Ο σοφός πλοίαρχος και η αμαρτολή Μαρία!

Είπε ακόμη (ο Αββάς Παλλάδιος) και αυτό, ότι κάποιος ναύκληρος του διηγήθηκε πως κάποτε ταξίδευε στο πέλαγος με επιβάτες γυναίκες και άνδρες. Μόλις βγήκαν στο πέλαγος είχαν ευνοϊκό άνεμο για όλα τα πλοία, όμως το δικό τους έμενε ακίνητο για δεκαπέντε μέρες, πράγμα πο τους στεναχωρούσε πολύ.

Τότε ο πλοίαρχος, επειδή είχε την φροντίδα του πλοίου και των ανθρώπων, άρχισε να προσεύχεται στον Θεό. Μετά από λίγο ακούστηκε φωνή που έλεγε: «Ρίξε κάτω την Μαρία και θα έχει καλό ταξίδι». Μόλις τα άκουσε αυτά, σκεφτόταν τι να σήμαιναν και ποια ήταν η Μαρία. Καθώς απορούσε για όλα αυτά, άκουσε πάλι την φωνή που έλεγε: «Σου είπα, ρίξε την Μαρία και θα σωθείς».

Τότε σκέφτηκε και έκανε έτσι: φώναξε ξαφνικά˙ ¨Μαρία¨. Εκείνη αμέσως απάντησε: «Τι ορίζεις κύριε;» Της λέει ο πλοίαρχος: «Κάνε αγάπη και έλα εδώ». Όταν ήλθε, της λέει: «Βλέπεις αδελφή Μαρία, πόσες αμαρτίες έχω και εξαιτίας μου πρόκειται να χαθείτε όλοι;». Εκείνη με αναστεναγμό είπε: «Κύριε πλοίαρχε, εγώ είμαι αμαρτωλή». «Άραγε ποιες αμαρτίες έχεις;» την ρώτησε ο πλοίαρχος. Τότε αυτή άρχισε να εξομολογείται:

«Εγώ η άθλια είχα άνδρα και παιδιά, όμως πέθανε ο άνδρας μου και έμεινα χήρα. Γείτονάς μου ήταν ένας στρατιώτης, τον οποίο ήθελα να παντρευτώ και του το είπα. Εκείνος, όμως, μου απάντησε πως δεν παντρεύομαι γυναίκα που έχει παιδιά από άλλον άνδρα. Εγώ, όταν άκουσα ότι για τα παιδιά δεν με παντρεύεται, επειδή τον αγαπούσα, σκότωσα τα παιδιά μου και αφού τα έθαψα, τον φώναξα να έλθει να με παντρευτεί, εφόσον δεν είχα πια παιδιά». Αυτός, όταν άκουσε για τον θάνατο των παιδιών, μου είπε: «Ζει Κύριος ο Θεός μου δεν θέλω να πάρω αυτήν την φόνισσα». Τότε, επειδή φοβήθηκα μήπως φανερωθεί η υπόθεση και με σκοτώσουν οι δικαστές, κατέφυγα στο πλοίο».

Αυτά ακούγοντας ο πλοίαρχος, θέλησε να την ρίξει στην θάλασσα, αλλά σκέφτηκε έτσι και της λέει: «Εγώ θα μπω στη βάρκα, και αν τυχόν ξεκινήσει το πλοίο, οι δικές μου αμαρτίες είναι εκείνες που το κρατούν». Κατέβηκε, λοιπόν, αυτός στην βάρκα, αλλά ούτε το πλοίο ούτε η βάρκα κουνήθηκαν. Τότε της λέει: «Κατέβα και συ στην βάρκα». Μόλις αυτή κατέβηκε, η βάρκα έκανε πέντε στροφές και βυθίστηκα αύτανδρος στο βάθος της θάλασσας, ενώ το πλοίο ξεκίνησε αμέσως, έτσι ώστε σε τρεις ημέρες έφτασε στον τόπο, για τον οποίο χρειαζόταν δέκα μέρες ταξίδι.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.