Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Λίγες μέρες αργότερα ο Χρυσόστομος αρχίζει να ξετυλίγει και πάλι την εκκλησιαστική του δράση, πραγματοποιώντας συνεχείς περιοδείες στην αρχιερατική του περιφέρεια. Ο άγιος επεδίωκε την επαφή με το ποίμνιό του «προς συγκράτησιν εις την Ορθοδοξίαν»,1 αφού οι κίνδυνοι από τις δυνάμεις του Βουλγαρισμού δεν είχαν ακόμα εκλείψει.
Στην πρώτη έξοδο μετά την επιστροφή του στη Δράμα, ο Χρυσόστομος επισκέπτεται βουλγαρόφωνα χωριά στο γεωγραφικό τμήμα πέριξ της Προσοτσάνης. Εκεί γίνεται κοινωνός μιας δυσάρεστης εξέλιξης. Δυνάμεις του τουρκικού στρατού, υπό την καθοδήγηση και εποπτεία του νεοτουρκικού κομιτάτου, βρίσκονταν σε ανοιχτή συνεργασία με στελέχη της βουλγαρικής πλευράς.
Οι φόβοι του Χρυσοστόμου εντάθηκαν, όταν στην Προσοτσάνη βρήκε εγκατεστημένο τον Βουλγαρομακεδόνα οπλαρχηγό Τόντορ Πανίτσα. Μετά την επικράτηση του Κινήματος των Νεότουρκων, ο διαβόητος οπλαρχηγός, αφού επέβαλε τη βουλγαρική του υπηκοότητα και αποδέχτηκε την οθωμανική, έχοντας ως έδρα την Προσοτσάνη, περιόδευε στα χωριά της περιοχής τρομοκρατώντας και πιέζοντας τους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς να εγκαταλείψουν το πατριαρχείο και να προσχωρήσουν στην Εξαρχία.
Ο ιεράρχης ενημερώνει το Φανάρι για την πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση στην επαρχία του. Εκφράζει τις ανησυχίες του για την υποστήριξη των Τούρκων σε έναν ληστή και δολοφόνο ο οποίος λίγες μέρες νωρίτερα είχε εκτελέσει στο Σκρίτζοβο (Σκοπιά) τρεις ομοεθνείς του, τους αδελφούς Κώτσο και Στέργιο Γιαχουδή και τον Χρήστο Βοζίγια, θύματα της ενδοβουλγαρικής σύγκρουσης στη Μακεδονία.2
Στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα η βουλγαρική πλευρά διασπάστηκε εκ των έσω, οδηγούμενη σε μια σκληρή εμφύλια διαμάχη, η οποία επέτρεψε στην ελληνική πλευρά να κυριαρχήσει σε πολλές διαφιλονικούμενες περιοχές της Μακεδονίας. Όπως ελέχθη, την περίοδο αυτή η βουλγαρομακεδονική δράση εκπροσωπείτο από δύο επαναστατικές οργανώσεις, την Ανωτάτη Μακεδονική επιτροπή (βερχόβεν), η οποία στόχευε στην άμεση ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, και την Εσωτερική Μακεδονική επαναστατική οργάνωση (ΕΜΕΟ), η οποία επιθυμούσε την ανακήρυξη της Μακεδονίας σε αυτόνομη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα στελέχη της ΕΜΕΟ, έχοντας ως δόγμα τους το άκρως εθνικιστικό και παραπλανητικό σύνθημα. «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες», είχαν πετύχει να διαμορφώσουν ένα φιλελεύθερο και προοδευτικό προφίλ, στοχεύοντας στην εύνοια της ηγεσίας του νεοτουρκικού καθεστώτος και τη συνεργασία μαζί του.3
Από τις πρώτες μέρες της εξουσίας τους οι Νεότουρκοι ήρθαν σε επαφή με τους μετριοπαθείς της ΕΜΕΟ, οι οποίοι αποκαλούνταν Σαντραλιστές, από τον κυριότερο εκπρόσωπό τους Γιάνε Ιβάνωφ Σαντάνσκι, διακρινόμενοι από τα αντίπαλα ακραία εθνικιστικά στελέχη της βουλγαρικής πλευράς τους Βερχοβιστές.4
Οι υποψίες του Χρυσοστόμου περί σύμπλευσης των Νεότουρκων με την οργάνωση των Σαντραλιστών επιβεβαιώθηκαν, όταν ο Εμβέρ μπέης, πρωτεργάτης του κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος στη Μακεδονία, περιοδεύοντας τα χωριά της επαρχίας Δράμας και ενημερώνοντας τους κατοίκους για τη νέα πολιτική κατάσταση, είχε στο πλευρό του τον λήσταρχο Πανίτσα.
Μια νέα περίοδος συγκρούσεων ξεκινούσε για τη Μακεδονία, πιο ασταθής και πιο επικίνδυνη, αφού είχε το κάλυμμα της νομιμότητας και της αποδοχής μετά την εξέγερση των Νεότουρκων ενάντια στο καθεστώς του Σουλτάνου Χαμίτ.
Εν τω μεταξύ, στις 3 Σεπτεμβρίου 1908 ξεκίνησε η διαδικασία για τη διεξαγωγή των πρώτων βουλευτικών εκλογών στην Οθωμανική αυτοκρατορία μετά την ενεργοποίηση του συντάγματος του 1876. Ο εκλογικός νόμος προέβλεπε δύο στάδια εκλογής. Στην πρώτη φάση το εκλογικό σώμα επρόκειτο να αναδείξει τους εκλέκτορες, οι οποίοι λίγο αργότερα θα εξέλεγαν τους κοινοβουλευτικούς αντιπροσώπους στη νέα οθωμανική βουλή.
Η επιτροπή Ένωση και Πρόοδος αξιοποίησε την έμμεση αυτή εκλογική διαδικασία, με σκοπό τον αποκλεισμό των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων από τη δεύτερη φάση εκλογής των αντιπροσώπων για τη συγκρότηση της νέας βουλής.5 Από το Σεπτέμβριο του 1908 το κεντρικό κομιτάτο της Θεσσαλονίκης διέταξε εμπιστευτικά την τοπική επιτροπή Δράμας να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οι εκλέκτορες του σαντζακίου να είναι μόνο Μουσουλμάνοι. Να σημειωθεί ότι οι επαρχίες της Μακεδονίας αποτελούσαν εξαιρετικά δύσκολες εκλογικές περιφέρειες, καθώς, λόγω της πληθυσμιακής υπεροχής του χριστιανικού στοιχείου, υπήρχε ο κίνδυνος για το Κίνημα των Νεότουρκων η ευρύτερη περιοχή να εκπροσωπηθεί από Έλληνες κυρίως βουλευτές. Έτσι, η απόφαση για το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν ειλημμένη. Από τους δώδεκα βουλευτές που επρόκειτο να αναδείξει το βιλαέτι της Θεσσαλονίκης, το νεοτουρκικό κομιτάτο είχε εκ των προτέρων αποφασίσει να εκλεγούν έξι Μουσουλμάνοι, τρεις Έλληνες, δύο Βούλγαροι και ένας Εβραίος.6
Πληροφορούμενος ο Χρυσόστομος τις μεθοδεύσεις στην εκλογική διαδικασία, εκφράζει αμέσως τη δυσαρέσκειά του. διαμαρτύρεται για τον αποκλεισμό των Ελληνοθωμανών υποψηφίων της Δράμας από τον δεύτερο γύρο των εκλογών, γεγονός όμως που προκαλεί το πρώτο ρήγμα στις σχέσεις του με το νεοτουρκικό καθεστώς.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1908 ο ιεράρχης πραγματοποιεί νέα περιοδεία στα σλαβόφωνα χωριά της επαρχίας Ζιχνών Καρλίκοβα (Μικρόπολη), Γκόρνιτσα (Καλή Βρύση) και Εγρί Δερέ (Καλλιθέα). Εκεί ενημερώνεται ότι οι τουρκικές αρχές είχαν επιτρέψει στους Εξαρχικούς να ανοίξουν βουλγαρικά σχολεία και, επιπλέον, είχαν παραχωρήσει την άδεια να έλθουν δάσκαλοι από τη Βουλγαρία για τη διαπαιδαγώγηση των ολιγάριθμων μαθητών τους. Να σημειωθεί ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια το καθεστώς του Αβδούλ Χαμίτ Β’ δεν είχε επιτρέψει τη λειτουργία τέτοιων σχολείων στις διαφιλονικούμενες περιοχές όπου δεν υπήρχε ικανός αριθμός σπουδαστών.
Στο χωριό Εγρί Δερέ οι Νεότουρκοι προχώρησαν ένα ακόμα βήμα στο «εκσυγχρονιστικό» τους πρόγραμμα για τη Μακεδονία. Παραχώρησαν στους Βούλγαρους τη δεύτερη εκκλησία της κοινότητας, η οποία ετιμάτο στη μνήμη της αγίας Παρασκευής, με τη δικαιολογία ότι μέχρι τότε χρησιμοποιείτο ως παρεκκλήσιο και όχι ως ενοριακός ναός των Πατριαρχικών. Και σε αυτήν την περίπτωση η σύγκριση της νέας πολιτικής κατάστασης με την προηγούμενη ήταν αποκαλυπτική. Ενώ το παλιό πολιτικό σύστημα είχε εξαντλήσει τη μεροληπτική το στάση με το να επιβάλει κατά τόπους το εκ περιτροπής εκκλησιάζεσθαι, το νέο καθεστώς παραχωρούσε ολόκληρες εκκλησίες στην Εξαρχία για να επιτευχθεί η ισότητα και η δικαιοσύνη μεταξύ των δύο πλευρών. Κατά την επίσκεψή του στο Εγρί Δερέ, ο ιεράρχης διαμαρτυρήθηκε για την ενέργεια αυτή, χωρίς ωστόσο να λάβει κάποια απάντηση.

Λίγες μέρες είχαν περάσει από την επιστροφή του στη Δράμα και ο Χρυσόστομος αντιμετώπιζε νέα και πιο δύσκολα προβλήματα στην πολύπαθη επαρχία του. Δύο μήνες μετά την επικράτησή της, η συνταγματική επανάσταση είχε φανερώσει τις πραγματικές προθέσεις της σχετικά με τη λειτουργία του κράτους, τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς και ιδιαίτερα τις πολυάριθμες ελληνορθόδοξες κοινότητες της αυτοκρατορίας.
Μια από τις πρώτες αλλαγές που επέφερε η αποκατάσταση του συντάγματος ήταν η κατάργηση των αυτοδιοικούμενων θρησκευτικών κοινοτήτων. Η απόφαση ήταν καθοριστική, καθώς επιχειρήθηκε η τομή ανάμεσα στο παλαιό καθεστώς και τη νέα πραγματικότητα και επιπλέον έδωσε το στίγμα της νέας πολιτικής και κοινωνικής κατεύθυνσης των Νεότουρκων.
Με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ τον δέκατο ένατο αιώνα, η θεσμική διάκριση των κατοίκων της αυτοκρατορίας σε εθνοθρησκευτικά σύνολα είχε αποτελέσει τη μεγαλύτερη καινοτομία για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του πολυεθνικού οθωμανικού κράτους. Η πληθυσμιακή αυτή κατανομή είχε γίνει με βάση το θρήσκευμα, γεγονός που επέτρεψε στις πολυπληθείς μη μουσουλμανικές κοινότητες, με κυριότερη την ελληνορθόδοξη, να επιβιώσουν και να προοδεύσουν σε ένα πλαίσιο σχετικής αυτονομίας στο κυρίαρχο κράτος.
Με το νέο, ωστόσο, πολίτευμα οι Νεότουρκοι, ως φορείς της απόλυτης εξουσίας, επαγγέλλονται τον εκμοντερνισμό του κράτους, του οποίου όμως συστατικό στοιχείο δεν θα είναι η θρησκεία. Εκφράζουν τον φιλελευθερισμό και εδραιώνουν τον κοινοβουλευτισμό, γι’ αυτό άλλωστε επαναφέρουν το σύνταγμα, ώστε οι πολίτες, Μουσουλμάνοι και μη, να λογοδοτούν στο κράτος και τους νόμους του και όχι σε επιμέρους εθνοθρησκευτικά σχήματα. Οι εξελίξεις αυτές είχαν δυσάρεστες επιπτώσεις κυρίως στο Rum millet, το μιλλέτ των Ρωμηών. Ο οικουμενικός πατριάρχης δεν εντάσσεται πλέον στο σύστημα εξουσίας του οθωμανικού κράτους, καθώς δεν του αναγνωρίζονται αυξημένες κοσμικές αρμοδιότητες στο πλαίσιο της ελληνορθόδοξης κοινότητας, όπως η ίδρυση και λειτουργία σχολείων ή η εκδίκηση αστικών υποθέσεων των ιερωμένων, ενώ παύει να νομιμοποιείται ο ρόλος του ως millet bashi, δηλαδή Εθνάρχης των Ρωμηών.7
Οι ραγδαίες αυτές αλλαγές στο σύστημα διοίκησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές. Οι Ρωμηοί στο σύνολό τους είχαν αρχικά επικροτήσει την επανάσταση των Νεότουρκων, οι οποίοι αγωνίζονταν για τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου, είτε δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τους εκπροσώπους του Κινήματος,8 είτε διάκειτο θετικά στις νέες εξαγγελίες.
Το μόνο πρόσωπο που εξέφρασε άμεσα τις επιφυλάξεις του στο νέο σύστημα εξουσίας ήταν ο οικουμενικός πατριάρχης. Πληθωρική και έντονη προσωπικότητα, ο Ιωακείμ Γ’, διανύοντας τη δεύτερη πατριαρχία και ευρισκόμενος στας δυσμάς του βίου του, είχε αποκτήσει όλη εκείνη την πείρα και την οξυδέρκεια που απαιτείτο για να κατανοήσει ότι η συνταγματική επανάσταση του 1908 ήταν το κάλυμμα πίσω από το οποίο επωάζετο η αφύπνιση του ακραίου εθνικισμού στην οθωμανική αυτοκρατορία. στον ενθουσιασμό των πρώτων ημερών ο Ιωακείμ Γ’, πέρα από τις τυπικές διακοινώσεις προς την τουρκική κυβέρνηση και το ελληνορθόδοξο στοιχείο,9 απαντούσε πως το Κίνημα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα θαύμα εννέα ημερών.10 Ο Πατριάρχης είχε προβλέψει πως οι Νεότουρκοι, με την κατάργηση του θεσμικού πλαισίου των μιλλέτ, καταργούσαν και τα προνόμια της Εκκλησίας, γεγονός που άφηνε εκτεθειμένους και απροστάτευτους τους χριστιανικούς πληθυσμούς απέναντι στην όποια αυθαιρεσία της τουρκικής διοίκησης.
Από την πλευρά τους οι Νεότουρκοι, αποφεύγοντας τη σύγκρουση με μια προσωπικότητα του διαμετρήματος του Ιωακείμ Γ’, με ερείσματα στον εγχώριο και διεθνή πολιτικό κόσμο, και φοβούμενοι την αντίδραση του ελληνορθόδοξου στοιχείου, ακολουθούν μια ήπια πολιτική αποδυνάμωσης του ρόλου του πατριάρχη και των ιεραρχών του οικουμενικού θρόνου στο οθωμανικό σύστημα εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, διατηρούν τη θέση και το τυπικό της εξουσίας του, όπως άλλωστε έπραξαν και με τον Σουλτάνο, χωρίς όμως να νομιμοποιείται οποιαδήποτε πολιτική πράξη του έξω από το νέο σύστημα οργάνωσης και διοίκησης.11

Υποσημειώσεις.
1. Ό. π., σ. 206
2. Ό. π., σσ’. 205-206
3. Dakin, ό. π., σσ’. 245- 247
4. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 206. – Πρβλ. Μαζαράκης, ό. π., σσ’. 223-226
5. ΕΑ ΚΗ (1908) 450-451
6. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 207-208
7. Σία Αναγνωστοπούλου, Μικρά Ασία, 19ος αι. – 1919 Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες Από το Μιλλέτ των Ρωμηών στο Ελληνικό Έθνος, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σσ’. 276-189, 456-467
8. Dakin, ό. π., σ’. 268
9. ΕΑ ΚΗ (1908) 344-346
10. Dakin, ό. π., σ. 268
11. Αναγνωστοπούλου, ό. π., σ. 461

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.