Η κατά Λατίνων διδασκαλία του Νικολάου εξ Υδρούντος: Η τιμή των Ιερών εικόνων – Σωτήρη Ν. Κόλλια.

Η τιμή των ιερών εικόνων

Γενικά τινά.

Ένας επιπλέον σκόπελος που πρέπει να ξεπεραστεί για γόνιμες συζητήσεις μεταξύ ορθοδόξου και λατινικής εκκλησίας είναι, σύμφωνα με τον Νικόλαο εξ Υδρούντος, το ζήτημα των ιερών εικόνων. Ζώντας σε λατινόφρον περιβάλλον γνωρίζει, πως η πλειοψηφία των δυτικών απορρίπτει τις εικόνες και για αυτούς ακριβώς παραθέτει συμπληρωματικά σύντομη μελέτη περί των ιερών εικόνων.1

Αν και η εκκλησία με την Ζ’ οικουμενική σύνοδο (787) είχε αποφανθεί υπέρ της τιμής των ιερών εικόνων, οι Λατίνοι δεν αναγνώρισαν τη σύνοδο θεωρώντας ανυπόστατες τις αλήθειες που εξέφρασε. Από την ιστορία της εκκλησίας μας γνωρίζουμε, ότι μόλις έγιναν γνωστές στο Φραγκικό κράτος του Καρλομάγνου οι αποφάσεις της συνόδου, αυτός συγκάλεσε σύνοδο στη Φραγκφούρτη το 794, στην οποία συμμετείχαν παπικοί αντιπρόσωποι. Η σύνοδος αυτή απέρριψε τις αποφάσεις της Ζ’ οικουμενικής συνόδου περί της ιερότητας των εικόνων και υποστήριξε ότι αυτές αποτελούν απλό διάκοσμο των ναών.2

Η δυτική εκκλησία, με το πέρασμα των αιώνων, άρχισε να μεταβάλλει τις εικόνες από λειτουργικές σε διακοσμητικές. Σε αντίθεση με τους βυζαντινούς εικονογράφους, οι οποίοι θεοπρεπώς και αγιοπρεπώς εφιλοτεχνούσαν τα άγια πρόσωπα, οι καλλιτέχνες της δύσεως χρησιμοποιούσαν ανθρώπινα μοντέλα για να ζωγραφίσουν ένα ιερό πρόσωπο. Με αυτόν τον τρόπο καταργείται και καταστρατηγείται η θεολογική και δογματική σημασία και χρήση των ιερών εικόνων. Αυτή την τακτική τους είχε ήδη καταδικάσει ο Ρ’ κανόνας της Πενθέκτης οικουμενικής συνόδου (691) τονίζοντας: «Ταςουν την όρασιν καταγοητευούσας γραφάς, είτε εν πίναξιν, είτε άλλως πως ανατεθειμένας, και τον νουν διαφθειρούσας, και κινούσας προς τα των αισχρών ηδονών υπεκκαύματα, ουδαμώς από του νυν οιωδήποτε τρόπω προστάσσομεν εγχαράττεσθαι˙ ει δε τις τούτο πράττειν επιχειρήσοι, αφοριζέσθω».3

Οι εικόνες αποτελούν κεφάλαιο ζωτικό, το οποίο αφορά σύνολη την εκκλησία, αφού η εικόνα λειτουργεί σε συνάρτηση προς τη θεολογία της εκκλησίας. Ο εικονικός θεσμός, μέσα στην ορθόδοξη προοπτική του, εκφράζει το σωστικό έργο της εκκλησίας, αφού έχει, ως πυλωτικό κεφάλαιό του, το πρόσωπο του Χριστού. Το μένος των εικονομάχων στρεφόταν, στην πραγματικότητα, κατά του προσώπου και του έργου του ενανθρωπήσαντος Χριστού.4

Υποσημειώσεις.

1. Σημειώνει ο Νικόλαος: «τινές αφ’ υμών των Λατίνων αποστρέφοντες ταύτας», προσθήκες, Cod. Laur, Plut. Gr. 5, 36 f. 112r, πρβλ. και f. 115r «δια τους αποστρεφομένους τας αγίας εικόνας».
2. «Στην εν λόγω σύνοδο, την οποία συγκάλεσε ο Κάρολος ο Μέγας, συμμετέσχαν και αντιπρόσωποι του πάπα Αδριανού Α’ και αρκετοί επίσκοποι της δυτικής εκκλησίας. Αυτή απέρριψε τις αποφάσεις της Ζ’ οικουμενικής συνόδου και επικύρωσε μόνο την ύπαρξη και την προσκύνηση των αγίων και των λειψάνων τους. Δέχθηκε την παρουσία των εικόνων ως διακοσμητικών και εποπτικών στοιχείων και μέσων μέσα στους ναούς» ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ Η εικονομαχία, σελ. 198, πρβλ. ΦΕΙΔΑΣ Εκκλησιαστική Α’ σελ. 702 και ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Οικουμενικές σύνοδοι σελ. 99.
3. ΣΥΝΤΑΓΜΑ Β’, σε. 545.
4. Βλ. ΟΥΣΠΕΝΣΚΥ, Η θεολογία της εικόνας, σελ. 184, και ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Η εικονομαχία, σελ. 26-27, πρβλ. ενδεικτικά ΖΗΣΗΣ, Οι εικόνες, ΚΟΡΔΗΣ μορφή και εικόνα Νικολάου, η σημασία της εικόνας, ΣΙΩΤΗΣ, Ιερές εικόνες, ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Η θεολογία της εικόνας, CALAVARIS, The icon GEISCHER, Biluderstreit.

Σχέση εικόνος – πρωτοτύπου.

Ο Νικόλαος διαχωρίζει ορθά το αρχέτυπο από οποιαδήποτε γραφική ή καλλιτεχνική αποτύπωση αυτού. δεν ταυτίζει το υπαρκτό με το πλασματικό. Αναφέρει ενδεικτικά το ζώο και τη λέξη που αποδίδει την έννοια του ζώου τονίζοντας πως αυτά τα δύο είναι διαφορετικά ακόμα και αν στο άκουσμα ταυτίζονται.1 Οι ιδιότητές τους απέχουν και ουδέποτε μπορεί να υπάρξει μία και κοινή ιδιότητα μεταξύ τους. όπως άλλωστε σε όλα τα ετερογενή και ετεροφυή πράγματα.2 Και όπως η λέξη εξαρτάται αλλά δεν συμπίπτει με το πρωτότυπο, παρόμοια συμβαίνει κει με την εικόνα. Ο συγγραφέας μας θεωρεί αναγκαία προϋπόθεση της εικόνας το πρωτότυπο αλλά και την εικόνα φυσικό επακόλουθο του πρωτοτύπου. Είναι, επομένως, αλληλένδετα αλλά όχι ταυτόσημα. Και αρνητικώς διατυπωμένο από τον Νικόλαο: Δεν μπορεί να υπάρξει εικόνα ανύπαρκτου προσώπου ή πράγματος και δεν μπορεί να στερείται εικόνας υπαρκτό πρόσωπο ή πράγμα.3

Λόγω, λοιπόν, της αλληλοεξαρτήσεως αυτής ο Νικόλαος επισημαίνει την μετάβαση των ιδιοτήτων του πρωτοτύπου στην εικόνα εκφράζοντας την πίστη, ότι οι ιερές εικόνες τιμώνται όχι αφ’ εαυτές αλλά εξαιτίας του απεικονιζομένου προσώπου ή του ιερού γεγονότος.4 Λέγει δηλαδή, πως, εάν το πρωτότυπο είναι ιερό, άξια τιμής θα είναι η εικόνα του. Όπως άλλωστε ισχύει για τους αγίους, που είναι οι ίδιοι τίμιοι και δύνανται τα μορφώματά τους να είναι τίμια και να άγουν τους πιστούς προς την αρετή. Οι μιμητές του εναρέτου βίου τους ενισχύονται από την εικονογραφία των αγίων προσώπων.5 Και αντιστρόφως, εάν τα πρωτότυπα είναι αισχρά, τότε αισχρά θα είναι και τα ινδάλματά τους.6

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Νικόλαος φέρει ως αντίστοιχο παράδειγμα τα είδωλα των ψεύτικων θεών του αρχαίου ελληνικού δωδεκαθέου, που για αιώνες αποτελούσαν τον πυρήνα της θρησκευτικής ζωής των ανθρώπων. Ο Υδρουντινός συγγραφέας δείχνει το μάταιο της προσκυνήσεως τέτοιων ομοιωμάτων, αφού, όπως θεωρεί, το πρωτότυπό τους είναι απόβλητο και ποταπό.7 Τι θα μπορούσε, ερωτά, να πει κάποιος για τον Δία, που είναι διαφθορέας και ανδροφόνος και κατ’ επέκταση για το είδωλό του;8 Ή από την άλλη, η εικόνα του Χριστού είναι τίμια, διότι τίμιος και υπέρτιμος είναι ο Χριστός,9 ο Οποίος έγινε όμοιος με εμάς πλην της αμαρτίας. Επομένως, ως άνθρωπος έχει εικόνα και μπορεί να εικονογραφείται προς δόξα Θεού.10

Υποσημειώσεις.

1. «οίον το ζώον και το γεγραμμένον˙ άλλ’ ουν προς το ζώον το γεγραμμένον την αναφορά έχει και ίσμεν, ου και εικών πέφυκεν», προσθήκες Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 111v
2. «είπερ των ετερογενών και ετεροφυών ιδιότης μία και η αυτή είναι αδύνατον», προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 36, f. 111v
3. « ου γαρ έστιν εικών άνευ, ου εστίν εικών και παράγωγον ει μη εκ πρωτοτύπου ου παράγεται, ου παράγωγον έσται» Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 111v
4. Οι πατέρες ορίζουν: «ουχ ως θεούς, φασί, τας εικόνας προσκυνούμεν οι πιστοί˙ μη γένοιτο!», ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Εκ περικοπής λόγος περί των αγίων εικόνων, σελ. 28, 709 Α. «Η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει», ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Περί αγίου πνεύματος, SC, 17, κεφ. ΙΗ’, 45.
5. «Των δε αγίων τα μορφώματα πάντα τίμια ως εκ τιμίων πάντως εισί˙ και προς αρετήν δύναται τους τούτων μιμητάς αναφέρειν η εκείνων εικονογραφία εντυπουμένη τοις πίναξιν», προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 112r
6. «Ων γαρ τα πρωτότυπα τίμια, τούτων και τίμια η αφομοίωσις. Και το ανάπαλιν˙ αισχρών των πρωτοτύπων όντων, αίσχιστα και τα τούτων ινδάλματα» προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, ff. 111v – 112r
7. Βλ. προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, ff. 111v – 112r
8. «Τι γαρ περί του Διός ειδώλου ερείς, ότι τίμιον. Μη γένοιτο ή σε μάταιον˙ φθορεύς εκείνος και ανδροφόνος» προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 112r
9. «Και ει τίμιος και υπέρτιμος ο Χριστός, τίμια και η τούτου εικών», προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 111v
10. Για την αναγκαιότητα του περιγραπτού της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού βλ. ΚΟΡΝΑΡΑΚΗΣ, Η θεολογία των ιερών εικόνων, σελ. 160-171 και ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, οικουμενικές σύνοδοι, σελ. 111-121. Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός διδάσκει, ότι, εφ’ όσον ο Κύριος έγινε αληθινός άνθρωπος και έζησε μαζί με ανθρώπους, δύναται να εικονιστεί, βλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, έκδ. KOTTER, Die Schriften des Johannes uon Damaskos vol. 2 κεφ. 89, στ. 27-35. Οι ιερές εικόνες καθίστανται το βιβλίο των αγραμμάτων, όπως παρατηρεί ο άγιος Δαμασκηνός, καθώς έχουν την αναφορά τους στο θείο. Επειδή δεν γνωρίζουν όλοι οι άνθρωποι να διαβάζουν, οι πατέρες θεώρησαν αναγκαίο να εικονίζεται η σωτήρια διδασκαλία της εκκλησίας. Βλέποντας, συνεπώς, εικονιζόμενο το πάθος του Χριστού, φέρνουμε τη μνήμη μας το σωτήριο πάθος του Λυτρωτού και προσκυνούμε όχι την ύλη αλλά τη μορφή του Κυρίου: «Επεί δε ου πάντες ίσασι γράμματα ουδέ τη αναγνώσει σχολάζουσιν, οι πατέρες συνείδον, ώσπερ τινάς αριστείας, εν εικόσι
ταύτα γράφεσθαι, εις υπόμνησιν σύντομον˙ αμέλει πολλάκις μη κατά νουν έχοντες το του Κυρίου πάθος, την εικόνα της Χριστού σταυρώσεως ιδόντες, του σωτηρίου πάθους εις ανάμνησιν ελθόντες πεσόντες προσκυνούμεν, ου τη ύλη, αλλά τω εικονιζομένω˙ ώσπερ ου τη όλη του Ευαγγελίου, ουδέ τη του σταυρού ύλη προσκυνούμεν, αλλά τω εκτυπώματι», ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, έκδ. ΚOTTER. Die Schriften des Johannes uon Damaskos vol. 2, κεφ. 89, στ. 35- 42. Για τη διδασκαλία περί των ιερών εικόνων του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού βλ. ενδεικτικά ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Η εικονομαχία, σελ. 409-512 και MENGES Die Bilderlehre.

Ιουδαϊσμός: Η θεώρηση των ιερών εικόνων ως ειδώλων

Ο ηγούμενος της μονής Κασούλων γίνεται ιδιαίτερα δριμύς εναντίον εκείνων που αρνούνται την ιερότητα των αγίων εικόνων και παραβλέπουν τη διδασκαλία των Πατέρων της του Χριστού Εκκλησίας: Δεν είναι, ούτε πρέπει να λέγεται, χριστιανός όποιος τολμά να κατηγορεί τις σεβάσμιες εικόνες, γράφει ενδεικτικά στις προσθήκες του.1 Μόνο κάποιος αυθάδης θα τολμούσε πλέον να αναιρέσει τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής συνόδου, που διακήρυξε την τιμή των εικόνων. Λέγει χαρακτηριστικά ο Νικόλαος: «Όλοις τοις αιρετικοίς ανάθεμα. Τω φρυαξαμένω συνεδρίω κατά των σεπτών εικόνων, ανάθεμα. Τοις εκλαμβάνουσι τας περί της θείας γραφής ρήσεις κατά των ειδώλων, εις τας σεπτάς εικόνας, Χριστού του Θεού, Θεού ημών και των αγίων αυτού ανάθεμα. Τοις αποκαλούσι τας σεπτάς εικόνας είδωλα, ανάθεμα. Τοις κοινωνούσιν εν γνώσει τοις υβρίζουσι τας αγίας και σεπτάς εικόνας, ανάθεμα. Τοις λέγουσιν ότι ως θεοίς οι χριστιανοί ταις εικόσι προσήλθον, ανάθεμα. Τοις λέγουσιν ότι πλην Χριστού του Θεού ημών, άλλος ημάς ερρύσατο της πλάνης των
ειδώλων, ανάθεμα».2

Ο Νικόλαος είναι κατηγορηματικός˙ όποιος δεν εθελοτυφλεί, έχει ικανές αποδείξεις περί Ορθοδοξίας των εικόνων από την πληθώρα των αγιογραφικών και πατερικών χωρίων.3 Μάλιστα ο συγγραφέας μας ξαφνιάζει, όταν αποκαλεί ιουδαιόφρονα αυτόν που αρνείται την ιερά τέχνη της αγιογραφίας και που θεωρεί τις εικόνες ως είδωλα. Η διάσταση που δίνει είναι καίρια. Η περιφρόνηση των εικόνων δεν είναι μόνο αιρετική αλλά καθ’ όλα αντιχριστιανική, καθώς καταφέρεται εναντίον της ίδιας της ελεύσεως του Χριστού και παραπέμπει στην προσδοκία των Ιουδαίων για τον ερχομό του Μεσσία.4

Επιπροσθέτως τονίζει ότι ως γνήσιοι χριστιανοί αποδεχόμαστε την ενανθρώπηση του Υιού και την εκπλήρωση όλων των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης στο πρόσωπό Του. Μεταξύ αυτών και την προφητεία του Ζαχαρία: «Και έσται εν τη ημέρα εκείνη εν η ο Χριστός δηλαδή παρεγένηεν, εξολοθρεύσω τα ονόματα των ειδώλων από της γης».5 Εάν, λοιπόν, κάποιος ταυτίζει τις εικόνες με τα είδωλα των ψεύτικων θεοτήτων του αρχαίου ελληνικού κόσμου- δηλαδή πιστεύει πως υπάρχουν ακόμα είδωλα – εκ των πραγμάτων δεν δέχεται τον ερχομό του Μεσσία, ούτε την κατάλυση της υποκρισίας στη λατρεία του Θεού. Ή ακόμα χειρότερα, αν αποδέχεται την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού, αλλά εμμένει στο χαρακτηρισμό των εικόνων ως ειδώλων,6 τότε εμφανώς αναιρεί τη διδασκαλία του Χριστού κατά της λατρείας της ύλης και αποδυναμώνει τον Παντοδύναμο Θεό από την ικανότητα να γκρεμίσει το βασίλειο του ψεύδους. «Φευ της ανοίας των τοιαύτα τολμώντων», γράφει ο Νικόλαος.7 Γιατί δεν χωρεί αμφισβήτηση για το έργο του Ιησού Χριστού:
«ήλθε γαρ όντως και ηφανίσθη τα είδωλα».8

Ο Νικόλαος, ως φορέας της ανόθευτης χριστιανικής πίστεως, γνωρίζει καλά, πως τέτοιου είδους παραχάραξη μόνο εξοβελίσιμη μπορεί να είναι, καθώς «ο γαρ ελθών και καταργήσας τα είδωλα τω τας εικόνας υβρίζοντι ουδέν πάρεστι».9 Ή σε άλλο σημείο εκφράζει τη βεβαιότητα, ότι εκείνοι που τολμούν έστω να πουν, ότι οι ιερές εικόνες ενέχουν τη θέση ινδαλμάτων στη λατρεία μας, κινδυνεύουν να πέσουν σε βόθρο απωλείας, ενώ είχαν τη δυνατότητα της σωτηρίας τους από τον Κύριο Ιησού Χριστό.10 Η εικόνα, όμως, κατά την ορθόδοξη παράδοση δείχνει στον πιστό το πρωτότυπο, θυμίζοντας έτσι τη θεάρεστη βιοτή του και καθιστώντας το πρότυπο προς μίμηση που οδηγεί με ασφάλεια στον αγιασμό της ψυχής του.11

Ο Νικόλαος, μέσα από τα έργα του, πιστοποιεί πως η αλήθεια του Θεού παραμένει οδοδείκτης στη ζωή των χριστιανών και πως τα παραδεδομένα από το μακραίωνο παρελθόν της Εκκλησίας μας διατηρούν την ισχύ τους στις καρδιές των γνησίων τέκνων του Χριστού, σε όποιο γεωγραφικό σημείο και αν βρίσκονται. Όπως συμβαίνει στη μονή Κασούλων της Υδρούντος της Κάτω Ιταλίας, όπου παρά τις αντίξοες συνθήκες επιβιώσεως της θρησκευτικής ελευθερίας και συνειδήσεως, διατηρούνται τα δόγματα των αγίων πατέρων. Μέριμνα του Νικολάου είναι να μην υπάρξει διαστρέβλωση της θείας διδασκαλίας. Επιθυμεί να καταθέσει ως διδάσκαλος και ηγούμενος του μοναστηριού ορθή ομολογία περί των εικόνων, τις οποίες, σύμφωνα με την παράδοση, δεν ειδωλοποιεί, παρά τις τοποθετεί προς ενίσχυση των πιστών. Διακρίνει, όπως άλλωστε και οι άγιοι πατέρες, τη λατρευτική και σχετική, όπως γράφει, προσκύνηση:

«Ου γαρ χρεία νυν λέγειν ποσαχώς η προσκύνησις γενάσθαι οφείλει, τίνι δε λατρευτικώς και τίνι σχετικώς. Αρκούντως γαρ τοις πατράσιν εξήτασται. Και όπως ταις αγίαις εικόσι σχετικώς η προσκύνησις γίνεται, Θεώ δε λατρευτικώς».12 Η πρώτη έχει αναφορά μόνο στον Τριαδικό Θεό, ενώ η δεύτερη κατά χάρη αποδίδεται στα ιερά αντικείμενα της θρησκευτικής μας ζωής. Αυτά αναδεικνύονται σημαντικά όχι λόγω των ιδιοτήτων τους αλλά εξαιτίας της χρήσεως τους και της αναφοράς τους στην υπεραιώνια δόξα του Δημιουργού.

Για μία ακόμα φορά, λοιπόν, ο συγγραφέας μας επιβεβαιώνει το ακλόνητο των ανατολικών λατρευτικών και θεολογικών πράξεων και δεν διστάζει να αποκαλύψει περίτρανα την παραποίηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων από τους Δυτικούς.

Υποσημειώσεις.

1. «(ουκ) χριστιανός ων και λεγόμενος, ος κατά των αγίων τοιαύτα τολμήσειε γλωσσαλγείν και σεβασμίων εικόνων», προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 116r
2. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 115v
3. Βλ. τη διδασκαλία υπέρ των ιερών εικόνων των αγίων πατέρων ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Περί του αγίου πνεύματος, σελ. 32, 67- 218. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, έκδ. KOTTER, Die Schriften des Johannes uon Damaskos vol. 3 και έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, έκδ. KOTTER, Die Schriften des Johannes uon Damaskos, vol. 2 κεφ. 89, στ. 161 ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Προς Ιωάννη Σπαθαρίω σελ. 99, 961- 964 και του ιδίου τους τρεις αντιρρητικούς λόγους κατά των εικονομάχων, σελ. 99, 328- 436.
4. «Ει δε και τις αυθαδεία χρώμενος αντερείν βουληθείη, λέγομεν αυτώ ότι ιουδαιόφρων εστί και εισέτι αναμένει Μεσσία» προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 116r
5. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 116r Πρβλ. Ζαχ. 13, 2.
6. Για τη διάκριση ειδώλου και εικόνας βλ. ΚΟΡΝΑΡΑΚΗΣ Η θεολογία των ιερών εικόνων, σελ. 239 – 242.
7. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 116r
8. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 116r
9. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 116r
10. «Και όρα ποίω βόθρω απωλείας εκπεσείν κινδυνεύουσιν οι τοιαύτα φθεγγόμενοι, ους ιάσεται Κύριος Χριστός ο Θεός ημών,» προσθήκες, Cod.laur. plut. Gr. 5, 36, f. 116r
11. Ο Κων. Κορναράκης σχολιάζοντας την περί εικόνων διδασκαλία του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου αναφέρει: «Η τιμή και η προσκύνηση των ιερών εικόνων αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της πίστεως της εκκλησίας, συνιστώντας πανίερο θεσμό, ο οποίος παραλαμβάνεται από τους αρχαιοτάτους χρόνους και παραδίδεται στις επόμενες γενεές κατά τρόπο βιωματικό», ΚΟΡΝΑΡΑΚΗΣ, Η θεολογία των ιερών εικόνων σελ. 45- 46.
12. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 113v

Από το βιβλίο: Για το δόγμα και τη λατρεία…, του Σωτήρη Ν. Κόλλια.
Μία πρωτότυπη προσέγγιση στα αντιμαχόμενα σημεία μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων μέσα από ανέκδοτα χειρόγραφα

Εκδόσεις Γρηγόρη, Φεβρουάριος του 2019

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Γενικά, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.