Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

… Η έκρηξη της επανάστασης των Νεότουρκων βρίσκει τον Χρυσόστομο εξόριστο στην Τρίγλια της Προποντίδας. Μη έχοντας καμία ελπίδα στο προηγούμενο καθεστώς για τη δικαίωση και αποκατάστασή του, δέχεται το μέτρο της γενικής αμνηστίας την οποία παραχωρούν οι Νεότουρκοι και την αναπάντεχη ευκαιρία να επιστρέψει στη Μακεδονία ως τη μεγαλύτερη από Θεού ευλογία. Έτσι, επιστρέφοντας ο ιεράρχης από την ιδιαίτερη πατρίδα του στη Δράμα, έγραφε με ανέκφραστη χαρά:
«Η αναψυκτική δρόσος και ευλογία των συνταγματικών ελευθεριών, καταβάσα ως μύρον ευωδίας και ως δρόσος Αερμών η καταβαίνουσα επί τα όρη Σιών, ανέψυξε και εδρόσισε και εζωογόνησε και την εμήν οδυνωμένην εν τη φλογί της καυστικής αισχύνης και της υπερορίας ψυχήν, και έσπευσα πλήρης μεγάλων ελπίδων ως ελεύθερον πλέον τέκνον της ελευθέρας Εκκλησίας του Χριστού και της ελευθέρας συνταγματικής μας πατρίδος…»1
Το Κίνημα των Νεότουρκων είχε επιφέρει την απόλυτη σύγχυση στους χριστιανικούς πληθυσμούς σχετικά με τη στάση που θα τηρούσε η νέα πολιτική ηγεσία. Ωστόσο, λίγο μετά την επικράτησή του, αποδείχθηκε πως το Κίνημα ήταν ένα άκρως εθνικιστικό μόρφωμα, το οποίο είχε ως στόχο τον εκτουρκισμό της πολυεθνοτικής αυτοκρατορίας, με ό,τι αυτό θα σήμαινε για τις πολυάριθμες μη μουσουλμανικές κοινότητες.
Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου του 1908 ο Μητροπολίτης Δράμας πραγματοποιεί νέα περιοδεία σε βουλγαρόφωνα χωριά της επαρχίας Ζιχνών. Η εν λόγω περιοχή στην περιφερειακή ενότητα των Σερρών, εξαιτίας του κοινού γλωσσικού ιδιώματος με τη βουλγαρική πλευρά, είχε δοκιμαστεί περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, δεχόμενη αναρίθμητες επιθέσεις και απειλές από τις δυνάμεις του Βουλγαρισμού. Παρ’ όλα αυτά, οι πληθυσμοί παρέμεναν στην πλειοψηφία τους Πατριαρχικοί, αρνούμενοι να υποταχθούν στις αξιώσεις των Εξαρχικών και να δηλώσουν βουλγαρικό φρόνημα. Μετά την επιστροφή στη Δράμα, ο Χρυσόστομος έθεσε ως άμεση προτεραιότητα την ενίσχυση και στήριξη των κατοίκων του διοικητικού αυτού διαμερίσματος.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί ο ιεράρχης δέχθηκε την επίσκεψη του Μουτεσαρίφη Σερρών, ο οποίος του απαγόρευσε στο εξής να επισκέπτεται τα βουλγαρόφωνα τμήματα της επαρχίας, με τη δικαιολογία ότι η παρουσία του προκαλούσε υπέρμετρο ενθουσιασμό στους Πατριαρχικούς και πολλή αναστάτωση στους Εξαρχικούς, διαταράσσοντας την ομαλή συμβίωση των κατοίκων στις μεικτές εκείνες περιοχές. Ο Χρυσόστομος απάντησε στον τούρκο αξιωματούχο ότι είχε μεταβεί στην περιοχή μετά από δύο σχεδόν χρόνια απουσίας, λόγω του αποκλεισμού του από το προηγούμενο καθεστώς, θέλοντας να στηρίξει τους ελληνορθόδοξους κατοίκους.
Έπειτα, όταν ο ιεράρχης διερωτήθηκε πως το νεοτουρκικό κομιτάτο επέτρεπε στον λήσταρχο Πανίτσα να περιέρχεται τα βουλγαρόφωνα χωριά, συνοδευόμενος μάλιστα άλλοτε από τον καϊμακάμη της περιοχής και άλλοτε από τούρκους χωροφύλακες, απειλώντας και τρομοκρατώντας τους Ελληνορθόδοξους, ενώ απαγόρευε στον μητροπολίτη της επαρχίας να περιοδεύει στα αντίστοιχα χωριά, ο Μουτεσαρίφης επανέλαβε στον Χρυσόστομο την απόφασή του να μην εξέλθει πάλι στα μέρη αυτά. Στην επεισοδιακή εκείνη συνάντηση ο άγιος ζήτησε από τον τούρκο διοικητή να επιστραφεί η εκκλησία του Εγρί Δερέ στους Πατριαρχικούς και να κλείσουν τα βουλγαρικά σχολεία στα χωριά Εγρί Δερέ, Γρκόρνιτσα και Καρλίκοβα, τα οποία είχαν ανοίξει παράνομα μετά την ανακήρυξη του τουρκικού συντάγματος. Ο Μουτεσαρίφης δεν απάντησε στον μητροπολίτη και απέφυγε να δεσμευτεί για τις προθέσεις της νέας πολιτικής ηγεσίας.
Όταν ο Χρυσόστομος επέστρεψε στη Δράμα, έλαβε και εγγράφως την απαγόρευση για την περιοδεία στα βουλγαρόφωνα τμήματα της επαρχίας Ζιχνών, με την απειλή ότι σε περίπτωση που επιχειρούσε στο εξής να πραγματοποιήσει κάποια αντίστοιχη επίσκεψη θα εμποδιζόταν «δια της στρατιωτικής δυνάμεως».2
Είναι βέβαιο ότι οι Νεότουρκοι όχι μόνο υπέθαλπαν τον φυλετικό αγώνα μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, αλλά ανοιχτά και απροκάλυπτα έπαιρναν αυστηρά μέτρα εναντίον των Ελληνορθόδοξων, φοβούμενοι την οριστική επικράτηση και κυριαρχία τους στη Μακεδονία.
Στην κατεύθυνση αυτή, ο Χιλμή πασάς, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε αναβαθμιστεί από το νέο καθεστώς στο αξίωμα του Υπουργού των εσωτερικών, παραχώρησε στους Εξαρχικούς άδεια για να οικοδομήσουν εκκλησία και σχολείο στην πόλη της Δράμας. Ο Χρυσόστομος, ως μέλος του Ιδαρέ Μετζλισίου,3 αντιδρά με σφοδρότητα στην απόφαση του Χιλμή πασά. Ενημερώνει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της πόλης ότι σύμφωνα με το σύνταγμα της χώρας, το οποίο είχε αποκατασταθεί, η ευθύνη για την ανέγερση σχολείων και εκκλησιών ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα των κατά τόπους διοικητικών συμβουλίων και όχι της κεντρικής κυβέρνησης. Υπενθύμισε ακόμα ότι για το ζήτημα των εκκλησιών και των σχολείων στις μεικτές περιοχές η κυβέρνηση είχε αποφασίσει ότι θα διατηρείτο το προηγούμενο καθεστώς, τις αλλαγές του οποίου θα ρύθμιζε η νέα Βουλή μετά τις εκλογές.4
Παρ’ όλα αυτά, ο ιεράρχης τόνιζε ότι σύμφωνα με την κείμενη τότε νομοθεσία, ούτε το διοικητικό συμβούλιο της Δράμας θα μπορούσε να εκδώσει τέτοια απόφαση, καθώς δεν επιτρεπόταν η ίδρυση βουλγαρικών εκκλησιών και σχολείων σε πόλεις όπου δεν υφίστατο βουλγαρική κοινότητα. Την εποχή εκείνη ελάχιστοι Βούλγαροι διέμεναν στη Δράμα, απασχολούμενοι περιστασιακά στην καλλιέργεια καπνού, γεγονός που δεν τους επέτρεπε να συγκροτήσουν αυτόνομη βουλγαρική κοινότητα στην πρωτεύουσα του νομού.5
Την ίδια περίοδο προέκυψε ένα ακόμα ζήτημα. Ο Έξαρχος της βουλγαρικής εκκλησίας ζήτησε από τον Μουτεσαρίφη Δράμας να του επιτραπεί να διορίσει στην πόλη έναν σχισματικό ιερέα ως αρχιερατικό επίτροπο και αντιπρόσωπο των Βουλγάρων της επαρχίας αυτής. Ο Χρυσόστομος παρεμβαίνει ξανά και αποτρέπει τον διορισμό αυτό. Εισηγείται στο διοικητικό συμβούλιο ότι στα μέρη όπου δεν υπήρχε Βούλγαρος Μητροπολίτης δεν ήταν δυνατόν να τοποθετηθεί και να αναγνωριστεί από την τουρκική διοίκηση Βούλγαρος αρχιερατικός επίτροπος. Η Δράμα, εξαιτίας των ελάχιστων βουλγάρων κατοίκων, δεν δικαιολογούσε Εξαρχικό μητροπολίτη, επομένως, δεν θα μπορούσε να υπάρξει και αρχιερατικός επίτροπος.
Η δυναμική παρέμβαση του Χρυσοστόμου, τα επιχειρήματα και η μεγάλη επιρροή του ανάγκασαν την τοπική διοίκηση της Δράμας να μην εκτελέσει τη διαταγή του Χιλμή πασά για την ίδρυση βουλγαρικών ιδρυμάτων, ενώ απετράπη και ο διορισμός αρχιερατικού επιτρόπου της Εξαρχίας στην πόλη.6

Είναι γεγονός πως η επανάσταση των Νεότουρκων είχε πετύχει τον τερματισμό της βίας στη Μακεδονία. Οι Έλληνες μαχητές είχαν κατεβεί από τα βουνά, είχαν παραδώσει τον οπλισμό τους και διέμεναν στις πόλεις. Η ελληνοβουλγαρική σύγκρουση, η οποία είχε προκαλέσει πολύ πόνο και δυστυχία, είχε τερματιστεί, καλλιεργώντας στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές μεγάλες ελπίδες για το μέλλον.
Ωστόσο, από το φθινόπωρο του 1908 οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία επιδεινώθηκαν εξαιτίας της αναζωπύρωσης του Κρητικού ζητήματος. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 πραγματοποιήθηκε στα Χανιά μεγάλο συλλαλητήριο, στο οποίο έλαβαν μέρος δεκαπέντε χιλιάδες Κρήτες διαδηλώνοντας την ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Επιτροπή των διαδηλωτών επέδωσε ψήφισμα στην τοπική κυβέρνηση, με το οποίο κήρυσσε την ένωση του νησιού με τη μητέρα πατρίδα και ταυτόχρονα καλούσε τον Βασιλιά Γεώργιο Α’ να συμπεριλάβει στη διακυβέρνηση του ελληνικού βασιλείου την πολύπαθη και αιματοβαμμένη Κρήτη. Πέντε μέρες αργότερα η Κρητική Εθνοσυνέλευση επικύρωσε το ενωτικό ψήφισμα του κρητικού λαού, για να ξεκινήσει με νέα περίοδος αγώνων και θυσιών μέχρι την εκπλήρωση του τελικού στόχου για ελευθερία και ένωση με την Ελλάδα, κάτι που πραγματοποιήθηκε πέντε χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1913.
Με αφορμή την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις λόγω του Κρητικού ζητήματος, η ηγεσία των Νεότουρκων ακολούθησε έκτοτε μία ακραία εθνικιστική και ανθελληνική πολιτική στη Μακεδονία, η οποία εκφράστηκε με περιοριστικά μέτρα εναντίον των εκπροσώπων των πατριαρχικών πληθυσμών.
Στις 7 Νοεμβρίου 1908 ο Χρυσόστομος, ενώ ετοιμαζόταν να εξέλθει από την έδρα του για νέα περιοδεία, κλήθηκε από τον Μουτεσαρίφη Δράμας. Στη συνάντηση του κοινοποιήθηκε διαταγή του Μουτεσαρίφη Σερρών, η οποία έλεγε: «Επειδή εις τα μικρά χωρία του τμήματος Ζίχνης ήρξατο παρατηρουμένη προσέγγισις ευάρεστος αναμέσον των Ρωμαίων και Βουλγάρων, η δε μετάβασις του Μητροπολίτου Δράμας Χρυσοστόμου εις τα εν λόγω χωρία θέλει βλάψει την ευάρεστον αυτήν κατάστασιν, δια τούτο εγκρίσει και της Νομαρχίας να μη επιτραπή τω Μητροπολίτη Δράμας η περιοδεία εις τα ορεινά Βουλγαρόφωνα μικρά χωρία»!…7
Ο άγιος απαντά πως δεν είναι δυνατόν «οι απόστολοι του Ευαγγελίου και της αγάπης οι κήρυκες» να εμποδίζονται από το κατοχυρωμένο δικαίωμα να έχουν επαφή με τον ποίμνιό τους, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι δεν επρόκειτο να ακυρώσει την προγραμματισμένη πολυήμερη περιοδεία στο επαρχιακό διαμέρισμα της Ζίχνης. Την ίδια μέρα ο ιεράρχης, αγνοώντας κάθε απαγόρευση και συνέπεια, μεταβαίνει στο χωριό Ροδολείβος. Από εκεί αποστέλλει στον Πατριάρχη επιστολή, με την οποία του ζητά να παρέμβει ώστε να αρθούν οι περιορισμοί που του είχαν επιβάλει η τουρκική διοίκηση, διαμηνύοντας ότι δεκαπέντε μέρες μετά επρόκειτο να εισέλθει στη ζώνη αποκλεισμού μεταβαίνοντας στα μεικτά βουλγαρόφωνα χωριά της επαρχίας Ζιχνών.
Έπειτα, ο Χρυσόστομος επισκέπτεται τα χωριά Σέμαλτο (Μικρό Σούλι), Προβίστα (Παλαιοκώμη), Αμφίπολη και Αηλιάχοβα (Νέα Ζίχνη) του νομού Σερρών και ύστερα τα χωριά Νούσκα (Δαφνούδι), Πόρνα (Γάζωρος) και Χωροβίστα (Άγιος Χριστοφόρος).
Στις 28 Νοεμβρίου 1908, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο ελληνικό τμήμα της επαρχίας Ζιχνών, ο Χρυσόστομος δέχτηκε δύο νέα πλήγματα από την τοπική διοίκηση. Στρατιωτική δύναμη σαράντα πέντε ανδρών, με επικεφαλής τρεις αξιωματικούς και έναν αρχιαστυνόμο, επίτροπο και διευθυντή των εκπαιδευτηρίων της κωμόπολης, Ιεροδιάκονο Συνέσιο Πετράκογλου (Πετρακίδη), ο οποίος, συνοδεία των Τούρκων στρατιωτών και χωροφυλάκων, οδηγήθηκε σε παρακείμενο στρατιωτικό σταθμό και κρατήθηκε.
Ο Μητροπολίτης ενημερώθηκε για το συμβάν την ώρα που τελούσε τη Θεία Λειτουργία στο χωριό Χωροβίστα. Λίγη ώρα μετά, η στρατιωτική δύναμη, που είχε συλλάβει προηγουμένως τον αρχιερατικό επίτροπο Συνέσιο, έφτασε στο χωριό όπου βρισκόταν ο άγιος, απέκλεισε το οίκημα που είχε καταλύσει και του επέδωσε διαταγή του Μουτεσαρίφη Σερρών, η οποία διέτασσε τον αρχιαστυνόμο και τους αξιωματικούς να απομακρύνουν τον μητροπολίτη από την περιοχή και να τον μεταφέρουν συνοδεία στρατιωτικής δύναμης στη Δράμα.
Ο Χρυσόστομος είπε στον Αρχιαστυνόμο ότι η διαταγή του Μουτεσαρίφη Σερρών ήταν παράνομη και αντισυνταγματική, αλλά μη θέλοντας να οξύνει περισσότερο τα πράγματα, ζήτησε να αφεθεί ελεύθερος και να μεταβεί χωρίς συνοδεία στην έδρα του. Πράγματι, οι επικεφαλής της στρατιωτικής δύναμης του επέτρεψαν να επανέλθει μόνος του στη Δράμα. Ο Μητροπολίτης πέρασε πρώτα από τον στρατιωτικό σταθμό όπου είχε κρατηθεί ο Ιεροδιάκονος Συνέσιος και, αφού τον παρέλαβε, επέστρεψε στην πόλη της Δράμας.
Από την έδρα της μητροπόλεως ο άγιος ενημερώνει το πατριαρχείο για τη νέα κατάσταση στην επαρχία του. Διαμαρτύρεται για τον αποκλεισμό του από τις μεικτές περιοχές της μητροπολιτικής του περιφέρειας, λέγοντας ότι το Ορθόδοξο Γένος «τυραννοκρατείται και ποδοπατείται» στη Μακεδονία από το νεοτουρκικό καθεστώς, ενώ ζητά από το Φανάρι να προσαρμόσει την εκκλησιαστική και εθνική του πολιτική στα νέα δεδομένα.8
Σε μικρό χρονικό διάστημα οι σχέσεις του Μητροπολίτη Δράμας με τις τουρκικές αρχές είχαν και πάλι διαρραγεί. Οι Νεότουρκοι, λίγους μήνες μετά την επικράτησή τους, εφάρμοζαν αυστηρά μέτρα αποκλεισμού και περιθωριοποίησης των πατριαρχικών πληθυσμών, όπως είχε πράξει με συνέπεια και το προηγούμενο καθεστώς του Αβδούλ Χαμίτ. Ο ιεράρχης, ωστόσο, εξακολουθούσε με αμείωτη ένταση να υπερασπίζεται τα δικαιώματα του ελληνορθόδοξου ποιμνίου του και να καταγγέλλει τις αυθαίρετες αποφάσεις της τουρκικής διοίκησης, προμηνύοντας με αυτόν τον τρόπο την τελική ρήξη του με την Υψηλή Πύλη και την ηγεσία των Νεότουρκων.

Υποσημειώσεις.
1. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 196-197
2. Ο. π., σ’. 213
3. Διοικητικό συμβούλιο της πόλης.
4. ΕΑ ΚΗ (1908) 483
5. Το Αρχείον, τ. Α’, σσ’. 212-216,229
6. Ό. π., σσ’. 216 – 217
7. Ό. π. σ. 219
8. Ό. π., σ. 224

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.