κρυφό σχολειό: Αμφισβητήθηκε η ύπαρξη του; Υπάρχουν επιχειρήματα που συνηγορούν για την ιστορική αλήθεια του; – Ιωάννου Παπαιωάννου.

Αμφισβητήθηκε η ύπαρξη του κρυφού σχολειού;

Ποιά τα επιχειρήματα των αμφισβητιών;

Ίσως και να διάβασες ή ν’ άκουσες ότι χαρακτηρίζεται μύθος ή ιστορική πλάνη ή φτιαχτή – πλαστική παράδοση το κρυφό σχολειό. Τέτοιου είδους αμφισβητήσεις – αρνήσεις είναι δυνατό να συναντήσεις σε άρθρα – χρονογραφήματα ή επιφυλλίδες εφημερίδων λ.χ. εφημερίδα «Βραδυνή» της 24/4/1979 και περιοδικών και είναι πολύ πιθανό να τις ακούσεις και σε πανεπιστημιακά μαθήματα ή σε ομιλίες – διαλέξεις. Θα παρατηρούσες ότι προκαλείται εντυπωσιασμός, κατάπληξη και σύγχυση, όταν επίμονα και δογματικά τις περισσότερες φορές διακηρύσσεται η ιστορική παράδοση σαν μύθος και η οποιαδήποτε αμφισβήτηση – γνώμη σαν συμβολή στην ιστορική αποστολή της απομυθοποίησης.

Πιθανώτατα την πρώτη αμφισβήτηση έχεις με το Δημ. Καμπούρογλου: «αβασανίστως και ακρίτως επαναλαμβάνεται ότι παρεμποδιζόντων των τούρκων την εκπαίδευσιν, ηναγκάζοντο τα παιδάκια την νύκτα με το φεγγάρι να πορεύωνται εις διδάσκαλον προς εκπαίδευσιν» Δημ. Καμπούρογλου, ιστορία των Αθηναίων επί τουρκοκρατίας τόμ. Α’, σελ. 165.

Αλλά μελετώντας θα διαπίστωνες για τις περισσότερες αμφισβητήσεις και για τους πιο πολλούς αμφισβητίες ότι παρουσιάζονται στον 20ό αιώνα και μάλιστα μετά το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα και δώθε. Τις κυριώτερες αμφισβητήσεις κατά πρώτο λόγο τις έχεις από το Γιάννη Κορδάτο: «η παράδοση λέει πως υπήρχαν τα κρυφά σχολειά. Η τέτοια παράδοση είναι φτιαγμένη από τους δασκάλους μας. Κρυφό σχολειό δεν υπήρχε πουθενά. Αυτό είναι ένα ιστορικό ψέμα». Γ. Κορδάτου, ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος, σελ. 43. Και σ’ άλλο βιβλίο: «Πολλές φορές τα τέτοια πρωτόγονα σχολειά λειτουργούσαν τη νύχτα. Κι αυτό, επειδή τα παιδιά τότε πήγαιναν σε μεγάλη ηλικία στο δάσκαλο, γιατί την ημέρα έπρεπε να δουλεύουν στα χτήματα ή στα εργαστήρια… η παράδοση πως από το 1453 και δώθε υπήρχαν σχολεία και μάλιστα κρυφά, από φόβο των τούρκων, είναι ολότελα φτιαχτή και δεν έχει σχέση καμιά με την ιστορική αλήθεια». Γ. Κορδάτου, Ρήγας Φεραίος και Βαλκανική ομοσπονδία, σελ. 90- 91.

Ο Δημ. Φωτιάδης συμφωνεί επιφυλακτικά πάντως με τη γνώμη του Γ. Κορδάτου, καθόσον μόνο σε υποσημείωση γράφει: «Σωστή είναι ίσως η παρατήρηση του Γ. Κορδάτου πως η παράδοση πως υπήρχαν κρυφά σχολειά από το φόβο των τούρκων είναι ολότελα φτιαχτή πραγματικότητα Δημ. Φωτιάδη, η επανάσταση του 21, τόμ. Α’, σελ. 144.

Αμφισβήτηση έχεις και από το Γιάννη Βλαχογιάννη μ’ ένα του δημοσίευμα: «Οι νιόβγαλτοι σοφοί ανακαλύψανε μέσα στην ξεραΐλα την πνευματική των μαύρων αυτών χρόνων της εθνικής ζωής μας, ανακάλυψαν έναν τρανό σαλίγκαρο, άσπρον αληθινόν καράβολα… και κούφιο, το κρυφό σχολειό» (Νέα Εστία) τόμ. λη’ σελ. 678 – 679).

Ίσως και ν’ άκουσες – ο γράφων άκουσε πάντως – τους καθηγητές του Παν/μίου Θεσσαλονίκης Λ. Πολίτη, Ι, Χασιώτη, Α. Αγγέλου να χαρακτηρίζουν σε διαλέξεις τους ή μαθήματά τους «μύθο την ύπαρξη του κρυφού σχολειού» στην τουρκοκρατία. Ή πιθανόν και να διάβασες τη γνώμη του καθηγητή Άλκη Αγγέλου: «σύμφωνα με τα τελευταία πορίσματα της ιστορικής επιστήμης το κρυφό σχολειό είναι ένας μύθος και δεν υπήρξε στην πραγματικότητα» Ιστορία του ελληνικού έθνους. Εκδοτική Αθ. Τόμ. Ι, σελ. 366. Μάλιστα τη γνώμη αυτή τη βρίσκεις να έχει μεταφερθεί και στο σχολικό βιβλίο της ιστορίας της Γ’ Λυκείου έκδ. 1977, σελ. 173. Ωστόσο πρέπει να γνωρίζεις ότι δημιουργήθηκε σχετική συζήτηση και στις νεώτερες επανεκτυπώσεις του σχολικού βιβλίου έχει απαλειφθεί.

Τέλος μπορεί να συναντήσεις αμφισβήτηση του κρυφού σχολειού σε συνδυασμό με τη γνώμη ότι ο τούρκος ήταν ήπιος κατακτητής για τους υποδούλους: «Οι Οθωμανοί δεν επέβαλαν ποτέ τον αναγκαστικό εξισλαμισμό, δεν κατεδίωξαν τα γράμματα και δεν ενδιαφέρθηκαν για την παιδεία των υπηκόων τους. οι υπόδουλοι ήταν απόλυτα ελεύθεροι να μορφωθούν με δικά τους μέσα. Άλλο είναι το ζήτημα, δηλαδή, ότι δεν υπήρχαν μορφωμένοι Έλληνες για ένα μακρύ διάστημα 1453 – 1650 να διδάξουν στους υπόδουλους πατριώτες τους Γ. Κατσούλη, το κατεστημένο στην Νεοελληνική ιστορία, σελ. 12.

Τα επιχειρήματα των αμφισβητιών – αρνητών του κρυφού σχολειού θα τα διαβάσεις στην καλύτερη συνόψισή τους στο άρθρο του καθηγητή Άλκη Αγγέλου: «αν το κρυφό σχολειό είχε γίνει για κάποια περίοδο πραγματικότητα σε περιορισμένη έστω έκταση, δεν συνέτρεχε κανένας λόγος η σχετική μαρτυρία ή μαρτυρίες να μείνουν σκόπιμα στην αφάνεια. Θα έπρεπε, αντίθετα, ένα τέτοιο τεκμήριο ζωτικότητας της φυλής και της εθνικής συνειδήσεως σύμφωνα με την ερμηνεία, που θα του δώσουν κατά κανόνα οι μεταγενέστεροι, να εξαρθεί με κάθε τρόπο.

Αφού λοιπόν η απλή λογική μας οδηγεί να αποκλείσουμε παρόμοιο ενδεχόμενο, εκείνο που απομένει να δεχθούμε είναι ότι πιθανόν να βρισκόμαστε σε μια εξαιρετική – μοναδική ίσως συμπτωματική εξαφάνιση κάθε σχετικής γραπτής μαρτυρίας. Την έσχατη όμως αυτή υπόθεση έρχεται να αναιρέσει μια άλλη αδιαφιλονίκητη λογική παρατήρηση: Για ποιο λόγο ο τούρκος να ενοχληθεί από την ύπαρξη σχολείων; Τί είναι εκείνο που θα μπορούσε να τον ανησυχήσει από την ενασχόληση ενός μικρού σχετικά του πληθυσμού με τα γράμματα; Ασφαλώς η περιορισμένη έκταση που μπορούσε να έχει την εποχήν εκείνη η καλλιέργεια των γραμμάτων, δε θα πρέπει να είχε ως ενδεχόμενο την παραμέληση της καλλιέργειας της γης. Άλλωστε τα γράμματα ήταν απαραίτητα για ένα μόνο μέρος, του πληθυσμού, για όσους δηλαδή ασχολούνταν με το εμπόριο, με το οποίο δεν ασχολείτο συστηματικά ο δυνάστης ή για όσους είχαν σχέση με τον κλήρο». Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμ. Ι’, σελ. 366- 367.

Επιχειρήματα πρόσθετα θα αντλούσες από το Γιάννη Βλαχογιάννη: «Δεν υπάρχει καμιά ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει ύπαρξη κρυφού σχολειού… μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά δεν απάντησα τίποτε που να κάνει λόγο για το σκολειό έξω από το τραγούδι «Φεγγαράκι μου λαμπρό…». Και το τραγούδι επιχειρεί να σου το εξηγήσει: «Είναι λοιπόν παλιό υποχρεωτικό συνήθιο να πηγαίνει ο παπάς αξημέρωτα στην εκκλησιά και περισσότερο άμα είχε και μαθηταρούδια να προσέξει στο νάρτηκα, είτε και μέσα στα σκαλοπάτια του εικονοστασίου, όπου βοηθούσανε, και τ’ αναμμένα καντήλια. Κάθε μανούλα έπρεπε να ετοιμάσει το μισοξύπνητο παιδί για να τα ξυπνήσει. Και στεκόταν η μάνα πίσω, έλεγε στ’ άλλο το μικρότερο πούχε στο πλευρό της το νανούρισμα, για να το κάμει κι εκείνο ν’ αγαπάει τ’ αγουροξύπνημα… και το κρυφό σκολειό» Νέα Εστία, λη’, σελ. 679.

Βασικά πιο σαφές, συγκεκριμένο και εύγλωττο επιχείρημα σου προτείνεται εύκολα από τους περισσοτέρους το ότι λειτουργούσαν φανερά σχολεία πολλά και ονομαστά το 17ο και 18ο λ.χ. Μεγάλη Πατριαρχική Σχολή Κων/πόλεως, σχολές Κυδωνιών, Άθωνος, Ιωαννίνων κ.α. για τη λειτουργία των οποίων μπορείς να έχεις πολλά λεπτομερειακά στοιχεία, περιγραφές και μαρτυρίες. Όταν παρατηρήσεις πως δε φθάνει το επιχείρημα να καλύψει το 15ο και 16ο αιώνα, σου αντιτείνουν ότι η Ελλάδα τότε ήταν εξουθενωμένη. Δεν υπήρχε επομένως θέμα σχολείων και παιδείας;

Υπάρχουν επιχειρήματα που συνηγορούν για την ιστορική αλήθεια του κρυφού σχολειού;

Πρώτα επιχειρήματα που συνηγορούν για την ιστορική αλήθεια του κρυφού σχολειού θα μπορούσες ν’ αναφέρεις τα παρακάτω πανθομολογούμενα δεδομένα: οι ιερείς και οι μοναχοί της ορθοδοξίας ήταν αναμφισβήτητα οι κυρίως δάσκαλοι των ελληνοπαίδων και κάποια επιβεβαίωση θα θεωρούσες τη συνήθεια των Κυπρίων και άλλων νησιωτών μας Μυτιλήνης, Χίου κ.α. να φωνάζουν μέχρι σήμερα τους παπάδες «Δάσκαλε!». Η διδασκαλία γινόταν στις εκκλησιές νάρθηκες – κελλιά – ιδιαίτερα κτίρια – ιδιαίτερες ή πρόσθετες διασκευές και κατασκευές κυρίως και η λειτουργία της εκπαιδεύσεως περιλαμβάνονταν μέσα στα έργα της εκκλησίας. Τα βιβλία – αναγνωστικά ήταν το ψαλτήρι και το οκταήχι και τα άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Γιαυτό το λόγο σε λευκές σελίδες εκκλησιαστικών βιβλίων συναντάς μέχρι σήμερα παιδικά σχεδιάσματα και γράμματα της αλφαβήτας.

Εξάλλου κρίνοντας τα επιχειρήματα των αμφισβητιών – αρνητών διαπιστώνεις πως είναι υποθετικές αμφισβητήσεις και όχι τεκμήρια – αποδείξεις. Οπωσδήποτε την απορία σου για το πνευματικό σκοτάδι του 15ου και 16ου αιώνα δεν την εξουδετερώνει ο αφορισμός: ήταν εξουθενωμένη η Ελλάδα και δεν υπήρχε θέμα σχολείων και παιδείας. Δεν μπορείς να δεχτείς ότι είναι δυνατόν ένας λαός να μείνει για 2 αιώνες χωρίς παιδεία εντελώς αγράμματος και μετά ν’ αρχίσει νάχει σχολεία ονομαστά! Κάποιες κρυφές εστίες γραμμάτων και παιδείας θα υπήρχαν πάντοτε σιγο – αναμμένες. Και η ερμηνεία του Γιάννη Βλαχογιάννη για το «αγουροξύπνημα» και το νανούρισμα των παιδιών δύσκολα σε πείθει. Το πρωϊνό ξύπνημα δε θα γινόταν με το «φεγγαράκι μου λαμπρό» και για το λόγον ότι τα πρωινά βρίσκουν ως επί το πολύ το φεγγαράκι βασιλεμένο =να έχει φθάσει στη δύση του˙ το φεγγαράκι είναι σύντροφος καλός αποβραδίς μάλλον.

Και αν το τραγούδι ήταν νανούρισμα θάχε το β’ πρόσωπο, καθόσον θ’ απευθυνόταν προς το νήπιο, όπως τόσα άλλα συνήθως λ.χ. κοιμήσου αστρί, κοιμήσου αυγή… και προπάντων στην τουρκοκρατία δεν μπορείς να φανταστείς τις μανούλες τόσο ευδιάθετες και ικανές για νανούρισμα παιδιών μιας κάποιας ηλικίας˙ τα χρόνια εκείνα της σκλαβιάς οι μανούλες θα ένιωθαν περισσότερο όπως σου το εκφράζει το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Η μάνα σφίγγει το παιδί
βαθειά στην αγκαλιά της.
Γιατί είναι οι χρόνοι δύστυχοι
και τρέμει μην το χάσει.
Τραγούδι δεν ακούγεται
ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος
και μνήμα το κρεββάτι
κι η χώρα κοιμητήριο
κι η νύχτα ρημοκλήσι!

Το τραγούδι για το κρυφό σχολειό:

Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σχολειό
να μαθαίνω γράμματα
του Θεού τα πράγματα.

Θα το δεχτείς σα σπουδαίο επιχείρημα, μαρτυρία ιστορική, όπως άλλωστε το ομολογεί και ο ίδιος ο Γ. Βλαχογιάννης: «καμιά ιστορική, μαρτυρία (δεν βρήκε) έξω από το τραγούδι», δηλαδή το τραγούδι αποτελούσε ιστορική μαρτυρία και για τον αρνητή του κρυφού σχολειού. Ούτε θα μπορούσες να θεωρούσες ειρωνική τη φράση του, γιατί και ο ίδιος προσπάθησε με επιχειρήματα να το ερμηνεύσει διαφορετικά!

Ακόμα και άλλα σχετικά τραγούδια – στιχουργήματα, όπως:

Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
φέγγε και χαμήλωνε
για να σ’ ερωτήσωμε

δυο παιδιά που χάσαμε
είπαν πως τα πιάσανε.

Και το αναφερόμενο με τα κάλαντα στον Άη Βασίλη:

Αφού ηξεύρεις γράμματα
πες μας την αλφαβήτα

μαζί με το δίστιχο:

Βαστά εικόνα και χαρτί, κερί και καλαμάρι,
κι ηξέφυγέ του το κερί κι έκαψε το χαρτί του

είναι, όσο και αν τα εξετάσεις ερευνώντας, πολύ παλαιά, είναι προεπαναστατικά και είχαν γίνει γνωστά πολύ παλιότερα σ’ όλους τους τόπους όπου Έλληνες. Δε θα τραγουδιούνταν, ούτε θα επιβάλλονταν πανελλήνια, αν δεν ανταποκρίνονταν σε πραγματικά περιστατικά και συνδυάζουν το φεγγάρι, τη νύχτα με την εκπαίδευση και τα γράμματα, εκφράζουν το κλίμα και την ατμόσφαιρα του κρυφού σχολειού.

Βέβαια δεν έχεις επίσημο έγγραφο της σουλτανικής εξουσίας, ότι απαγορευόταν η λειτουργία – ίδρυση σχολείων για τους υποδούλους. Θυμάσαι βέβαια και τη γνώμη – κρίση του Ι. Ρίζου Νερουλού πως: «απαγόρευσαν οι τούρκοι την ίδρυση σχολείων από φόβο μήπως οι χριστιανοί μορφωνόμενοι γίνουν δούλοι δυσκολοκυβέρνητοι και επικίνδυνοι». Αλλά δε βρίσκεις και καμιά επίσημη μαρτυρία της οθωμανικής εξουσίας σύμφωνα με την οποία να επιτρέπεται από τους τούρκους η ίδρυση και λειτουργία σχολείων. Πάντως υπάρχουν για να επικαλεστείς και άλλα επιχειρήματα, τα οποία, είτε ενδείξεις θεωρήσεις, είτε σαν αποδείξεις έμμεσες εκτιμήσεις, συνηγορούν θετικά για την ιστορική αλήθεια του κρυφού σχολειού και αξίζει τον κόπο να τις συζητήσεις.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Α’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.