Κυριακή των Πατέρων της Δ΄ Οικουμενεικής Συνόδου (Α’): Είμεθα φώς; – Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου.

Ματθ. 5, 14-19

«Υμείς εστε το φώς τού κόσμου»
(Ματθ. 5. 14)

Πριν, αγαπητοί μου, πριν έρθη ο Χριστός στη γη, ο κόσμος ζούσε στο σκοτάδι. Σκοτάδι θρησκευτικό. Σκοτάδι ηθικό. Σκοτάδι κοινωνικό. Οι άνθρωποι είχαν άγνοια της αληθινής θρησκείας. Δεν ξέρανε ποιός είνε ο αληθινός Θεός. Ειδωλολάτρες ήταν. Είδωλα προσκυνούσαν. Τα δε είδωλα τι ήταν; Ξύλα και πέτρες. Τα πελεκούσαν. Τούς έδιναν μορφή ανθρώπου ή και ζώων ακόμη. Τα έντυναν με ασήμι και χρυσάφι. Τα έστηναν μόνο στους ναούς. Έφτειαχναν γι’ αυτά θυσιαστήριο. Έσφαζαν πρόβατα και βόδια και αθώα παιδάκια ακόμη, γιατί τέτοιες θυσίες ήθελαν τα είδωλα. Τα είδωλα αυτά ήταν οι θεοί τους. Και τέτοιοι θεοί, αρσενικοί και θηλυκοί, ήταν πολλοί. Και το χειρότερο, οι θεοί αυτοί, όπως τούς περιγράφουν οι ειδωλολάτρες ποιηταί, έκλεβαν, μεθούσαν, απατούσαν ο ένας τον άλλο, έκαναν ατιμίες και εγκλήματα. Και όμως αυτούς τούς κλέφτες, τους μέθυσους, τους μοιχούς, τούς πόρνους, τούς εγκληματίες, οι άνθρωποι τους λάτρευαν σαν θεούς. Αλλοίμονο δε σ’ εκείνον, που θα τολμούσε να πειράξη τα είδωλα και να πη, ότι οι θεοί που λάτρευαν είνε ψεύτικοι θεοί Αυτός καταδικαζόταν αμέσως σε θάνατο.

Μεσάνυχτα είχαν οι άνθρωποι ως προς τη θρησκεία. Καί μόνο ένας λαός είχε γνώσι του αληθινού Θεού. Ο λαός αυτός ήταν ο Ιουδαϊκός. Αλλά και ο Ιουδαϊκός λαός πόσες φορές δεν παρασυρόταν από τους άλλους γειτονικούς λαούς και δεν άφηνε τη λατρεία τού αληθινού Θεού και προσκυνούσε τα είδωλα!

Σκοτάδι θρησκευτικό, αλλά καί σκοτάδι ηθικό και κοινωνικό βασίλευε σ’ όλο τον κόσμο πριν έρθη ο Χριστός. Οι άνθρωποι δεν τηρούσαν κανένα ηθικό νόμο. Και ήταν επόμενο. Αφού οι θεοί που λάτρευαν έκαναν εγκλήματα και ατιμίες, γιατί αυτοί να μην κάνουν ό,τι έκαναν οι θεοί τους; Η πορνεία γινόταν δημοσίως. Οι πόρνε στεγάζονταν σε ειδωλολατρικούς ναούς και τις τιμούσαν ως πρόσωπα ιερά. Ωνομάζονταν Ιέρειες. Οι άνθρωποι ζούσαν μέσα στην ακολασία και τη διαφθορά. Η οικογένεια είχε διαλυθή. Η γυναίκα σκλάβα. Τα παιδιά περιφρονημένα. Οι γέροντες στο δρόμο. Τα ορφανά και οι χήρες απροστάτευτα… Μία αγριότης επικρατούσε στις σχέσεις των ανθρώπων και των εθνών. Σατανάς εξουσίαζε. Σκοτάδι βασίλευε παντού.

***

Αλλά ξαφνικά φάνηκε φως. Φως από την Ανατολή. Φως, που σκορπούσε τις ακτίνες του παντού. Φως, που διέλυε τα σκοτάδια και έκανε να φανούν τα πράγματα όπως είνε. Φως γλυκό και παρήγορο για τους ταπεινούς και καταφρονημένους, αλλά και φως πού έκανε άλλους να φοβούνται και να τρέμουν και να θέλουν να το σβήσουν για να μη φανερωθούν τα εγκλήματά τους. Φως, που φώτιζε και το πιό σκοτεινό και φοβερό μέρος, τους τάφους, και γέμιζε τις καρδιές με πίστι και ελπίδα. Φως, που όποιος το έβλεπε μαγευόταν και δεν ήθελε ποτέ πια να σβήση. Φως που, αν και πέρασαν είκοσι αιώνες, δεν έχασε τίποτε από τη δύναμί του, αλλ’ εξακολουθεί να φωτίζη και να θερμαίνη. Φως αθάνατο.
Χρειάζεται τώρα να πούμε, ότι το φως αυτό είνε ο Χριστός; Ναί, ο Χριστός, όπως είπαμε και άλλοτε, είνε το φως, το μέγα φως. Είνε ο ήλιος, ο πραγματικός ήλιος της ανθρωπότητος.

Ήλιος ο Χριστός! Αλλ’ όπως ο φυσικός ήλιος σκορπίζοντας τις ακτίνες του κάνει ωρισμένα πράγματα ν’ αντανακλούν το φώς του, να λάμπουν κι αυτά και να γίνωνται φωτεινά, σαν μικροί ήλιοι, έτσι και ο Χριστός, σκορπίζοντας τη θεϊκή του διδασκαλία, όταν συναντήση ψυχές επιδεκτικές, τις κάνει να λάμπουν. Ας είνε οι ψυχές αυτές οσοδήποτε σκοτεινές και βυθισμένες στην άγνοια και στην αμαρτία. Μόλις οι αμαρτωλές αυτές ψυχές έρθουν σε επαφή με το Χριστό, παίρνουν από το φως του, γίνονται φωτεινές, αντανακλούν στο γύρω κόσμο το φώς, την αλήθεια και τη ζωή. Γίνονται κι αυτές μικρά φώτα, μικροί ήλιοι. Όπως το φεγγάρι, που είνε ένα έρημο και σκοτεινό αστέρι, αλλά στο μέρος εκείνο που πέφτει πλούσιο το φώς τού ήλιου γίνεται φωτεινό και τις νύχτες σκορπίζει στη γη το γλυκό εκείνο και μαγευτικό φώς. Χωρίς τον ήλιο το φεγγάρι δεν θα είχε καμμία λάμψι. Έτσι και χωρίς το Χριστό οι ψυχές θα έμεναν για πάντα στο σκοτάδι, αστέρια χωρίς λάμψι, κόσμοι ανήλιοι και σκοτεινοί.

Αλλ’ υπάρχει και μία διαφορά μεταξύ των πλανητών που φωτίζει ο φυσικός ήλιος και των ανθρώπων που φωτίζει ο Χριστός. Το φεγγάρι, όπως και τα άλλα αστέρια που εξαρτώνται από τον ήλιο, δεν φέρνουν καμμιά αντίστασι στον ήλιο. Τα αστέρια δεν μπορούν να πουν στον ήλιο, «Ήλιε, δε θέλουμε το φώς σου. Εμείς προτιμούμε να ζούμε στο σκοτάδι. Άφησέ μας». Οι άνθρωποι όμως δεν είνε άψυχοι, όπως τα αστέρια. Έχουν ψυχή, έχουν λογικό καί ελευθερία. Οι άνθρωποι, αν θέλουν, στρέφονται προς το Χριστό και παίρνουν το φως, όσο θέλουν. Αν όμως δεν θέλουν, τότε δεν πλησιάζουν το Χριστό και φεύγουν μακριά του. Τον περιφρονούν. Τον βλαστημούν, και λένε· «Ναζωραίε, δεν σε χρειαζόμαστε. Δεν θέλουμε το φώς σου. Δεν θέλουμε τη διδασκαλία Του. Μας αρέσει το σκοτάδι. Άφησέ μας…». Αυτοί μοιάζουν με τον άνθρωπο εκείνο που , ενώ ο ήλιος βγήκε και φωτίζει τη γη και είνε στο μεσουράνημά του, αυτός κλείνεται στο δωμάτιό του, κατεβάζει τις βαρειές κουρτίνες και δεν αφήνει τον ήλιο να τον φωτίσει. Έτσι είνε και οι διεφθαρμένοι άνθρωποι. Ήρθε το φώς, ήρθε ο Χριστός, αλλ’ οι άνθρωποι μισούν το φώς γιατί τα έργα τους είνε πονηρά.

***

Αλλά δόξα τω Θεώ! Υπάρχουν και άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, που αγαπούν το Χριστό. Οι ευγενείς αυτές ψυχές ευχαριστούνται να ακούνε τη διδασκαλία του. Ευχαριστιούνται να διαβάζουν το Ευαγγέλιο. Ευχαριστιούνται να πηγαίνουν στην εκκλησία και ν’ ακούνε τη θεία λειτουργία και τις άλλες ιερές ακολουθίες. Ευχαριστιούνται να εξομολογούνται και να κοινωνούν τα άχραντα μυστήρια. Οι ψυχές αυτές όλο και πλησιάζουν το Χριστό, όλο και παίρνουν περισσότερο φώς από το Χριστό, όλο και γίνονται πιό λαμπρές. Αυτές, όπου και να βρεθούν, σκορπίζουν το φως τού Χριστού. Αν είνε εργάτες, είνε φως για όλο το εργοστάσιο όπου εργάζονται. Αν είνε υπάλληλοι, είνε φώς για τους συναδέλφους τους. Αν είνε στρατιώτες, είνε φώς για τούς άλλους στρατιώτες της μονάδος τους. Αν είνε δάσκαλοι, είνε φως για τους μαθητές τους. Αν είνε γονείς, είνε φώς για τα παιδιά τους. Αν είνε ιερείς –ώ εάν είνε ιερείς!- , είνε φως γιά όλους τους ενορίτες τους. Φώς με τα καλά τους λόγια, φώς με το λαμπρό παράδειγμά τους, με τα καλά τους έργα. Στον καθένα από αυτούς εφαρμόζεται ο λόγος που λέει ο Χριστός στο σημερινό Ευαγγέλιο για τους μαθητάς του· «Υμείς εστε το φως τού κόσμου» (Ματθ. 5, 14). Σεις, δηλαδή, που με ακούτε και με ακολουθείτε, είσθε, πρέπει να είσθε, το φως τού κόσμου.

Και γεννιέται το ερώτημα· Εμείς, οι χριστιανοί του 20ου αιώνος, είμαστε το φως του κόσμου; Ο καθένας μας ας ρωτήση τη συνείδησί του, ας εξετάση προσεκτικά τη ζωή του και ας απαντήση. Τι είμαστε; Φώς ή σκοτάδι;

Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης: Κυριακή. Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών.
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός»

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Παράβαλε και:
13 Ιουλίου, μνήμη των Αγίων Πατέρων της Δ. Οικουμενικής συνόδου: το Αποστολικό και Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Θ. Λ., συναξάριον, και λόγος του Αρχ. Χριστοδούλου Θάσσου «υμείς εστέ το φως του κόσμου».
Πατέρες – Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού.
Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος: Η Αξία των Αγίων Πατέρων – Αρχιμ. Αρσενίου Κατερέλου.
«…Θυμόν κινήσαντες τον δικαιότατον…» – Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου.
Οι απόστολοι είναι αλάτι και φως του κόσμου – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.
Κανόνες της Αγίας Δ’ Οικουμενικής Συνόδου.

Κατηγορίες: Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.