Το δακτυλίδι: «Δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού».

Το πρώτο δαχτυλίδι το πούλησε στη μακρυνή χώρα μαζί μ’ όλα τα’ άλλα του υπάρχοντα. Δεν πούλησε την καρδιά του. Γι’ αυτό δεν ξέχασε τον πατέρα του. Αυτός ο πατέρας δεν ήταν συνηθισμένος. Αγαπούσε τον υιό τον νεότερο αληθινά και βαθειά. Υποτάσσεται στην αυθάδη απαίτηση. Του προσφέρει τον «βίο», τον αφήνει να φύγει.

Στην αναγνώριση του παιδιού του, «έτι αυτού μακράν απέχοντος», στην τρυφερή προϋπάντηση, στα χέρια που το αγκαλιάζουν, στα χείλη που φιλούν το σκυμμένο κεφάλι του, δεν υπάρχει κανενός είδους αυτοδικαίωση. Τι χρειάζεται; Το παιδί του γύρισε! Γυρισε ξυπόλητο, κουρελιασμένο, αλλά γύρισε όσο ποτέ «υιός του».

Οταν έφευγε, κουβαλώντας «το επιβάλλον μέρος της ουσίας», δεν ήξερε τι άφηνε πίσω του. Τωρα ξέρει που επιστρέφει, γιατί επέστρεψε μέσα του. Βρήκε τη δύναμη να δει την τραγική αλήθεια κατάματα. Κατάντησε «βόσκειν χοίρους». Ξενος, έρημος, δούλος. Αλλά και μπόρεσε να ρωτήσει• «Ποσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι!». Στη μακρυνή χώρα έχασε ο,τι φανέρωνε τον πλούτο και τα μεγαλεία του. Στην απόφαση της επιστροφής φανερώνει το μεγαλείο της εσωτερικής του ελευθερίας. Την υψηλή αυτοσυνειδησία του, την επίγνωση της πατρικής ευσπλαγχνίας. Αυτά τον αποδεικνύουν «υιο του».

Η εντολή να φέρουν οι δούλοι την πρώτη στολή, να τον ντύσουν σαν πρώτα, φανερώνει την άρνηση αυτού του πατέρα να συμμεριστεί το δραματικό αίσθημα του παιδιού του. «Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου». Την απόλυτη απόρριψη να συμφωνήσει στο συντριμμένο του αίτημα. «Ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».

«Δοτε δακτύλιον εις την χείρα αυτού». Δώστε του, πέρα από τα αναγκαία για να κρυφτεί η εξωτερική του γυμνότητα, να μη ντρέπεται για ο,τι έκανε κι έπαθε. Δώστε του αυτό που φαίνεται παραπανίσιο. Δώστε του ξανά το δαχτυλίδι που πούλησε. Δώστε του πίσω τη χαμένη τιμή του. Δώστε του πίσω την αναγνώριση της καταγωγής του, το έμβλημα της εξουσίας του. Δώστε του όλη τη δικαίωση της επιστροφής του, όλη την απόδειξη της αγάπης μου, της μεγάλης χαράς μου. « Οτι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».

«Δοτε δακτύλιον εις την χείρα αυτού». Στα μουσεία του κόσμου φυλάγονται δαχτυλίδια αμέτρητα, πολυστολισμένα, βαρύτιμα. Φορτισμένα με μνήμες και κρυμμένες αλήθειες. Στόλισαν χέρια δίκαια και άδικα. Σφράγισαν ζωές και ιστορικές αποφάσεις. Τα θαυμάζουμε. Δεν αλλάζουν σε τίποτα τη δική μας ζωη. Το δαχτυλίδι που χαρίζει ξανά ο πατέρας στο παιδί του το άσωτο, λένε οι Πατέρες, συμβολίζει τον αρραβώνα, τη σφραγίδα, τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Αυτά κατακτά ο άνθρωπος με την επιστροφή του, με την αληθινή του μετάνοια. Τα προνόμια της υιοθεσίας.

Στην «περίληψη» του Ευαγγελίου, όπως ονομάζουν την παραβολή του Ασώτου, το δαχτυλίδι που προσφέρει ξανά ο πατέρας στο χαμένο παιδί του, το άσωτο, εκφράζει την κορύφωση της ευτυχίας μας, τη μυστική αγαλλίαση της στενής κοινωνίας μαζί Του. Φανερώνει την μία ευγένεια, την «μετά του Θεού οικειότητα».

Από το περιοδικό Η Δράσις μας, Φεβρουάριος 2007.

Κατηγορίες: Άρθρα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.