Ο νιοφερμένος – π. Δημητρίου Μπόκου (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).

Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» στο 176-ο τεύχος (Μαρτίου – Απριλίου του 2019) του ηχητικού περιοδικού μας, Ορθόδοξη Πορεία.

Ο νιοφερμένος – π. Δημητρίου Μπόκου.mp3

Απομεσήμερο Μεγάλης Πέμπτης. Γύρισα στο σπίτι φοβερά αναστατωμένος. Αν και προσπάθησα να κάμω τον αδιάφορο, η γυναίκα μου το πρόσεξε αμέσως. Ένα σφίξιμο είχε θρονιαστεί στην καρδιά μου. Στο μυαλό μου στροβιλίζονταν τα γεγονότα της ημέρας.

– Ξανασκεφτείτε το, κύριε!
Οι δυό σύμβουλοι στέκονταν όρθιοι μπροστά στο γραφείο μου κρατώντας ένα μάτσο χαρτιά.

– Έχω πάρει την απόφασή μου! τόνισα κατηγορηματικά.

Το πρόβλημα ήταν ο νιοφερμένος. Τυπικός, τακτικός, ευσυνείδητος υπάλληλος. Πέντε μήνες ήταν στο τμήμα μου. Αρκετός καιρός για να ξεσκεπάσει πολλά. Και να θορυβήσει πολλούς παλιότερους και καλοβολεμένους.

Πήρα το θέμα στα χέρια μου. Συνέταξα λεπτομερές υπόμνημα για τη Διοίκηση της Εταιρείας. Ήθελα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Μα οι θιγόμενοι αντέδρασαν. Κινδύνευαν και δεν ήταν διατεθειμένοι να μείνουν με τα χέρια σταυρωμένα. Ο παρασκηνιακός μηχανισμός κινήθηκε αστραπιαία.

– Δεν είναι ανάγκη για τόση βιασύνη, επέμεναν οι σύμβουλοι. Ξανασκεφτείτε το. Μετρείστε τις συνέπειες.

– Ε, κάποτε πρέπει να τις υποστούν κι αυτές μερικοί.

– Μα, κύριε, συνέχισαν με νόημα, μιλάμε για τις συνέπειες που θα έχετε σεις.

Ξαφνιάστηκα.

– Εγώ; Και γιατί;

– Είναι πολλοί στο κόλπο, κύριε. Πιο ψηλά από σας. Ανώτεροί σας. Νομίζετε πως θα επιτρέψουν στη δική σας ευθύτητα να τους καταστρέψει; Εσάς θα θυσιάσουν. Έχουν αρχίσει κιόλας τη διαδικασία.

Έπεσα από τα σύννεφα. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Η οργή κόχλασε μέσα μου. Πως ήταν δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα! Μα δεν ήμουν και έτοιμος να υποστώ τέτοια θυσία. Είχα παλέψει χρόνια για να φτάσω στο πόστο μου. Και να χαθούν όλα σε μια στιγμή! Ξαφνικά κατάλαβα πως δεν είχα τη δύναμη να ξαναβρεθώ στο μηδέν.

– Μια υπογραφή είναι μόνο, κύριε! συνέχιζαν οι σύμβουλοι. Οι παραπάνω θα κανονίσουν τα υπόλοιπα. Μια υπογραφούλα κι όλα θα ’ναι μια χαρά. Όπως πάντα. Για το καλό όλων μας.

Με τα μάτια θολωμένα από τον παραδαρμό της σκέψης πήρα το στυλό μου και υπέγραψα. Το σύστημα λειτούργησε καλά. Το γρανάζι που δεν ταίριαζε θ’ αχρηστευόταν.

Κατεβαίνοντας τις σκάλες για να φύγω, έπεσα πάνω στον νιοφερμένο. Δεν βρήκα τη δύναμη να τον κοιτάξω. Με χαιρέτησε γελαστός, ανύποπτος. Ήθελα να του πω πως δεν έφταιγα σε τίποτε. Πως ήμουν με το μέρος του, μα τι να ’κανα; Να τον υποστηρίξω ήθελα. Αλλά σταμάτησα τις λέξεις που ανέβαιναν στο λαρύγγι μου. Τι νόημα θα ’χαν; Απλώς θα ένιπτα τας χείρας μου.

«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»
Αργά το βράδυ, στριμωγμένος μες στην εκκλησιά, αναζήτησα λίγη γαλήνη προσπαθώντας να μεταφερθώ στις σκηνές του θείου δράματος. Οι κραυγές του όχλου δεν με εντυπωσίαζαν. Μαλακό ζυμάρι στα χέρια των λαοπλάνων ήταν πάντα η ανθρώπινη μάζα. Ούτε με παραξένευαν οι φαρμακερές δολοπλοκίες των Γραμματέων και Φαρισαίων. Εγκλωβισμένοι στα μικρονοϊκά πολιτικά τερτίπια τους, ήταν ανίκανοι να υποψιαστούν τα λόγια Εκείνου: «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18, 36).

Μα ο Πιλάτος! Πάντα με προβλημάτιζε. Αυτός δεν ήταν σαν τους άλλους. Προσπάθησε να σώσει τον Ιησού. Πίστευε στην αθωότητά του. Μελέτησε τρόπους και δοκίμασε λύσεις να άρει το αδιέξοδο. Διαχώρισε τη θέση του. Αλλά δέχτηκε οξεία αντεπίθεση.

– Δεν είσαι φίλος του Καίσαρος, αν τον αθωώσεις!

Εδώ δείλιασε ο Πιλάτος. Δεν είχε αντοχή για τέτοιο τίμημα. Και υπέγραψε την καταδίκη του Χριστού. Προσπάθησε βέβαια ν’ αποσείσει την ευθύνη του. Ένιψε ακόμη και τας χείρας του έναντι του όχλου.

– Εσείς φταίτε! τους είπε. Εσείς θα πληρώσετε για το αίμα του!

Ήταν η ύστατη απεγνωσμένη του κίνηση να κατασιγάσει όχι τις φωνές του όχλου, αλλά τη δική του συνείδηση.

Ο Πιλάτος, ναι, με προβλημάτιζε. Ήθελε να σώσει τον Δίκαιο και τελικά τον καταδίκασε. Ήταν το τραγικό πρόσωπο της υπόθεσης. Τέτοια σκεφτόμουν κάθε χρόνο τέτοια βραδιά. Μα τίποτε δεν με άγγιζε απόψε. Όλα αυτά ηχούσαν απόμακρα στ’ αυτιά μου. Μέσα μου ζούσα τη δική μου τραγωδία. Η πρωινή θύελλα δεν είχε κοπάσει.

«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»
Η φωνή του ιερέα επέμενε. Στο κέντρο του ναού στήθηκε ολόρθος ο Σταυρός. Επάνω του υψωνόταν με κλειστά μάτια ο Εσταυρωμένος.

Και ξαφνικά από μέσα μου αναδύθηκε η τραγική πραγματικότητα: Σήμερα, εγώ ήμουν ο Πιλάτος! Και στο πρόσωπο του νιοφερμένου σταύρωσα τον Χριστό!

Ένας σεισμός με τράνταξε ως τα βάθη μου. Τα πόδια μου τρίκλισαν. Με κόπο σύρθηκα έξω απ’ τον ναό. Έβαλα τα χέρια μου στο πρόσωπο και «έκλαυσα πικρώς».

Πάσχα 2002

(Η ζωή και η ανάστασις ημών, εκδ. ΠΑΡΡΗΣΙΑ, Αθήνα 2012, σσ. 93-97)

Κατηγορίες: Αρχεία ήχου και εικόνος (video), Λογοτεχνικά, Το ηχητικό περιοδικό μας - Ορθόδοξη Πορεία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.