Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Δ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

… Η αρχή του τέλους για τη δεύτερη θητεία του Χρυσοστόμου στη Μακεδονία ήλθε στα τέλη Νοεμβρίου του 1908, όταν διαδόθηκε η πληροφορία ότι απεστάλη στο πατριαρχείο Υπουργικός Τεσκερές που ζητούσε την ανάκληση του Μητροπολίτη Δράμας, «επί τω λόγω ότι εξάπτει μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων τα μίση και ενεργεί διαδηλώσεις!» Το πατριαρχείο αρνήθηκε να επιβεβαιώσει τις φήμες, ωστόσο, ήταν φανερό ότι το μητροπολιτικό ζήτημα της Δράμας είχε αναζωπυρωθεί με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.
Η υπουργική απόφαση για την απομάκρυνση του Χρυσοστόμου από τη Δράμα αποδόθηκε στον νέο Υπουργό Εσωτερικών. Σφοδρός πολέμιος του ιεράρχη από την υπηρεσία του ως γενικός επιθεωρητής της Μακεδονίας, ο Χιλμή πασάς κατηγορούσε τον μητροπολίτη ότι υποκινεί τους Έλληνες σε πράξεις αντίστασης, γεγονός που προκαλούσε ταραχές στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ανατολικής Μακεδονίας.
Επιδιώκοντας την πλήρη εξουδετέρωση του Χρυσοστόμου, ο υπουργός εσωτερικών επανήλθε στο θέμα της ανέγερσης βουλγαρικής εκκλησίας και σχολείου στην πόλη της Δράμας, αυτή τη φορά όμως με έναν δόλιο τρόπο προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του. Με απόφαση του Χιλμή πασά παύθηκε από τα καθήκοντά του ο Μουτεσαρίφης Δράμας και ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο εν λόγω τούρκος αξιωματούχος είχε αποδεχθεί τις ενστάσεις του Χρυσοστόμου στις συνεδριάσεις του Διοικητικού συμβουλίου, για τη μη ανέγερση βουλγαρικών ιδρυμάτων στη Δράμα, γεγονός που προκάλεσε την εις βάρος του απόφαση της Υψηλής Πύλης. Έτσι, μετά την αντικατάστασή του, διατάχθηκε η ίδρυση βουλγαρικής εκκλησίας και σχολείου στο κέντρο της πόλης.
Στις 30 Νοεμβρίου 1908 δεκάδες Βούλγαροι που είχαν σπεύσει από τα περίχωρα πραγματοποίησαν τα εγκαίνια βουλγαρικής σχολής στη Δράμα. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στον τοπικό πληθυσμό, διότι, ενώ οι βουλγαρικές οικογένειες της πόλης ήταν ελάχιστες, επιχειρείτο με την ενέργεια αυτή να δημιουργηθούν τετελεσμένα στην ευρύτερη περιοχή.
Ο Μητροπολίτης ενημερώνει το πατριαρχείο για την παράνομη αυτή ενέργεια του νεοτουρκικού κομιτάτου, το οποίο βρισκόταν πλήρως ευθυγραμμισμένο με τις εντολές του διαβόητου αρχιβουλγαριστή Πανίτσα και καταγγέλλει τον Υπουργό Εσωτερικών για την ακραία ανθελληνική στάση του. Ο ιεράρχης ανέφερε με θλίψη το δίλημμα στο οποίο είχε περιέλθει ο ελληνορθόδοξος λαός της Δράμας. Από τη μια πλευρά, εάν διεκδικούσε τα δίκαιά του με αφορμή την ίδρυση βουλγαρικής σχολής, ο Χιλμή πασάς θα κατηγορούσε τον Χρυσόστομο ότι διεγείρει τα μίση μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, διοργανώνοντας συλλαλητήρια και επιδίδοντας ψηφίσματα στις τοπικές αρχές. Από την άλλη, εάν ο λαός της Δράμας δεν εξέφραζε την αντίδρασή του, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να προστατεύσει τον Μητροπολίτη, οι Βούλγαροι θα πανηγύριζαν την επιτυχία τους.
Όπως έχει λεχθεί, αναφορικά με το ζήτημα των εκκλησιών, των σχολείων και άλλων συναφών ιδρυμάτων στις διαφιλονικούμενες περιοχές της Μακεδονίας, η τουρκική κυβέρνηση είχε λάβει απόφαση να διατηρηθεί το προηγούμενο καθεστώς, για τις αλλαγές του οποίου αρμόδια ήταν να αποφασίσει μόνο η Βουλή, η οποία επρόκειτο να συγκροτηθεί σε σώμα μετά τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1908. Ωστόσο, με την απόφασή του αυτή ο υπουργός εσωτερικών ήθελε να δημιουργήσει τετελεσμένα στο ζήτημα της βουλγαρικής σχολής στη Δράμα, πριν τη σύγκληση της νέας Βουλής.
Παρά τις προσπάθειες του Χρυσοστόμου και τις διαμαρτυρίες προς τον νέο Μουτεσαρίφη Δράμας, δεν κατέστη εφικτό το κλείσιμο της βουλγαρικής σχολής της πόλης, καθώς το νεοτουρκικό κομιτάτο απαιτούσε τη λειτουργία του εν λόγω σχολείου, ως εκπλήρωση των υποσχέσεων του Κινήματος για ισότητα και δικαιοσύνη προς όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της Μακεδονίας.
Στις 11 Δεκεμβρίου 1908, με νέα υπουργική απόφαση, ο Χρυσόστομος κατηγορείτο ότι συνεργαζόταν με ένοπλα αντάρτικα σώματα, τα οποία τον συνόδευαν ένα μήνα νωρίτερα στην περιοδεία του σε χωριά του νομού Σερρών, και ότι με την πολιτεία του καλλιεργούσε τα φυλετικά μίση και πάθη μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Ο ιεράρχης απάντησε στις νέες κατηγορίες, λέγοντας πως ένα έστω και ένας Μουσουλμάνος αξιωματικός ή χωροφύλακας της επαρχίας Ζιχνών, εκεί δηλαδή όπου είχε πραγματοποιήσει την πολυήμερη περιοδεία του, επιβεβαίωνε τα εν λόγω ψευδολογήματα, ο ίδιος θα δεχόταν να απομακρυνθεί από την επαρχία του.
Στην τελευταία υπουργική απόφαση επινοήθηκε όμως μια ακόμα συκοφαντία εναντίον του Μητροπολίτη Δράμας. Ο Χρυσόστομος κατηγορείτο ότι στο χωριό Βησσοτσάνη σύστησε δικαστήριο, το οποίο εκδίκασε οικογενειακή υπόθεση μεταξύ Χριστιανών, παρακάμπτοντας τη νόμιμη δικαστική αρχή.
Όπως έχει αναλυθεί στην παρούσα ενότητα, το Κίνημα των Νεότουρκων κατάργησε τον θεσμό των αυτοδιοικούμενων θρησκευτικών κοινοτήτων και απαγόρευσε στον κλήρο κάθε πολιτική ή δικαστική ανάμειξη στα ζητήματα των υπηκόων της οθωμανικής επικράτειας.
Ωστόσο, το περιστατικό που στοιχειοθετούσε την κατηγορία της αντιποίησης δικαστικής αρχής εκ μέρους του Χρυσοστόμου είχε ως εξής. Μία νεαρή κοπέλα από τη Βησσοτσάνη σύναψε σχέσεις με κάποιον νέο, αγνοώντας την άρνηση του πατέρα της, ο οποίος κατήγγειλε το περιστατικό στις αρχές, ζητώντας τη σύλληψη και τιμωρία του νέου. Όταν ενημερώθηκε ο μητροπολίτης για το συμβάν, ζήτησε από τους προεστούς της κωμόπολης να παρέμβουν άμεσα και να συμβιβάσουν τις δύο πλευρές, ώστε να μην δίνεται η ευκαιρία στις τοπικές αρχές να παρεμβαίνουν στα εσωτερικά ζητήματα των Ρωμηών. Το περιστατικό έληξε, προς μεγάλη όμως δυσαρέσκεια της τουρκικής διοίκησης, η οποία ενημέρωσε τον εισαγγελέα της Δράμας ότι οι Εφοροδημογέροντες της Βησσοτσάνης είχαν διαπράξει το αδίκημα της αντιποίησης δικαστικής εξουσίας. Ακολούθως, οι ατυχείς πρόκριτοι συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στις φυλακές πιεζόμενοι να ομολογήσουν εάν όσα έπραξαν είχαν γίνει με εισήγηση του μητροπολίτη Χρυσοστόμου.1
Μετά τις νέες κατηγορίες ήταν φανερό πως η ρήξη του αγίου με τις τουρκικές αρχές ήταν κάτι περισσότερο από δεδομένη. Η ανάκληση του Χρυσοστόμου ήταν πια θέμα χρόνου και το μόνο που έμενε ήταν η κατάλληλη αφορμή για να διαταχθεί η απομάκρυνσή του από τη Δράμα, όπως είχε συμβεί τον Αύγουστο του 1907.

Το 1908 έκλεισε με ένα ευχάριστο γεγονός για τους πολίτες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τις 17 Δεκεμβρίου 1908 ξεκίνησε τις εργασίες της η νέα τουρκική βουλή. Τριάντα χρόνια μετά την αναστολή του συντάγματος το 1878, το κράτος είχε καταφέρει σε λίγους μήνες να θέσει σε ισχύ τον καταστατικό χάρτη της χώρας, να πραγματοποιήσει εκλογές και να αναδείξει τους αντιπροσώπους του, κομίζοντας σε όλους αισθήματα χαράς και ελπίδας για τη νέα συνταγματική περίοδο που ξεκινούσε.
Το σαντζάκι της Δράμας δεν κατάφερε να εκλέξει κανέναν Έλληνα βουλευτή, γεγονός που άφηνε την πολυάριθμη αυτή επαρχία της ανατολικής Μακεδονίας χωρίς ελληνική εκπροσώπηση στη νέα πανηγυρική σύνθεση της οθωμανικής βουλής. Ωστόσο, παρά τις παρατυπίες και τις μεθοδεύσεις του νεοτουρκικού κομιτάτου για τον αποκλεισμό των εκπροσώπων του ελληνορθόδοξου στοιχείου, είκοσι τρεις Έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι από διάφορες εκλογικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας είχαν καταφέρει να εκλεγούν μέλη του τουρκικού κοινοβουλίου.2 Για τον λόγο αυτό, οι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν ικανοποιημένοι, αφού μέσα από ένα κορυφαίο όργανο, όπως ήταν η Βουλή, και με σχετικά μικρή αντιπροσώπευση, θα μπορούσαν να έχουν λόγο και να εκφράζουν τα αιτήματά τους.

Το έτος 1909 βρίσκει τον Χρυσόστομο στην Αλιστράτη, δεύτερη έδρα της επαρχίας του. Την 1η Ιανουαρίου ο άγιος λειτούργησε εκεί και βρέθηκε κοντά στους κατοίκους της κωμόπολης, ενώ την Κυριακή 4 Ιανουαρίου επισκέφθηκε τη Γράτσιανη (Αγιοχώρι) Σερρών, αμιγώς ελληνορθόδοξο χωριό πλησίον της Αλιστράτης, όπου λειτούργησε και κήρυξε τον Θείο Λόγο. Ενώ όμως κατέλυε στην οικία του Μουχτάρη (προέδρου της κοινότητας), έφτασε ένας έφιππος χωροφύλακας, ο οποίος ενημέρωσε τον Μητροπολίτη ότι από το παρακείμενο Σκρίτζοβο (Σκοπιά) κατέφτανε ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Διαισθανόμενος ο Χρυσόστομος τη σύλληψή του, προφασίστηκε επείγουσα ανάγκη και επέστρεψε στην Αλιστράτη, προτού φθάσει εκεί ο στρατός.
Στις 5 Ιανουαρίου 1909, ο ιεράρχης χοροστάτησε στην ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού στη Μητρόπολη της Αλιστράτης. Καθώς όμως αποχωρούσε από τον ναό, τον πλησίασε ο Εκατόνταρχος της περιοχής και του ανακοίνωσε ότι έπρεπε να επιστρέψει αμέσως στη Δράμα. Όταν ο μητροπολίτης διαμαρτυρήθηκε για την αδικαιολόγητη αυτή συμπεριφορά των αρχών, ο Τούρκος αξιωματικός τον διέταξε να φύγει χωρίς καμία καθυστέρηση, διαφορετικά είχε εντολή να τον συλλάβει. Τότε ο άγιος θυμήθηκε τα λόγια του Κυρίου «όταν διώκωσιν υμάς από μιας πόλεως, φεύγετε εις την άλλην» (Ματθ. ι’ 23) και αναχώρησε για τη Δράμα.
Ο Χρυσόστομος ενημερώνει το πατριαρχείο για τα νέα περιοριστικά μέτρα εναντίον του, λέγοντας με θλίψη ότι «τόσον καθ’ υπερβολήν εβαρύνθημεν, ώστε εξαπορηθήναι ημάς και του ζην» (Β’ Κορ. α’ 8). Ταυτόχρονα, δεν χάνει το κουράγιο και την υπομονή του ενθυμούμενος τον Απόστολο Παύλο, όταν έγραφε προς τους Κορινθίους: «θλιβόμενοι μεν άλλ’ ου στενοχωρούμενοι, απορούμενοι μεν άλλ’ ουκ εξαπορούμενοι, διωκόμενοι μεν άλλ’ ουκ εγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι μεν άλλ’ ουκ απολλύμενοι»3 (Β’ Κορ. δ’ 8-9).
Παρ’ όλα αυτά, ο Χρυσόστομος αντιλαμβανόταν ότι η αρχιερατική διακονία του στη Μακεδονία δεν ήταν πλέον εφικτή. Η τουρκική διοίκηση, η οποία αρχικά του είχε απαγορεύσει να επισκέπτεται τα βουλγαρόφωνα τμήματα της επαρχίας του, έπειτα του απαγόρευσε κάθε έξοδο από την πόλη της Δράμας, ακόμα και στα ελληνόφωνα χωριά, όπως ήταν η δεύτερη έδρα της μητροπόλεως, η Αλιστράτη. Οι αποφάσεις δε του νεοτουρκικού καθεστώτος για την ίδρυση βουλγαρικής εκκλησίας και σχολής στη Δράμα, είχαν αρχίσει να λαμβάνουν μια προσωπική διάσταση, γεγονός που έθλιβε βαθύτατα τον Μητροπολίτη.
Στις 6 Ιανουαρίου 1909, με επιστολή του προς στον πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, ο άγιος ζητά την προσωρινή απομάκρυνσή του από τη Δράμα, μέσω της πρόσκλησής του ως συνοδικού ιεράρχη.4 Τη δεδομένη χρονική στιγμή η συγκυρία ήταν ευνοϊκή. Ενόψει της νέας συνοδικής περιόδου και της ανασύνθεσης των μελών της ιεράς συνόδου, ο Χρυσόστομος ζήτησε να προσφέρει από μια άλλη θέση στα εκκλησιαστικά δρώμενα του οικουμενικού πατριαρχείου, διατηρώντας ταυτόχρονα τον τίτλο του εν ενεργεία ιεράρχη της Μακεδονίας που τόσο πολύ επιθυμούσε.
Αξίζει να σημειωθεί πως αυτό που ζήτησε ο Χρυσόστομος στις αρχές του 1909, να διοριστεί συνοδικός μητροπολίτης, αποτελούσε την πάγια τακτική του πατριαρχείου για τους ιεράρχες της Μακεδονίας οι οποίοι διώκονταν από τις τουρκικές αρχές. Ο Ιωακείμ Γ’ τους ανακαλούσε στην Κωνσταντινούπολη και τους ανέθετε καθήκοντα στην ιερά Σύνοδο, διατηρώντας τα προσχήματα ότι οι ιεράρχες αυτοί δεν είχαν απομακρυνθεί από τις έδρες τους, αλλά υπηρετούσαν την εκκλησία από μια άλλη υπεύθυνη και επίζηλη θέση «άχρι καιρού». Το μέτρο αυτό εφαρμόστηκε στην περίπτωση του μητροπολίτη Γρεβενών Αγαθάγγελου Κωνσταντινίδη, όταν ανακλήθηκε το 1905 και διορίστηκε την επόμενη χρονιά συνοδικός έως το 1909. Ο μητροπολίτης Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλος ανακλήθηκε το 1906 και ανέλαβε αμέσως καθήκοντα στην Ιερά Σύνοδο μέχρι τον θάνατό του, το 1909. Ο δε μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης ανακλήθηκε και αυτός το 1907 και παρέμεινε μέλος της ιεράς συνόδου μέχρι το 1908, έτος κατά το οποίο μετατέθηκε στη μητρόπολη Αμασείας του Πόντου.
Ωστόσο, το μέτρο αυτό δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωση του μητροπολίτη Δράμας. Τον Αύγουστο του 1907, όταν διατάχθηκε η ανάκλησή του, όχι μόνο δεν του προσφέρθηκε θέση στην ιερά σύνοδο, αλλά δεν του επετράπη ένα μήνα αργότερα ούτε και αυτή η διέλευσή του από το πατριαρχείο καθ’ οδόν για την Τρίγλια, «ίνα μη μιανθώσι»5 (Ιωάν. ιη’ 28), είχε πει τότε σκωπτικά ο άγιος. Προς μεγάλη απογοήτευσή του, ούτε το 1909 κατέστη δυνατό να διοριστεί ο Χρυσόστομος μέλος της ιεράς συνόδου. Παρά το γεγονός ότι αυτή τη φορά ο ίδιος ο μητροπολίτης προσφέρθηκε να απομακρυνθεί από τη Δράμα, το Φανάρι δεν δέχτηκε την εισήγησή του να συμπεριληφθεί στη νέα σύνθεση της ιεράς συνόδου.

Υποσημειώσεις.
1. Ό. π., σσ’. 230-231
2. ΕΑ ΚΗ (1908) 514
3. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 236-238
4. Ό. π., σ’. 239
5. Ό. π., σ. 201

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.