οποίος κατά τους χρόνους του βασιλέως Ηρακλείου, εδιοίκησε πολλάς εξουσίας δημοσίας. Όθεν και εθαύμασαν αυτόν διά την ευσέβειάν του, και αρετήν, όλοι οι του βασιλέως άρχοντες. Διό και ο του Ηρακλείου έγγονος, ήτοι Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, φθονήσας αυτόν, τον εθανάτωσε, λέγωντας ότι εβουλεύθη να σηκωθή εναντίον της βασιλείας του. Τον δε υιόν του τούτον Άγιον Γερμανόν, ευνούχισε, και εσυναρίθμησεν αυτόν με τον κλήρον της αγιωτάτης Εκκλησίας. Ο δε Άγιος μεταχειρισθείς τον παρά γνώμην του τούτον γενόμενον ευνουχισμόν, ωσάν εύρεμα κερδαλέον, έδωκε τον εαυτόν του εις την μελέτην και θεωρίαν των θείων Γραφών. Όθεν ανέβη ο αοίδιμος εις πολύ ύψος θεϊκής γνώσεως με την οξύτητα της φύσεως οπού είχε, και με τους συχνούς κόπους και την επιμέλειάν του, και αφ’ ου ερρύθμισε καλώς την ζωήν του, πρώτον μεν, εχειροτονήθη Επίσκοπος της Κυζίκου εν έτει ψιδ΄ [714], όχι γενόμενος την μίαν ημέραν Διάκονος, και την άλλην Ιερεύς, και την άλλην Αρχιερεύς, αλλά με ακολουθίαν, και με χρόνον αρκετόν δοκιμάζωντας εις κάθε βαθμόν. Επειδή δε αι του Χριστού Εκκλησίαι εχρειάζοντο τότε επιστασίαν και διοίκησιν φρονίμου τινός και γνωστικού ανδρός, στολισμένου με λόγον και πράξιν, οποίος ήτον ούτος ο Άγιος, διά τούτο από την Κύζικον ανέβη εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως. Τότε λοιπόν με τας πολλάς του διδασκαλίας εκατάρτισεν ο μακάριος τον λαόν του Κυρίου, και εξήγησε τα βαθύτερα και ασαφή της Γραφής νοήματα. Και εστόλισε μεν τας Εκκλησίας των πιστών, με λόγους πανηγυρικούς και εγκωμιαστικούς. Εγλύκανε δε με μελωδίας και άσματα και τροπάρια το σκληρόν και βαρύ των εν ταίς εορταίς γινομένων αγρυπνιών, καθώς τα τροπάρια ταύτα φέρονται επιγεγραμμένα εις το όνομα του Αγίου τούτου Γερμανού.

Λέων δε ο Ίσαυρος (έφθασε γαρ έως εις αυτόν ο Άγιος ως είπομεν) αντί να ήναι βασιλεύς και μονάρχης, έγινε τύραννος σκληρός, και άρχισε να ορμά κατά του Θεού: ήγουν επεχείρησεν ο αλιτήριος να αθετή τας ιεράς και αγίας εικόνας, αι οποίαι παρασταίνουν τον με σάρκα πολιτευσάμενον Υιόν του Θεού, και ούτε με νουθεσίας, ούτε με αποδείξεις των Γραφών επείθετο, ότι πρέπει να τιμώνται και να προσκυνώνται αι ρηθείσαι άγιαι εικόνες. Όχι μόνον δε τούτο εποίει, αλλά ακόμη κατέκαυσεν ο δυσσεβής και τα βιβλία, οπού συνέγραψεν ο Άγιος ούτος Γερμανός, διά μέσου των οποίων επαρασταίνετο μεν, η δύναμις και το κράτος της Ορθοδοξίας, ελέγχετο δε, η κακοδοξία των δυσσεβών αιρετικών και εικονομάχων. Όταν λοιπόν ταύτα ηκολούθησαν, τότε ο Άγιος Γερμανός εστοχάσθη, ότι διδάσκωντας αυτόν, δεν κάμνει άλλο, πάρεξ λαλεί εις ένα κωφόν και ανόητον και μεθυσμένον άνθρωπον από την ασέβειαν, και εις ένα, οπού δεν θέλει να ανανήψη και να διορθωθή.
Όθεν βαλών το ωμοφόριόν του επάνω εις την Αγίαν Τράπεζαν, ανεχώρησεν από το Πατριαρχείον, και πηγαίνωντας εις τον γονικόν του οίκον, τον λεγόμενον του Πλατανίου, εκεί ησύχαζε. Φθάσας λοιπόν εις χρόνους εννενήκοντα, ήτοι εις γήρας καλόν και βαθύ, ετελείωσεν ο μακάριος την ζωήν του και απήλθε προς Κύριον. Το δε άγιον αυτού λείψανον, όχι μόνον όταν εφέρετο διά να ενταφιασθή, ελευθέρωσε πολλούς από ασθενείας διαφόρους, αλλά και μετά τον ενταφιασμόν του, αναβρύει καθ’ εκάστην ιατρείας εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Ενταφιάσθη δε αυτό εις το ευαγές Μοναστήριον της χώρας. Η δε Σύναξις και εορτή του τελείται εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία.

Περί του Αγίου Γερμανού και ταύτα προστίθενται παρά Μελετίω. Ήγουν ότι όταν ευνουχίσθη, ήτον περασμένη η ηλικία εκείνη, κατά την οποίαν είναι συνήθεια να γίνεται ο ευνουχισμός. Ότι έγινε Πατριάρχης, όχι από τον Πάπαν Γρηγόριον τον Β΄ ως ψευδώς λέγουσιν οι του Πάπα κόλακες, αλλά από την συναθροισθείσαν Σύνοδον επί Αρτεμίου του και Αναστασίου. Ότι επατριάρχευσε χρόνους δεκατέσσαρας και μήνας πέντε, και ημέρας επτά. Και ότι έγραψε λόγον διηγηματικόν προς Άνθιμον τον Διάκονον, περί των γενομένων Συνόδων μέχρι των χρόνων αυτού, και άλλα τινά. Σημειοί δε ο Δοσίθεος, σελ. 626 της Δωδεκαβίβλου, ότι ο Άγιος Γερμανός εξοριζόμενος, επήρε την εικόνα του Σωτήρος Χριστού, ήτις ήτον ιστορισμένη διά ψηφίδων επάνω εις σανίδι, και έγραψε με το ίδιόν του χέρι εις χαρτίον τα γράμματα ταύτα· «Διδάσκαλε, σώσον σεαυτόν και ημάς». Εκόλλησε δε τον χάρτην εις την εικόνα, έπειτα αφήκεν αυτήν εις την θάλασσαν. Η δε εικών ώ του θαύματος! εστάθη ορθία, και διά τεσσάρων ημερών, επήγεν από την Κωνσταντινούπολιν εις την Ρώμην, και εκεί εγνώσθη τω Πάπα δι’ αποκαλύψεως. Προσθέττει δε και τούτο, ότι οι Χριστιανοί έρριψαν πανταχού όλας τας εικόνας του βασιλέως Κόνωνος, και με πολλήν καταφρόνησιν κατεκρήμνιζον αυτάς και κατεπάτουν, επειδή και εκείνος εξέβαλε τας αγίας εικόνας. Και τούτο δε ακόμη σημειόνοι ο ρηθείς Δοσίθεος, σελ. 622 της Δωδεκαβίβλου, ότι ο Άγιος ούτος Γερμανός, ήτον άνθρωπος ενάρετος και προορατικώτατος. Επειδή κατά τον Δαμασκηνόν Ιωάννην και τον Μεταφραστήν, όταν ο Άγιος Γερμανός επήγαινεν εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως, απάντησεν αυτόν η μήτηρ του Αγίου Στεφάνου του νέου, και εβόησεν αυτώ λέγουσα· «Ευλόγησον Δέσποτά μου τον καρπόν, οπού βαστάζω εις την κοιλίαν μου». Ο δε Άγιος προβλέπων το μέλλον, απεκρίθη αυτή· «Ευλογησάτω αυτόν ο Κύριος διά πρεσβειών του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου». Και κατ’ εκείνην την ώραν εφάνη αυτή, ότι ευγήκεν από το στόμα του Πατριάρχου μία αναμμένη λαμπάδα. Όθεν όταν εγεννήθη το παιδίον, ωνομάσθη Στέφανος κατά την πρόρρησιν του Αγίου, η οποία επρομήνυεν ακόμη και το μαρτύριον, οπού έμελλε να πάθη ο Άγιος. Όρα και εις το Nέον Εκλόγιον, την φρικτήν διήγησιν οπού γράφει ο θείος ούτος Γερμανός εν τω περί μετανοίας λόγω αυτού, ήτοι περί του πολλάκις αμαρτάνοντος και μετανοούντος, είτα πάλιν αμαρτάνοντος. Αγκαλά και η διήγησις αύτη παρά τω Ευεργετινώ αναφέρεται εις το όνομα του Αμφιλοχίου.

*

Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης Βλάχος, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας εν έτει αχξβ΄ [1662], αγχόνη τελειούται.

+ Σώφρων υπάρχων ω Ιωάννη Βλάχε,
Αθλείς άριστα δι’ αγάπην Κυρίου.

Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Nέον Μαρτυρολόγιον. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ η μνήμη του Αποστόλου Παρμενά ενός των επτά Διακόνων, της Αγίας Ευθαλίας, Κοΐντου του Θαυματουργού, του Τρωαδίου, του Ανδρονίκου, της Αθανασίας, και Θεοδωρήτου Πρεσβυτέρου Αντιοχείας. Ομοίως και η μνήμη του Αγίου Θεοδότου Επισκόπου Κυρηνίας της Κύπρου, και το Συναξάριον αυτού. Ταύτα γαρ προεγράφησαν κατά την δευτέραν του Μαρτίου, ότε και εορτάζονται. Η δε του Αγίου Θεοδωρήτου Πρεσβυτέρου Αντιοχείας μνήμη, εορτάζεται κατά την τρίτην του αυτού Μαρτίου.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

• * *

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005).

Πατήστε εδώ για να «κατεβάσετε» τον Παρακλητικόν Κανόνα εις τον Άγιον Επιφάνιον, σε zip μορφή.

Παράβαλε και:
12 Μαϊου, μνήμη και του Οσίου πατρός ημών Γερμανού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: Συναξάριον, Ακολουθία.
12 Μαϊου, μνήμη και του ενδόξου Νεομάρτυρος Ιωάννου του Σερραίου: Συναξάριον, Ακολουθία.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιερές Ακολουθίες, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.