Περί Υπαρξισμού και Θεολογίας – Πρωτ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου.

Ένας οπαδός του υπαρξισμού δεν πιστεύει στην οντολογία. Για τον υπαρξιστή δεν υπάρχει οντολογία. Υπάρχει φαινομενολογία. Υπάρχει η φιλοσοφική φαινομενολογία, δηλαδή το φαινομενικό, ό,τι φαίνεται, εν αντιθέσει προς το οντολογικό, προς εκείνο δηλαδή που κατά την οντολογία υπάρχει. Η οντολογική πραγματικότητα είναι εκείνη που υπάρχει για τον μεταφυσικό, ενώ το φαινομενικό είναι εκείνο που φαίνεται ότι υπάρχει.

Και η μεν οντολογία προσπαθεί δια της μεταφυσικής να εισέλθη στην ουσία του όντος (εκείνου που υπάρχει) και γι’ αυτό λέγεται οντολογία και είναι ταυτόσημη με την μεταφυσική. Οπότε για τους οπαδούς της η οντολογία είναι η επιστήμη που ερευνά την ουσία των πραγμάτων, αλλά δια της φιλοσοφία και του στοχασμού.

Η φαινομενολογία αντίθετα, λέγει ότι η έρευνα της ουσίας του όντος είναι χαμένος κόπος. Και περιορίζεται μόνο στο φαινόμενο ως φαινόμενο. Οι υπαρξιστές θεωρούν ότι δεν μπορεί κανείς να εισέλθη στην ουσία των πραγμάτων, άρα είναι μέσα στα πλαίσια της φαινομενολογίας, διότι ασχολούνται με τα πράγματα, όπως αυτά υπάρχουν, όπως ο άνθρωπος τα γνωρίζει, πεπεισμένοι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να προχωρήση πέραν των φαινομένων που γνωρίζει, που είναι γι’ αυτούς αυτή η ίδια η ύπαρξις. Γι’ αυτό οι υπαρξιστές συνήθως ή απορρίπτουν την μεταφυσική ή δεν την απορρίπτουν μεν, βάζουν όμως ένα μεγάλο ερωτηματικό, μήπως και βρεθή τρόπος να μπορέσουν να ασχοληθούν με ένα τέτοιο θέμα. Αλλά και οι θετικιστές κάνουν το ίδιο.

Σύμφωνα τώρα με όσα είπαμε προηγουμένως, οι διακρίσεις που κάνουν οι Πατέρες μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος στην ουσία ούτε οντολογικές είναι ούτε φαινομενολογικές είναι, διότι δεν ασχολούνται με μία γνώσι που ήδη προϋπάρχει στον άνθρωπο και την οποία φιλοσοφικά αναλύουν. Διότι ομιλούν με την προσωπική τους εμπειρία, εκείνην της θεώσεως. Η δε εμπειρία της θεώσεως είναι μία γνώσις όχι ανθρώπινη, αλλά μία γνώσις που δίνει ο ίδιος ο Θεός στον άνθρωπο και η οποία δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου». Και, εφ’ όσον ο Θεός δεν γίνεται γνωστός στον άνθρωπο κατά την ουσία Του, επειδή το μυστήριο του Θεού παραμένει και κατά την θέωσι του ανθρώπου δεν υπάρχει καμμία απαίτησις από απόψεως Ορθοδόξου θεολογίας να μας μιλήση κάποιος που έφθασε στην θέωσι για τα ερωτήματα που θέτουν οι διάφορες μορφές της ανθρωπίνης διανοήσεως (μεταφυσική, θετικισμός, υπαρξισμός κλπ.). Και τούτο, επειδή τα ερωτήματα που θέτουν οι διάφοροι φιλόσοφοι αφορούν κυρίως εις τα κτίσματα.

Κατ’ επέκτασιν, αυτοί ασχολούνται με το κατά πόσον μπορεί να γίνη κάτι γνωστό από εκείνα που δεν υποπίπτουν στην αντίληψι του ανθρώπου και τα οποία δεν μπορούν να ελεγχθούν από την εμπειρική εξακρίβωσι. Γι’ αυτό το να χρησιμοποιούμε στην Ορθόδοξη Θεολογία όρους, όπως μεταφυσική, οντολογία, υπαρξισμός, φαινομενολογία κλπ. δεν βοηθά σε τίποτα.

Περί της θεολογίας

Οι Πατέρες, όταν ομιλούν περί Θεού, αρχίζουν από την Αγία Γραφή καθώς και από το τι είπαν οι προηγούμενοι από αυτούς Πατέρες της Εκκλησίας. Μετά, μέχρις ότου αποκτήσουν την εμπειρία του φωτισμού, δεν θεολογούν οι ίδιοι. Διότι, πριν φθάσουν στον φωτισμό, είναι απλώς μαθηταί. Μαθητεύουν δηλαδή κοντά σε πνευματικούς πατέρες, οι οποίοι τους προετοιμάζουν για τον φωτισμό. Τους δίνουν δηλαδή να διαβάσουν Παλαιά και Καινή Διαθήκη, κάθονται μαζί τους και κάνουν ερμηνεία της Αγίας Γραφής για να κατατοπισθούν ιστορικά επάνω στην Ορθόδοξη Πατερική Παράδοσι, τους δίνουν να ασχοληθούν με την νοερά προσευχή, κάνουν νηστεία κλπ. Και γενικά τους ασκούν, ώστε να συντελεσθή η κάθαρσις του νου και να φύγουν όλες οι σκέψεις, καλές και κακές, από τον νου. Έτσι, έχοντες καθαρό νου, να μπορέσουν οι μαθηταί αυτοί να δεχθούν την επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος.

Όταν έλθη το Άγιον Πνεύμα και αρχίση να προσεύχεται μέσα τους, μόνον τότε αρχίζουν να θεολογούν.

Μέσα από μία τέτοια πορεία και διαδικασία συντελείται η θεραπεία του ανθρώπου. Στην πράξι, αυτή επιτυγχάνεται με συνεχή, έντονο και μακροχρόνιο αγώνα. Κατ’ αυτόν τον αγώνα η Χάρις έρχεται και φεύγει επανειλημμένα, μέχρις ότου καθαρίση τον αγωνιστή από τα πάθη του και τον καταστήση δόκιμο κατά των παθών.

Σε όλο αυτόν τον αγώνα δεν βοηθάει καθόλου, μα καθόλου η φιλοσοφία. Διότι αυτό που τελικά καθαρίζεται και φωτίζεται δεν είναι η λογική, η διάνοια του ανθρώπου αλλά ο νους του ανθρώπου. Η διάνοια του ανθρώπου καθαρίζεται γρήγορα, στο αρχικό στάδιο του αγώνα. Ο νους, η καρδιά του ανθρώπου χρειάζεται πολύ περισσότερο καιρό για να καθαρισθή, εφ’ όσον, εννοείται, τηρούνται οι ασκητικές προϋποθέσεις.

Όπως έχομε ήδη πη, η διάνοια του ανθρώπου είναι ένα πράγμα, και ο νους του ανθρώπου είναι άλλο πράγμα. Στις ανθρώπινες επιστήμες, εκείνο που φωτίζεται από την επιστημονική γνώσι, είναι η διάνοια του ανθρώπου, η λογική του ανθρώπου. Ο πραγματικός θεολόγος όμως φωτίζεται διπλά. Σ’ αυτόν πρέπει να φωτισθή και η λογική, δια της Κατηχήσεως, κυρίως όμως φωτίζεται ο νους, δηλαδή η καρδιά του, η πνευματική καρδιά.

Στην Δυτική Θεολογία όμως, επειδή οι θεολόγοι τους ταύτισαν την φώτισι του Αγίου Πνεύματος με την εναρμόνισι της λογικής σύμφωνα με τα αρχέτυπα του Πλάτωνος, τα οποία κατ’ αυτούς είναι μέσα στον Θεό, συνέβη ώστε η φώτισι – κατά τον Αυγουστίνο – να ταυτίζεται με το να γνωρίση ο άνθρωπος τα αρχέτυπα αυτά, αν όχι απ’ ευθείας, τουλάχιστον μέσω των κτισμάτων. Συγκεκριμένα μέσω της μελέτης της Αγίας Γραφής, του στοχασμού επάνω στην Αγία Γραφή και της φιλοσοφίας. Έτσι, λένε, γνωρίζοντας ο άνθρωπος τα αρχέτυπα, αυτόματα γνωρίζει τους νόμους της αληθείας, της ηθικής συμπεριφοράς κλπ.

Εξ επόψεως Δυτικής θεολογικής παραδόσεως έχει μεγάλη σημασία η οντολογία, διότι η οντολογία είναι το θεμέλιο των θεολογικών διακρίσεων που διατυπώνονται στην Δυτική Θεολογία. Και τούτο, επειδή απεκόπησαν οι Δυτικοί από την εμπειρία του φωτισμού και της θεώσεως της Πατερικής παραδόσεως. Οπότε, αντί να θεολογούν βάσει της εμπειρίας του φωτισμού και της θεώσεως, οι μεν Προτεστάντες πιστεύουν ότι η μόνη πηγή αληθείας είναι η Αγία Γραφή, οι δε Παπικοί πιστεύουν ότι είναι η Αγία Γραφή, τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και η προφορική Παράδοσις της Εκκλησίας και αμφότεροι κάθονται απλώς και διαβάζουν τα βιβλία αυτά, πιστεύοντας ότι την ώρα που τα διαβάζουν υπάρχει το Άγιο Πνεύμα μέσα τους, το οποίο τους φωτίζει να κατανοούν ορθά εκείνα που διαβάζουν. Μάλιστα οι Προτεστάντες, επειδή πιστεύουν ότι το χάρισμα της ερμηνείας των Γραφών εδόθη σε ολόκληρη την Εκκλησία, την ανάγνωσι της Αγίας Γραφής την κάνει όλος ο σύλλογος, δηλαδή όλα τα μέλη μιας Προτεσταντικής Ομολογίας, άσχετα αν κάποιος είναι παπάς ή δεν
είναι παπάς.

Στην Παπική Εκκλησία όμως πιστεύουν ότι το Άγιο Πνεύμα εδόθη κυρίως στην Ιεραρχία. Γι’ αυτό και κατά τις χειροτονίες οι επίσκοποι τους λένε στον χειροτονούμενο: «Λάβε Πνεύμα Άγιον»! Θέλουν να δείξουν δηλαδή οι χειροτονούντες ότι είναι διάδοχοι των Αποστόλων. Όπως είπε ο Χριστός στους Αποστόλους «Λάβετε Πνεύμα Άγιον», έτσι και αυτοί υποτίθεται ότι έχουν και δίνουν Πνεύμα Άγιον. Και δίδεται Πνεύμα Άγιον στους επισκόπους τους, για να μπορούν αυτοί μαζί με τον Πάπα της Ρώμης, που έχει και αυτός το Πνεύμα το Άγιον, να αποφαίνωνται σωστά περί των θεμάτων που τους απασχολούν…

Στην Ορθόδοξη Παράδοσι όμως έχομε τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Αγίους, οι οποίοι δεν είναι απλώς αυθεντίες αφ’ εαυτού των, αλλά είναι αυθεντίες εξ αιτίας της εμπειρίας της θεώσεως και μόνον. Οπότε και ο καθένας, ο οποίος φθάνει στην εμπειρία της θεώσεως, γίνεται και αυτός αυθεντία, επειδή μετέχει στην αυθεντία εκείνων. Αυτός δεν λέγει τίποτε διαφορετικό απ’ ότι είπαν εκείνοι, διότι απέκτησε κοινή εμπειρία με εκείνους. Όσοι έχουν την ίδια εμπειρία, λένε τα ίδια πράγματα.

Ο ορισμός της Μεταφυσικής ή της Οντολογίας είναι ότι είναι μία επιστήμη, η οποία ασχολείται με εκείνο που δεν αλλάζει, με εκείνο που παραμένει αναλλοίωτο, με το «όντως ον» ή ακόμη και με εκείνο το οποίο παραμένει αναλλοίωτο για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο όμως δεν μπορεί να ελεγχθή. Συμβαίνει όμως σήμερα οι θετικές επιστήμες να έχουν αποδείξει ότι στον κτιστό κόσμο τα πάντα είναι σχετικά, τα πάντα αλλάζουν. Γι’ αυτό σήμερα έχει πλήρως εγκαταλειφθή η άποψις ότι υπάρχει κάτι το «οντολογικόν», εξ επόψεως του παραμένοντος, του αμεταβλήτου. Από την Αστρονομία κυρίως ξέρομε ότι εδώ και περίπου 15 δισεκατομμύρια χρόνια, όσο είναι η ηλικία του σύμπαντος, ο κόσμος συνεχώς αλλάζει και μαζί του όλα τα κτίσματα.

Στην Ορθοδοξία όμως, όταν μιλάμε για τον Θεό, λέμε ότι ο Θεός «πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχη». Αυτό όμως τι σημαίνει; Μας αποκαλύπτει αυτό, τι είναι ο Θεός ή τι δεν είναι ο Θεός; Μας αποκαλύπτει το είναι του Θεού; Όχι, βέβαια, διότι είναι κάτι το αποφατικό. Σημαίνει δηλαδή η παραπάνω έκφρασις ότι ο Θεός δεν είναι σαν αυτά τα πράγματα του κτιστού κόσμου που μεταβάλλονται και τα οποία κάποτε δημιουργήθηκαν, υπάρχουν για ένα διάστημα και μετά σταματούν να υπάρχουν. Ο Θεός πάντα υπήρχε και πριν υπάρξη αυτός ο κόσμος και θα υπάρχη και μετά το τέλος αυτού του κόσμου, αναλλοίωτος. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι αΐδιος και αθάνατος κατά φύσιν. Αυτή όμως η έκφρασις μας λέγει τι δεν είναι ο Θεός. Όχι το τι είναι .

Η Μεταφυσική όμως επιστήμη είναι – σύμφωνα με τους οπαδούς της – η επιστήμη του όντος. Όχι του μη όντος. Εξετάζει δηλαδή αυτό που υπάρχει, αυτό που είναι . Όχι εκείνο που δεν είναι, που δεν υπάρχει.

Οι Πατέρες, όταν ομιλούν για τον Θεό, λένε ότι ο Θεός είναι άγνωστος κατά την ουσία Του. Δεν γνωρίζομε το «είναι» του Θεού, το τι είναι ο Θεός, το όντως ον. Λένε μάλιστα ότι ούτε μπορούμε ποτέ να γνωρίσωμε τον Θεόν κατά την ουσία Του. Ξέρομε μόνον ότι υπάρχει. Πως το ξέρομε αυτό; Επειδή μας έχει αποκαλύψει την δόξα Του, την ενέργειά Του, το Φως Του. Και, όταν βλέπη κανείς το Φως του Θεού, δεν καταλαβαίνει, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να γνωρίση το «τι είναι ο Θεός». Γι’ αυτό λέμε ότι ο Θεός είναι Μυστήριο.

Από το βιβλίο του αειμνήστου Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (†) Καθηγητού του Α.Π.Θ. Πανεπιστημίου: Πατερική Θεολογία
Εκδόσεις ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ
Θεσσαλονίκη 2004

Κατηγορίες: Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.