Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 7-ος (μέρος Β’): Για την προσκόλληση στους συγγενείς.

Σκέψου λοιπόν τώρα καλά το νόημα των λόγων. Φαντάσου δηλαδή στο νου σου ένα δρόμο περπατημένο πολύ από τα πόδια αυτών που προηγήθηκαν βαδίζοντάς τον σωστά. Στοχάσου με το νου σου ότι υπάρχουν από εδώ και από εκεί βουνά και δάση και γκρεμοί και βράχοι και φαράγγια, και μαζί μ’ αυτά πεδιάδες και κήποι, τόποι ευχάριστοι και σκιεροί, και ότι στους τόπους υπάρχουν ωραιότατοι και ποικίλοι καρποί˙ έπειτα στοχάσου ότι υπάρχει μεγάλο πλήθος από θηρία και συμμορίες από ληστές και φονιάδες, κρυμμένες σε διάφορες τοποθεσίες. Αν και είναι τέτοια η κατάσταση, κανένα απ’ αυτά που είπαμε δεν θα μπορέσει, ούτε να μας εξαπατήσει και να ταράξει τις αισθήσεις μας, ούτε να μας βλάψει, αν ακολουθούμε τους αγίους, που προηγήθηκαν, και αν βαδίζουμε τον ίδιο δρόμο που βάδισαν και εκείνοι. Διότι, αν εμείς βαδίζουμε το δρόμο των εντολών του Κυρίου του Θεού μας, και περνούμε ανάμεσα σε όλα αυτά, που είπαμε, χωρίς να στρέψουμε πίσω, κανείς, ούτε από εκείνους τους ληστές, ούτε από τα θηρία δεν θα μας επιτεθεί φανερά και άφοβα, ούτε θα τολμήσει να μας πλησιάσει, και μάλιστα, αν ακολουθούμε οδηγό και οδοιπορούμε μαζί με καλούς συνοδοιπόρους. Εκτός μόνο, άλλοτε επιχειρώντας από μακριά και άλλοτε από κοντά, άλλοι απ’ αυτούς μεταχειρίζονται απειλές και μας κοιτάζουν με φονικό βλέμμα, και άλλοι μεταχειρίζονται κάποιος απάτες και κολακείες και φιλικά λόγια. Αλλά όμως δείχνουν σ’ εμάς και τις θελκτικές τοποθεσίες, σε κάθε περιοχή, και την ωραιότητα των καρπών, και μας παρακινούν να αναπαυθούμε λίγο, για να ανακουφισθούμε από τους κόπους της οδοιπορίας, και μας συμβουλεύουν να φάμε από τους καρπούς, προβάλλοντας περισσότερο τη γλυκύτητά τους από όσο την ωραία τους εμφάνιση, και σοφίζονται άλλες πολλές παγίδες και ποικίλες προκλήσεις, για να μας παγιδέψουν και μας επιτίθενται όχι μόνο τη μέρα αλλά και τις ίδιες τις νύχτες, και όχι μόνο όταν είμαστε ξυπνητοί, αλλά και όταν κοιμόμαστε, άλλοτε με τους ερεθισμούς και τις εκκρίσεις, και άλλοτε με τη βρώση απαγορευμένων φαγητών˙ και άλλοτε πάλι με το να μας επιτίθενται ληστρικά με φανούς και λαμπάδες, σαν ληστές οπλισμένοι με σπαθιά, απειλούν να μας θανατώσουν, επειδή νομίζουν ότι θα μας ταράξουν και θα μας βγάλουν έξω από τον ίσιο δρόμο. Και κάποιοι μάλιστα απ’ αυτούς μας συμβουλεύουν, λέγοντας ότι είναι αδύνατο να βαστάξουμε ως το τέλος τις δυσκολίες που υπάρχουν στο δρόμο, και κάποιοι λέγοντας ότι αυτά είναι ανώφελα και δεν μπορούν διόλου να ωφελήσουν αυτούς που κοπιάζουν. Άλλοι λένε ότι ο δρόμος αυτός ούτε έχει ποτέ τέλος, ούτε θα έχει τέλος, δείχνοντας ως παράδειγμα κάποιους από εκείνους που δεν κατόρθωσαν αυτό το δρόμο, και μάλιστα αυτούς που γέρασαν στην άσκηση και δεν βρήκαν καμία ωφέλεια από την πολυκαιρία, επειδή δεν έτρεξαν το δρόμο των εντολών με γνώση και με ευσεβή λογισμό, σύμφωνα με την απόφασή τους, αλλά το έκαναν με ιδιορρυθμία1 και υπερηφάνεια γι’ αυτό λογικά και οι ενέργειές τους, που ήταν σύμφωνες με το θέλημα του Θεού, εμποδίστηκαν, καθώς αυτοί δείλιασαν και επέστρεψαν πίσω και παρέδωσαν τους εαυτούς τους με την αμέλειά τους στον πονηρό, για να κάνει σ’ αυτούς αυτά που του αρέσουν.
Αλλά, γιατί θέλω να τα διηγηθώ όλα αυτά σ’ εσάς τους πνευματικούς μου αδελφούς, και μάλιστα, όταν δεν είναι δυνατό να μετρηθούν οι ενέδρες και οι φοβερές πανουργίες του αντιπάλου μας διαβόλου και των πονηρών πνευμάτων του! Λοιπόν, αφού αφήσω να ερευνηθούν τα περισσότερα από τους αγωνιστές και αφού προσφέρω σ’ αυτούς τις αφορμές απ’ αυτά τα λίγα, θα επιχειρήσω να αποδείξω στην αγάπη σας αυτό που υποσχέθηκα. Και ποιό είναι αυτό; Είναι ο δεσμός της προσκόλλησης στους συγγενείς μας και ο τρόπος που ο διάβολος μας δένει μ’ αυτή, και μάλιστα εκείνους από μας, που δείξαμε την ανδρεία μας ενάντια στα άλλα πάθη και λάβαμε το στεφάνι της νίκης, αλλά που με την προσκόλληση στους συγγενείς μας στέλνει δυστυχώς ο Πονηρός στο σκότος και στην απώλεια.
Και πρόσεξε πάλι με ακρίβεια το νόημα του λόγου μου. Στοχάσου δηλαδή τον εαυτό σου στο δρόμο που είπαμε, ή ότι ο εαυτός σου μόλις τώρα πάτησε σ’ αυτόν, ή ότι χρόνια βάδισε και ότι έπαθε από όλα εκείνα τα θηρία και τους ληστές, που είπαμε, πολλά από τα παθήματα που αναφέραμε, αλλά με τη χάρη του Χριστού, ούτε εξαπατήθηκε ο εαυτός σου από τις κολακείες, ούτε παρασύρθηκε στην ηδονή από τις ωραίες παραστάσεις, ούτε λύγισε από το φόβο και τις απειλές, ώστε να ξεφύγει από τον ίσιο δρόμο ή να σταματήσει να προχωρεί προς τα εμπρός, ούτε βέβαια έστρεψε προς τα πίσω, αλλά τρέχει και ταχύτερα.
Άραγε, όταν τρέχεις έτσι, ησυχάζει ο Σατανάς, ώστε να μη σε πολεμά, ή θα ησυχάσει ποτέ; Όχι βέβαια, με κανένα τρόπο! Αλλά, επειδή γνωρίζει ότι ο Θεός έδωσε σ’ εμάς εντολή να απαρνηθούμε πατέρα και μητέρα2 και όλους γενικά τους σαρκικούς συγγενείς, αλλά ακόμη να απαρνηθούμε εντελώς και τους εαυτούς μας, και όχι μόνο αυτό, αλλά ότι συμφωνήσαμε με τον Θεό, όταν προσήλθαμε στη μοναχική πολιτεία, να φυλάξουμε μαζί με όλες τις άλλες και αυτή την εντολή, και καθώς δεν μπόρεσε να κατορθώσει εναντίον σου ο Πονηρός κάτι από όλα αυτά, που είπαμε, τί κάνει; Πρώτα ανακινεί και ανανεώνει μέσα μας τη θύμηση των δικών μας, έπειτα υπενθυμίζει σ’ εμάς και από τις θείες Γραφές αυτά που ειπώθηκαν για άλλα ζητήματα και σε άλλους, για να μας θολώσει και να μας ανατρέψει, ώστε να παραβούμε την εντολή, λέγοντας: «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου»,3 λέει η θεία Γραφή, και να μη δείξεις υπερηφάνεια απέναντι στους συγγενείς σου4˙ διότι αυτός, που δεν φροντίζει για τους συγγενείς του, όπως λέει ο θείος απόστολος, έχει αρνηθεί την πίστη»,5 επειδή αγνοεί ο ταλαίπωρος διάβολος, όπως είναι φυσικό, ότι αυτά έχουν ειπωθεί, όχι για να αγαπούμε αυτούς που μας γέννησαν, ή τους συγγενείς, περισσότερο από τον Θεό, και να τους προτιμούμε από την αγάπη εκείνου, αλλά έχουν ειπωθεί, για να ασκηθούμε στην υπακοή και να μάθουμε ότι, αν η υποταγή και η τιμή σ’ αυτούς που μας γέννησαν είναι απαραίτητη, πόσο περισσότερο απαραίτητη είναι η υποταγή και η τιμή στον Θεό, που δημιούργησε αυτούς που μας γέννησαν, αλλά και εμάς; «Οικιακοί όμως του γένους μας, απατηλέ»,6 διότι είναι καλό να στρέψω το λόγο σ’ αυτόν, «δεν είναι οι συγγενείς, αλλά οι οικιακοί της πίστης,7 που, όπως είναι φυσικό, δεν τους γνωρίζεις, και γι’ αυτό σπέρνεις σ’ εμάς κρυφά με δολιότητα τη σαρκική συγγένεια, φροντίζοντας να μας παρασύρεις στη φιλία τους και στην προσκόλληση σ’ αυτούς».
Λοιπόν και όταν αντιληφθούμε και γνωρίσουμε την απάτη, είτε από μόνοι μας, είτε από άλλους, απ’ αυτούς δηλαδή που μας οδηγούν ή που βαδίζουν μαζί μ’ εμάς στο δρόμο του Κυρίου, τί ακόμα ψιθυρίζει κρυφά μέσα στα αφανή κινήματα της καρδιάς; «Εσύ», λέει, «έφθασες από τώρα σε άλλη πνευματική κατάσταση και σε άλλη προκοπή, που δεν γνωρίζει κανένας από τους αδελφούς, που είναι μαζί σου˙ απέκτησες δηλαδή απαλλαγή από την προσκόλληση και τέλεια απάθεια. Γι’ αυτό και, αν θέλεις, μπορείς να παραβλέψεις και να καταφρονήσεις τους συγγενείς σου και να μην ενδιαφέρεσαι διόλου γι’ αυτούς». Συμβουλεύοντας αυτά, παρουσιάζει κρυφά ίσως και τον ίδιο εκείνο τον συγγενή μπροστά του, ή νοερά ή και σωματικά, και υπαγορεύει τέτοια λόγια, λέγοντας σ’ αυτόν: «Πώς θα αφήσεις να χαθεί το πλάσμα του Θεού, ώστε να παρομοιασθεί με τα κτήνη και να πέσει από άγνοια στην κατάσταση των ανόητων ζώων; Δεν θα απλώσεις το χέρι σου για βοήθεια, δεν θα ανοίξεις το νου του, δεν θα τον κάνεις να γνωρίσει τον Δημιουργό Θεό; Και ποιά άραγε απολογία θα έχεις, και τί θα πεις τη φοβερή ημέρα της κρίσης;» Έπειτα, αφού σταματήσει τις συμβουλές του, τον κάνει να αναπολεί στην προσευχή τον συγγενή, και σαν να χύνει δάκρυα συμπόνιας και να τα προσφέρει ως ευπρόσδεκτο δώρο μπροστά στον Θεό, λέγοντας μέσα του, «Αυτός που βγάζει έναν άξιο από ανάξιο, θα είναι σαν το στόμα μου»8˙ και πάλι, «Αφού κάνατε κάτι σε έναν απ’ αυτούς τους άσημους, σ’ εμένα το κάνατε»9˙ και, «Όποιος έγινε πατέρας ορφανών»10 κτλ. Όλα αυτά είναι ολοφάνερη πλάνη και απάτη του πονηρού.
Όταν όμως κάποιος και με όλα αυτά εν πεισθεί, αλλά ακόμη λοιπόν αναβάλλει και αντιμιλά στον πονηρό, λέγοντας, «Οπωσδήποτε, αυτό που οφείλω να κάνω στο συγγενή μου, θα το κάνω σε έναν ξένο, που είναι περισσότερο συγγενής μου κατά Θεόν και όχι κατά σάρκα», ο απατηλός εχθρός απαντά και του λέει, «Και, οπωσδήποτε, έτσι φροντίζει για όλους ο Θεός και έτσι οδηγούνται όλοι στη γνώση και στην πίστη του˙ εσύ βέβαια οδηγείσαι με τη μεσολάβηση των συγγενών σου ή και των ξένων, ο συγγενής σου ωστόσο οδηγείται πάλι με τη δική σου μεσολάβηση, αλλά και οι άλλοι με τη μεσολάβηση του συγγενή σου. Άλλωστε, ποιός είναι τώρα, σ’ αυτές τις μέρες, όπως εσύ; Αλλά και πού θα αφήσεις το συγγενή σου να φύγει, ώστε να μη γίνει αμέσως τροφή του λύκου και να χάσει την ψυχή του, που για την απώλειά της θα τιμωρηθείς ο ίδιος, αν οπωσδήποτε τον εγκαταλείψεις;» Τότε, λοιπόν, τότε, και ο αδελφός, αφού εξαπατηθεί, στέκεται και δέχεται εύλογα να δεθεί με το σχοινί της προσκόλλησης στους συγγενείς, και αφού δεθεί από τον Σατανά, δεν αντιμιλά πια, πειθαρχώντας στα λόγια του.
Και πρόσεξε την πανουργία αυτού του φοβερού και ψυχοφθόρου ληστή! Αφού λοιπόν δέσει τον αδελφό με την προσκόλληση στους συγγενείς, δεν βαδίζει πια μαζί του στο δρόμο, ούτε τον ενοχλεί για την ώρα για το πράγμα αυτό, για να μη γίνει δηλαδή γνωστή η επιβουλή του. Αλλά τί κάνει; Αφού πιάσει κατά τρόπο την άκρη του σχοινιού και απομακρυνθεί, κρύβεται από τον αδελφό στο σκότος, αυτός που είναι ο αληθινός αρχηγός του σκότους, αφήνοντας στον αδελφό τη φροντίδα και τη μέριμνα για το συγγενή του. Διότι γνωρίζει ότι ο συγγενής θα τον ενοχλεί αδιάκοπα και θα τον κεντρίζει αντί γι’ αυτόν.
Όταν λοιπόν γίνει αυτό, τότε κάθε φορά που ο αδελφός θα προχωρεί σε οποιαδήποτε μέριμνα για χάρη του συγγενή του, θα ξεφεύγει από τη βασιλική και ευθεία οδό,11 που άρχισε να βαδίζει˙ και όσο αυτός ξεφεύγει, άλλο τόσο ο εχθρός αποσύρεται κάπου στο βάθος της ραδιουργίας του, και προχωρεί και κρύβεται βαθύτερα, έχοντας στα χέρια του το υποθετικό σχοινί της προσκόλλησης στους συγγενείς, και κρατώντας το σταθερά, και φροντίζοντας να μη γίνει διόλου αντιληπτός από τον αδελφό.
Όταν λοιπόν ο αδελφός ξεφύγει από τη βασιλική οδό, πρόσεχε τι αρχίζει να λέει μέσα του: «Αυτός που έσωσε μία ψυχή, είναι όπως εκείνος που την έκανε κτήμα του».12 Και έτσι πείθει τον εαυτό του ότι επιχείρησε να κάνει χριστομίμητο έργο. Και αν είναι γνώριμος σε κάποιους απ’ αυτούς, που ζουν στον κόσμο, πηγαίνει σ’ αυτούς, και άλλοτε τους κολακεύει και τους επαινεί, χωρίς να το αξίζουν, άλλοτε επιχειρεί να τους επιπλήξει αυστηρά. Άλλοτε παρουσιάζει τον εαυτό του γαστρίμαργο και αδιάφορο, και λέει κάποιες αστειότητες, για να παρακινήσει όλους σε γέλια˙ και γενικά συμπεριφέρεται στον καθένα απ’ αυτούς σύμφωνα με το θέλημά τους, για να τον δεχθούν και να του δώσουν κάτι. Αν όμως δει ότι δεν του δίνουν τίποτε, δεν σταματά να ζητά χωρίς ντροπή, περιφέροντας παντού την ενθύμηση του συγγενή του. Αυτοί μάλιστα που ακούν, επειδή είναι σαρκικοί και βρίσκονται στα ίδια αμαρτήματα», επαινούν περισσότερο τον δύστυχο και λένε σ’ αυτόν: «Έχεις μεγάλο μισθό».
Απ’ αυτά τα λόγια αυξάνει και ριζώνει η προσκόλληση στους συγγενείς, ή μάλλον ενώνεται νοητά το πάθος της, σαν σχοινί με τη σάρκα του λαιμού, και δυναμώνει και γίνεται ακατάλυτο. Έτσι λίγο λίγο το πάθος αυτό τον απομακρύνει από την καθαρή προσευχή και μεταβάλλει τα κατά Θεόν δάκρυα, χωρίς να γίνει αντιληπτό, σε αντίθετα, και τότε τον οδηγεί σε μίσος και σε φθόνο γι’ αυτούς που έχουν περισσότερα απ’ αυτόν και δεν του δίνουν με αφθονία˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά και τον κάνει ράθυμο και ανυπάκουο σε κάθε υπακοή. Στη συνέχεια αρχίζει να ψεύδεται, και νομίζει ότι αυτό που κάνει είναι παραχώρηση, ότι δηλαδή αυτά που ξοδεύει για τον συγγενή τα δίνει τάχα στον Θεό. Και δεν κάνει μόνο αυτό, αλλά και αρχίζει να κλέβει από μικρά πράγματα και δεν παραδέχεται ότι είναι κλεψιά, αλλά, επειδή το λογικό του εξαπατήθηκε από το πάθος, δεν ελέγχεται από τη συνείδησή του για ό,τι και αν κάνει, καθώς υπερασπίζεται τους δικούς του και τους συγγενείς. Λοιπόν, και όταν ο εχθρός μας ο διάβολος κατεβάσει τον άθλιο μοναχό σε όλα αυτά, τότε αφού τυλίξει και την ίδια την υποθετική άκρη του σχοινιού στην αμαρτία της προσκόλλησης, που ισχυροποιήθηκε και ρίζωσε, σαν σε κάποιον στύλο μπηγμένο στα μύχια του άδη, τον εγκαταλείπει με τη βεβαιότητα ότι δεν θα ανασυρθεί ποτέ από εκεί.
Αυτά λοιπόν τα αναφέραμε, σαν λίγα από πολλά, γι’ αυτούς που αγωνίζονται. Διότι για εκείνους που έρχονται αδιάφορα και καταφρονητικά σ’ αυτό το δρόμο και σ’ αυτή τη βιοτή, γιατί χρειάζεται να πως πόσο βλαβερή είναι η προσκόλλησή τους στους συγγενείς, εφόσον αυτοί πέφτουν σαν αναίσθητα όρνεα σε κάθε παγίδα του διαβόλου, επειδή παρέδωσαν τους εαυτούς τους σε κάθε πάθος, και γίνονται πάντοτε τροφή του πονηρού, που περπατά και βρυχάται σαν λιοντάρι, ζητώντας κάποιον να τον καταβροχθίσει,13 και προτιμούν περισσότερο να πεθάνουν, παρά να ελευθερωθούν από τα δόντια εκείνου και από τον φοβερότατο φάρυγγά του; Αλλά εμείς με όλη μας την προαίρεση και τη σκέψη, όσοι δηλαδή ακούμε το λόγο με πίστη, ας ευχηθούμε να μην εξαπατηθούμε ποτέ, ούτε να παγιδευτούμε, ούτε να ξεφύγουμε από το δρόμο, που οδηγεί στους ουρανούς, από κάποια μικρή ή μεγάλη παράβαση, ούτε να δεσμευθούμε από κάποιο πάθος, αλλά βαδίζοντας σ’ αυτό το δρόμο, χωρίς να στρέφουμε πίσω, ας σπεύσουμε να φθάσουμε τον Ιησού, που βαδίζει μπροστά από μας˙ και αφού τον κρατήσουμε γερά, ας προσπέσουμε σ’ αυτόν και ας κλάψουμε μπροστά στην αγαθότητά του και ας ζητήσουμε θερμά να μη χωρισθεί ποτέ διόλου από μας, ούτε να μας αφήσει να βρεθούμε έξω από το δρόμο, που είναι Εκείνος ο ίδιος που είπε: «Εγώ είμαι η οδός και η ανάσταση και η ζωή».14
Αυτόν λοιπόν ας αναζητήσουμε, αυτόν ας αγωνισθούμε να φθάσουμε, για να τον αποκτήσουμε. Και αν γίνει αυτό, και αν ζήσουμε μαζί μ’ Αυτόν, και αν γίνουμε πολίτες της βασιλείας του, όχι μόνο στην έξοδό μας από τη ζωή, αλλά και τώρα, θα ανεβούμε και θα αναληφθούμε μαζί του στους ουρανούς, ή, μάλλον, ο ίδιος θα μας ανεβάσει στους ουρανούς και θα μας δοξάσει μαζί του και θα μας δωρίσει την απόλαυση των αιωνίων αγαθών, που μακάρι να επιτύχουμε όλοι εμείς με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία, τώρα και πάντοτε, και στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Ιδιορρυθμία˙ το να ζει ο μοναχός σύμφωνα με το δικό του θέλημα, χωρίς υπακοή σε πνευματικό πατέρα.
2. Πρβ. Λουκ. 14, 26
3. Εξ. 20, 12
4. Ησ’. 58, 7
5. Α’ Τιμ. 5, 8
6. Απατεών (απατηλός) ο διάβολος.
7. Πρβ. Γαλ. 6, 10
8. Ιερ. 15, 19
9. Ματθ. 25, 40
10. Πρβ. Σ’ Σειρ. 4, 10. Ιώβ 29, 16
11. Πρβ. Αριθ. 20, 17
12. Εννοεί τον Κύριο. Πρβ. Ησ’. 26, 13
13. Α’ Πέτρ. 5, 8
14. Ιω. 11, 25˙ 14, 6

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 7-ος (μέρος Α’): Για την προσκόλληση στους συγγενείς.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.