Μετά την αποκατάσταση των εικόνων, το Μάρτιο του 843, εορτάζεται κάθε χρόνο, την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, η Κυριακή – εορτή της ορθοδοξίας, με τιμητική περιφορά των αγίων εικόνων και ανάγνωση του «συνοδικού». Το αρχαιότερο τμήμα «του κειμένου αυτού περιέχει τους τελικούς όρους σχετικά με τις εικόνες, υποκαθιστώντας σε ένα βαθμό τα χαμένα πρακτικά της συνόδου του 843 μ. Χ. Το συνοδικό συμπληρώθηκε κατά τη διάρκεια των κατοπινών αιώνων με αποφάσεις και για τις άλλες θρησκευτικές διαμάχες» (G. Ostrogorsky, ιστ. Βυζ. Κράτ. Τ. Β’, σελ. 87). Έχει αναδειχθεί η Κυριακή – εορτή της ορθοδοξίας του 843 μ. Χ. σε σύμβολο πνευματικής νίκης και συντριβής όλων των αιρέσεων.
Ως νίκη του Ελληνισμού και αίγλη του Πατριαρχείου Κων/πόλεως σου την αξιολογεί ο G. Ostrogorsky: «Η κρίση επί εικονομαχίας ήταν το ίδιο αποφασιστική για την πνευματική επιβίωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως ακριβώς ήταν και ο αγώνας εναντίον των Περσικών και Αραβικών εισβολών για την πολιτική της υπόσταση… Η συντριβή του εικονοκλαστικού κινήματος σήμανε τη νίκη της ελληνικής θρησκευτικής και πολιτιστικής ιδιομορφίας πάνω στην Ασιατική, όπως την είχε ενσαρκώσει η εικονομαχία. Από τότε το βυζάντιο διατήρησε τη δική του πολιτιστική φυσιογνωμία μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, ως Ελληνοχριστιανική αυτοκρατορία… Το Πατριαρχείο Κων/πόλεως μόνο μετά την κατάπαυση της εικονοκλαστικής έριδας κατόρθωσε ν’ ανταγωνιστεί τον Παπισμό με ίσους όρους και ν’ αναλάβει αγώνα εναντίον του» (G. Ostrogorsky, ιστ. Βυζ. Κράτους, τόμ. Β’, σελ. 90-91).
Θρίαμβο μετριπάθειας και φιλελευθερισμού στη λατρεία των χριστιανών, σου τονίζει ο Hesseling, εφόσον επικράτησαν οι απόψεις του «φιλοσόφου μάλλον ή καλογήρου» Ιωάννου Δαμασκηνού: «Ο Απολογητικός Λόγος του, προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας μαρτυρεί ότι έκρινε τα πράγματα μετ’ ορθοφροσύνης και ανεξαρτησίας, η δε μετριοπάθεια αυτού είναι, αν τις λάβη προ οφθαλμών τας τότε επικρατούσας ιδέας, μετριοπάθεια φιλοσόφου λαϊκού μάλλον ή καλογήρου. Το κυριώτατον αυτού επιχείρημα συνίσταται εις τη ακριβή διάκρισιν της εννοίας του λατρεύειν από της εννοίας του προσκυνείν (ενν. «η γαρ τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει») και εις την ανάδειξιν της ανάγκης, ήτις επιβάλλει εις τον υλικόν άνθρωπον να παριστάνη υπό μορφήν υλικήν (ενν. «επεί άνθρωπός ειμί και σώμα περίκειμαι ποθώ σωματικώς ομιλείν, και οράν τα άγια») τα άυλα και τα πνευματικά πράγματα. Εις τους αντιλέγοντας ότι η προσκύνησις των εικόνων αντιβαίνει εις την δευτέραν εντολήν αποκρίνεται κατά τρόπον τω όντι φιλελεύθερον, ότι η νέα πίστις απήλλαξε τον άνθρωπον πο του να τηρή απαρασαλεύτως το γράμμα του Ιουδαϊκού νόμου» (Έσελιγγ, Βυζάντιο και βυζ. Πολιτ., σελ. 200).
Δυνατότητα εξαιρετικής πνευματικής οικοδομής σου τονίζουν οι περισσότεροι μελετητές, αποτέλεσε η αναγνώριση – αναστήλωση των εικόνων του 843 μ. Χ. «Τας εικόνας το πλήθος των ευσεβών ασπάζεται και από αιώνων ευρίσκει πνευματικήν οικοδομήν και παρηγορίαν εις την προσκύνησιν ταύτην», σημειώνει ο Έσελιγγ (βυζάντιο και βυζ. Πολιτισμός, σελ. 169). Και «οι εικόνες ανταποκρίνονταν σε μία πολύ βαθειά ανάγκη της ανθρώπινης φύσης στον Ελληνικό χώρο, ώστε δεν μπορούσαν να εξοστρακισθούν ολότελα», σου λέγει ο Delvoye (βυζ. Τέχνη, σ. 178). Και οι θεολόγοι σου υποστηρίζουν πως με τις άγιες εικόνες στους ναούς εξασφαλίζεται η παρουσία όλων των μαρτύρων και των θριαμβευτών της πίστεως και ότι σε κάθε ακολουθία ο ναός είναι πάντοτε πλήρης με τους χριστιανούς όλων των αιώνων. Συμμετέχουν σε κάθε λειτουργία του ναού οι Άγγελοι, οι άνθρωποι, ζώντες και κεκοιμημένοι και ολόκληρος ο δημιουργημένος κόσμος. Δια μέσου των εικόνων «ο πιστός μπορούσε να δημιουργήσει μεγαλύτερη κοινωνία τόσο με τους αγίους, όσο και με τον ίδιο το Θεό. Ήταν με άλλες λέξεις το μεσολαβητικό σημείο της σωτηρίας, που επικυρώνεται από την πλευρά της παραδόσεως… Ενώ ο λόγος παρουσίαζε με την ακοή τα θέματα της πίστεως, η εικόνα εισερχόταν με την όραση και καθιστούσε με τον τρόπο αυτό γνωριστή την Πίστη. Πολλές φορές μάλιστα ο ρόλος της εικόνας ήταν περισσότερο παιδαγωγικός από εκείνον του κηρύγματος. Η εικόνα είναι μέσο εκφράσεως και διαβεβαιώσεως… Μέσα ανατάσεως, καθαγιασμού και θεογνωσίας είναι οι εικόνες» (Ν.Δ. Πάσσα, βυζ. Διαμάχη εικον. Και εικον., σελ. 176- 177). Πραγματικά, οι εικόνες σου είναι πολυσέλιδα βιβλία, ανοικτά, που μπορούν να διαβάζονται ταυτόχρονα από πολλούς˙ μπορούν να διαβάζονται άνετα από αρρώστους, από αφιλοσοφήτους, από γυναίκες, από παιδιά και από σοφούς!
Αναγνώριση της προσφοράς του μοναχισμού, απετέλεσε η νίκη της ορθοδοξίας καθόσον «αι υπό του αυτοκράτορος επιβληθείσαι τιμωρίαι, φυλάκισις και εξορία, ανύψωσαν τους μοναχούς εις μάρτυρας της ελευθερίας της εκκλησίας» (Κ. Κrumbacher, ιστ. Βυζ. Λογοτεχνίας, τ. Γ’ σελ. 343). Ανέπνευσεν ο μοναχισμός και ανέλαβε νέα αφετηρία δόξας και προσφοράς, επιχειρώντας αμέσως μετά τον εκχριστιανισμό των Σλάβων, αφού «επί εποχής εικονοκλαστικής διαμάχης οι εικονοκλάστες δεν είχαν τη διάθεση και οι εικονολάτρες δεν είχαν την δύναμη για ιεραποστολές» (Bayness – Moss, βυζ. Σελ. 472).
Όλα αυτά συνήθως οι Μαρξιστές ιστορικοί σου τα παραχαράσσουν: «Τα σκληρά μέτρα του Κων/νου Ε’ δεν στάθηκαν ικανά να δώσουν το αποφασιστικό κτύπημα στον καλογερισμό, μιας και η θρησκεία, που υπερασπιστές της είχαν γίνει οι καλόγεροι, ανταποκρινόταν στο στενό πνεύμα και το σκοτασισμό που βρισκόταν οι αγροτικές μάζες του καιρού εκείνου, που γι’ αυτές η λατρεία περιντυνόταν μία μορφή χοντροκομμένου φετιχισμού και απαιτούσε σαν αντικείμενο λατρείας τις εικόνες, τα άγια λείψανα και άλλα αντικείμενα μαγείας… Το δυστύχημα όχι η δράση εικονομάχων, άλλ’ η τελική νίκη των εικονολατρών» (Levtchenko, ιστορ. Βυζ. Αυτοκρ. Σελ. 185 και 191). Τα γεγονότα όμως διαψεύδουν τις παραπάνω θεωρίες, καθόσον τα λαϊκά στρώματα αγκάλιασαν τους μοναχούς και τις άγιες εικόνες, καθόσον μάρτυρες και αγωνιστές με το λόγο και την Αλήθεια ήταν μόνον οι μοναχοί, καθόσον η χριστιανική πίστη δεν έχει καμμία σχέση με τη μαγεία και καθόσον οι εικονολάτρες μοναχοί έδωσαν το φως στο λαό και στη χώρα – όπως από όλους ομολογείται – του μαρξιστού ιστορικού Levtchenko.
Εξυγιάνθηκε περισσότερο η σχέση εκκλησίας και πολιτείας με τη νίκη της ορθοδοξίας και κατανοήθηκε πληρέστερα η σχέση της συναλληλίας και συνεργασίας. Κατά τον Krumbacher «ο θρίαμβος της ορθοδοξίας σου απέδειξε καίρια πεπλανημένη ιδέα, ότι τοιαύτην πνευματικήν εξουσίαν, οποία είναι η εκκλησία, είναι δυνατόν να υποτάξη τις εις τον ζυγόν της πολιτείας δι’ εξωτερικής βίας και προσταγμάτων» (Krumbacher, ιστορ. Βυζ. Λογοτεχν., τ. Γ’, σελ. 335). Και επισημαίνονται τα εξής: «Με την ήττα των εικονομάχων η εκκλησία απέφυγε οριστικά την απεριόριστη υποταγή της στην κρατική εξουσία» και «Μέσα από την εικονομαχία η βυζαντινή αυτοκρατορία θα διαμορφώσει τον ελληνοχριστιανικό ορθόδοξο χαρακτήρα της» (Εκδοτ. Αθηνών, ιστορία του ελλην. Έθνους, τόμ. Η’, σελ. 87 και 90).
Και αν ακόμα δεχόσουν ότι κάποιες δεισιδαίμονες προλήψεις, που θύμιζαν ειδωλολατρεία, είχαν συνδεθεί με την προσκύνηση των εικόνων ο Κrumbacher σου σημειώνει ότι «ουδέν κακόν αμιγές καλού», καθόσον «ο σφοδρός ούτος (δηλ. της εικονομαχίας) κλονισμός προκάλεσε και σωτηρίαν αντίδρασιν «δια της αναζωπυρώσεως της θρησκευτικής ζωής» (Κ. Κrumbacher, ιστ. Βυζ. Λογοτεχν., τόμ. Β’, σελ. 562).
Ελευθερία της τέχνης σου παρουσιάζουν την νίκη της ορθοδοξίας στα 843 μ. Χ., καθόσον δεν καταστρέφονταν πλέον πίνακες- εικόνες, τοιχογραφίες, μωσαϊκά, ούτε συντρίβονταν, ούτε κατακαίονταν, ούτε καλύφθηκαν υπό το ένδυμα – σάβανο της ασβέστου, ούτε διώκονταν, ούτε φιλακίζονταν, ούτε μαρτυρούσαν οι καλλιτέχνες και οι φιλότεχνοι. Κατά τον Hauser «η τέχνη στο βυζάντιο διατηρεί ένα βαθειά θρησκευτικό και πνευματικό χαρακτήρα» καθώς «ως ένα βαθμό η πορεία της τέχνης μοιάζει αυτόνομη, επειδή καθορίζεται και από την παράδοση» (Arnold Hauser, κοινωνική ιστορία της τέχνης, σε. 10 και 160». Επί πλέον η τέχνη προήχθη καθόσον «τη επιδράσει της χριστιανικής θεολογίας η θεραπεία της αισθητικής κατηγορίας του Καλού, ήτις είχεν ανέλθει εις τον κολοφώνα δια της αρχαιοελληνικής τέχνης του πέμπτου προ Χριστού αιώνος, αντικατεστάθη υπό της εκφράσεως κατά ιδανικόν τρόπον της μεταφυσικής, της φυσικής εξάρσεως, του αφάτου μυστηρίου και της προς τον Θεόν ανατάσεως των ψυχών» (θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 11ος, σελ. 330). Κατά τον Έσελιγγ «Η Βυζαντινή τέχνη αποδίδει την δύναμιν του αισθήματος. Τετριμμένη πρόληψις ότι παν ό,τι είναι βυζαντινόν είναι και ανάξιον λόγου» (Έσελιγγ, βυζ. Και βυζ. Πολιτ., σελ. 230). Και σου διατυπώνεται από υπεύθυνους επιστήμονες ότι «αν δεν είχαν υπερισχύει (οι Εικονόφιλοι), η μεγάλη θρησκευτική τέχνη του βυζαντίου, που άσκησε ανυπολόγιστη επίδραση στο δυτικό πολιτισμό δεν θα είχε υπάρξει ποτέ» (Παν/μίου Καίμπριτζ), ιστορία βυζ. Αυτοκρ. Τόμ. Α’, σελ. 91).
Νίκη της παραδόσεως και της αισιοδοξίας για ομαλή διαδοχή και συνέχεια πολιτισμών των λαών θεωρείται η νίκη της ορθοδοξίας: «Η εικονοκλαστική κίνησις εστρέφετο εναντίον των παραδεδεγμένων αξιών και κατά βάθος ενεφορείτο απαισιοδόξου αντιλήψεως περί της ζωής… Ο κίνδυνος υπήρξε μέγιστος. Αντί της υγιούς και ρωμαλέας κοινωνίας, την οποίαν οι νεώτεροι ερευνηταί είδον αναδυομένην εκ των «μεταρρυθμίσεων» των Ισαύρων, θα επεκράτουν μορφαί βίου και πολιτισμού αντιπνευματικαί. Η παράδοσις θα κατελύετο˙ θα κατεστρέφετο το θεσπέσιον έργον, το οποίον είχεν επιτελέσει η χριστιανική διανόησις, να συγκεράση δηλαδή την διδασκαλίαν του Χριστού μετά της ελληνικής σκέψεως… Η Αυτοκρατορία εδονήθη ολόκληρος. Ως εξ ενστίκτου η Ευρώπη αντέδρασε δραστηρίως. Ο σάλος υπήρξε μέγιστος, άλλ’ η ελληνική παράδοσις υπερίσχυσε τελικώς… Η Εικονομαχία απετέλεσε μεγάλην κρίσιν της βυζαντινής συνειδήσεως και η αποτυχία του κινήματος (της εικονομαχίας) εξησφάλισε το μέλλον του ιδιοτύπου βυζαντινού πολιτισμού εν συναφεία προς τους πολιτισμούς της Αρχαιότητος και εν τη κοινότητι της χριστιανικής Ευρώπης» (Διον. Ζακυθηνού, επισκόπησις βυζ. Ιστορίας, Μ. Ε. Ε. συμπλήρωμα, σελ. 214).
Διαμόρφωση και διάσωση της μορφής του Θεανθρώπου έχεις με τη νίκη της Ορθοδοξίας στα 843 μ. Χ., «καθώς οι αρχαίοι ιστορικοί διαγράφουσιν αυτού την εντύπωσιν, σύνοφρυν, ευόφθαλμον, επίρρινον ουλόθριξιν, επίκυφον, εύχρονον, γενειάδα μέλαινα έχοντα, σιτόχρουν τω είδει κατά την μητρώαν επιφάνειαν˙ μακροδάκτυλον, ανεξίκακον, και τα παραπλήσια της αρετής πλεονεκτήματα περιφέροντα, εν οίσπερ ιδιώμασιν ο θεανδρικός αυτού χαρακτηρίζεται λόγος» (Ν. Δ. Πάσσα, βυζ. Διαμάχη εικον. Και εικονοφίλων, Ιωάν. Δαμασκηνού απολογητικός Α’, D. G. 95).
Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.