23 Απριλίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου – Συναξάριον, Υμνολογική εκλογή.

Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος ανήκει στη χορεία των μεγαλομαρτύρων, και είναι από τους λαοφιλεστέρους Αγίους της Εκκλησίας μας. Έζησε κατά τα τέλη του 3ου αιώνος μ.Χ. και στις αρχές του 4ου, επί της βασιλείας του Διοκλητιανού.
Η εποχή του υπήρξε εποχή σκληρών διωγμών και εξοντωτικών κατά της Χριστιανικής Πίστεως. Ο Γεώργιος είχε μεγάλο αξίωμα. ήτο κόμης, και διακρινόταν
σ’ όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την γενναιότητά του και την ανδρεία του.

Παρ’ όλη τη δόξα όμως και τις τιμές δεν αρνήθηκε να θυσιάση τα πάντα, και να ομολογήση με παρρησία ενώπιον του αυτοκράτορος και πολλών αρχόντων την
χριστιανική του πίστιν. Υπέμεινε βασανιστήρια πολλά και φρικτά, που στο τέλος τον ανέδειξαν Μεγαλομάρτυρα.

Ομολογητής ο κόμης Γεώργιος

Ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία από ευσεβείς γονείς, και έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία δέκα ετών. Η μητέρα του τον έφερε
μαζί της στην Παλαιστίνη, όπου ήταν η Πατρίδα της, και είχε και τα κτήματά της. Ο Γεώργιος καίτοι νεαρός, κατατάχθηκε στο στρατό, όπου μάλιστα προήχθη σε
μεγάλα αξιώματα, ώστε να παίρνη μέρος και στις συνελεύσεις των ανωτάτων αξιωματούχων του Κράτους. Ο Διοκλητιανός τον εκτιμούσε πολύ.
Από την εποχή του αυτοκράτορος Δεκίου μέχρι την εποχή που ανέλαβε τον θρόνο ο Διοκλητιανός, το 284 μ. Χ., η Χριστιανική Εκκλησία επειδή είχε ειρήνη
αυξήθηκε πάρα πολύ. Οι Χριστιανοί είχαν πάρει πολλές δημόσιες θέσεις, είχαν κτίσει πολλούς και μεγάλους ναούς, είχαν κτίσει σχολεία και είχαν οργανώσει
και την διοίκηση και την διαχείρισι των εκκλησιών και της Φιλανθρωπίας.
Ο Διοκλητιανός όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, εργάσθηκε στην αρχή για την οργάνωσι του αχανούς Κράτους του. Προσέλαβε στρατηγούς ως βοηθούς του, και
τους ωνόμασε αυτοκράτορες και Καίσαρες, και αφού μάλιστα πέτυχε να υποτάξη τους εχθρούς του Κράτους του, και να σταθεροποιήση τα σύνορά του, στράφηκε στα εσωτερικά ζητήματα. Δυστυχώς στράφηκε εναντίον της Χριστιανικής θρησκείας, για ν’ ανορθώση την ειδωλολατρία και θεοποιήση την ιδέα του αυτοκράτορος. Γι΄ αυτό λοιπόν τον λόγο, εκάλεσε τους βοηθούς του Καίσαρα το 303 μ. Χ., και τους στρατηγούς στην πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους σε τρεις γενικές συγκεντρώσεις.

Μεταξύ τους βρισκόταν και ο Γεώργιος, που διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι, για να πάρουν αποφάσεις για την εξόντωσι και τον αφανισμό της χριστιανικής πίστεως. Πρώτος εμίλησε ο Διοκλητιανός, και
επέβαλε σ’ όλους ν’ αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον του Χριστιανισμού. Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, για να εξαλείψουν την
Χριστιανική θρησκεία από το Ρωμαϊκό Κράτος. Τότε ο γενναίος Γεώργιος στάθηκε στο μέσον του συνεδρίου, και είπε: Γιατί, βασιλεύ και άρχοντες, θέλετε να
χύσετε αίμα δίκαιο και άγιο, και να εξαναγκάσετε τους χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν τα είδωλα; Και διεκήρυξε την αλήθεια της Χριστιανικής
Πίστεως και την Θεότητα του Χριστού.
Μόλις ετελείωσε, συγχύσθηκαν όλοι με την ομολογία του αυτή, και προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήση για όσα είπε, για να καταπραϋνθή και ο Διοκλητιανός. Αλλά ο Γεώργιος ήταν σταθερός, και με θάρρος διεκήρυττε την χριστιανική πίστι του.

Στη φυλακή. Βασανιστήρια

Ωργισμένος ο Διοκλητιανός, διέταξε να τον κλείσουν στην φυλακή, και να του περισφίξουν τα πόδια του στο ξύλο, πάνω στο στήθος του να του βάλουν
μεγάλη και βαρειά πέτρα, αφού τον ξαπλώσουν ανάσκελα.
Το άλλο πρωί ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν τον Γεώργιο, για να τον ανακρίνη. Και πάλι ο Γεώργιος έμεινε ακλόνητος στην ομολογία του,
και παρ’ όλες τις κολακείες και τις υποσχέσεις που του έδωσε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, διεκήρυττε την πίστι του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς.
Τότε, αφού ωργίσθηκε ο Διοκλητιανός, διέταξε τους δημίους να δέσουν τον Άγιο σ’ ένα μεγάλο τροχό, για να κομματιασθή το σώμα του. Μάλιστα ειρωνεύθηκε
την ανδρεία του Αγίου, και τον κάλεσε να προσκυνήση τα είδωλα. Ο Άγιος Γεώργιος ευχαρίστησε τον Θεό που τον αξίωνε να δοκιμασθεί, και δέχθηκε με ευχαρίστησι
να υποστή το φοβερό αυτό μαρτύριο, με το οποίον θα κομματιαζόταν σε μικρά και λεπτά κομμάτια ολόκληρο το σώμα του, επειδή γύρω – γύρω από τον τροχό υπήρχαν
μπηγμένα κοφτερά σίδερα, που έμοιαζαν με μαχαίρια. Πράγματι. Μόλις ο τροχός κινήθηκε, τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να κόβουν το σώμα του. Τότε ακούσθηκε μια
φωνή από τον ουρανό, που έλεγε: «Μη φοβάσαι Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου». και αμέσως, ένας άγγελος ελευθέρωσε τον άγιο, αφού τον έλυσε από τον τροχό,
θεραπεύοντας όλο το καταπληγωμένο σώμα του.

Ο Γεώργιος αφού απέκτησε το θαυμάσιο παράστημά του, και με αγγελική όψι παρουσιάστηκε στο Διοκλητιανό, ο οποίος με άλλους είχε πάει να κάνη θυσία. Μόλις
τον είδαν, έμειναν όλοι έκθαμβοι και απορημένοι. Μάλιστα μερικοί ισχυρίζοντο ότι είναι κάποιος που του μοιάζει, και άλλοι ότι είναι φάντασμα. Όπως σχολίαζαν
το γεγονός, εμφανίσθηκαν μπροστά στο βασιλιά δύο από τους αξιωματικούς του, ο Πρωτολέων και ο Ανατόλιος με χίλιους στρατιώτες, και ωμολόγησαν την πίστι τους
στον Χριστό. Ο Διοκλητιανός θύμωσε τόσο που έγινε έξαλλος, και διέταξε να τους σκοτώσουν, πράγμα που έγινε.

Έπειτα διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκο με ασβέστη και νερό, και να ρίξουν μέσα το Γεώργιο, για τρεις ημέρες και τρεις νύκτες, έτσι που να διαλυθούν και αυτά τα κόκκαλά του. Οι δήμιοι πράγματι έρριξαν τον Άγιο στο ζεματιστό ασβέστη, και έκλεισαν και το στόμιο του λάκκου. Ύστερα από τρεις ημέρες ο Διοκλητιανός έστειλε στρατιώτες ν’ ανοίξουν τον λάκκο, οπότε βρήκαν τον Άγιο Γεώργιο όρθιο μέσα στον ασβέστη προσευχόμενο. Το γεγονός εντυπωσίασε και προκάλεσε θαυμασμό και ενθουσιασμό στο λαό, που φώναζε ότι «ο Θεός του Γεωργίου είναι Μεγάλος». Τότε ο Διοκλητιανός ζήτησε εξηγήσεις από τον Γεώργιο, πού έμαθε τις μαντικές τέχνες, και πώς τις χρησιμοποιεί. Ο Γεώργιος τότε του απάντησε ότι τα γεγονότα αυτά, ήταν αποτελέσματα της Θείας Χάριτος και Δυνάμεως, και όχι έργα μαγείας και γοητείας.

Ο Διοκλητιανός ωργισμένος διέταξε να του φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια με σιδερένια καρφιά, και να τον εξαναγκάσουν να περπατάει. Ο άγιος προσευχόταν
και περπατούσε χωρίς να πάθη τίποτα. Πάλι λοιπόν διέταξε να τον φυλακίσουν, και σκέφθηκε να συγκαλέση τους άρχοντες, για να συσκεφθούν τι έπρεπε να κάμουν στον Γεώργιο. Αφού τον έδειραν τόσο πολύ με μαστίγια και κατεπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του αγίου, τον παρουσίασαν στον Διοκλητιανό, ο οποίος έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Γεώργιο να λάμπη σαν Άγγελος. Σκέφθηκε λοιπόν, ότι αυτό το φαινόμενο γίνεται με τις μαγείες. Γι’ αυτό κάλεσε τον μάγο Αθανάσιο, για να
λύση τα μάγια του Γεωργίου.

Μένει αβλαβής απ’ το δηλητήριο

Ήρθε πράγματι ο μάγος Αθανάσιος, κρατώντας στα χέρια του δυο πήλινα αγγεία, στα οποία υπήρχε δηλητήριο. Μάλιστα στο πρώτο υπήρχε το δηλητήριο που αν το έπινε κανείς θα τρελαινόταν, και στο δεύτερο, τέτοιο, ώστε πίνοντάς το να πεθάνη.
Πράγματι ωδήγησαν τον άγιο στο Διοκλητιανό και στον μάγο Αθανάσιο. Ο βασιλεύς διέταξε να του δώσουν να πιη το πρώτο δηλητήριο. Τότε ο άγιος χωρίς
δισταγμό ήπιε το δηλητήριο του πρώτου δοχείου, αφού προηγουμένως προσευχήθηκε λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο ειπών, καν θανάσιμόν τι πίωσιν
ου μη αυτούς βλάψη, θαυμάστωσον νυν τα ελέη σου». Και δεν έπαθε τίποτα απολύτως.

Μόλις είδαν ότι δεν έπαθε τίποτα, ο βασιλεύς διέταξε να του δώση ο μάγος και το δεύτερο, το θανάσιμο. Το ήπιε και αυτό χωρίς να πάθη το παραμικρό.
Τότε όλοι έμειναν έκπληκτοι μόλις είδαν το θαύμα αυτό. Ο Διοκλητιανός εξακολουθούσε να επιμένη ότι για να μην πεθάνη ο Γεώργιος είχε δικά του μάγια. Ο
μάγος Αθανάσιος που ήξερε πόσο δραστικά ήταν τα δηλητήρια που έδωσε στον Άγιο Γεώργιο, αφού γονάτισε μπροστά στον μάρτυρα, ωμολόγησε την Πίστι του στον
Αληθινό Θεό. Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε και εφόνευσαν τον Αθανάσιο αμέσως. Εκείνη την στιγμή έφθασε και η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα, η οποία
ωμολόγησε την πίστι της στον Αληθινό Θεό. Και ο σκληρός και άκαρδος Διοκλητιανός διέταξε να την φυλακίσουν, και την επομένη να της κόψουν το κεφάλι.
Η Αλεξάνδρα ενώ προσευχόταν στην φυλακή, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.

Μαρτυρικό τέλος του Μεγαλομάρτυρος

Ο άγιος Γεώργιος λοιπόν κλείσθηκε στην φυλακή, και την νύκτα είδε στο όνειρό του τον Χριστό, ο οποίος του ανήγγειλε ότι θα πάρη τον στέφανον του μαρτυρίου,
και θα αξιωθή της αιωνίου ζωής. Σαν ξημέρωσε, διατάχθηκαν οι στρατιώτες να παρουσιάσουν μπροστά του τον άγιο. Πράγματι. Ο Άγιος Γεώργιος βάδιζε γεμάτος
χαρά προς τον βασιλέα, επειδή προγνώριζε ότι έφθασε το τέλος του. Μόλις λοιπόν τον αντίκρυσε ο Διοκλητιανός, του πρότεινε να πάνε στο ναό του Απόλλωνος
για να θυσιάση στο είδωλό του. Αφού μπήκε ο Γεώργιος στο ναό, σήκωσε το χέρι του, και αφού έκανε το σημείο του σταυρού, διέταξε το είδωλον να πέση. Αμέσως
το είδωλο έπεσε και κομματιάσθηκε.

Ο ιερέας των ειδώλων και ο λαός, τόσο πολύ θύμωσαν που φώναζαν στον Βασιλέα να θανατώση τον Γεώργιο. Ο Διοκλητιανός εξέδωκε τότε διαταγή, και
ο δήμιος του απέκοψε την κεφαλήν.

Τα θαύματα του Αγίου μετά το μαρτύριο

Σωτηρία του αιχμαλώτου στρατιώτου

Στην Παφλαγονία του Πόντου τιμούσαν πολύ τον Άγιο, και μάλιστα είχαν κτισθή προς τιμήν του πολλοί ναοί. Όλοι τιμούσαν τον Άγιο τόσο, ώστε κάθε
οικογένεια να ονομάζη ένα από τα άρρενα παιδιά της Γεώργιον. Αυτό συνέβη και σε μια καλή και ευσεβή οικογένεια. Μεγάλωσε το παιδί της το οποίον ήταν
φρόνιμο, ηθικό, συνετό, και σε ηλικία είκοσι χρονών το κάλεσαν στο στρατό. Στις μάχες που έγιναν εναντίον των βαρβάρων πολλοί χριστιανοί έπεσαν σε ενέδρα
των βαρβάρων, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος, και άλλους κατέσφαξαν, άλλους κράτησαν ως υπηρέτες και άλλους πούλησαν ως δούλους. Ο Γεώργιος έγινε υπηρέτης κάποιου αξιωματικού, ο οποίος τον εξετίμησε πολύ.
Οι γονείς του Γεωργίου για ένα ολόκληρο χρόνο πενθούσαν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμένο τους παιδί. Καθημερινά πήγαιναν στην εκκλησία, και γονατιστοί παρακαλούσαν με θερμή πίστι το θεό, να τους φανερώση τι απέγινε ο αγαπημένος τους υιός. Μα και ο Γεώργιος από την εξορία του προσευχόταν στον Θεό να τον απαλλάξη από την σκλαβιά, και να τον αξιώση να συναντηθή με τους αγαπημένους του γονείς.

Πέρασε λοιπόν ένας χρόνος από τότε που εξαφανίσθηκε. Έφθασε μάλιστα και η γιορτή του Αγ. Γεωργίου, και οι γονείς που πάντα είχαν την ελπίδα ότι ο υιός τους ζεί, και κάλεσαν τους συγγενείς τους για δείπνο.
Ο αξιωματικός, αφέντης του Γεωργίου, ζήτησε πριν από το δείπνο να του πλύνη τα πόδια, και γι’ αυτό ο Γεώργιος ζέσταινε νερό. Ολόκληρη την ημέρα ο Γεώργιος έκλαιγε και παρακαλούσε τον Άγ. Γεώργιο που γιόρταζε, να τον ελευθερώσει, και να τον οδηγήσει κοντά στους γονείς του. Μόλις το νερό έβρασε και
το έβαλε στην στάμνα και το ετοίμασε για τον κύριό του, εμφανίσθηκε μπροστά του ο Άγ. Γεώργιος έφιππος σ’ ένα άσπρο άλογο, και ανέβασε τον νέο στο άλογο
φέρνοντάς τον στο σπίτι του, την ώρα που βρίσκονταν όλοι οι καλεσμένοι στο τραπέζει. Έμειναν όλοι έκθαμβοι. Όταν συνήλθαν ρωτούσαν τον Γεώργιο
να τους πη πως βρέθηκε εκεί. Και εκείνος τους αφηγήθηκε το θαύμα με κάθε λεπτομέρεια. Όλοι γεμάτοι χαρά, δόξαζαν τον Θεόν και τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο.

Υπάρχει και Βυζαντινή παράστασις του θαύματος αυτού, που έχει τον Άγιο στο άλογο, και ένα νέο που κρατά την αργυρή στάμνα.

Θαύμα του Μεγαλομάρτυρος στο Σαρακηνό

Κάποιος Σαρακηνός ταξειδιώτης, (ανεψιός του βασιλιά της Συρίας), σαν είδε την θαυμάσια εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν
τις αποσκευές τους και να τις βάλουν στο νάρθηκα της εκκλησίας, επειδή θα διέμεναν εκεί για να ξεκουραστούν και ύστερα θα συνέχιζαν το δρόμο τους. Όμως
απήτησε να βάλουν και τις δώδεκα γκαμήλες μέσα στην εκκλησία. Οι ιερείς της εκκλησίας τον παρεκάλεσαν να μη βεβηλώση την εκκλησία τους. Αλλ’ αυτός επέμενε
και ανέβηκε σ’ ένα ψηλό σημείο του ναού για να τις βλέπη και να τις παρακολουθή. Όταν τις ωδήγησαν λοιπόν στην εκκλησία αμέσως πέθαναν όλες. Και τότε
το θαύμα διαδόθηκε, και αποδόθηκε στον Άγιο Γεώργιο. Και ο Σαρακηνός εντυπωσιάσθηκε, ζήτησε να τις βγάλουν έξω και να τις θάψουν. Έμεινε στην εκκλησία μέχρι που ήλθε το πρωί ο ιερεύς για να λειτουργήση. Παρακολούθησε τότε ο Σαρακηνός τις κινήσεις του ιερέα, και κατά την ώρα του καθαγιασμού των Τιμίων
Δώρων, είδε, ότι ο ιερεύς αφού πήρε στα χέρια του ένα μικρό παιδί, το έσφαξε, και το αίμα του χύθηκε στο άγιο Ποτήριον, και το σώμα του αφού το έκοψε
σε μικρά τεμάχια, το έβαλε στον ιερό δίσκο. Όταν τελείωσε το Κοινωνικό και είδε ο Σαρακηνός τον ιερέα να μεταδίδη στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού, θύμωσε πολύ. Ύστερα από αυτήν την οπτασία ο Σαρακηνός ζήτησε να μάθη λεπτομέρειες, και να πάρη εξηγήσεις για τα όσα συνέβηκαν. Και ο ιερέας του εξήγησε σχετικά με την θεία Ευχαριστία, και ακόμη του είπε, ότι αξιώθηκε να δη ένα όραμα που μόνον οι Μεγάλοι Πατέρες είδαν. Εγώ, του λέει ο ιερέας, δεν αξιώθηκα
ποτέ να δω το φρικτό αυτό Μυστήριο, παρα βλέπω μόνον άρτον και οίνον. Εξήγησε κατόπιν στον άρχοντα Σαρακηνόν το θαυμαστό Μυστήριο. Τότε ο Σαρακηνός θέλησε να βαπτισθή, γιατί πλέον είχε πιστέψει ότι η χριστιανική πίστις ήταν η πιο σωστή και αληθινή. Ο ιερέας τότε του είπε να πάη στα Ιεροσόλυμα να βαπτισθή,
γιατί όταν θα το επληροφορείτο ο θείος του Σαρακηνού, που ήταν βασιλιάς της Συρίας, θα τον σκότωνε, θ’ άρχιζε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών και
θα κατέστρεφε και όλες τις εκκλησίες. Έτσι λοιπόν ο Σαρακηνός πήγε στην Ιερουσαλήμ όπου υπήρχε άλλος ηγεμόνας και εβαπτίσθη από τον Πατριάρχη. Ύστερα μάλιστα από λίγες ημέρες, συμβουλεύθηκε τον Πατριάρχη τι έπρεπε να κάνη για να σωθή. Τότε ο Πατριάρχης τον συνεβούλεψε να γίνη Μοναχός στο όρος Σινά. Πράγματι. Πήγε στο Σινά και έγινε Μοναχός.
Υστερα από τρία χρόνια επήρε άδεια από τον Ηγούμενό του, και έφυγε για να συναντήση τον ιερέα του Αγ. Γεωργίου, που τον είχε συμβουλεύσει να βαπτισθή.
Όταν έφθασε εκεί, ο ιερέας δεν τον ανεγνώρισε. Αφού του απεκάλυψε ποίος ήταν, του εξέφρασε την επιθυμία και τον πόθο να ιδή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Ο ιερέας τότε εδόξασε τον Θεόν και του είπε: «Πήγαινε τέκνον μου στο θείο σου Αμιράν, και ωμολόγησε την πίστιν σου τόσον σ’ αυτόν όσον και σ’ όλους τους
Σαρακηνούς». O Μοναχός όταν άκουσε τα λόγια του θεοσεβούς ιερέως, εσυγκινήθη και ξεκίνησε αμέσως να πάη στην πόλι, όπου ο θείος του ήταν Άρχοντας. Όταν
έφθασε λοιπόν εκεί, περίμενε να νυκτώση, και ανέβηκε στον μιναρέ του τζαμιού και άρχισε να φωνάζει: «Τρέξετε εδώ, Σαρακηνοί, διότι έχω να σας πω ένα λόγο».
Τότε οι Σαρακηνοί έτρεξαν με λαμπάδες, και όταν είδαν τον Μοναχό, ρώτησαν τι είχε να τους πη. Ο Μοναχός τους είπε: «Με ερωτάτε τι έχω να σας πω; Λοιπόν
σας ερωτώ: Πού είναι ο ανεψιός του Αμιρά που έφυγε κρυφά;» Εκείνοι του απήντησαν: «Αν μας πης που ευρίσκεται θα σου δώσουμε όσα λεπτά θέλεις». Ο Μοναχός τους είπε: «Οδηγήστε με στον Αμιρά για να σας το πω».
Αφού άρπαξαν λοιπόν τον Μοναχό με μεγάλη χαρά, τον ωδήγησαν στον Αμιρά λέγοντες: «Αυτός ο Μοναχός γνωρίζει που είναι ο ανεψιός σου». Ο Αμιράς τότε
ρώτησε αν στα αλήθεια ξέρη που ευρίσκεται. Και εκείνος του απεκρίθη: «Ναι, τον ξέρω. Εγώ ο ίδιος είμαι. Όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Πατέρα,
τον Υιόν και το Άγ. Πνεύμα, την μία Θεότητα, και ομολογώ ότι ο Υιός του Θεού εσαρκώθη εκ της Αειπαρθένου Μαρίας, κάνοντας στον κόσμο μεγάλα και θαυμάσια
και εσταυρώθη, και τη Τρίτη ημέρα ανέστη και ανελήφθη στους ουρανούς, και εκάθησε εν δεξιά του Θεού και Πατρός, και μέλλει να έλθη να κρίνη ζώντας και νεκρούς».

Μόλις άκουσε αυτό ο θείος του ο Αμιράς εξεπλάγη και του είπε: «Τι έπαθες ταλαίπωρέ μου να αφήσης το σπίτι σου, τα πλούτη σου, την δόξαν σου και να περπατής έτσι περιφρονημένος σαν ζητιάνος; Επίστρεψε λοιπόν στη θρησκεία σου και παραδέξου ως προφήτην σου τον Μωάμεθ για να γυρίσης πάλιν στην πρώτην σου κατάστασι».
Ο Μοναχός τότε του είπε: «Όσα καλά είχα όταν ήμουν Σαρακηνός, ήταν μερίδα του διαβόλου. Αυτό το τρίχινον ένδυμα που φορώ τώρα είναι το καύχημα και ο πλούτος
Μου, και κυρίως ο αρραβών της δόξης που πρόκειται ν’ απολαύσω για την αληθινήν πίστιν του Χριστού μου. Τον Μωάμεθ που σας επλάνεψε, καθώς και την θρησκείαν
του, αναθεματίζω και αποστρέφομαι εντελώς».

Όταν ήκουσε αυτά ο Αμιράς είπε προς τους παρευρισκομένους Σαρακηνούς, πως ο ανεψιός του έχασε τα λογικά του και να τον διώξουν. Αυτό βέβαια το έκανε για να τον γλυτώση από το νόμο που προέβλεπε για τους υβριστές της θρησκείας θανατική ποινή. Εκείνοι μόλις ήκουσαν τον Αμιρά είπαν: «Αφήνεις ελεύθερον
αυτόν που ύβρισε τον προφήτην και την θρησκείαν μας; Ας αρνηθούμε και εμείς λοιπόν την θρησκεία μας, και ας γίνωμε Χριστιανοί». Ο Αμιράς επειδή φοβήθηκε
τον όχλο, μήπως δηλ. εξαγριωθή περισσότερο, έδωκε την άδεια να τον κάνουν ό,τι θέλουν. Εκείνοι τον άρπαξαν ενώ έτριζαν τα δόντια τους με λύσσα, και αφού τον ωδήγησαν έξω από την πόλι, τον ελιθοβόλησαν ενώ εκείνος προσευχόταν και ευχαριστούσε τον Θεό, γιατί τον αξίωνε να μαρτυρήση για το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτό ήταν το τέλος του θαρραλέου ομολογητού Μοναχού, ο οποίος στεφανώθηκε με τον στέφανον του Μαρτυρίου.
Κάθε νύκτα πάνω από τον σωρό των πετρών, φαινόταν ένα άστρο λαμπρό και φώτιζε τον τόπο εκείνο. Οι Σαρακηνοί μάλιστα θαύμαζαν για το γεγονός.
Ύστερα από αρκετό καιρό ο Αμιράς έδωκε άδεια στους Χριστιανούς να βγάλουν το άγιο λείψανο του Μάρτυρος από τις πέτρες, για να το ενταφιάσουν. Όταν λοιπόν
σήκωσαν τις πέτρες, βρήκαν το λείψανο σώον και αβλαβές και ανέδιδε ευωδίαν. Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια το ενεταφίασαν με ύμνους και ψαλμωδίες δοξάζοντες τον Κύριον.

Η μνήμη του εορτάζεται την 23ην Απριλίου.

ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»

Υμνολογική εκλογή.

Απολυτίκιον Ήχος δ’

Ως τών αιχμαλώτων ελευθερωτής, καί τών πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τώ Θεώ, σωθήναι τάς ψυχάς ημών.

Εσύ είσαι ο ελευθερωτής των αιχμαλώτων, και ο υπερασπιστής των πτωχών και γενικά όσων έχουν ανάγκη.
Εσύ είσαι ο ιατρός των αρρώστων αλλά και των πιστών βασιλέων και των αρχόντων ο βοηθός στις δυσκολίες του κράτους. Γι’ αυτούς τους λόγους, μεγαλομάρτυς Γεώργιε, που φέρεις τα τρόπαια και τα βραβεία της νίκης σου κατά των εχθρών, παρακάλεσε τον Χριστό που είναι ο Θεός μας, με το θάρρος που σου δίνει το μαρτύριό σου, να σώσει τις ψυχές μας.

Κοντάκιον Ήχος δ’
Ο υψωθείς εν τώ Σταυρώ

Γεωργηθείς υπό Θεού ανεδείχθης, τής ευσεβείας γεωργός Τιμιώτατος, τών αρετών τά δράγματα συλλέξας σεαυτώ, σπείρας γάρ ενδάκρυσιν, ευφροσύνη θερίζεις, αθλήσας δέ δι’ αίματος, τόν Χριστόν εκομίσω, καί ταίς πρεσβείαις Άγιε ταίς σαίς, πάσι παρέχεις, πταισμάτων συγχώρησιν.

Καλλιεργήθηκες από τον Θεο, αναδείχθηκες γεωργός, δηλαδή καλλιεργητής, της ευσεβείας εντιμότατος, Γεώργιε, αφού βέβαια, συγκέντρωσες με τη δική σου προσπάθεια τους καρπούς των αρετών. Εσπειρες με μεγάλους κόπους, που προκαλούν και δάκρυα ακόμη, αλλά και θέρισες τους καρπούς με ευφροσύνη. Αγωνίσθηκες μέχρις αίματος και έτσι κέρδισες τον Χριςτό. Τώρα με τις πρεσβείες σου δίνεις σε όλους τη συγχώρεση των σφαλμάτων.

Ο Οίκος

Τόν υπέρ κόσμου τής ζωής τήν ψυχήν αυτού θέντα, Χριστόν τόν Βασιλέα, ποθών ο στρατιώτης, ο μέγας Γεώργιος, σπεύδει θανείν υπέρ αυτού’ ζήλον γάρ θείον εν καρδία εσχηκώς, αυτός εαυτόν προσήγαγε. Τούτον ούν καί ημείς ανυμνήσωμεν πίστει, ως θερμόν προστάτην ημών, ως ένδοξον όντα Χριστού δούλον, μιμούμενον σαφώς τόν ίδιον Δεσπότην, καί αιτούντα αυτόν, πάσι παρέχειν πταισμάτων συγχώρησιν.

Οστρατιώτης Γεώργιος πόθησε τον βασιλέα Χριστό, που θυσίασε την ζωή Του για τη ζωή και σωτηρία του κόσμου. Ετρεξε με βιασύνη να πεθάνει γι’ Αυτόν. Επειδή είχε μέσα στην καρδιά του αγάπη φλογερή για τον Χριστό, αυτός ο ίδιος προσφερε τον εαυτό του στον Βασιλέα Χριστό. Αυτόν τον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, ας τον ανυμνήσουμε οι πισττοί, γιατί είναι θερμός προστάτης μας, και ένδοξος δούλος του Κυρίου του, καθώς μιμείται πιστά τον Βασιλέα του, και Τον παρακαλεί να χαρίζει σε όλους την συγχώρεση των σφαλμάτων.

Συναξάριον

Τή ΚΓ τού αυτού μηνός (Απριλίου), Μνήμη τού Αγίου καί ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τού Τροπαιοφόρου.

Κατά την εικοστή τρίτη ημέρα του μηνός Απριλίου, η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, που φέρει πάνω του πολλά βραβεία για τα μαρτύρια του.

Στίχοι

Εχθρούς ο τέμνων Γεώργιος εν μάχαις,
Εκών παρ’ εχθρών τέμνεται διά ξίφους.
Ήρε Γεωργίου τρίτη εικάδι αυχένα χαλκός.

Ο Γεώργιος νικώντας στις μάχες, αφαίρεσε πολλών εχθρών τη ζωή. Αλλά ο ίδιος πρόσφερε με τη θέλησή του στο ξίδος των εχθρών τη ζωή του για τον Χριστό.

Κατά την εικοστή τρίτη ημέρα χτύπησε το χάλκινο ξίφος τον αυχένα του Γεωργίου.

Ταις τών Αγίων σου πρεσβείαις, ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Εις τους αίνους του όρθρου.
Δόξα… Ήχος πλ. α’
Θεοφάνους

Ανέτειλε τό έαρ, δεύτε ευωχηθώμεν, εξέλαμψεν η Ανάστασις Χριστού, δεύτε ευφρανθώμεν. Η τού Αθλοφόρου μνήμη, τούς πιστούς φαιδρύνουσα ανεδείχθη’ διό φιλέορτοι, δεύτε μυστικώς αυτήν πανηγυρίσωμεν. Ούτος γάρ ως καλός στρατιώτης, ηνδρίσατο κατά τών τυράννων, καί τούτους κατήσχυνε, μιμητής γενόμενος τού πάθους τού Σωτήρος Χριστού. Ουκ ηλέησε τό σκεύος τό πήλινον τό εαυτού, αλλά γυμνόν ανεχάλκευσεν, εν βασάνοις αυτό προσαμειβόμενος’ αυτώ βοήσωμεν, Αθλοφόρε ικέτευε, εις τό σωθήναι τάς ψυχάς ημών.

Ανέτειλε η Ανοιξη. Ελάτε να πανηγυρίσουμε χαρούμενοι. Αστραψε με λαμπερό φως η Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού. Ελάτε να χαρούμε. Εμφανίσθηκε μπροστά μας και η μνήμη του αθλοφόρου, χαρίζοντας στους πιστούς χαρά και φως. Γι’ αυτό όλοι όσοι αγαπούν τις εορτές των αγίων, ελάτε με εσωτερική και εξωτερικη χαρά, να πανηγυρίσουμε αυτή την ημέρα. Αυτός σαν καλός στρατιώτης αναδείχθηκε ανδρείος απέναντι στους τυράνους, και τους καταντρόπιασε όντας μιμητής του πάθους του Χριστού. Δεν λυπήθηκε το ανθρώπινο σώμα του, που μοιάζει με πήλινο σκεύος, αλλά το παρέδωκε στα μαρτύρια γυμνό, αφήνοντάς το να υπομείνει τα βασανιστικά χάλκινα όργανα. Στον μεγαλομάρτυρα λοιπόν Γεώργιο ας φωνάξουμε δυνατά όλοι: Αθλοφόρε άγιε, παρακάλεσε τον Θεό να σώσει τις ψυχές μας.

Απόδοση, Ελένη Χρήστου.

Παράβαλε και:
Δεσπότης Σαλώνων Ησαϊας και Αθανάσιος Διάκος (23 Απριλίου 1821) – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.