Η πνευματική ειλικρίνεια χαρακτηρίζεται από την αγάπη – Αγίου Παισίου του Αγιορίτου.

Ο κόσμος πάει άσχημα σήμερα, γιατί όλοι λένε με¬γάλες «αλήθειες», πού δεν ανταποκρίνονται όμως στην πραγματικότητα. Τά γλυκά λόγια και οι μεγάλες αλήθειες έχουν αξία, όταν βγαίνουν άπό αληθινά στόματα, και πιάνουν τόπο μόνο στους καλοπροαίρετους ανθρώπους και σ’ εκείνους πού έχουν καθαρό νου.

– Γέροντα, υπάρχει ειλικρίνεια κοσμική και ειλι¬κρίνεια πνευματική;

– Ναι, βέβαια. η κοσμική ειλικρίνεια έχει αδιακρισία.

– Μιλάει δηλαδή κανείς εύκαίρως-ακαίρως;

– Έκτος άπό αυτό• η αλήθεια είναι αλήθεια• άλλα, αν πής καμμιά φορά τήν αλήθεια χωρίς διάκριση, αυτό δεν είναι αλήθεια. Π.χ. είναι αλήθεια ότι ο τάδε είναι βλαμ¬μένος. Αν πάς όμως νά το πής αυτό, δεν ωφελείς. η άλλος λέει: «Γιά νά είμαι ειλικρινής, θά πάω νά αμαρ¬τήσω στην πλατεία». Αυτό δεν είναι ειλικρίνεια. Οποι¬ος έχει πολλή διάκριση, έχει αρχοντική αγάπη, θυσία και ταπείνωση, και τήν πικρή ακόμη αλήθεια τήν λέει με πολ¬λή απλότητα και τήν γλυκαίνει με τήν καλωσύνη του, με αποτέλεσμα νά ώφελή πιό θετικά άπό τά γλυκά λόγια, όπως τά πικρά φάρμακα ωφελούν περισσότερο άπό τά γλυκά σιρόπια.

Η αλήθεια, όταν χρησιμοποιήται χωρίς διάκριση, μπορεί νά κάνη έγκλημα. Μερικοί ενεργούν εν ονόματι της αληθείας και εγκληματούν. Όταν κανείς έχη ειλικρίνεια χωρίς διάκριση, μπορεί νά κάνη διπλό κακό• πρώτα στον εαυτό του και ύστερα στους άλλους, γιατί αύτη η ειλικρίνεια δέν έχει σπλάχνα. Όποιος θέλει νά είναι πράγματι ειλικρινής, ας ξεκινήση νά είναι ειλικρινής πρώτα με τόν εαυτό του, γιατί άπό ‘κεϊ ξεκινάει η πνευ¬ματική ειλικρίνεια. Όταν κανείς δέν είναι ειλικρινής με τόν εαυτό του, κοροϊδεύει και αδικεί τουλάχιστον μόνον τον εαυτό του. Όταν όμως συμπεριφέρεται χωρίς ειλι¬κρίνεια προς τους άλλους, άμαρτάνει θανάσιμα, γιατί κοροϊδεύει τους άλλους.

– Μπορεί, Γέροντα, νά κινήται κανείς έτσι άπό απλό¬τητα;

– Τί απλότητα! Πού την βρήκες σε έναν τέτοιο άνθρω¬πο την απλότητα! Αν είναι παιδάκι, θά έχη απλότητα. Αν είναι Άγιος, θά έχη απλότητα. Αν είναι μεγάλος και δέν είναι καθυστερημένος στο μυαλό και κινήται έτσι, θά είναι διάβολος.

– Και πώς αισθάνεται αυτός;

– Κόλαση σωστή. ο ένας πειρασμός διαδέχεται τόν άλλο. Συνέχεια πειρασμοί.

– Γέροντα, δέν πρέπει όμως νά φέρεται κανείς με ευθύ¬τητα;

– η ευθύτητα, έτσι όπως τήν χρησιμοποιούν πολλοί, έχει ένα νομικό πνεύμα. «Είμαι ευθύς, λένε, «κηρύττω επί των δωμάτων», και κάνουν τόν άλλον ρεζίλι, άλλα τελικά γίνονται οί ίδιοι ρεζίλι.

«Το γράμμα του νόμου άποκτείνει»

Είπα σε κάποιον μιά φορά: «Τί είσαι εσύ; Μαχητής του Χριστού η μαχητής τού πειρασμού; Ξέρεις πώς υπάρ¬χουν και μαχητές τού πειρασμού;». ο Χριστιανός δέν πρέπει νά είναι φανατικός, άλλα νά έχη αγάπη γιά όλους τους ανθρώπους. Όποιος πετάει λόγια αδιάκριτα, και σωστά νά είναι, κάνει κακό. Γνώρισα έναν συγγραφέα πού είχε ευλάβεια πολλή, άλλα μιλούσε στους κοσμικούς μέ μιά γλώσσα ωμή, πού προχωρούσε Όμως σε βάθος, και τους τράνταζε. Μιά φορά μου λέει: «Σε μιά συγκέντρω¬ση είπα αυτό και αυτό σέ μιά κυρία». Αλλά μέ τον τρό¬πο πού της τό είπε, την είχε σακατέψει. Την πρόσβαλε μπροστά σέ όλους. «Κοίταξε, τού λέω, εσύ πετάς στους άλλους χρυσά στεφάνια μέ διαμαντόπετρες! Έτσι όμως πού τά πετάς, σακατεύεις κεφάλια, Όχι μόνον ευαίσθητα αλλά καί γερά». Ας μην πετροβολάμε τους ανθρώπους… χριστιανικά.

Όποιος ελέγχει μπροστά σέ άλλους κά¬ποιον πού αμάρτησε η μιλάει μέ εμπάθεια γιά κάποιο πρόσωπο, αυτός δέν κινείται άπό τό Πνεύμα τού Θεού• κινείται άπό άλλο πνεύμα. Ο τρόπος της Εκκλησίας είναι η αγάπη- διαφέρει άπό τόν τρόπο των νομικών. η Εκκλησία βλέπει τά πάντα μέ μακροθυμία και κοιτάζει νά βοηθήση τόν καθέναν, ο,τι καί άν έχη κάνει, όσο αμαρ¬τωλός καί άν είναι.

Βλέπω σέ μερικούς ευλαβείς ένα είδος παράξενης λο¬γικής. Καλή είναι η ευλάβεια πού έχουν, καλή καί η διά¬θεση γιά τό καλό, άλλα χρειάζεται καί η πνευματική διά¬κριση καί ευρύτητα, γιά νά μή συνοδεύη την ευλάβεια η στενοκεφαλιά, η γεροκεφαλιά (τό γερό δηλαδή αρβανί¬τικο κεφάλι). Όλη η βάση είναι νά έχη κανείς πνευμα¬τική κατάσταση, γιά νά έχη τήν πνευματική διάκριση, γιατί αλλιώς μένει στο «γράμμα του νόμου», καί τό «γράμ¬μα του νόμον άποκτείνει». Αυτός πού έχει ταπείνωση, δεν κάνει ποτέ τόν δάσκαλο• ακούει καί, όταν τού ζητηθη η γνώμη του, μιλάει ταπεινά. Ποτέ δέν λέει «εγώ», άλλα «ό λογισμός μού λέει» η «οί Πατέρες είπαν». Μιλάει δη¬λαδή σάν μαθητής. Όποιος νομίζει ότι είναι ικανός νά διορθώνη τους άλλους έχει πολύ εγωισμό.

– Όταν, Γέροντα, ξεκινάη κανείς άπό καλή διάθεση νά κάνη κάτι καί φθάνη στά άκρα, λείπει η διάκριση;

– Είναι ο εγωισμός μέσα στην ενέργεια του αυτή καί δέν το καταλαβαίνει, γιατί δέν γνωρίζει τόν εαυτό του, γι’ αυτό πιάνει τα άκρα. Πολλές φορές από ευλάβεια ξεκι¬νούν μερικοί, αλλά που φθάνουν! Οπως οι είκονολάτρες και οι εικονομάχοι. Άκρη το ένα, άκρη το άλλο! Οι μέν έφθασαν στο σημείο νά ξύνουν την εικόνα του Χριστού και νά ρίχνουν την σκόνη μέσα στό Άγιο Ποτήριο, γιά νά γίνη καλύτερη η Θεία Κοινωνία• οι άλλοι πάλι έκαιγαν τις εικόνες, τίς πετούσαν… Γι’ αυτό η Εκκλησία αναγκάσθηκε νά βάλη ψηλά τις εικόνες καί, όταν πέρασε η διαμάχη, τίς κατέβασε χαμηλά, γιά νά τίς προσκυνούμε καί νά απονέμουμε τιμή στα εικονιζόμε¬να πρόσωπα.

Ο’τι κάνουμε νά τό κάνουμε γιά τον Θεό

– Γέροντα, συνήθως κινούμαι άπό φόβο νά μή στενοχωρήσω τους άλλους ή νά μήν ξεπέσω στα μάτια τους• δέν σκέφτομαι νά μή στενοχωρήσω τόν Θεό. Πώς θά αύξηθή ο φόβος του Θεού;

– Εγρήγορση χρειάζεται. Ό,τι κάνει ο άνθρωπος, νά τό κάνη γιά τόν Θεό. Ξεχνάμε τόν Θεό καί μπαίνει μετά ο λογισμός ότι κάνουμε κάτι σπουδαίο, μπαίνει καί η άνθρωπαρέσκεια καί κοιτάμε νά μήν ξεπέσουμε στά μάτια τών ανθρώπων. Ένώ, αν ενεργή κανείς μέ τήν σκέψη ότι ο Θεός τόν βλέπει, τόν παρακολουθεί, τότε ο,τι κάνει είναι σίγουρο• αλλιώς, άν κάνη κάτι, γιά νά φανή καλός στους ανθρώπους, όλα τά χάνει, όλα χαραμίζονται. Γιά κάθε ενέργεια του ο άνθρωπος πρέπει νά ρωτάη τόν εαυτό του: «Καλά, εμένα αυτό πού κάνω μέ αναπαύει• τόν Θεό Τόν αναπαύει;» καί νά έξετάζη άν είναι εύάρεστο στον Θεό. Άν ξεχνάη νά τό κάνη αυτό, ξεχνάει καί τόν Θεό μετά. Γι’ αυτό παλιά έλεγαν «προς Θεού» η «τόν αθεόφοβο, δέν φοβάται τόν Θεό;». Η έλεγαν: «Άν θέλη ο Θεός, άν έπιτρέψη ο Θεός». Ενιωθαν τήν παρουσία τού Θεού παντου, είχαν συνέχεια μπροστά τους τον Θεό και πρόσε¬χαν. Ζούσαν αυτό πού λέει ο Ψαλμός, «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου διαπαντός, ϊνα μη σαλευθώ» και δεν σαλεύονταν.

Τώρα, βλέπεις, μπαίνει σιγά-σιγά τό ευρωπαϊκό τυπικό και πολλοί δεν κάνουν τό στραβό από ευγένεια κοσμική. Ότι κάνει κανείς, να τό κάνη καθαρό για τόν Χριστό, νά εχη τόν νου του ότι ο Χριστός τόν βλέπει, τόν παρακολουθεί• σε κάθε του κίνηση κέντρο νά είναι ο Χριστός. Νά μην εχη τό ανθρώπινο στοιχείο μέσα του. Αν κινούμαστε μέ σκοπό νά αρέσουμε στους ανθρώ¬πους, αυτό δεν μάς ωφελεί σε τίποτε. Χρειάζεται πολλή προσοχή. Πάντοτε νά εξετάζω τά ελατήρια άπό τά οποία κινούμαι καί, μόλις αντιληφθώ ότι κινούμαι άπό ανθρωπαρέσκεια, νά την χτυπώ αμέσως. Γιατί, όταν πάω νά κάνω ένα καλό καί μπαίνη στην μέση η άνθρωπαρέσκεια, ε, τότε βγάζω νερό άπό τό πηγάδι μέ τρύπιο κουβά.

Τους περισσότερους πειρασμούς συχνά τους δημι¬ουργεί ο ίδιος ο εαυτός μας, όταν έχουμε τόν εαυτό μας μέσα στην συνεργασία μας μέ τους άλλους. Όταν δηλαδή κινούμαστε άπό ιδιοτέλεια, θέλουμε νά εξυψώνουμε τόν εαυτό μας καί επιδιώκουμε τήν προσωπική μας ικανο¬ποίηση. Στον Ουρανό δεν ανεβαίνει κανείς μέ τό κοσμικό ανέβασμα άλλα μέ τό πνευματικό κατέβασμα. Όποιος βαδίζει χαμηλά, βαδίζει πάντα μέ σιγουριά καί ποτέ δέν πέφτει. Γι’ αυτό, όσο μπορούμε, νά ξερριζώνουμε τήν κοσμική προβολή καί τήν κοσμική επιτυχία, η οποία είναι πνευματική αποτυχία. Νά σιχαινώμαστε τόν κρυφό καί φανερό εγωισμό καί τήν άνθρωπαρέσκεια, γιά νά αγα¬πήσουμε ειλικρινά τόν Χριστό. Τήν εποχή μας δέν τήν χαρακτηρίζει τό αθόρυβο άλλα τό εντυπωσιακό, τό κού¬φιο. η πνευματική ζωή όμως είναι αθόρυβη. Καλά είναι νά κάνουμε αυτά πού είναι γιά τά μέτρα μας σωστά άθόρυβα, χωρίς επιδιώξεις πάνω από τις δυνάμεις μας, γιατί αλλιώς θά εΐναι εις βάρος της ψυχής μας και του σώμα¬τος, και συχνά εις βάρος και τής Εκκλησίας.

Μέσα στην γνήσια ευαρέστηση του πλησίον μας υπάρ¬χει και η ευαρέστηση στον Χριστό. Εκεί χρειάζεται νά προσέξη κανείς, πώς νά έξαγνίση τήν ευαρέστηση προς τόν πλησίον, νά βγάλη δηλαδή τήν άνθρωπαρέσκεια, γιά νά πάη και αυτή η ανθρώπινη προσφορά στον Χριστό. Όταν προσπαθή κάποιος νά τοποθέτηση τά εκκλησια¬στικά θέματα δήθεν μέ ορθόδοξο τρόπο, και ο σκοπός του εΐναι νά τοποθέτηση καλύτερα τόν εαυτό του, άποβλέπη δηλαδή στο συμφέρον του, πώς θά εύλογηθή άπό τόν Θεό; Όσο μπορεί κανείς νά κάνη τήν ζωή του τέτοια πού νά συγγενεύη μέ τόν Θεό. Πάντα νά έλέγχη τόν εαυτό του και νά κοιτάζη πώς νά κάνη τό θέλημα τού Θεού. Όταν κάνη τό θέλημα του Θεού, τότε συγγενεύει μέ τόν Θεό, και τότε, χωρίς νά ζητάη άπό τόν Θεό, λαμβάνει• δέ¬χεται συνέχεια νερό άπό τήν πηγή.

Από το βιβλίο: Λόγοι του Γέροντος Παισίου Β’. Πνευματική αφύπνιση.
Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.