Ο άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης και η Εκκλησιαστική μουσική – Αθανασίου Μπιλιανού.

Όπως ελέχθη, ο άγιος είχε ανέκαθεν μεγάλη έφεση και αγάπη στην Εκκλησιαστική μουσική, την οποία καλλιέργησε κοντά στον μουσικολογιώτατο Πατριάρχη γέροντά του Κωνσταντίνο Ε’. Κατά τη διάρκεια της διακονίας του στην πατριαρχική αυλή, ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε σε βάθος με αυτόν τον ευαίσθητο και ταυτόχρονα τόσο καίριο τομέα της λειτουργικής ζωής της εκκλησίας, γεγονός που αποτυπώθηκε στις προτάσεις που εισηγείτο για την επιτέλεση του σημαντικού αυτού έργου εκ μέρους των ιεροψαλτών. Καρπός της ενασχόλησης αυτής ήταν όμως και η εγκύκλιος της 24ης Νοεμβρίου 1901, η οποία φέρει την υπογραφή του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου του οικουμενικού πατριαρχείου Χρυσοστόμου.
Η εν λόγω εγκύκλιος, την οποία έλαβαν οι ιερείς και ιεροψάλτες της αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, επέχει θέση νομοκανονικού κειμένου στα ζητήματα της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ψαλμωδίας, καθώς παρέχει σημαντικές πληροφορίες για το λειτούργημα του ιεροψάλτη, συστάσεις για το ήθος των υμνωδών και χρήσιμες οδηγίες για την απόδοση πολλών επιμέρους ύμνων από τη λατρευτική ζωή της εκκλησίας.1

Υποσημείωση.
1. «Ότι πολλής λογίζεται άξιον τιμής το του ιεροψάλτου εν τη ημετέρα εκκλησία υπούργημα, τούτο βεβαίως ου παρ’ ημών αναμένετε μαθείν˙ ουδ’ έστι τις ο αγνοών ότι αναπόσπαστον μεν έστι μέλος του όλου της θείας ημών λατρείας σώματος το άσμα, δι’ ου κυρίως δυνατή καθίσταται η των πληρούντων την καρδίαν του προσευχομένου ιερών συναισθημάτων εκδήλωσις, του δε τοιούτον ιερόν σκοπόν στοχαζομένου άσματος η έντεχνος εκτέλεσις ου παντί δέδοται, άλλ’ ιδία τάξει ανθρώπων, εκ Θεού, εξ ου παν δώρημα τέλειον, φύσιν προς τούτο δεξιάν λαβόντων. Τούτου δι’ ακριβώς ένεκα και η αγία ημών Μήτηρ εκκλησία τους ιεροψάλτας αυτής, δι’ ιδίας επί τούτω αρχιερατικής χειροθεσίας εν τη τάξει του ιερού καταλέγουσα κλήρου, δια πολλής άγει τιμής˙ αμέμπτους δε κατά το δυνατόν και αξίους της κλήσεως εαυτών, ως κληρικών, βουλομένη καταστήσαι αυτούς, πολλούς μεν και άλλους έθετο Συνοδικούς κανόνας, την εν τη κοινωνία και τη οικογενεία αναστροφήν αυτών καθόλου διαγράφοντας, μάλιστα δε δύο εθεσμοθέτησεν ιδίους περί των ψαλλόντων εν Εκκλησίαις κανόνας, τον άριστον της του εκκλησιαστικού τούτου υπουργήματος εκτελέσεως τρόπον σαφώς καθορίζοντας.
Και η μεν εν Λοδικεία θεόλεκτος τοπική σύνοδος δια του ιε’ κανόνος εαυτής εψηφίσατο «μη δειν πλην των κανονικών ψαλτών, των επί τον άμβωνα ο εστί το παρ’ ημίν αναλόγιον) αναβαινόντων και από διφθέρας ψαλλόντων, ετέρους τινάς ψάλλειν εν τη Εκκλησία», άμα μεν οιονεί προνόμιον τίμιον τοις ιεροψάλταις ουτωσί χαριζομένη, άμα δε «τα παρηλλαγμένα και ασυνήθη και αλλότρια τοις γεγραμμένοις εν τοις από διφθερών ήγουν μεμβρανών συντεθειμέναις εκκλησιαστικαίς βίβλοις ενίων ψαλτών μινυρίσματα και θυμελικά μελωδήματα πάντη κωλύουσα και αποτρέπουσα», ως ο ιερός εξηγείται Θεόδωρος ο Βαλσαμών, ο της μεγάλης Θεουπόλεως Αντιοχείας Πατριάρχης, ομοίως δ’ απεφήναντο και οι πνευματοκίνητοι πατέρες της εν Τρούλλω συναθροισθείσης αγίας Πενθέκτης οικουμενικής συνόδου, λέγοντες «τους επί τω ψάλλειν εν ταις Εκκλησίαις παραγινομένους βουλόμεθα μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι, μήτε τι επιλέγειν των μη τη εκκλησία αρμοδίων τε και οικείων, αλλά μετά πολλής της προσοχής και κατανύξεως τας ψαλμωδίας προσάγειν τω των κρυπτώ εφόρω Θεώ˙ ευλαβείς γαρ έσεσθαι τους υιούς Ισραήλ το ιερόν εδίδαξε λόγιον» (καν. οε’). Ούτος δε ο θεόπνευστος κανών, ως αυτόν ερμηνεύει ο σοφώτατος εκείνος εν μοναχοίς Ιωάννης ο Ζωναράς, ω και πολύς ακολουθεί Θεόδωρος ο Βαλσαμών, «ου μόνον το ατάκτως βοάν απαγορεύει, άλλ’ ουδέ τι επιλέγειν συγχωρεί ανοίκειον και ανάρμοστον τη Εκκλησία, οίά εστί τα κεκλασμένα μέλη και μινυρίσματα και η περιττή των μελωδιών ποικιλία, εις ωδάς εκτρεπομένη θυμελικάς και εις άσματα θηλυπρεπή».
Όταν δε τοις ιεροίς τούτοις Κονόσι κατακολουθή ο ιεροψάλτης και, πλήρη έχων του ύψους της ιεράς ατυού αποστολής συνείδησιν, ανάλογον μεν κτήσηται θρησκευτικόν και ηθικόν φρόνημα, ανάλογον δε, ως εστίν επόμενον, επιδεικνύη εν πάσιν αναστροφήν, αγαθής ούτως απολαύων υπολήψεως, μεμελετημένος δι’ εκάστοτε προσέρχηται εις το ιερόν αναλόγιον, και ούτω καλώς αυτός τε εννοή και τοις άλλοις εκκλησιαζομένοις αντιληπτόν καθιστή δια σαφούς, ευκρινούς και συμφώνου προς το περιεχόμενον των ψαλλομένων ασμάτων μέλψεως και απαγγελίας το θείον και έκλαμπρον όντως κάλλος λόγου και ύψους ιδεών της αμιμήτου εκκλησιαστικής ημών ποιήσεως και υμνωδίας, τότε δη τότε, βλέπων τους χριστιανούς ανυστάκτω παρακολουθούντας πνεύματι τα υπ’ αυτού ψαλλόμενα και από των χειλέων, ούτως ειπείν, αυτού εξηρτημένους και εζωγραφημένα επί του προσώπου φέροντας τα υπό της ιεροπρεπώς τελουμένης γνησίας εκκλησιαστικής ψαλμωδίας εξεγειρομένα εν τη ψυχή του ακροατού ιερά συναισθήματα, οίον την συντριβήν και ταπείνωσιν, την κατάνυξιν, την παραμυθίαν και ελπίδα, την ευγνωμοσύνην, την χαράν ή τον φόβον και ει τι άλλο ψάλλων και αυτός συναίσθημα συναισθάνεται, κατανοήσει τότε ηλίκην έχει σημασίαν εν τη εκκλησία ο ιεροψάλτης και οπόσον τελεσφόρως και αυτός συμβάλλεται εις επίτευξιν του της αγίας ημών εκκλησίας ιερού σκοπού, ος εστί σωτηρία ψυχών. Διότι μέγα αληθώς, και αύθις υμίν λέγομεν, και όντως ωφελιμώτατον τη εκκλησία το του ιεροψάλτου λειτούργημα.
Ταύτα δε γράφομεν υμίν, σεπή κελεύσει τη Α’ Θ. Παναγιότητος, του πανσεβάστου και προσκυνητού ημών Αυθέντου και Δεσπότου και οικουμενικού πατριάρχου, ουχ ίνα φυσιωθήτε, άλλ’ ίνα εν χριστιανική τη διαθέσει ανασκοπούντες, τα καθ’ εαυτούς και κατανοούντες τις ο προορισμός και τις η δύναμις του αληθούς και αξίου του ονόματος ιεροψάλτου, προθυμίαν επιδείξησθε μείζονα και σπουδήν όπως εκάστοτε κρείττονες εαυτών γίγνησθε και ούτω κατά το δυνατόν τελούμενοι τέλειον φιμώσητε τους της ημετέρας πατρίου εκκλησιαστικής μουσικής πολεμίους, τους πειρωμένους όπως αλυσιτελή εν τούτω αυτήν παραστήσωσι. Διο και προτρεπόμεθα πάντας πατρικώς και εντελλόμεθα ίνα εν μεν τω άλλω υμών βίω αξίως της κλήσεως υμών πολιτεύησθε, αποφεύγοντας παν το δυνάμενον καταρρίψαι υμάς εν τη συνειδήσει των πιστών, εν δε τη επ’ εκκλησίαις εκτελέσει του υμετέρου ιερού έργου πρώτον μεν μηδέν αυθαιρέτως πράττητε αλλά πιστώς ακολουθήτε τω εγκεκριμένω τυπικώ της Μ. του Χριστού Εκκλησίας, είτα δε φεύγητε τας ατάκτους είτε βοάς είτε των του σώματος μελών, κινήσεις την των φωνών υπερέντασιν, την δριμείαν προς τους υφ’ υμάς τελούντας εν τω χορώ συμπεριφοράν και προ παντός την επιδεικτίασιν˙ διότι τούτου ένεκα τεθεμένοι εστί εκεί, ουχ ίνα έκαστος την εαυτού επιδείξηται τέχνην, άλλ’ ίνα εαυτού επιλανθανόμενος και προ παντός την επιδεικτίασιν˙ διότι τούτου ένεκα τεθεμένοι εστέ εκεί, ουχ ίνα έκαστος την εαυτού επιδείξηται τέχνην, άλλ’ ίνα εαυτού επιλανθανόμενος και όλος υπό των θείων του ιδρού άσματος εννοιών καταλαμβανόμενος μεταγγίζη είτα εις τας των εκκλησιαζομένων ψυχάς δια της προσκηκούσης και επιστήμονος των ψαλλομένων αναπαραστάσεως τα συναισθήματα, υφ’ ων αυτός πρότερος εστί κατειλημμένος˙ ταύτα δε λέγομεν ουχ ίνα την υποκρισίαν υμάς διδάξωμεν, αλλά διότι, ως και υμείς γινώσκετε, τοιαύτην έχουσι δύναμιν τα γνήσια της ιεράς ημών εκκλησίας μελωδήματα, ώστε ο μετά προσοχής και κατανύξεως, ως ο Κανών διατάσσει ψάλλων αυτά και γινώσκων α αναγινώσκει, αδύνατόν εστίν ίνα μη συγκινηθή και την ιεράν ταύτην συγκίνησιν και τοις ακούουσιν αυτόν μεταδώ.
Επί δε τούτοις παρέχομεν υμίν και τας εξής οδηγίας, ίνα πιστώς αυταίς τουντεύθεν ακολουθήτε. Κατά τας χοροστασίας της Α. Θ. Παναγιότητος οφείλετε επιδιώκειν την δυνατήν συντομίαν˙ ούτω δε εν μεν τω εσπερινώ, εάν μεν πανήγυριν άγη ο ιερός ναός, οφείλετε ψάλλειν μόνον το «Μακάριος ανήρ» ή, μη επιτρεπομένης της στιχολογίας του ψαλτηρίου, οίον εν εσπέρας Παρασκευών και Κυριακών, τα συνήθη σύντομα ανοιξαντάρια, ή Κεκραγάριον αργόν του τυχόντος ήχου, ίνα ούτως ο εσπερινός μη διαρκή πλέον της μιας και ενός τετάρτου της ώρας. Ει δε εστίν εσπέρα Σαββάτου, ψάλλεται απλώς ο εσπερινός της Κυριακής άνευ αργού μαθήματος˙ το δε «Θεοτόκε Παρθένε», ως λίαν διεξοδικόν και κυρίως δι’ αγρυπνίας εν ιεραίς μοναίς προωρισμένον, εκτάκτως μόνον ψάλλεται και εν ταις πόλεσιν ήγουν κατά μεγάλας πανηγύρεις. Εν δε τω όρθρω αι καταβασίαι ψάλλονται αργαί μεν, άλλ’ εν συντόμω αγωγή χρόνου˙ τα δε πασαπνοάρια, στιχηρά, δοξαστικά και δοξολογίαι ψάλλονται εν συντόμω ωσαύτως χρονική αγωγή, άλλ’ εν σχέσει πάντοτε προς άλληλα. Κατά δε την ιεράν λειτουργίαν, εάν πανηγυρίζη ο ναός, ψάλλεται το αργόν «άγιος ο Θεός», το λεγόμενον συνειθισμένον, ή το αργόν «Αλληλουϊάριον»˙ τα δε χειρουβικά και κοινωνικά εκτείνονται μόνον όσον ακριβώς απαιτεί η εν τω ιερώ υπηρεσία του ιερέως˙ ψάλλονται δε τα έκπαλαι υπό της εκκλησίας παραδεδεγμένα, οίον εκ μεν των χερουβικών, ως επί το πολύ, τα σύντομα λεγόμενα χερουβικά της εβδομάδος διαρκούνται από οκτώ μέχρι δέκα πρώτων λεπτών της ώρας το πολύ, και τα αργά τα λεγόμενα των Κυριακών και υπό των μουσικοδιδασκάλων της μεγάλης εκκλησίας μελοποιηθέντα και εν αυτή καθιερωθέντα˙ άλλ’ επειδή τα τελευταία ταύτα πολύ παρεκτείνονται, έξεστι τοις επαΐουσι και συντέμνειν αυτά άλλ’ εσκεμένως, όπως αι λύσεις και δέσεις, των συντμηθεισών γραμμών συνδέωνται αλλήλαις εν σχετικοίς φθόγγοις, και μη κατάδηλοι ούτω γίγνωνται τοις εκκλησιαζομένοις αι τοιαύται συγκοπαί. Εκ δε των Κοινωνικών ψάλλονται και αειμνήστων πρωτοψαλτών και λαμπαδαρίων των πατριαρχείων, μάλιστα δε τα Πέτρου του Πελοποννησίου, κατά δε τας εορτάς του όλου ενιαυτού τα εν τη Πανδέκτη κείμενα μαθήματα των δοκίμων μουσικοδιδασκάλων.
Προ πάντων όμως μη επιλανθάνεσθε ότι ουδενί των ιεροψαλτών επιτρέπεται ψάλλειν αργά μαθήματα, οίον χερουβικά, κοινωνικά κτλ. εξ υπογυίου ή και απλώς εκ μνήμης, αλλά ψάλλεται πάντοτε από διφθέρας, ως ο κανών ορίζει, ήγουν από τετραδίου ή βιβλίου, και αποφεύγεται καθόλου τα αυτοσχεδιάσματα και μάλιστα οι μη επί πολλά έτη εν στασειδίω γεγυμνασμένοι. Έστω δε γνωστόν υμίν προς τούτοις ότι πάντα καθόλου τα κατά ποικίλους ήχους ψαλλόμενοι λειτουργικά, Κύριε ελέησον, Παράσχου Κύριε κτλ. οριστικώς απαγορεύονται, και οφείλετε άρα χύμα, ως η αρχαία τάξις, αντιφωνείν ταις του ιερέως ή του διακόνου εκφωνήσεσι˙ πάντοτε δε επιβάλλεται υμίν ψάλλειν προ της εισόδου τα τυπικά και τους μακαρισμούς, ει μήτοι γε υπάρχουσιν αντίφωνα μεγάλης εορτής. Επί δε πάσι τούτοις μη λησμονείτε ο τελεταρχών αρχιερεύς ή ιερεύς, ουδ’ επιτρέπεται τοις ιεροψάλταις ως αν εαυτοίς δόξη, διεξάγειν τας καθ’ εαυτούς, είτε δήλον ότι αργότερον είτε συντομώτερον, άλλ’ αείποτε κατά την δόξαν του τελεταρχούντος, οφείλοντος και αυτού κατά πάντα συμμορφούσθαι ταις του Τυπικού διακελεύσεσι.
Ταύτην δε την εγκύκλιον, σεπτή πατριαρχική κελεύσει, πάσιν υμίν απολύοντες προτρεπόμεθα υμάς και εκκλησιαστικώς εντελλόμεθα ίνα πιστώς συμμορφωθήτε ταις εν αυτή διατάξεσιν, εξηγμέναις εκ τε των ιερών κανόνων και εκ πολλής περί την εκκλησιαστικήν τάξιν και ευπρέπειαν μελέτης, και ούτως άξιοι γένησθε της προς υμάς πατρικής ευνοίας της Α. Θ. Παναγιότητος, του πανσεβάστου και προσκυνητού ημών Δεσπότου και Πατριάρχου, γινώσκοντος τιμάν και γεραίρειν τους αγαπώντας την ευπρέπειαν του οίκου του Κυρίου, εν Ώ είητε υγιαίνοντες».
Εν τοις Πατριαρχείοις, τη 24 Νοεμβρίου 1901.
+ Ο Μ. Πρωτοσύγκελλος Χρυσόστομος.
Βλ. ΕΑ ΚΒ (1902) 12- 14 {Η κατάτμηση της ανωτέρω εγκυκλίου σε παραγράφους έγινε από τον γράφοντα για την πιο εύκολη ανάγνωση και κατανόησή της.}

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.