Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος – Αρχιμ. Αρσενίου Κομπούγια.

Ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος υπήρξεν ο πρύτανις του οσίου βίου, μέγας κήρυξ και πνευματικός, ηγούμενος υπέρ τα πεντήκοντα έτη της μοναδικής δια την πνευματικότητα και αγιότητά των σε όλην την εκτός του Αγίου Όρους περιφέρειαν, Ιεράν Κοινοβιακήν Μονήν Ζωοδόχου Πηγής Λογγοβάρδας Πάρου.

Είναι ο μεγαλύτερος, μα ίσως και ο τελευταίος πνευματικός αστήρ ο π. Φιλόθεος, επειδή ο κόσμος αποσυντίθεται, επειδή πλέον ο κόσμος περιήλθεν εις χείρας του σατανά, και θα είναι φευ! Ανάξιος τοιούτων αγίων ανδρών, και επειδή ίσως είναι τα τελευταία του, όπως ο ίδιος και διετύπωσε και έγραψε πολλάκις.

Ο π. Φιλόθεος ήτο ο ηγούμενος, ο ασκούμενος εις την ασκητικήν ζωήν και ο Ιεροκήρυκας και Πνευματικός όλης της Ελλάδος. Η Ιερά αυτή Μονή της περιφήμου Λογγοβάρδας, η μοναδική από πολλά έτη εις την πνευματικότητα, αριθμούσε μόλις προ ολίγων ετών, υπέρ τους τεσσαράκοντα μοναχούς, τους οποίους εποίμανεν ο σοφός και άγιος Γέροντας, πιο πολύ με το φωτισμένον και άγιον παράδειγμά του υπέρ τα πεντήκοντα έτη.

Υπήρξεν ο κήρυκας του Ευαγγελίου και ο Εξομολόγος, όχι μόνον εις την Μονήν που εποίμανεν, αλλά και εις όλην την νήσον Πάρον, τας πέριξ νήσους, αλλά και
εις τας περισσοτέρας πόλεις της Ελλάδος. Συνεδύασεν ο μακάριος την μοναχικήν άσκησιν και την κοινωνικήν ιεραποστολικήν δράσιν. Σε όλα τα μέρη της Ελλάδος είχεν πνευματικά τέκνα. Μεγάλος ήτο ο σεβασμός που έτρεφον προς τον Γέροντα όχι μόνον τα πνευματικά του τέκνα, αλλά και κληρικοί, Αρχιεπίσκοποι, Αρχιερείς και αυτή η Ι. Σύνοδος. Είδον Αρχιερέα, όταν ο Γέροντας ήτο ακόμη εξήκοντα πέντε ετών, να σκύβη και να του ασπάζεται το χέρι.

Έγραψε πολλά πνευματικά ωραία βιβλία, άρθρα, επιστολάς (εκτός των χιλιάδων προσωπικών επιστολών στα πνευματικά του τέκνα). Εξομολογούντο σ’ αυτόν, εκτός εκατοντάδων κληρικών, αλλά και πολλοί Αρχιερείς. Αι λειτουργίαι του ήσαν πάντα με δάκρυα, αι κρυφαί προσευχαί και αγρυπνίαι πολλάκις ολονύκτιαι, γενόμεναι μετά κλαυθμών ακατάπαυσται, η πραότης του αμίμητος. Είχε την ευτυχίαν ο γράφων τας γραμμάς ταύτας, να ανήκη εις την Ιεράν αυτήν Μονήν και να γαλουχηθή επί πολλά έτη πλησίον του και να καρή υπ’ αυτού Μοναχός, να τον προωθήση εις την Ιερωσύνην, και με την εντολήν του και άδειάν του να προχειρισθή Πρεσβύτερος υπό του Μητροπολίτου Ναυπακτίας, μακαριστού Χριστοφόρου, που απεσπάσθη τη αδεία του για δύο τρία έτη, δια να βοηθήση τούτον.

Είχεν ο μακαριστός Γέροντας πάντα στο όνειρόν του, όπως χαρακτηριστικά μου έγραφεν εις επιστολήν του, να πλαισιώση την μονήν με μορφωμένους κατά κόσμον μοναχούς, καίτοι κατά καιρούς εγκαταβίωσαν αρκετοί πτυχιούχοι, αλλά δι’ αγνώστους λόγους δεν παρέμεινον εις την Μονήν, δια να φέρωμεν όλοι ανάλογον ευθύνην δια την σημερινήν απογοητευτικήν αριθμητικήν σμίκρυνσιν της σημερινής Μονής.

Ακόμη είχον την εξαιρετικήν τιμήν, ολίγας ημέρας προ της ειρηνικωτάτης εκδημίας του, να ευρεθώ πλησίον του και να του προσφέρω τας ταπεινάς μου υπηρεσίας, ως και την προτελευταίαν μετάδοσιν της θείας Κοινωνίας. Όντως υπέφερεν από την ουρίαν, που του δημιουργούσε διαρκή τάσιν προς έμετον και δεν ηδύνατο, ξεσπώντας σε δυνατόν βήχα.

Του έλεγον: “Γέροντα, ο Κύριος με την δοκιμασίαν αυτήν θέλει να κατοχυρώση ογδοήκοντα ετών κόπους και μόχθους δια το Άγιον Όνομά Του, δια να μην τα λιχνίση ο σατανάς την τελευταίαν ώραν με το τελευταίον όπλον, την επάρατον υπερηφάνειαν”.

Και μου απαντούσεν: “Δόξα σοι ο Θεός, ό,τι θέλει ο Κύριος”.

Επίσης του έλεγον: “Γέροντα, φεύγεις και αφήνεις τον εν αποστασία κόσμον και τα πνευματικά σου παιδιά εις χείρας του ερχομένου αντιχρίστου”. Και αυτός απαντούσε: “Πράγματι, η αποστασία είναι μεγάλη και η καταστροφή και το τέλος του Κόσμου πολύ κοντά”.

Ακόμη του είπον: “Γέροντα, να προσεύχεσθε εις τον Κύριον, όταν θα πάτε εκεί, δια την ελεεινότητά μου, διότι είμαι ελεεινός και αδιόρθωτος, ως και δια τας δύο Μονάς σου, τας οποίας ο σατανάς θα θελήση μετά την κοίμησίν σου να σινιάση σαν το σιτάρι”.

Και μου απαντούσε: “Εάν εύρω παρρησίαν εις τον Χριστόν μας, θα προσεύχωμαι δι’ όλους”.

Έφυγα από την Μονήν με την πεποίθησιν ότι δεν τον ξαναβλέπω πλέον ζωντανόν, όπως και έγινεν. Μετά την αναχώρησίν μου εκοιμήθη. Εκοιμήθη την ημέραν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και του μεγάλου Αρσενίου. Τον επήρε ο μαθητής της αγάπης, ο Ιωάννης ο Θεολόγος και ο άγιος Αρσένιος, διότι σαν αυτούς ηγάπησε τον Χριστόν, σαν και αυτούς εργάσθηκε ασκούμενος στην μοναχική άσκηση και το κήρυγμα του Ευαγγελίου.

Έφυγε εκ των ματαίων, μόλις έκαμε επί του κρεββάτου την απόλυσιν του Όρθρου του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και του οσίου Αρσενίου, με τας τελευταίας λέξεις: “Τώρα πλέον φεύγω, θα κοιμηθώ”. Και έκλεισε αμέσως για πάντα τους οσίους οφθαλμούς του. (8 Μαϊου 1980.)

Η κηδεία του ήτο κάτι το ασυνήθιστον και συγκινητικόν, με κλαυθμούς και δάκρυα, με πλήθος κόσμου, εντοπίου και ξένου, με πλήθος κληρικών και μοναχών και αρκετούς Αρχιερείς. Έγινε κηδεία την οποίαν θα επεθύμουν όλοι οι μεγιστάνες και όλοι οι Πατριάρχαι και Αρχιεπίσκοποι και Μητροπολίται, των οποίων η δόξα του αξιώματος στερεί τούτους της δόξης, που από εδώ αντιδοξάζει ο Κύριος τους ταπεινούς της γής.

Αξιοσημείωτον ήτο ότι ενώ είχον περάσει 36 ώρες με αρκετή ζέστη, το όσιον σώμα του Γέροντος δεν είχεν καν σημεία αποσυνθέσεως, αλλ’ ούτε άφηνε την συνήθη σε όλους τους νεκρούς, νεκρικήν ατμόσφαιραν και οσμήν, αλλά διετηρείτο σαν να ήτο ολοζώντανον.

Αιωνία η οσία μνήμη σου, Γέροντα σεβαστέ, π. Φιλόθεε, και εύχου αυτού που είσαι να λυπηθή τον Κόσμον ο Κύριός μας και να αναδείξη και άλλους σαν και σένα στους σκοτεινούς μας τούτους καιρούς του αντιχρίστου, προς στηριγμόν των ευσεβών, που αγαπούν τον Κύριον εν αληθεία, διότι πολύ φοβούμαι μήπως εις το ανάστημα σου θα είσαι ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ!

(δημοσιεύθηκε στον «Ορθόδοξο Τύπο», 22-5-1980)

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.