Για το ότι πρέπει να βαδίζουμε το δρόμο του Θεού με άγρυπνο πνεύμα, χωρίς να χάνουμε τον καιρό μας (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Αδελφοί μου, ας μεριμνήσουμε με άγρυπνη φροντίδα για τις ψυχές μας. Ποιός θα μας ξαναδώσει αυτό το χρόνο, αν τον χάσουμε; Πραγματικά, θα έρθει ώρα που θα αναζητούμε αυτές τις ημέρες και δεν θα τις βρίσκουμε. Ο αββάς Αρσένιος έλεγε πάντοτε στον εαυτό του: «Αρσένιε, για ποιό λόγο άφησες τον κόσμο;»1 Εμείς όμως ζούμε με τόση αμέλεια που ούτε ξέρουμε γιατί αφήσαμε τον κόσμο, ούτε ξέρουμε τι σημαίνει αυτό που θελήσαμε. Γι’ αυτό, όχι μόνο δεν προκόβουμε, αλλά πάντοτε είμαστε γεμάτοι θλίψη. Και αυτό μας συμβαίνει επειδή δεν παρακολουθούμε άγρυπνοι την καρδιά μας. Πραγματικά, αν θέλαμε λίγο να αγωνιστούμε, δεν θα στενοχωριόμασταν και δεν θα κουραζόμασταν για πολύ. Γιατί, και αν ακόμα στην αρχή βιάζει κανείς τον εαυτό του, όμως με τον αγώνα σιγά – σιγά προοδεύει και στη συνέχεια τα κάνει όλα ξεκούραστα, γιατί ο Θεός βλέπει ότι ασκεί βία στον εαυτό του και τον βοηθά.

Και εμείς λοιπόν ας βιάσουμε τους εαυτούς μας, ας βάλουμε αρχή, ας επιθυμήσουμε με όλη μας την ψυχή το καλό. Γιατί, και αν ακόμα δεν βρισκόμαστε στην τελειότητα, όμως και μόνο το να θέλουμε, είναι η αρχή της σωτηρίας μας. Διότι από τη θέληση προχωρούμε, με τη βοήθεια του Θεού, στον αγώνα και από τον αγώνα βοηθιόμαστε να αποκτήσουμε τις αρετές. Γι’ αυτό και ένας από τους Πατέρες έλεγε: «Δώσε αίμα και πάρε πνεύμα».2 Αυτό σημαίνει το «αγωνίσου και η αρετή θα ταυτισθεί με το είναι σου».

Όταν σπούδαζα στον κόσμο, στην αρχή, κουραζόμουνα πάρα πολύ. Και όταν ερχόταν η ώρα να πιάσω το βιβλίο στο χέρι μου, ένιωθα σαν να πήγαινα να πιάσω άγριο θηρίο. Καθώς όμως επέμενα, βιάζοντας τον εαυτό μου, βοήθησε ο Θεός και τόσο πολύ συνήθισα τη μελέτη, ώστε να μην καταλαβαίνω τι έτρωγα και τι έπινα ή πως κοιμόμουνα από την πολλή ευχαρίστηση που ένιωθα από την ανάγνωση. Και ποτέ δεν με τράβηξε η επιθυμία να πάω να φάω με έναν από τους φίλους μου, αλλά ούτε καν τους συναντούσα όταν είχα διάβασμα, παρόλο ότι ήμουν κοινωνικός και αγαπούσα τους φίλους μου. Μόλις λοιπόν μας σχόλαγε ο δάσκαλος και λουζόμουνα – γιατί συνήθιζα να πλένομαι κάθε μέρα, επειδή στέγνωνα από το διάβασμα – γύριζα στο σπίτι μου μην ξέροντας ούτε τι θα φάω. Γιατί δεν μπορούσα να ασχοληθώ ούτε με το να παραγγείλω το φαγητό που θα έτρωγα, αλλά είχα κάποιον έμπιστο άνθρωπο και μου ετοίμαζε ό,τι εκείνος ήθελε.

Έτρωγα λοιπόν ό,τι εύρισκα μαγειρεμένο απ’ αυτόν, έχοντας και το βιβλίο δίπλα μου, ακουμπισμένο στο κρεβάτι και κάπου –κάπου έριχνα μια ματιά. Και όταν κοιμόμουνα, το είχα πάλι δίπλα μου, ακουμπισμένο στο κάθισμά μου και μόλις μ’ έπαιρνε λίγο ο ύπνος, αμέσως πεταγόμουνα να διαβάσω. Πάλι το βράδυ, μόλις γύριζα μετά από τον εσπερινό, άναβα το λυχνάρι και έμενα διαβάζοντας μέχρι τα μεσάνυχτα. Και ζούσα έτσι, γιατί δεν ένιωθα τίποτε πιο γλυκό από την ευχαρίστηση που μου έδινε η μελέτη. Όταν λοιπόν ήρθα στο μοναστήρι, έλεγα στον εαυτό μου: «Αν για την κοσμική σοφία είχα τόσο πόθο και τέτοιο ζήλο, ώστε να ασχολούμαι με το διάβασμα και να μου γίνει αναφαίρετη συνήθεια, πόσο μάλλον για την αρετή;» Και έπαιρνα πολλή δύναμη απ’ αυτό το λογισμό.

Παρόμοια, αν θέλει κανείς να αποκτήσει αρετή, δεν πρέπει να αδιαφορεί ούτε να αφήνει το νου του να σκορπάει. Γιατί, όπως ακριβώς κάποιος που θέλει να μάθει αρχιτεκτονική, δεν έχει το νου του σε άλλη τέχνη, έτσι και αυτοί που θέλουν να μάθουν την πνευματική τέχνη, δεν πρέπει να έχουν το νου τους σε κανένα άλλο πράγμα, αλλά νύχτα – μέρα να σκέπτονται γι’ αυτή, πώς θα μπορέσουν να την αποκτήσουν. Όσοι όμως δεν καταπιάνονται μ’ αυτό το έργο με τέτοια διάθεση, όχι μόνο δεν προκόβουν, αλλά και τσακίζονται γυροφέρνοντας έτσι άσκοπα. Γιατί, αν καθένας μας δεν αγωνιστεί με ανύστακτη φροντίδα και προσοχή, πολύ εύκολα θα ξεστρατίσει από το σωστό δρόμο που οδηγεί στις αρετές.

Γιατί οι αρετές βρίσκονται στο μέσον. Είναι η βασιλική οδός για την οποία είπε εκείνος ο άγιος Γέροντας: «Ν βαδίζετε την βασιλική οδό και να ξέρετε πόσα μίλια έχετε διανύσει».3 Οι αρετές λοιπόν, όπως είπα, βρίσκονται ανάμεσα στις υπερβολές και στις ελλείψεις. Γι’ αυτό έχει γραφεί: «Μην ξεφεύγεις στα δεξιά, ούτε στ’ αριστερά (Παροιμ. 4, 27), αλλά να βαδίζεις στη βασιλική οδό» (Αριθ. 20, 17). Και ο άγιος Βασίλειος λέει: «Ευθύς στην καρδιά είναι εκείνος που ο λογισμός του δεν ρέπει σε υπερβολή ή σε έλλειψη, αλλά εκείνος που σκοπεύει το μέσον, δηλαδή την αρετή».4

Να, τι εννοώ. Αυτή η ίδια η κακία δεν είναι τίποτα, δεν έχει ούτε ουσία ούτε υπόσταση. Αλλοίμονο και αν δεν ήταν έτσι! Αλλά να, τι συμβαίνει. Η ψυχή, με το να ξεφύγει από τη βασιλική οδό της αρετής, αποκτά εμπάθεια και τελεσιουργεί το κακό. Στη συνέχεια λοιπόν τιμωρείται απ’ αυτό το ίδιο το κακό, γιατί χάνει την ανάπαυση που εύρισκε ζώντας φυσικά μέσα στην αρετή. Όπως ακριβώς, ας υποθέσουμε, το ξύλο. Δεν έχει βέβαια μέσα του σκουλήκι, αλλά σαπίζει λίγο και απ’ αυτό το σάπισμα γεννιέται το σκουλήκι και στη συνέχεια αυτό το ίδιο το σκουλήκι τρώει ολόκληρο το ξύλο. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο χαλκός. Ο ίδιος γεννάει τη σκουριά και αυτός πάλι καταστρέφεται από τη σκουριά. Και το ρούχο βγάζει από μόνο του το σκόρο και αυτός ο ίδιος ο σκόρος το καταστρέφει. Έτσι και η ίδια η ψυχή κάνει το κακό εις βάρος της, χωρίς αυτό να έχει προηγουμένως καμιά ουσία και υπόσταση. Και στη συνέχεια, η ίδια η ψυχή τιμωρείται απ’ αυτό το κακό. Και καλά είπε ο άγιος Γρηγόριος:

«Η φωτιά βέβαια γεννιέται από τα ξύλα και καίει τα ξύλα, όπως ακριβώς τους κακούς η κακία,5 που γεννιέται από τους κακούς και καταστρέφει τους κακούς». Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα αρρωστημένα σώματα. Όταν κανείς δεν προσέξει και δεν φροντίσει τον εαυτό του στα θέματα της υγείας, προκύπτει στον οργανισμό ή πλεονασμός ή έλλειψη και απ’ αυτό ο άνθρωπος χάνει την υγεία του. Ώστε πριν απ’ αυτό δεν υπήρχε καμιά αρρώστια, ούτε τίποτε άλλο συνέβαινε. Και πάλι, αφού γιατρευθεί το σώμα, δεν υπάρχει πουθενά η αρρώστια. Κατά τον ίδιο τρόπο και η κακία είναι αρρώστια της ψυχής, γιατί μ’ αυτήν η ψυχή χάνει τη φυσική κατάσταση της υγείας της, που δεν είναι άλλη παρά η αρετή.6 Γι’ αυτό είπαμε ότι οι αρετές βρίσκονται στη μέση, π.χ. η ανδρεία βρίσκεται μεταξύ της δειλίας και της θρασύτητας. Η ταπεινοφροσύνη βρίσκεται μεταξύ της υπερηφανείας και της ανθρωπαρέσκειας. Παρόμοια ο σεβασμός βρίσκεται μεταξύ της ντροπής και της αναίδειας. Έτσι, με την ίδια αναλογία, και όλες οι άλλες αρετές.

Αν λοιπόν βρεθεί άνθρωπος που αξιώθηκε να αποκτήσει αυτές τις αρετές, αυτός βρίσκεται έντιμος στα μάτια του Θεού. Και ενώ φαίνεται πάντοτε ότι τρώει και πίνει και κοιμάται, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, στην πραγματικότητα όμως είναι ιδιαίτερα έντιμος ενώπιον του Θεού για τις αρετές που έχει. Αν όμως δεν παρακολουθεί κανείς με άγρυπνο μάτι τον εαυτό του και δεν τον προφυλάσσει, εύκολα ξεστρατίζει ή στα δεξιά ή στα αριστερά, δηλαδή ή στην υπερβολή ή στην έλλειψη και γεννά την αρρώστια που είναι η κακία.

Αυτή λοιπόν είναι η βασιλική οδός που βάδισαν όλοι οι Άγιοι. Τα δε μίλια είναι οι διάφορες καταστάσεις που πρέπει να μετρά κανείς πάντοτε, για να βλέπει που βρίσκεται, σε ποιο σημείο έφθασε, σε ποια κατάσταση βρίσκεται. Να, τι εννοώ. Εμείς μοιάζουμε με αυτούς τους ανθρώπους που έχουν σκοπό να περπατήσουν μέχρι τους Αγίους Τόπους. Και αφού βγήκαν από μια πόλη, μερικοί περπάτησαν πέντε μίλια και σταμάτησαν. Άλλοι δεν περπάτησαν καθόλου, αλλά βγήκαν μεν από την πόλη, παρέμειναν όμως έξω από τις πύλες, ανάμεσα στα σκουπίδια. Άλλοι, ενώ βρίσκονται στο δρόμο, μερικές φορές περπατάνε δύο μίλια και χάνονται και γυρίζουν πίσω ή περπατάνε δύο μίλια και γυρίζουν πίσω πέντε. Άλλοι περπάτησαν μέχρι την αγία Πόλη, παρέμειναν όμως έξω και δεν μπήκαν μέσα από τα τείχη της.

Περί του μετά σκοπού και νήψεως οδεύειν την οδόν του Θεού. Μέρος πρώτον.

Φροντίσωμεν εαυτών, αδελφοί, νήψωμεν. Τίς δώσει ημίν τον καιρόν τούτον, εάν απολέσωμεν αυτόν; Όντως έχομεν ζητήσαι τας ημέρας ταύτας και μη ευρείν αυτάς. Ο αββάς Αρσένιος έλεγεν εαυτώ πάντοτε˙ Αρσένιε, διο εξήλθες; Ημείς δε εν τοσαύτη εσμέν αμελεία ότι ούτε οίδαμεν δια τι εξήλθομεν; Ουκ οίδαμεν ουδέ τι εστίν το ηθελήσαμεν˙ δια τούτο ου μόνον ου προκόπτομεν, αλλά και θλιβόμεθα πάντοτε. Τούτο δε γίνεται ημίν εκ του μη έχειν προσοχήν εν τη καρδία ημών˙ και όντως ει ηθέλομεν μικρόν αγωνίσασθαι, ουκ είχομεν επί πολύ θλιβήναι ουδέ κοπιάν˙ καν γαρ παρά τας αρχάς βιάζηταί τις εαυτόν, αλλά αγωνιζόμενος κατά μικρόν προκόπτει, και λοιπόν μετά αναπαύσεως ποιεί, του Θεού βλέποντος ότι βιάζεται εαυτόν και παρέχοντος αυτώ βοήθειαν.

Και ημείςουν βιασώμεθα εαυτούς, βάλωμεν αρχήν, θελήσωμεν τέως το καλόν. Καν γαρ ούπω εν τελειότητί εσμέν, άλλ’ αυτό το θέλειν αρχή σωτηρίας ημίν εστίν˙ εκ του γαρ θέλειν ερχόμεθα συν Θεώ και εις το αγωνίζεσθαι, και εκ του αγωνίζεσθαι βοηθείσαί τις εις το κτήσασθαι τας αρετάς˙ δια τούτό τις των Πατέρων λέγει˙ Δος αίμα και λάβε πνεύμα˙ τούτ’ εστίν αγώνισαι και γένη εν έξει της αρετής.

Ότε ανεγίνωσκον εις την έξω παιδείαν, εκοπίων εξ αρχής πάνυ, και ότε ηρχόμην λαβείν το βιβλίον, ούτως ήμην ως τι ποτέ υπάγων άψασθαι θηρίου. Ως ουν έμεινα βιαζόμενος εαυτόν, εβοήθησεν ο Θεός, και ούτως εγενόμην εν έξει του πράγματος, ώστε μήτε ειδέναι με τι έτρωγον ή τι έπινον ή πώς εκοιμώμην εκ της καύσεως των αναγνωσμάτων˙ και ουδέποτε ελκύσθην εις άριστον μετά ενός των φίλων μου˙ άλλ’ ουδέ εις συντυχίαν ηρχόμην μετ’ αυτών εν τω καιρώ του αναγνώσματος, καίτοι φιλοσυνήθης ων και αγαπών τους εταίρους μου. Ως ουν απέλυεν ημάς ο σοφιστής και ελουόμην (έχρηζον γαρ καθ’ ημέραν ενυγραίνεσθαι, επειδή ανεξηραινόμην εκ της υπερβολής των αναγνωσμάτων), ανεχώρουν όπου έμενον, μήτε ειδώς τι έχω φαγείν˙ ουκ ηδυνάμην γαρ απασχοληθήναι ουδέ εις το επιτάξαι αυτό το φαγείν μου. πλην είχόν τινά πιστόν, και αυτός ητοίμαζέ μοι εί τι ήθελεν.

Ελάμβανον ουν ει τι ηύρισκον αυτόν ποιήσαντα, έχων και το βιβλίον εκ πλαγίου μου εις τον κραβάτην, και κατά μικρόν ενέκυπτον εις αυτό˙ και εν τω κοιμηθήναι ομοίως πλησίον μου είχον αυτό εις το θρονίον μου, και ως ήρπαζον μικρόν, ευθέως ανεπήδουν εις την ανάγνωσιν˙ πάλιν εσπέρας, ως ανεχώρουν μετά το λυχνικόν, ήπτον τον λύχνον και εποίουν έως του μεσονυκτίου αναγινώσκων, και ούτως ήμην ότι ουκ ησθανόμην οίας δήποτε ηδύτητος εκ των αναγνωσμάτων. Ότε ουν ήλθον εις το μοναστήριον, έλεγον εμαυτώ˙ Ει επί του έξω λόγου εγένετο τοιούτος πάθος και τοιαύτη θέρμη εκ του σχολάσαι τινά τη αναγνώσει και γενέσθαι εν έξει αυτής, πόσω μάλλον επί της αρετής; Και ελάμβανον πολλήν δύναμιν εκ τούτου του πράγματος.

Ούτως εάν θέλη τις κτήσασθαι αρετήν, ουκ οφείλει αδιαφορείν ουδέ μετεωρίζεσθαι˙ ώσπερ γαρ τις θέλων μαθείν τεκτονικήν, ου προσέχει άλλη τέχνη˙ ούτως εστί και επί των θελόντων κτήσασθαι εργασίαν πνευματικήν. Ουκ οφείλουσι προσέχειν άλλω τινί πράγματι, αλλά νυκτός και ημέρας μελετάν εν αυτή, πώς δυνηθώσι κτήσασθαι αυτήν. Οι δε μη ούτως προσερχόμενοι τω πράγματι, ου μόνον ου προκόπτουσιν, αλλά και συντρίβονται, ούτως ασκόπως περιφερόμενοι. Εάν γαρ μη νήφη τις και αγωνίζηται, ευχερώς εκπίπτει εις τας παρεκβάσεις των αρετών.

Αι γαρ αρεταί μέσαι εισίν, η βασιλική οδός εστί, περί ης είπεν ο άγιος γέρων εκείνος˙ Οδώ βασιλική πορεύεσθε, και τα μίλια μετρείτε. Μέσαι ουν εισίν, ως είπον, αι αρεταί υπερβολών και ελλείψεων. Δια τούτο γέγραπται˙ Μη εκκλίνης εις τα δεξιά, μηδέ εις τα αριστερά, αλλά οδώ βασιλική πορεύου. Και ο άγιος Βασίλειος λέγει˙ Ευθύς εστί τη καρδία ο τον λογισμόν μη έχων ρέποντα προς υπερβολήν μήτε έλλειψιν, αλλά απευθυνόμενος προς το μέσον της αρετής.

Οίόν τι λέγω˙ Η κακία καθ’ εαυτήν ουδέν εστίν˙ ούτε γαρ ουσία τις εστίν, ούτε υπόστασίν τινά έχει˙ μη γένοιτο. Αλλά κλίνουσα η ψυχή από της αρετής γίνεται εμπαθής και αποτελεί την κακίαν˙ όθεν και κολάζεται υπ’ αυτής, μη ευρίσκουσα φυσικήν τινά ανάπαυσιν εν αυτή. Ώσπερ, υπόθου, το ξύλον˙ μη γαρ σκώληκα έχει έσωθεν αυτού, αλλά ποιεί μικράν σήψιν, και εκ της σήψεως εκείνης γίνεται ο σκώληξ και ούτως αυτός ο σκώληξ βιβρώσκει το ξύλον. Ομοίως και ο χαλκός αυτός ποιεί τον ιόν και αυτός πάλιν αναλίσκεται υπό του ιού. Και το ιμάτιον αυτό ποιεί τον σήτα, και αυτός ο εξ αυτού γινόμενος σης φθείρει αυτό. Ούτως ουν και η ψυχή αυτή ποιεί την κακίαν, μηδέν προ τούτου ούσαν, μηδέ έχουσαν, ως είπον, υπόστασιν, και αυτή κολάζεται υπό της κακίας. Και καλώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος˙ Πυρ γαρ ύλης γέννημα και δαπανά την ύλην, ως τους κακούς η κακία. Ώσπερ και επί των αρρωστούντων σωμάτων έστιν ευρείν˙ όταν ατακτήση τις και μη διοικήση εαυτόν εν τη υγεία, γίνεται ή πλεονασμός ή έλλειψις, και λοιπόν εκ τούτου ανωμαλεί.

Ώστε προ τούτου ουδαμού ην η αρρωστία, ουδέ τι ποτέ ην˙ και πάλιν μεθ’ ου υγιαίνει το σώμα, ουδαμού ευρίσκεται η αρρωστία. Ομοίως και η κακία αρρωστία επί της ψυχής στερουμένης της ιδίας αυτής και κατά φύσιν υγείας, ήτις εστίν η αρετή. Δια τούτο είπομεν ότι μέσα εισίν αι αρεταί˙ οίον η ανδρεία μέση εστί της δειλίας και της θρασύτητος η ταπεινοφροσύνη μέση εστί της υπερηφανείας και της ανθρωπαρεσκείας˙ ομοίως η ευλάβεια μέση εστί της αισχύνης και της ανδρείας˙ ούτως κατά αναλογίαν και αι λοιπαί αρεταί. Εάν ου ευρεθή άνθρωπος αξιούμενος τούτων των αρετών, οίος ευρίσκεται τίμιος παρά τω Θεώ, και αεί φαίνεται μεν τρώγων και πίνων και κοιμόμενος ώσπερ και οι λοιποί των ανθρώπων˙ έστι δε ο τοιούτος τίμιος δια τας αρετάς ας έχει. Εάν δε μη νήφη τις και φυλάττη εαυτόν, εκκλίνει ευχερώς από της οδού ή εις τα δεξιά ή εις τα αριστερά, τούτ’ έστιν επί υπερβολήν ή έλλειψιν, και αποτελεί την αρρωστίαν ήτις εστί η κακία.

Ιδού αύτη εστίν η οδός η βασιλική ην ώδευσαν πάντες οι άγιοι˙ τα δε μίλιά εισίν αι διάφοροι καταστάσεις ας οφείλει τις μετρείν πάντοτε και βλέπειν πού εστίν, εις ποίον μίλιον έφθασεν, εις ποίαν κατάστασίν εστίν˙ οίόν τι λέγω˙ ούτως εσμέν ημείς πάντες ώσπερ τινές έχοντες σκοπόν οδεύσαι επί την αγίαν πόλιν˙ και εξελθόντες από μιας πόλεως, οι μεν ώδευσαν πέντε μίλια και απέμειναν˙ οι δε ώδευσαν, άλλ’ εξήλθον μεν της πόλεως, έμειναν δε έξω των πυλών εις την δυσωδίαν αυτής οι δε εν τη οδώ όντες, έστιν ότε οδεύουσι δύο μίλια και πλανώνται και υποστρέφουσιν αυτά, ή δύο ποιούσι και υποστρέφουσι πέντε˙ οι δε ώδευσαν έως αυτής της πόλεως, έμειναν δε έξω και ουκ εισήλθον έσω εις την πόλιν. …

Υποσημειώσεις.

1. Αββά Αρσενίου, P. G. 1054
2. Αββά Λογγίνου, P. G. 65, 257B ε’.
3. Αββά Βενεδίκτου, P. G. 65, 145A
4. Μ. Βασιλείου, P. G. 29, 244D Μ. Βασιλείου, P. G. 30, 409C Γρηγορίου Νύσσης, P. G. 44, 972A
5. Γρηγορίου Ναζιανζηνού, P. G. 35, 1152C «Εισί δε και παρ’ ημίν αι αρεταί κατά φύσιν, προς ας η οικείωσις της ψυχής ουκ εκ διδασκαλίας ανθρώπων, άλλ’ εξ αυτής της φύσεως ενυπάρχει. Ως γαρ ουδείς ημάς λόγος διδάσκει την νόσον μισείν, άλλ’ αυτόματον έχομεν την προς τα λυπούντα διαβολήν˙ ούτω και τη ψυχή εστίν τις αδίδακτος έκκλησις του κακού. Κακόν δε παν αρρωστία ψυχής˙ η δε αρετή λόγον υγιείας επέχει. Καλώς γαρ ωρίσαντό τινές υγιείαν είναι την ευστάθειαν των κατά φύσιν ενεργειών. Ο και επί της κατά ψυχήν ευεξίας ειπών, ουκ αμαρτήσει του πρέποντος. Όθεν ορεκτική του οικείου και κατά φύσιν αυτή αδιδάκτως εστίν η ψυχή». (Μ. Βασιλείου, P. G. 29, 196BC).

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.