Κυριακή του Πάσχα (Ευαγγέλιο της νίκης κατά του θανάτου) – Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς.

Όσοι παγώνουν ἀπό τ’ αγιάζι μαζεύονται γύρω από τη φωτιά, για νά νιώσουν τη θαλπωρή της. Όσοι λιμοκτονούν πλησιάζουν στο τραπέζι, για να κορέσουν την πείνα τους. Εκείνοι που τράβηξαν πολλά όσο κρατούσε η μακρά νύχτα, χαίρονται με την ανατολή τού ηλίου, με το φως. Αυτοί που εξαντλήθηκαν σε μάχες σκληρές και φονικές, χαίρονται πολύ όταν απολαμβάνουν μιά ανέλπιστη νίκη.
Εσύ, Κύριε, με την Ανάστασή Σου, έγινες τα πάντα σε όλους τούς ανθρώπους! Ένδοξε Κύριε! Μ’ ένα Σου δώρο, γέμισες τ’ άδεια χέρια που απλώνονταν προς τον ουρανό! Χαίρετε ουρανοί, χαίρε η γη! Χαίρετε ουρανοί, όπως χαίρεται η μάνα που ταΐζει τα πεινασμένα παιδιά της. Χαίρε γη, όπως χαίρονται τα παιδιά όταν δέχονται το τάισμα από τα χέρια της μάνας τους!
Η ανάσταση του Χριστού είναι η μοναδική νίκη που κάνει όλη την ανθρωπότητα να χαίρεται, από τον πρωτόπλαστο ως τον τελευταίο άνθρωπο που ζει στη γη, Κάθε άλλη νίκη στη γη έχει χωρίσει κι εξακολουθεί να χωρίζει τους ανθρώπους, τον έναν από τόν άλλο. Όταν ένας επίγειος βασιλιάς βγαίνει νικητής από έναν πόλεμο ενάντια σε άλλο βασιλιά, ο ένας χαίρεται κι ο άλλος θρηνεί. Όταν ένας άνθρωπος νικάει το γείτονά του, στο ένα σπίτι ακούγονται τραγούδια και στο άλλο θρήνο. Δεν υπάρχει στη γη χαρούμενη νίκη που να μην την δηλητηριάσει η κακία. Εκείνος που νικάει στη γη χαίρεται και με τη δική του χαρά και με τα δάκρυα του νικημένου εχθρού του. Ούτε που μπορεί να καταλάβει πως το κακό καταστρέφει τη χαρά.
Όταν ο Ταμερλάνος νίκησε τον σουλτάνο Μπαγιατζίτ, τον έβαλε σ’ ένα σιδερένιο κλουβί κι έστησε γύρω του χορό, τα νικητήρια. Η χαρά του ολοκληρώθηκε με την κακία του. Η κακεντρέχειά του έτρεφε και δυναμώνε την πανδαισία του.
Αχ, αδελφοί μου! Πόσο σύντομη είναι η χαρά της κακίας! Πόσο φαρμακερή τροφή είναι για την ευωχία η κακία! Όταν ο βασιλιάς Στέφανος του Ντέκανι νίκησε το Βούλγαρο βασιλιά, δεν προχώρησε στο βουλγαρικό έδαφος, δεν πήρε αιχμαλώτους από το βουλγαρικό λαό, αλλά αποσύρθηκε λυπημένος σ’ ένα ησυχαστήριο για να νηστέψει και να προσευχηθεί. Ο νικητής αυτός ήταν πιό ευγενής από τον προηγούμενο. Ακόμα κι αυτή η νίκη όμως, όπως κάθε νίκη, δεν μπορούσε παρά ν’ αφήσει τα θλιβερά σημάδια της στο νικημένο. Ακόμα κι η πιό ένδοξη και πιό πολιτισμένη ιστορία είναι σαν τον ήλιο εκείνο, που οι μισές ακτίνες του είναι φωτεινές κι οι άλλες μισές σκοτεινές.
Μόνο η νίκη του Χριστού είναι σαν τον ήλιο που στέλνει φωτεινές και λαμπερές ακτίνες σ’ όλους όσοι βρίσκονται κάτω στη γη. Η νίκη τού Χριστού γεμίζει όλες τις ψυχές των ανθρώπων με χαρά ανεκλάλητη κι ατέρμονη. Μόνο η νίκη τού Χριστού είναι καθαρή από μίσος και κακία.
Θα πεις πώς είναι μία νίκη μυστήρια; Ναι, είναι. Ταυτόχρονα όμως η νίκη αυτή αποκαλύφθηκε σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, σε ζωντανούς και νεκρούς.
Θα πεις πώς είναι μιά μεγαλειώδη νίκη; Ναι, είναι. Και μάλιστα περισσότερο από μεγαλειώδης. Δέν είναι περισσότερο από γενναία μιά μητέρα όταν δεν αρκείται να γλιτώσει τα παιδιά της από το φίδι, μα τρέχει με γενναιότητα στη φωλιά των φιδιών και τα καίει όλα;
Θα πεις πώς είναι μιά θεραπευτική νίκη; Ναι, είναι, γιατί θεραπεύει και σώζει στους αιώνες των αιώνων. Η σπουδαία αυτή νίκη σώζει τους ανθρώπους από κάθε κακό, τους κάνει αναμάρτητους και αθάνατους. Η αθανασία χωρίς την αναμαρτησία θα σήμαινε μόνο την επέκταση της βασιλείας του πονηρού και της κακίας. Η αθανασία σε συνδυασμό με αναμαρτησία όμως προξενεί χαρά ανεκλάλητη, απεριόριστη· μετατρέπει τον άνθρωπο σε αδελφό των αγγέλων τού Θεού.
Ποιός δε θα χαιρόταν και δε θα ευφραινόταν με τη νίκη τού Κυρίου Ιησού Χριστού; Δεν έγινε νικητής για τον εαυτό Του, για δική του χάρη, αλλά για μάς. Η νίκη Του δεν έκανε τον ίδιο μεγαλύτερο, ανώτερο, πιό ζωντανό ή πιό πλούσιο, αλλά εμείς. Τη νίκη Του δεν την χαρακτηρίζει ιδιοτέλεια αλλά αγάπη, δεν ήθελε να πάρει, αλλά νά δώσει. Οι εγκόσμιοι κατακτητές νέμονται τη νίκη. Ο Χριστός είναι ο μόνος κατακτητής που την παραδίδει. Ένας εγκόσμιος κατακτητής, είτε αυτός είναι βασιλιάς είτε στρατηγός, δε δέχεται ποτέ να τού πάρουν τη νίκη και να τη δώσουν σε κάποιον άλλον. Μόνο ο αναστημένος Χριστός προσφέρει με τα δυό Του χέρια τη νίκη Του σε μας, στον καθένα μας. Όχι μόνο δεν οργίζεται, αλλ’ αντίθετα χαίρεται όταν εμείς γινόμαστε νικητές με τη δική Του νίκη, όταν δηλαδή γινόμαστε ανώτεροι, ζωτικότεροι και πλουσιότεροι από πριν.
Οι εγκόσμιες νίκες φαίνονται καλύτερα όταν τις κοιτάζει κανείς από απόσταση. Όταν τις κοιτάζεις από κοντά δείχνουν άσχημες, αποκρουστικές. Για τη νίκη τού Χριστού όμως δεν μπορεί να πει κανείς αν φαίνονται καλύτερα από μακριά ή από κοντά. Βλέποντας από μακριά τη νίκη Του τη θαυμάζουμε, γιατί είναι μοναδική στη λαμπρότητα της, στην αγνή και σωστική χάρη της. Όταν τη βλέπουμε από κοντά, θαυμάζουμε για τους φοβερούς εχθρούς που κατατροπώνει, για το μεγάλο πλήθος των σκλάβων που ελευθερώνει.
Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα, η μοναδική, που γιορτάζουμε τη νίκη τού Χριστού. Γι’ αυτό και σήμερα αρμόζει να κοιτάξουμε τη νίκη Του από πολύ κοντά, τόσο για να βελτιώσουμε τις γνώσεις μας όσο και για να ευφρανθούμε περισσότερο.
Ας προσεγγίσουμε λοιπόν τον αναστημένο Χριστό κι ας αναρωτηθούμε:

Πρώτο: Ποιόν νίκησε με την Ανάστασή Του;
Δεύτερο: Ποιούς ελευθέρωσε με τη νίκη Του;

**********

Με την Ανάστασή Του ο Κύριος κατατρόπωσε τούς δυό πιό μανισμένους εχθρούς της ανθρώπινης ζωής και αξίας: το θάνατο και την αμαρτία. Οι δυό αυτοί εχθροί τού ανθρώπινου γένους γεννήθηκαν όταν ο πρώτος άνθρωπος χωρίστηκε από το Θεό, με το να ποδοπατήσει την εντολή της υπακοής στό Δημιουργό του. Στον παράδεισο ο άνθρωπος δε γνώριζε ούτε αμαρτία ούτε θάνατο, ούτε φόβο ούτε ντροπή. Ο άνθρωπος ήταν προσκολλημένος στο Θεό καί δεν ήξερε τι σημαίνει θάνατος, ζούσε με απόλυτη υπακοή στο Θεό και δεν ήξερε τι σημαίνει αμαρτία. Εκεί πού δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχει καί φόβος. Εκεί πού είναι άγνωστη η αμαρτία, δεν υπάρχει και ντροπή, που γεννιέται από την αμαρτία.
Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αμάρτησε, επειδή παραβίασε τη σωστική εντολή της υπακοής, μαζί με την αμαρτία ήρθε κι ο φόβος, ήρθε κι η ντροπή. Ο άνθρωπος ένιωσε πως βρίσκεται μακριά πολύ από το Θεό, το δρεπάνι τού θανάτου του ’δωσε το πρώτο προμήνυμα. Γι’ αυτό κι όταν ο Θεός κάλεσε τον Αδάμ και τόν ρώτησε «Αδάμ, πού εί;», εκείνος απάντησε: «Της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω και εφοβήθην, ότι γυμνός ειμι, και εκρύβην» (Γεν. γ΄ 9-10). Άκουσα τη φωνή την ώρα που περπατούσες στον παράδεισο και φοβήθηκα, γιατί ήμουν γυμνός. Έτσι κρύφτηκα.
Ως τότε η φωνή τού Θεού ενίσχυε τον Αδάμ, τον χαροποιούσε, τον ζωογονούσε. Μετά τή διάπραξη της αμαρτίας όμως η ίδια αυτή φωνή τον φόβιζε, τον νέκρωνε. Ως τότε ο Αδάμ γνώριζε πως ήταν ντυμένος με την αθάνατη αμφίεση των αγγέλων. Μετά όμως κατάλαβε πως η αμαρτία τον γύμνωσε, τον λεηλάτησε, τον υποβίβασε στο επίπεδο των ζώων, τόν κόντυνε στις διστάσεις των πυγμαίων.
Βλέπετε, αδελφοί μου, πόσο φοβερή είναι ακόμα κι η παραμικρότερη αμαρτία της παρακοής στο Θεό! Μετά την αμαρτία του ο Αδάμ φοβήθηκε το Θεό και κρύφτηκε ανάμεσα στα δέντρα του παραδείσου, «εν μέσω του ξύλου τού παραδείσου». Λειτούργησε όπως η σπιτίσια γάτα πού όταν γίνεται άγρια φεύγει στα βουνά, αρχίζει να κρύβεται από το νοικοκύρη της και ν’ αποφεύγει το χέρι πού ως τότε την τάιζε. Ο Αδάμ, που ως τότε είχε απόλυτη εξουσία, άρχισε ν’ αναζητά προστασία από τα άλογα ζώα, μακριά από το Δημιουργό του. Από τη μιά αμαρτία άρχισε με ταχύτητα αστραπής να προκύπτει η δεύτερη, η τρίτη, η εκατοστή, η χιλιοστή…. Τελικά ο άνθρωπος έγινε κτηνώδης, σαν τα ζώα, γήινος, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Το αμαρτωλό μονοπάτι που βάδισε ο Αδάμ τον οδήγησε στη γη, μέσα στη γη. Γι’ αυτό κι ο Θεός τού είπε: «γη εί και εις γην απελεύση» (Γεν. γ΄19). Αυτό δεν εξέφρασε μόνο την κρίση τού Θεού, αλλά καί την μετέπειτα γήινη πορεία τού ανθρώπου που μόλις ξεκίνησε, μα η εξέλιξή της ήταν πολύ γρήγορη.
Οι απόγονοι τού Αδάμ, η μιά γενιά μετά τήν άλλη, γίνονταν όλο και πιό υλικοί, πιό προσκολλημένοι στα γήινα. Ντρέπονταν που αμάρταναν και πέθαινα με φόβο και τρόμο. Οι άνθρωποι κρύβονταν από το Θεό στα δέντρα και στους βράχους, στο χρυσό και τη σκόνη. Όσο περισσότερο εκείνοι κρύβονταν όμως, τόσο απομακρύνονταν από τόν αληθινό Θεό, τόσο περισσότερο τον ξεχνούσαν. Η φύση που κάποτε έστεκε κάτω από τα πόδια τού ανθρώπου, τώρα σιγά σιγά υψωνόταν, έφτασε πάνω από τό κεφάλι του, και στο τέλος έκρυψε το πρόσωπο τού Θεού, πήρε αυτή τη θέση Του. Ο άνθρωπος άρχισε να φτιάχνει θεό από τη φύση. Άκουγε τη φύση, συμπεριφερόταν όπως εκείνη όριζε, προσευχόταν σ’ αυτήν και της πρόσφερε θυσίες.
Η θεοποίηση της φύσης όμως δεν ήταν ικανή ούτε την ίδια να σώσει, μα ούτε και τον άνθρωπο να γλιτώσει από το θάνατο και τη φθορά. Το δύσβατο μονοπάτι πού βάδιζε η ανθρωπότητα ήταν ο δρόμος της αμαρτίας. Και το καταστροφικό αυτό μονοπάτι οδηγούσε σίγουρα σε μιά σκοτεινή πολιτεία, μόνο σ’ αυτήν: στην πολιτεία των νεκρών. Οι βασιλιάδες της γης εξουσίαζαν τους ανθρώπους. Η αμαρτία κι ο θάνατος τους εξουσίαζαν όλους, βασιλιάδες κι απλούς ανθρώπους. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πλεόναζε η αμαρτία, όπως η χιονόμπαλα μεγαλώνει καθώς κατηφορίζει από τό λόγο. Η ανθρωπότητα είχε φτάσε σε έσχατη απελπισία όταν εμφανίστηκε ο ουράνιος Ήρωας για να τη σώσει.
Ο Ήρωας αυτός ήταν ο Κύριος Ιησούς. Αιώνια αναμάρτητος και αιώνια αθάνατος, πέρασε από το νεκροταφείο της ανθρωπότητας και σκόρπισε παντού τα άνθη της αθανασίας. Η ανάσα Του σκόρπιζε ζωή κι έδιωχνε μακριά τη βρωμιά της αμαρτίας, ο λόγος Του ανάσταινε τους νεκρούς. Με την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος φορτώθηκε το πλήθος των αμαρτιών του. Με την ίδια αυτή αγάπη Του φόρεσε τη θνητή ανθρωπίνη σάρκα. Ήταν τόσο βαριά όμως η ανθρώπινη αμαρτία, τόσο φοβερή, που από το βάρος της ο Υιός τού Θεού κατέβηκε στον τάφο.
Ευλογημένος και τρισευλογημένος ο τάφος απ’ όπου ξεπήδησε ο ποταμός της αθανασίας για όλους τους ανθρώπους! Ο Ήρωας κατέβηκε στον Άδη, όπου γκρέμισε το θρόνο του σατανά και κατέστρεψε όλες τίς σκευωρίες και τις συνωμοσίες του εναντίον του ανθρωπίνου γένους. Από τόν τάφο Του ο Ήρωας αναστήθηκε, αναλήφθηκε στους ουρανούς κι άνοιξε έναν καινούργιο δρόμο στήν πολιτεία των ζωντανών. Αφάνισε με τη δύναμή Του την κόλαση και δόξασε το σώμα Του, ανασταίνοντάς το «εκ νεκρών». Κι όλ’ αυτά με την ανυπέρβλητη δύναμή Του, που είναι αδιαίρετη από τόν Πατέρα και τό Άγιο Πνεύμα. Απλός και ταπεινός σαν αρνί ο Κύριος βάδισε προς ο πάθος και το θάνατο. Δυνατός ως Θεό υπόμεινε το πάθος και νίκησε το θάνατο. Η Ανάστασή Του είναι πραγματικό γεγονός. Και ταυτόχρονα είναι προφητεία κι η προτύπωση της δικής ανάστασης. «Σαλπίσει γάρ, και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι, και ημείς αλλαγησόμεθα» (Α΄ Κορ. ιε΄52).
Ίσως ρωτήσουν μερικοί: Πώς μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι ο Χριστός νίκησε το θάνατο, αφού οι άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν;
Εκείνοι που έρχονται στον κόσμο από την κοιλιά της μητέρας τους, θ’ αναχωρήσουν απ’ αυτόν με το θάνατο, θα μπουν στον τάφο. Ο κανόνας αυτός είναι. Για μας όμως που πεθαίνουμε εν Χριστώ ο θάνατος δεν είναι σκοτεινή άβυσσος, αλλά γέννηση σε μιά καινούργια ζωή, είναι επιστροφή στην πατρίδα μας. Ο τάφος για μας δεν είναι πιά σκοτάδι αιώνιο αλλά πύλη, όπου μας αναμένουν οι πανένδοξοι άγγελοι τού Θεού. Γιά όλους εκείνους που η ψυχή τους είναι γεμάτη από αγάπη γιά τον ωραίο και στοργικό Κύριο, ο τάφος δεν είναι παρά το τελευταίο εμπόδιο προς την παρουσία Του. Και το εμπόδιο αυτό είναι τόσο αδύναμο, όσο ο ιστός μιάς αράχνης. Γι’ αυτό κι ο απόστολος Παύλος αναφωνεί: «Εμοί το ζήν Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλιπ. α΄21).
Πώς μπορούμε να πούμε πως ο Χριστός δε νίκησε το θάνατο, όταν ο θάνατος δεν αντέχει την παρουσία Του; Ο τάφος δεν είναι πιά βαθιά άβυσσος, γιατί γέμισε με την παρουσία Του. Δεν είναι πιά σκοτεινός ο τάφος, γιατί ο Χριστός τόν φώτισε. Δεν φοβίζει πιά ο τάφος, δέν τρομάζει, γιατί δε σηματοδοτεί το τέρμα, μά τήν αρχή. Δε συνιστά την αιώνια πατρίδα μας, αλλά μόνο τήν πύλη προς την πατρίδα αυτή. Η διαφορά ανάμεσα στο θάνατο πριν από την Ανάσταση τού Χριστού και μετά απ’ αυτήν, είναι όπως η διαφορά ανάμεσα σε μιά καταστροφική πυρκαγιά και στή φλόγα τού καντηλιού. Η νίκη τού Χριστού είναι θεμελιώδης. Με την Ανάστασή Του, «κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος» (Α΄Κορ. ιε΄54).
Υπάρχουν κι άλλοι που θά ρωτήσουν: Πῶς μπορούμε να ισχυριστούμε πως αναστημένος Χριστός νίκησε την αμαρτία, αφού οι άνθρωποι εξακολουθούν ν’ αμαρτάνουν;
Ο Κύριος νίκησε πραγματικά την αμαρτία. Τη νίκησε με την άσπορο σύλληψη και γέννησή Του. Στη συνέχεια με την αγνή και αναμάρτητη ζωή Του στη γη. Μετά με το πάθος Του στο σταυρό, μ’ όλο πού ήταν δίκαιος. Και στο τέλος τη νίκη Του τη σφράγισε με την ένδοξη Ανάστασή Του.
Ο Κύριος έγινε το φάρμακο, το πιό κατάλληλο κι αλάθευτο φάρμακο ενάντια στην αμαρτία. Εκείνος που δηλητηριάστηκε από την αμαρτία, μόνο από το Χριστό μπορεί να θεραπευθεί. Εκείνος που δε θέλει ν’ αμαρτάνει, μόνο με τη βοήθεια του Χριστού μπορεί νά ικανοποιήσει την επιθυμία του. Όταν οι άνθρωποι βρήκαν το φάρμακο για την ευλογιά είπαν: Τη νικήσαμε την αρρώστια αυτή. Τό ίδιο είπαν όταν βρήκαν τό φάρμακο για την αμυγδαλίτιδα, για τον πονόδοντο, για την ουρική αρθρίτιδα και γι’ άλλες παρόμοιες αρρώστιες. Την νικήσαμε, θριαμβολογούσαν. Αυτό σημαίνει πως η εύρεση φαρμάκου για κάποια αρρώστια, είναι νίκη κατά της αρρώστιας.
Ο Χριστός είναι μακράν ο μέγιστος Ιατρός στην ανθρώπινη ιστορία, γιατί μας έδωσε το φάρμακο γιά τη μεγαλύτερη αμαρτία. Κι η αμαρτία είναι εκείνη από την οποία γεννιούνται όλα τ’ άλλα πάθη τού ανθρώπου, τόσο τα σωματικά όσο και τα ψυχικά. Το φάρμακο είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο αναστημένος και ζωντανός Κύριος. Είναι το μοναδικό κι αποτελεσματικό φάρμακο εναντίον της αμαρτίας. Αν ακόμα και σήμερα οι άνθρωποι αμαρτάνουν κι η αμαρτία τους οδηγεί στην καταστροφή, αυτό δε σημαίνει πως ο Χριστός δε νίκησε την αμαρτία, αλλ’ ότι οι άνθρωποι δεν πήραν το μοναδικό φάρμακο κατά της αρρώστιας αυτής. Σημαίνει πως αυτοί δε γνωρίζουν αρκετά το Χριστό ως φάρμακο ή κι αν ακόμα τον γνωρίζουν, δεν τον χρησιμοποιούν για τον άλφα ή βήτα λόγο.
Η ιστορία μαρτυρεί με χιλιάδες και μυριάδες φωνές, πως εκείνοι που χρησιμοποιούν το φάρμακο αυτό για την ψυχή τους θεραπεύονται, γίνονται υγιείς. Γνωρίζοντας την αδυναμία της ύπαρξής τους ο Κύριος πρότεινε το φάρμακο αυτό στους πιστούς. Πρόσφερε τον εαυτό Του σ’ αυτούς, για να τον λάβουν με την υλική μορφή τού άρτου και τού οίνου. Και τό ’κανε αυτό Εκείνος που αγαπά κάθε άνθρωπο με την αμέτρητη αγάπη Του, μόνο καί μόνο για να διευκολύνει την προσέγγισή του στο ζωοποιό φάρμακο κατά της αμαρτίας καί κάθε φθοράς που προέρχεται απ’αυτήν. «Ο τρώγων μοι την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ» (Ιωαν. Στ΄56).
Εκείνοι πού τρέφουν την αμαρτία με την αμαρτία, χάνουν σταδιακά τη ζωή τους. Την φθείρει η αμαρτία. Εκείνοι όμως που τρέφονται από τό σώμα τού ζώντος Κυρίου, δρέπουν ζωή. Κι η ζωή μέσα τους αυξάνει συνέχεια, ενώ ο θάνατος απομακρύνεται. Κι όσο αυξάνει η ζωή, τόσο μαραίνεται η αμαρτία. Την ανούσια και σκοτεινή γλυκύτητα της αμαρτίας σ’ αυτούς αντικαθιστά η χαροποιός και ζωοποιός γλυκύτητα τού Νικητή Χριστού.
Ευλογημένοι είναι εκείνοι που δοκίμασαν και γεύτηκαν τό μυστήριο αυτό στη ζωή τους. Αυτοί θα κληθούν υιοί φωτός και τέκνα της χάριτος. Όταν αναχωρήσουν από τη ζωή αυτή θα είναι σα να φεύγουν από νοσοκομείο, γιατί δε θα είναι πια άρρωστοι.

*******

Ας αναρωτηθούμε τώρα: Ποιόν ελευθέρωσε με τη νίκη Του από την αμαρτία και το θάνατο ο αναστημένος Κύριος; Μήπως το λαό ενός έθνους ή μιάς φυλής; Μήπως τούς ανθρώπους κάποιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης; Όχι, σε καμιά περίπτωση. Τέτοια ελευθερία θα ήταν βασικά αποτέλεσμα της φονικής νίκης εγκόσμιων κατακτητών. Ο Κύριος δεν ονομάστηκε «Φιλοεβραίος», «Φιλέλληνας», «Φιλόπτωχος» ή «Φιλοαριστοκράτης». Ήταν ο φίλος τού ανθρώπινου γένους. Τη νίκη Του την ήθελε για όλους τούς ανθρώπους, χωρίς καμιά διάκριση στις διαφορές και τις ιδιαιτερότητες, όπως κάνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Τη νίκη Του την κέρδισε για το καλό και τη βοήθεια όλων των πλασμάτων τού Θεού, όλων των ανθρώπων. Και την πρόσφερε σ’ όλους αυτούς.
Σ’ όλους εκείνους που δέχονται τη νίκη αυτή και την κάνουν δική τους, υποσχέθηκε αιώνια ζωή, τούς έκανε συγκληρονόμους της ουρανίας βασιλείας Του. Δεν επιβάλλει σε κανέναν την νίκη Του, μ’ όλο πού κόστισε τόσο πολύ. Αφήνει ελεύθερους τούς ανθρώπους να την κάνουν δική τους ή να την αρνηθούν. Όπως ο πρώτος άνθρωπος στον παράδεισο διάλεξε την πτώση, το θάνατο και την αμαρτία στα χέρια του σατανά, έτσι και τώρα είναι ελεύθερος να διαλέξει ζωή και σωτηρία στα χέρια του Νικητή Θεού. Η νίκη του Χριστού είναι βάλσαμο, ζωοποιό βάλσαμο για όλους τους ανθρώπους, όλους εκείνος που έχουν προσβληθεί από τη λέπρα της αμαρτίας και τού θανάτου.
Το βάλσαμο αυτό κάνει τους αρρώστους υγιείς, τους υγιείς ακόμα υγιέστερους.
Το βάλσαμο αυτό ανασταίνει τους νεκρούς και δίνει πληρέστερη ζωή στους ζωντανούς.
Το βάλσαμο αυτό κάνει τόν άνθρωπο σοφό, τον εξευγενίζει, τον θεοποιεί. Αυξάνει τη δύναμή του και την κάνει εκατονταπλάσια, αναβιβάζει την αξία του πάνω απ’ όλη τη φύση, τον φτάνει ίσαμε τη λαμπρότητα και το κάλλος των αγγέλων και των αρχαγγέλων τού Θεού.
Αγαπημένο και ζωοποιό βάλσαμο! Ποιό χέρι δε θ’ απλωνόταν να σε πάρει; Ποιά καρδιά δε θα σε έβαζε στις πληγές της; Ποιός λάρυγγας δε θα υμνούσε τα μεγαλεία σου; Ποιά πένα δε θα κατέγραφε τα θαυμάσια κατορθώματά σου; Ποιό αβάκιο δε θ’ απαριθμούσε όλες τις θεραπείες άρρωστων ανθρώπων και τις νεκραναστάσεις που έχεις κάνει ως σήμερα; Πόσα δάκρυα ευγνωμοσύνης δε θα χυνόταν για σένα;
Ελάτε λοιπόν, αδελφοί μου, όλοι εσείς που φοβάστε το θάνατο. Ελάτε πιό κοντά, προσεγγίστε το Νικητή Χριστό, τον αναστημένο. Εκείνος θα σας ελευθερώσει από το θάνατο κι από τό φόβο του θανάτου.
Ελάτε όλοι εσείς που ζείτε με τη ντροπή των κρυφών και φανερών αμαρτιών σας. Πλησιάστε στη ζωντανή πηγή που ξεπλένει και καθαρίζει, εκείνη που μπορεί να κάνει και το πιό μαύρο δοχείο λευκότερο από τό χιόνι.
Ελάτε όλοι εσείς που αναζητάτε υγεία, δύναμη, ομορφιά και χαρά. Ο αναστημένος Χριστός είναι η πλούσια πηγή όλων αυτών. Σας αναμένει με αγάπη και προσμονή, δε θέλει να χαθεί κανένας.
Προσκυνήστε τον Κύριο σωματικά και ψυχικά. Ενωθείτε μαζί Του «κατά νούν και κατά διάνοιαν». Αγκαλιάστε τον με όλη σας την καρδιά. Μη προσκυνάτε τον κατακτητή, αλλά τον Ελευθερωτή. Μη συνδέεστε με τον καταστροφέα, αλλά με το Σωτήρα. Μην αγκαλιάζετε τον ξένο, αλλά το στενό συγγενή σας, τον αγαπημένο σας φίλο.
Ο αναστημένος Κύριος είναι το θαύμα των θαυμάτων! Ο Κύριος όμως έχει την ίδια φύση με σένα, την ίδια πρωταρχική φύση που έχει κι ο Αδάμ στον παράδεισο.
Η ανθρώπινη φύση δε δημιουργήθηκε για να δουλωθεί στην άλογη φύση που την περιβάλλει, αλλά να κυβερνήσει τη φύση με τη δύναμή της. Η αληθινή φύση τού ανθρώπου δεν είναι ανάξια και τιποτένια, άρρωστη, θνητή κι αμαρτωλή. Είναι υγιής, ένδοξη, αθάνατη κι αναμάρτητη.
Ο αναστημένος Κύριος διέρρηξε το παραπέτασμα που χώριζε τον αληθινό Θεό από τον αληθινό άνθρωπο. Μας αποκάλυψε στον Εαυτό Του τη μεγαλοσύνη και το κάλλος και του Ενός και τού άλλου. Κανένα άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τον αληθινό Θεό, παρά μόνο μέσω τού αναστημένου Κυρίου Ιησού. Αλλά καί κανένας άνθρωπος δεν μπορεί νά γνωρίσει τον αληθινό άνθρωπο, παρά μόνο μέσω τού αναστημένου Ιησού.

Ο Χριστός Ανέστη, αδελφοί μου!

Με την Ανάστασή Του ο Χριστός κυριάρχησε στην αμαρτία και το θάνατο, κατέστρεψε το σκοτεινό βασίλειο τού σατανά, ελευθέρωσε τη δουλωμένη ανθρώπινη φύση κα φανέρωσε τα μεγαλύτερα μυστήρια σχετικά με το Θεό και τον άνθρωπο. Σ’ Εκείνον πρέπει ο ύμνος κι η δόξα, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Από το βιβλίο του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς: Ομιλίες γ΄, Αναστάσεως Ημέρα. Από τήν Κυριακή του Πάσχα, ως τήν Πεντηκοστή.

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.