Κυριακή μετά τα Φώτα: «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φώς μέγα» – Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου.

(Ματθ.4,16)

Είχα διαβάσει, αγαπητοί, ότι κάποιος πήρε ένα παιδί και το ’κλεισε σε μιά σπηλιά. Δεν το άφησε νά πεθάνη. Φρόντιζε για το παιδί πού το περιόρισε στο σκοτεινό εκείνο μέρος της γης. Είχε κάποιο σκοπό πού το έκανε αυτό. Το παιδί μέσ’ στη σπηλιά δεν έβλεπε τίποτε. Ζούσε στο σκοτάδι. Μέρα και νύχτα εκεί ήταν το ίδιο. Είχε πιά συνηθίσει στο σκοτάδι. Αλλ’ όταν το παιδί κάπως μεγάλωσε και ήταν σε θέση να παρατηρή και να κρίνη, ήρθε εκείνος που το έφερε και το πήρε. Το έβγαλε από τη σπηλιά. Τη στιγμή εκείνη η αυγή γλυκοχάραζε. Ο ήλιος σιγά-σιγά έβγαινε και σκορπούσε το γλυκό του φως στη γη. Το παιδί πρώτη φορά έβλεπε ήλιο. Βλέποντάς τον στάθηκε και θαύμαζε. Η πρώτη ερώτησι του παιδιού ήταν· «Ποιός έκανε τον ήλιο;». «Ο Θεός, παιδί μου», του απάντησαν, «ο Θεός έκανε τον ήλιο, όπως και όλα τα άλλα που βλέπεις». «Δόξα σοι, ο Θεός· δόξα σοι τω δείξαντι το φως», είπε ο μικρός.

***
Δυστυχώς εμείς συνηθίσαμε να βλέπουμε αδιάφορα κάθε μέρα τον ήλιο που μας φωτίζει και μας θερμαίνει δωρεάν. Ο ήλιος δεν είνε, βλέπετε, εταιρεία εκμεταλλεύσεως, δεν είνε Δ.Ε.Η., για να μας ζητάει κάθε μήνα πληρωμή για το φως που μας δίνει. Και τι πλούσιο φως είνε αυτό πού μας δίνει ο ήλιος! Ολες οι ηλεκτρικές εταιρείες τού κόσμου δεν φθάνουν να μας δώσουν το φως που μας δίνει ο ήλιος σε μιά μέρα. Δωρεάν και άφθονο μας στέλνει το φως ο Μεγαλοδύναμος. Κ’ εμείς ένα ευχαριστώ δεν λέμε. Δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία για να πούμε κ’ εμείς το «Δόξα σοι, τω δείξαντι το φώς». Και είνε ο ήλιος η μόνη ευεργεσία του Θεου;…
Αλλά εγώ δεν θέλω να σας μιλήσω για τον ήλιο. Θέλω να σας μιλήσω για κάποιο άλλο φως, πού είνε πολύ ανώτερο από τον ήλιο. Όπως το παιδί ήταν κλεισμένο μέσα στη σπηλιά και δεν έβλεπε τίποτε, έτσι και οι άνθρωποι όλου τού κόσμου ζούσαν μέσα σε μιά απέραντη σπηλιά, ζούσαν στο σκοτάδι. Σκοτάδι όχι τού σώματος, αλλά της ψυχής. Δεν γνώριζαν ποιός είνε ο αληθινός Θεός. Λάτρευαν τα είδωλα. Θεοί γι’ αυτούς ήταν τα άστρα, τα δέντρα, τα ποτάμια, οι θάλασσες, τα διάφορα στοιχεία της φύσεως. Θεοί τους τα διάφορα ζώα. Λάτρευαν για θεούς τις γάτες, τα φίδια, τα άγρια θηρία. Λάτρευαν τα κρεμμύδια και τα σκόρδα. Λάτρευαν τα πιό ευτελή πράγματα.
Μεσάνυχτα είχαν ως προς την πίστι στον αληθινό Θεό κι αυτοί οι πρόγονοί μας, οι αρχαίοι Έλληνες, που είχαν φθάσει σ’ ένα κολοφώνα γνώσεως και επιστήμης και καυχώνταν για τον πολιτισμό τους, και ωνόμαζαν τους άλλους ανθρώπους βάρβαρους. Κι αυτοί στο ζήτημα της θρησκείας δεν διέφεραν από τούς άλλους λαούς. Είχαν άγνοια της αληθινής θρησκείας. Τούτο φανερώνει και ο βωμός που είχαν στήσει στην Αθήνα με την επιγραφή «αγνώστω Θεώ» (Πράξ. 17,23). Και όχι μόνο ο πολύς λαός ζούσε μέσα στην πλάνη, στην ειδωλολατρία, αλλά κι αυτοί οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι δεν είχαν καθαρή ιδέα για το Θεό. Κάτι βέβαια έλεγαν, αλλ’ αυτό πού έλεγαν δεν είχαν τη δύναμι να το διαδώσουν και να το κάνουν πίστι τού λαού. Όταν ο πιό ένδοξος φιλόσοφος της αρχαίας Ελλάδος, ο Σωκράτης, τόλμησε κάτι να πή για τη λατρεία του αληθινού Θεού, οι Αθηναίοι τον καταδίκασαν να πιή το κώνειο, το δηλητήριο με το οποίο θανάτωναν εκείνους που δεν πίστευαν στη θρησκεία των ειδώλων. Αλλ’ ο Σωκράτης προτού να πεθάνει, στην απολογία που έκανε στους δικαστές του, είπε περίπου τά εξής:
«Εγώ, αγαπητοί μου Αθηναίοι, ήμουν σαν τη βουκέντρα πού κρατάει ο γεωργός για να κεντάη τα βόδια να σύρουν το αλέτρι και να καλλιεργήται το χωράφι. Διαρκώς σας ξυπνούσα· δεν σας άφηνα να κοιμηθήτε. Τώρα που με καταδικάζετε σε θάνατο, θα πέσετε σ’ ένα βαθύ ύπνο, και κανείς πιά δεν θα μπορέση να σας ξυπνήση. Θα κοιμάστε μέχρις ότου σας λυπηθή ο Θεός και σας στείλη εκείνον πού θα σας ξυπνήση από το λήθαργό σας…».
Και Εκείνος, που κάπως θαμπά τον έβλεπε στο βάθος των αιώνων ο Σωκράτης, Εκείνος, που καθαρώτερα τον έβλεπαν και τον προανήγγελλαν πρίν από αιώνες ολόκληρους οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ήρθε. Είνε ο Χριστός. Ήρθε σαν το λαμπρό φως τού ήλιου, που με την ανατολή του σκορπίζει τα σκοτάδια της νύχτας και δίνει ομορφιά σε όλα τα πράγματα και ζεσταίνει αυτούς πού κρυώνουν και κάνει τα στάχυα να μεστώνουν και τους καρπούς να ωριμάζουν και τα σταφύλια να γίνωνται γλυκό κρασί. Ναι! Ο Χριστός είνε το φως. Το μέγα φως, που ο Ησαΐας ο προφήτης οκτακόσια χρόνια ενωρίτερα προανήγγειλε ότι θ’ ανέτελλε στον κόσμο (βλ. Ησ. 9,2).

***
Φως είνε ο Χριστός. Φως η διδασκαλία του. Φως τα θαύματά του. Φως ο άγιος βίος του. Φως τα σεπτά του πάθη. Φως η ανάστασί του. Φως η ανάληψί του. Ο Χριστός είνε όλος φως. Ο Χριστός είνε ο ήλιος των ψυχών.
Θέλεις, άνθρωπε, να δης το πνευματικό αυτό φώς; Άκουσε με. Πάρε στα χέρια σου το Ευαγγέλιο, άνοιξέ το και άρχισε να το διαβάζης· όχι όπως διαβάζεις μιά εφημερίδα ή οποιοδήποτε άλλο βιβλίο, αλλά να το διαβάζης με τη πίστι, ότι στο βιβλίο αυτό μιλάει ο Κύριος. Διάβαζε το με ταπείνωσι. Διάβαζε το καθημερινώς. Τουλάχιστον ένα κεφάλαιο κάθε μέρα. Θα αισθάνεσαι, ότι ουράνιο φως πλημμυρίζει τον ψυχικό σου κόσμο, και γεμάτος ευγνωμοσύνη θα λες στο Θεό· «Δόξα σοι, τω δείξαντι το φως». Θέλεις, άνθρωπε, να δης το πνευματικό φώς; Άκουσε με. Όταν την Κυριακή ακούς την καμπάνα να χτυπάη, σήκω από το κρεβάτι σου, ντύσου γρήγορα και πήγαινε στην εκκλησία. Άναψε το κερί σου, κάνε κανονικά το σταυρό σου και στάσου με ευλάβεια σε κάποια γωνιά τού ναού. Η καρδιά σου στο Χριστό· τα μάτια σου στις ιερές εικόνες· τα αυτιά σου στα λόγια που ψάλλουν οι ψάλτες και οι ιερείς. Είνε λόγια χρυσά, είνε λόγια φωτεινά, είνε λόγια που παρηγορούν τις πονεμένες ψυχές, είνε λόγια που ξυπνούν τους αμαρτωλούς και φέρνουν δάκρυα στα μάτια τους. Αν έτσι με ευλάβεια και προσοχή θα παρακολουθήσης όλα όσα λέγονται και γίνονται στη θεία λειτουργία, τότε στο τέλος θα δης κ’ εσύ μεσ’ στην καρδιά σου το φως τού Χριστού. Και μαζί με όλο το εκκλησίασμα θα πης το «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες· αύτη γαρ ημάς έσωσεν».

Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης: Κυριακή. Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών.
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός»

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Παράβαλε και:
Κυριακή Μετά τα Φώτα: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, περί μετανοίας.
Κυριακή μετά τα Φώτα: το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., «μέσα στο δάσος ένα φως», Λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Κυριακή μετά τα Φώτα: ο Ιησούς αρχίζει το έργο του στη Γαλιλαία – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.
Περί ερήμων – Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου.

Κατηγορίες: Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.