[Εβρ.6,13 έως 20]
«Τῷ γάρ᾿Αβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ λέγων(:οι επαγγελίες του Θεού θα πραγματοποιηθούν οπωσδήποτε· διότι όταν έδωσε ο Θεός τις επαγγελίες στον Αβραάμ, ορκίστηκε ότι θα τις πραγματοποιήσει. Και επειδή δεν είχε κανένα ανώτερό Του ο Θεός να ορκιστεί σε Αυτόν, ορκίστηκε στον εαυτό Του και είπε:) ‘’Ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε’’(:‘’Σου υπόσχομαι αληθινά ότι θα σε ευλογήσω πολύ πλούσια και θα πληθύνω πάρα πολύ τους απογόνους σου)·καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας(:Έτσι πήρε ο Αβραάμ την υπόσχεση του Θεού. Και αφού περίμενε με υπομονή πολλά χρόνια, πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός, ως προς το σημείο που αναφερόταν στην επίγεια ζωή του. Απέκτησε δηλαδή από τη Σάρρα παιδί, από το οποίο πληθύνθηκαν οι απόγονοι του πατριάρχη κι έγιναν ένα μεγάλο έθνος).Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος (:ο Θεός ορκίστηκε στον εαυτό Του. Οι άνθρωποι
βέβαια ορκίζονται στον Θεό, ο Οποίος είναι ανώτερος από όλους. Και δίνουν όρκο οι άνθρωποι για να σταματήσουν κάθε αντίρρηση και αμφισβήτηση μεταξύ τους και για να επιβεβαιώσουν την αλήθεια των λόγων τους)»[Εβρ.6,13-16].
Αφού επέκρινε σφοδρά τους Εβραίους και αφού τους φόβισε αρκετά, πρώτα τους παρηγορεί με τους επαίνους και ύστερα με το ότι θα πραγματοποιηθούν οπωσδήποτε οι ελπίδες τους, πράγμα που είναι και ισχυρότερο. Δεν τους παρηγορεί όμως από τα παρόντα, αλλά πάλι από τα περασμένα. Αυτό τους έπειθε περισσότερο. Όπως δηλαδή στην τιμωρία τούς φοβίζει περισσότερο με εκείνα, έτσι και στα βραβεία τους παρηγορεί με αυτά, δείχνοντας ποια είναι η συνήθεια του Θεού. Και είναι αυτή η συνήθεια του Θεού, να μην εκπληρώνει δηλαδή αμέσως τις υποσχέσεις Του, αλλά ύστερα από πολύ καιρό. Και το κάνει αυτό, και για να φανερώσει μια μέγιστη απόδειξη της δύναμής Του, και για να οδηγήσει και εμάς στην πίστη, ώστε όσοι ζουν σε θλίψεις και δεν λαμβάνουν τις υποσχέσεις ούτε τους μισθούς να μην αποκάμουν από τους κόπους τους. Και αφού τους άφησε όλους, παρόλο που μπορούσε να αναφέρει πολλούς, εστίασε στον Αβραάμ και εξαιτίας του αξιώματος του προσώπου αυτού και εξαιτίας του ότι σε αυτόν κυρίως είχε συμβεί αυτό. Αν και βέβαια στο τέλος
της επιστολής λέγει ότι όλοι αυτοί, αφού είδαν από μακριά και ασπάσθηκαν τις υποσχέσεις, δεν τις έλαβαν, για να μη φτάσουν στην τελειότητα χωρίς εμάς.
«Όταν ο Θεός» λέγει, «έδωσε υπόσχεση στον Αβραάμ, επειδή δεν είχε κανέναν ανώτερο για να ορκιστεί, ορκίστηκε στον εαυτό Του λέγοντας: ’’αλήθεια, σου υπόσχομαι ότι θα σε ευλογήσω πλούσια και θα πληθύνω πολύ τους απογόνους σου’’. Και έτσι με την υπομονή που επέδειξε ο Αβραάμ προσμένοντας την εκπλήρωση των επαγγελιών του Θεού, προσέλκυσε τη θεία χάρη και πραγματοποίησε την υπόσχεση».
Πώς λοιπόν στο τέλος λέγει ότι «οὐκ ἐκομίσατο τὴν ἐπαγγελίαν(:δεν έλαβε τις υποσχέσεις)»[Εβρ.11,39: «Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν(:και όλοι αυτοί οι άγιοι άντρες, αν και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομιάς)»] και εδώ ότι «με την υπομονή με την οποία περίμενε ο Αβραάμ πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός, ως προς το σημείο που αναφερόταν στην επίγεια ζωή του»; Πώς δεν έλαβε αυτές; Και πώς πραγματοποίησε αυτές; Δεν λέγει για τα ίδια πράγματα εδώ και εκεί, αλλά τους παρηγορεί δύο φορές. «Έδωσε υπόσχεση στον Αβραάμ». Και τα επίγεια βέβαια του τα έδωσε ύστερα από πολύ καιρό, ενώ τα μελλοντικά, τα επουράνια, όχι ακόμη. «Και έτσι με την υπομονή που επέδειξε πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός, ως προς το σημείο που αναφερόταν στην επίγεια ζωή του».
Βλέπεις ότι δεν έκαμε τα πάντα μόνο η υπόσχεση, αλλά και η υπομονή; Εδώ τους φοβίζει, δείχνοντας ότι πολλές φορές η υπόσχεση εμποδίζεται από ολιγοψυχία. Και αυτό βέβαια το απέδειξε μέσω του λαού· γιατί ολιγοψύχησαν και γι’ αυτό δεν πραγματοποιήθηκε σε αυτούς καθόλου η υπόσχεση· ενώ το αντίθετο το δείχνει με τον Αβραάμ. Έπειτα προς το τέλος κάνει και κάτι περισσότερο. Δείχνει δηλαδή πως, αν και έδειξαν υπομονή, δεν πραγματοποιήθηκαν σε αυτούς οι υποσχέσεις και ούτε έτσι όμως στενοχωρήθηκαν.
«Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος(:ο Θεός ορκίστηκε στον εαυτό Του. Οι άνθρωποι βέβαια ορκίζονται στον Θεό, ο οποίος είναι ανώτερος από όλους. Και δίνουν όρκο οι άνθρωποι για να σταματήσουν κάθε αντίρρηση και αμφισβήτηση μεταξύ τους και για να επιβεβαιώσουν την αλήθεια των λόγων τους)»[Εβρ.6,16]. Σωστά. Ποιος λοιπόν είναι εκείνος που ορκίστηκε στον Αβραάμ; Δεν είναι ο Υιός; «Όχι», λέγει. Από πού το λέγεις αυτό, Παύλε; Κυρίως βέβαια το λέγει ο Υιός, αλλά δεν το αμφισβητώ. Όταν λοιπόν Αυτός κάνει τον ίδιο όρκο, «αλήθεια, αλήθεια σας λέγω», δεν φαίνεται ότι τον κάνει, επειδή δεν έχει κάποιον ανώτερο να ορκιστεί;
Όπως λοιπόν ορκίστηκε ο Πατέρας, έτσι ορκίζεται και ο Υιός στον εαυτό Του, λέγοντας «αλήθεια, αλήθεια σάς λέγω». Εδώ τους υπενθυμίζει εκείνους τους όρκους του Χριστού, τους οποίους έλεγε συνέχεια: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται·καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα(:εκείνος που πιστεύει σε μένα, ακόμη κι αν πεθάνει σωματικώς, όπως πέθανε ο αδελφός σου, θα ζήσει· διότι εκτός από την ουράνια και πνευματική ζωή, την οποία από τώρα θα μεταδώσω στην ψυχή του, αργότερα θα τον αναστήσω και σωματικώς. Και κάθε άνθρωπος που δεν έχει ακόμη πεθάνει, αλλά ζει εδώ στη γη, εφόσον πιστεύει σε μένα, θα αντιμετωπίσει γεμάτος αφοβία τον πρόσκαιρο θάνατο, τον οποίο τρέμουν και φοβούνται οι άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από μένα. Κι επειδή θα μένει πάντοτε ενωμένος με μένα, δεν θα υποστεί ποτέ τον πνευματικό θάνατο, που είναι και ο πραγματικός και ανεπανόρθωτος θάνατος)»[Ιω.11,26].
Τι σημαίνει «καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος (:και δίνουν όρκο οι άνθρωποι για να σταματήσουν κάθε αντίρρηση και αμφισβήτηση μεταξύ τους και για να επιβεβαιώσουν την αλήθεια των λόγων τους)»; Αντί για το «απ’ αυτόν διαλύεται η αμφισβήτηση κάθε αντιλογίας»· όχι αυτής ή εκείνης, αλλά κάθε αντιλογίας. Έπρεπε βέβαια και χωρίς όρκο να πιστεύεται ο Θεός. «ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ (:επειδή λοιπόν με τον όρκο αποκλείεται κάθε αμφιβολία και επειδή ο Θεός ήθελε να δείξει καθαρά και με μεγαλύτερη βεβαιότητα σε εκείνους που θα κληρονομούσαν τις επαγγελίες Του ότι ήταν αμετάκλητη και αμετάθετη η απόφασή Του να πραγματοποιήσει τα όσα υποσχέθηκε, γι’ αυτό δέχθηκε από άκρα συγκατάβαση και αγαθότητα να μεσολαβήσει όρκος στα λόγια Του)»[Εβρ.6,17], λέγει. Εδώ περιλαμβάνει και τους πιστούς. Γι’ αυτό υπενθυμίζει και την υπόσχεση αυτή που γενικά δόθηκε σε μας. «Εγγυήθηκε», λέγει, «με όρκο». Πάλι εδώ
λέγει ότι ο Υιός έγινε εγγυητής ανάμεσα στους ανθρώπους και στον Θεό.
«ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν (:και δέχθηκε τη μεσολάβηση του όρκου, ώστε με δύο πράγματα στερεά και αμετακίνητα δηλαδή με την υπόσχεσή Του και με τον όρκο Του, στα οποία είναι απολύτως αδύνατο να πει ψέματα ο Θεός)»[Εβρ.6,18]. Ποιο είναι το ένα και ποιο το άλλο; Το να πει και να υποσχεθεί, και το να προσθέσει τον όρκο στην υπόσχεση. Επειδή λοιπόν στους ανθρώπους αυτό φαίνεται πως είναι πιο αξιόπιστο, δηλαδή ο όρκος, γι’ αυτό και το πρόσθεσε.
Βλέπεις ότι δεν προσέχει τη δική Του αξία, αλλά πώς να πείσει τους ανθρώπους, και ότι ανέχεται να λέγονται ανάξια πράγματα για τον εαυτό Του; Δηλαδή, θέλει να βεβαιώσει. Και στην περίπτωση του Αβραάμ δείχνει ότι όλα ανήκουν στο Θεό και όχι στην υπομονή εκείνου, επειδή δέχτηκε να προσθέσει και όρκο, αφού σε αυτό που ορκίζονται οι άνθρωποι, σε αυτό ορκίστηκε και ο Θεός, δηλαδή στον εαυτό Του. Αλλά εκείνοι ορκίζονται σε ανώτερο, Αυτός όμως όχι σε ανώτερο· παρ΄όλ’ αυτά, το έκαμε. Δεν είναι δηλαδή το ίδιο να ορκιστεί στον εαυτό του ο άνθρωπος και ο Θεός· γιατί ο άνθρωπος δεν εξουσιάζει τον εαυτό του. Βλέπεις λοιπόν ότι αυτό δε λέχθηκε μάλλον προς τον Αβραάμ αλλά προς εμάς.
«ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος (:να έχουμε εμείς που καταφύγαμε σε Αυτόν μεγάλη ενθάρρυνση και προτροπή και στήριγμα προκειμένου να κρατήσουμε δυνατά την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά μας)»[Εβρ.6,18], λέγει. Και εδώ πάλι με την υπομονή πραγματοποίησε την υπόσχεση. Τώρα λέγει· και δεν είπε, επειδή ορκίστηκε. Και τι σημαίνει όρκος, το φανέρωσε λέγοντας το «να ορκιστεί στο μεγαλύτερο». Αλλά επειδή το ανθρώπινο γένος είναι άπιστο, κατεβαίνει στα ίδια με μας. Όπως λοιπόν ορκίζεται για μας, παρόλο που είναι ανάξιο γι΄Αυτόν το να μην πιστεύεται, έτσι είπε και το «καίπερ ὢν υἱός, ἔμαθεν ἀφ᾿ ὧν ἔπαθε τὴν ὑπακοήν(:έτσι λοιπόν, αν και ήταν Υιός του Θεού, ο μονογενής και ομοούσιος του Πατρός, έμαθε εκ προσωπικής πείρας ως άνθρωπος από όσα έπαθε, την υπακοή, την οποία έδειξε έμπρακτα και στον ύψιστο βαθμό)»[Εβρ.5,8], επειδή οι άνθρωποι θεωρούν ότι αυτό είναι περισσότερο αξιόπιστο, το να τα δοκιμάσει ο ίδιος. Και τι σημαίνει «τῆς προκειμένης ἐλπίδος (:την ελπίδα που
βρίσκεται μπροστά μας)»; «Απ’ αυτά», λέγει, «συμπεραίνουμε τα μελλοντικά. Γιατί, αν αυτά πραγματοποιήθηκαν ύστερα από τόσο χρόνο οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθούν και εκείνα. Επομένως όσα έγιναν στον Αβραάμ μάς εγγυώνται και για τα μελλοντικά».
«ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾿Ιησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα(:εκεί, στον ουρανό, ως πρόδρομος μπήκε ο Ιησούς, πριν από μας και για χάρη μας, για να μας ανοίξει τον δρόμο και για να μας ετοιμάσει τόπο. Και έτσι αναδείχθηκε αρχιερέας όχι προσωρινός αλλά αιώνιος, κατά την τάξη Μελχισεδέκ)»[Εβρ.6,20].Ενώ βρισκόμαστε ακόμη στον κόσμο και δεν αναχωρήσαμε ακόμη από τη ζωή, δείχνει ότι απολαμβάνουμε ήδη τις υποσχέσεις, γιατί μέσω της ελπίδας είμαστε ήδη στον ουρανό. Είπε «περιμένετε»· γιατί μέσω της ελπίδας είμαστε ήδη στον ουρανό. Είπε «περιμένετε» γιατί οπωσδήποτε θα συμβούν. Έπειτα βεβαιώνοντας αυτό λέγει· «μάλλον όμως, τα απολαύσατε ήδη με την ελπίδα». Και δεν είπε «εμείς είμαστε μέσα» αλλά «αυτή μπήκε μέσα», πράγμα που ήταν αληθέστερο και πιθανότερο. Γιατί, όπως η άγκυρα όταν κρεμαστεί από το πλοίο δεν το αφήνει να πηγαίνει εδώ και εκεί, έστω και αν το χτυπούν άπειροι άνεμοι, αλλά όταν ριφθεί το σταθεροποιεί, έτσι και η ελπίδα.
«ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος(:αυτή την ελπίδα την έχουμε σαν άγκυρα της ψυχής. Αυτή μας ασφαλίζει από τους πνευματικούς κινδύνους και είναι σταθερή και αμετακίνητη και εισέρχεται στον ουρανό, τον οποίο εικονίζει ο ιερός τόπος της σκηνής και του ναού που εκτεινόταν πιο μέσα από το καταπέτασμα και λεγόταν Άγια Αγίων)»[Εβρ.6,19].Και πρόσεχε πώς βρήκε την κατάλληλη εικόνα. Γιατί δεν μίλησε για θεμέλιο, πράγμα που δεν ταίριαζε, αλλά για άγκυρα. Εκείνο δηλαδή που βρίσκεται σε τρικυμία και δε φαίνεται να είναι πάρα πολύ σταθερό, στέκεται πάνω σε νερό, όπως επάνω στη γη, και ταλαντεύεται και δεν ταλαντεύεται. Για όσους λοιπόν είναι πάρα πολύ σταθεροί και πιστοί, εύλογα ανέφερε εκείνο ο Χριστός λέγοντας «ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πέτραν(:αυτός είναι συνετός άνθρωπος, που έκτισε το σπίτι του πάνω στην πέτρα, στο στερεό δηλαδή και αδιάσειστο θεμέλιο της διδασκαλίας μου και του παραδείγματός μου)»[Ματθ.7,24].
Για όσους όμως αποκάμνουν και πρέπει να στηρίζονται με την ελπίδα, ορθά το ανέφερε αυτό ο Παύλος. Γιατί η θύελλα και η μεγάλη τρικυμία ταλαντεύει το σκάφος, ενώ η ελπίδα δεν αφήνει να περιφέρεται εδώ και εκεί, έστω και αν το χτυπούν άπειροι άνεμοι. Επομένως αν δεν την είχαμε, θα είχαμε καταποντιστεί πριν από πολύ καιρό. Όχι μόνο στα πνευματικά, αλλά και στα βιοτικά θα μπορούσε κανείς να βρει μεγάλη τη δύναμή της, όπως στο εμπόριο, στη γεωργία και στην εκστρατεία. Γιατί, αν κανείς δεν την προστάξει αμέσως, δεν θα μπορέσει να ασχοληθεί με κανένα έργο. Και δεν είπε απλώς «ἄγκυραν» αλλά και «ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν», για να φανερώσει τη σταθερότητα εκείνων που στηρίζονται σε αυτήν για τη σωτηρία τους. Γι’ αυτό προσθέτει, «εισέρχεται στον ουρανό, τον οποίο εικονίζει ο ιερός τόπος της σκηνής και του ναού που εκτεινόταν πιο μέσα από το καταπέτασμα και λεγόταν Άγια Αγίων». Τι σημαίνει αυτό; Αντί για το «αυτή φθάνει στον ουρανό».
Στη συνέχεια πρόσθεσε και την πίστη, για να μην είναι μόνο ελπίδα, αλλά και πολύ αληθινή. Γιατί μετά τον όρκο προσθέτει και κάτι άλλο, την απόδειξη από τα πράγματα, ότι δηλαδή πρόδρομος για χάρη μας μπήκε ο Ιησούς. Ο πρόδρομος όμως είναι πρόδρομος για κάποιους, όπως ήταν ο Ιωάννης για τον Χριστό. Και δεν είπε απλώς «μπήκε», αλλά «πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾿Ιησοῦς (:ως πρόδρομος μπήκε ο Ιησούς, πριν από μας και για χάρη μας, για να μας ανοίξει τον δρόμο και για να μας ετοιμάσει τόπο)», επειδή επρόκειτο και εμείς να ακολουθήσουμε. Γιατί δεν πρέπει να είναι μεγάλη η απόσταση του προδρόμου από αυτούς που τον ακολουθούν, επειδή δεν θα ήταν τότε πρόδρομος. Ο πρόδρομος δηλαδή και όσοι ακολουθούν πρέπει να βρίσκονται στον ίδιο δρόμο, και αυτός να βαδίζει, ενώ οι άλλοι να προσπαθούν να τον φτάσουν.
«κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα(:και έτσι αναδείχθηκε αρχιερέας όχι προσωρινός αλλά αιώνιος, κατά την τάξη Μελχισεδέκ)», λέγει παρακάτω. Να και άλλη παρηγοριά, αφού ο αρχιερέας μας βρίσκεται στον ουρανό και είναι πολύ καλύτερος από τους αρχιερείς των Ιουδαίων, όχι μόνο ως προς τον τρόπο, αλλά και ως προς τον τόπο και τη σκηνή και τη διαθήκη και το πρόσωπο. Και αυτό αναφέρεται στη σάρκα.
Πρέπει λοιπόν και αυτοί στους οποίους είναι ιερέας, αυτοί που αποτελούν το ποίμνιό του να είναι πολύ καλύτεροι. Και όπως είναι μεγάλη η διαφορά του Χριστού από τον Ααρών, τέτοια είναι και η δική μας διαφορά από τους Ιουδαίους. Πρόσεχε λοιπόν, στον ουρανό έχουμε το Ιερό Σφάγιο, στον ουρανό τον Ιερέα, στον ουρανό τη Θυσία. Επομένως ας προσφέρουμε τέτοιες θυσίες που μπορούν να προσφέρονται σε εκείνο το θυσιαστήριο· όχι πια πρόβατα και βόδια, όχι αίμα και κνίσα.
Όλα αυτά έχουν καταργηθεί και έχει εισαχθεί στη θέση τους η λογική λατρεία. Τι όμως είναι η λογική λατρεία; Αυτά που προσφέρονται με την ψυχή, με το πνεύμα(γιατί λέγει: «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν(:ο Θεός είναι πνεύμα, γι’ αυτό και δεν περιορίζεται σε τόπους. Και εκείνοι που τον λατρεύουν πρέπει να τον προσκυνούν με τις εσωτερικές τους πνευματικές δυνάμεις, με αφοσίωση της καρδιάς και του νου, αλλά και με αληθινή επίγνωση του Θεού και της λατρείας που του αρμόζει)»[Ιω.4,24]· όσα δεν έχουν ανάγκη από το σώμα, από όργανα, από τόπους. Και τέτοια είναι η πραότητα, η σωφροσύνη, η ελεημοσύνη, η ανεξικακία, η υπομονή, η ταπεινοφροσύνη.
Τις θυσίες αυτές θα μπορούσε να τις δει κανείς και στην Παλαιά Διαθήκη να έχουν από την αρχή προεικονιστεί. Γιατί λέγει ο Δαβίδ «θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης καὶ ἐλπίσατε ἐπὶ Κύριον(:προσφέρετε ως θυσία όχι ζώα και υλικές προσφορές, αλλά δικαιοσύνη και αγαθότητα· και στηρίξτε όλη την ελπίδα και την εμπιστοσύνη σας στον Κύριο)»[Ψαλμ. 4,6]. Και πάλι: «Σοὶ θύσω θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐπικαλέσομαι(:σε σένα λοιπόν και εγώ τώρα θα προσφέρω ευχαριστήρια θυσία για τη διάσωσή μου. Και γεμάτος ευγνωμοσύνη θα επικαλεστώ το όνομά Σου, υψώνοντας ευλαβικά το ποτήριο της θυσίας για να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς Εσένα)»[Ψαλμ. 115,8]· και, «θυσία αἰνέσεως δοξάσει με(:Εμένα μόνο η θυσία δοξολογίας θα με δοξάσει· μια θυσία ευγνωμοσύνης που θα ξεχειλίζει από μία αγνή καρδιά αφοσιωμένη σε Εμένα)»[Ψαλμ.49,23]· και «θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον(:θυσία ευάρεστη και ευπρόσδεκτη στον Θεό είναι εκείνη που προσφέρεται με εσωτερική συντριβή και ειλικρινή μετάνοια· ποτέ ο Θεός δεν θα απορρίψει μια καρδιά που
αισθάνεται αληθινή συντριβή και ταπείνωση)»[Ψαλμ.50,19].
Και πάλι: «ἱνατί μοι λίβανον ἐκ Σαβὰ φέρετε;(:τι να κάνω εγώ το λιβάνι, που φέρετε από τη Σαβά, εφόδον καταπατείτε συνέχεια τον νόμο μου;)»[Ιερ.6,20]. Και άλλος: «Μετάστησον ἀπ᾿ ἐμοῦ ἦχον ᾠδῶν σου, καὶ ψαλμὸν ὀργάνων σου οὐκ ἀκούσομαι(: απομακρύνετε από κοντά μου τον ήχο των ωδών σας. Δεν θέλω να ακούσω τις μελωδίες των οργάνων σας)»[Αμώς 5,23]. Αλλά αντί για όλα αυτά, «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν(:προτιμώ την αγάπη σας προς Εμένα και όχι τις τυπικές θυσίες)»[Ωσηέ, 6,6].
Βλέπεις με ποιες θυσίες ευαρεστείται ο Θεός; Βλέπεις ότι άλλες έχουν ήδη παραμεριστεί από την αρχή και ότι άλλες πήραν τη θέση τους; Αυτές λοιπόν ας προσφέρουμε. Γιατί εκείνες είναι απόδειξη πλούτου και των πλουσίων, αυτές όμως της αρετής· εκείνες είναι εξωτερικές, αυτές εσωτερικές· εκείνες θα μπορούσε να τις κάνει και ο τυχαίος άνθρωπος, αυτές όμως λίγοι. Όσο ανώτερος είναι ο άνθρωπος από το πρόβατο, τόσο ανώτερη είναι αυτή η θυσία από εκείνη, γιατί εδώ προσφέρεις θυσία την ψυχή σου. Υπάρχουν όμως και άλλες θυσίες, τα πραγματικά ολοκαυτώματα, τα σώματα των αγίων μαρτύρων. Εκεί είναι αγία και η ψυχή και το σώμα, εκείνα έχουν μεγάλη ευωδιαστή οσμή.
Μπορείς και εσύ, αν θέλεις, να προσφέρεις τέτοια θυσία. Τι δηλαδή αν δεν κάψεις το σώμα με τη φωτιά; Μπορείς όμως να το κάψεις με άλλη φωτιά, όπως με τη φωτιά της θεληματικής φτώχειας, της θλίψης. Το να μπορεί δηλαδή κάποιος να ζει με απολαύσεις και πολυτέλεια, αλλά να προτιμά την επίπονη και δύσκολη ζωή και να νεκρώνει το σώμα, δεν είναι ολοκαύτωμα; Νέκρωσε και σταύρωσε το σώμα σου, και τότε θα λάβεις και ο ίδιος το στεφάνι αυτού του μυστηρίου. Εκείνο δηλαδή που κάνει εκεί το ξίφος, ας το κάνει εδώ η προθυμία. Ας μη σε καίει και ας μη σε κατέχει ο έρωτας για τα χρήματα, αλλά ας κατακαίεται και ας σβήνει τελείως η παράλογη αυτή επιθυμία με τη φωτιά του πνεύματος και ας κατακόβεται με τη μάχαιρα του Πνεύματος. Αυτή είναι θυσία καλή, δεν χρειάζεται ιερέα, αλλά αυτόν που την προσφέρει· θυσία καλή, που τελείται βέβαια στη γη, αλλά αμέσως ανεβαίνει στον ουρανό.
Δεν θαυμάζουμε ότι η φωτιά στην παλαιά εποχή κατέβαινε και κατέστρεφε τα πάντα; Μπορεί και τώρα να κατεβεί φωτιά πολύ πιο θαυμαστή από εκείνη και να καταστρέψει όλα όσα βρίσκονται μπροστά της· ή καλύτερα όχι να καταστρέψει, αλλά να ανεβάσει στον ουρανό. Γιατί δεν τα κάνει αυτά στάχτη, αλλά προσφέρει δώρα στον Θεό. Τέτοιες ήταν οι προσφορές του Κορνηλίου. Γιατί λέγει «αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ(:οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν στον ουρανό ως προσφορά ευπρόσδεκτη στο Θεό και ως μια ενθύμηση για να μη σε ξεχνά ποτέ)»[Πράξ.10,4]. Βλέπεις άριστη σύζευξη; Τότε μας ακούνε, όταν και εμείς ακούμε τους φτωχούς που μας πλησιάζουν· «ὃς φράσσει τὰ ὧτα αὐτοῦ τοῦ μὴ ἐπακοῦσαι ἀσθενοῦς, καὶ αὐτὸς ἐπικαλέσεται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ εἰσακούων(:εκείνος που κλείνει τα αυτιά του, για να μην ακούσει την παράκληση του φτωχού, ενός αδύνατου και ασθενούς, θα ευρεθεί και αυτός στην ανάγκη να επικαλεστεί και να ζητήσει βοήθεια των άλλων και δεν θα υπάρξει κανείς να
τον ακούσει)»,λέγει η Γραφή [Παροιμ.21,13].
«Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα· ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ ῥύσεται αὐτὸν ὁ Κύριος(:τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που κατανοεί τον φτωχό και αυτόν που στερείται τα πάντα· κατανοεί τη δύσκολη θέση του και ενδιαφέρεται γι΄αυτόν· διότι, όταν κάποια μέρα θα τον βρουν στενοχώριες, ασθένειες και συμφορές, ο Κύριος θα τον λυτρώσει και θα τον σώσει)»[Ψαλμ. 40,2]. Και δεν είναι άλλη αυτή η ημέρα, παρά εκείνη η ημέρα της κρίσης, η οποία γίνεται δύσκολη για τους αμαρτωλούς. Τι σημαίνει «ὁ συνιῶν(αυτός που κατανοεί)»; Αυτός που καταλαβαίνει τι σημαίνει φτωχός, αυτός που γνωρίζει καλά τη στενοχώρια του. Γιατί, όποιος μάθει τη στενοχώρια του, οπωσδήποτε θα τον βοηθήσει αμέσως. Όταν δεις φτωχό, μην τον περιφρονήσεις, αλλά αμέσως σκέψου ποιος θα ήσουν, αν εσύ ήσουν εκείνος, αν ήσουν εσύ στη θέση του· τι δεν θα ήθελες να σου κάνουν όλοι; «Αυτός που κατανοεί», λέγει. Σκέψου ότι είναι ελεύθερος όμοια με σένα και ότι μετέχει στην ίδια με σένα ευγενική καταγωγή και ότι όλα τα έχει κοινά με σένα. Παρόλο όμως που αυτός
δεν έχει τίποτε κατώτερο από εσένα, ούτε με τα σκυλιά σου πολλές φορές τον θεωρείς ίσο. Γιατί εκείνα χορταίνουν ψωμί, αυτός όμως κοιμήθηκε πολλές φορές πεινασμένος· ο ελεύθερος έγινε περισσότερο περιφρονημένος και από τους δούλους σου.
«Οι δούλοι όμως», λέγει ίσως κάποιος, «εκτελούν υπηρεσία σε μας». Πες μου, ποια ακριβώς είναι αυτή; Ότι σε υπηρετούν καλά; Αν λοιπόν αποδείξω ότι και αυτός εκπληρώνει υπηρεσία σε σένα πολύ μεγαλύτερη από εκείνους, τι θα πεις; Γιατί θα σου παρασταθεί την ημέρα της κρίσης και θα σε γλυτώσει από τη φωτιά. Τι παρόμοιο κάνουν όλοι οι δούλοι; Όταν πέθανε η Ταβιθά, ποιος την ανάστησε;[βλ. Πράξ.9,36-43]. Δούλοι που την περιστοίχισαν ή φτωχοί; Εσύ όμως δεν θέλεις να εξισώνεις τον ελεύθερο με τους δούλους. Είναι πολύ το κρύο και πεσμένος στο χώμα ρακένδυτος ο φτωχός, πεθαίνοντας από το κρύο, χτυπώντας τα δόντια, και από το πρόσωπο και την εμφάνιση είναι ικανός να σε παρακαλέσει, ενώ εσύ που ζεσταίνεσαι και μεθάς, τον περιφρονείς. Πώς λοιπόν έχεις την αξίωση να σε σώσει ο Θεός όταν βρίσκεσαι σε συμφορά; Πολλές φορές όμως λες και αυτό: «αν ήμουν εγώ και έπιανα κάποιον να έχει αμαρτήσει πολύ, θα τον συγχωρούσα, και ο Θεός δεν συγχωρεί;». Μην το πεις αυτό, γιατί και εσύ αυτόν που δεν αμάρτησε καθόλου σε εσένα, που
μπορείς να τον απαλλάξεις, τον περιφρονείς.
Αν όμως περιφρονείς έναν τέτοιον άνθρωπο, πώς ο Θεός θα σε συγχωρήσει όταν αμαρτάνεις σε Αυτόν; Άραγε δεν είναι άξια αυτά για τη γέενα; Και τι το παράξενο; Πολλές φορές ένα σώμα νεκρό και αναίσθητο, που δεν αισθάνεται πια την τιμή, το στολίζεις με πολλά και ποικίλα και χρυσοΰφαντα ρούχα, αλλά περιφρονείς το σώμα που υποφέρει και αφανίζεται και βασανίζεται και ταλαιπωρείται από την πείνα και το κρύο, και ενδίδεις περισσότερο στη ματαιοδοξία παρά στον φόβο του Θεού.
Και είθε να σταματούσε εδώ, αλλά αμέσως ακολουθούν κατηγορίες εναντίον εκείνου που τον πλησιάζει· «γιατί δεν εργάζεται», λέγει, «και γιατί τρέφεται χωρίς να εργάζεται;» Πες μου, εσύ από την εργασία σου έχεις αυτά που έχεις και δεν πήρες πατρικό κλήρο; Αν όμως εργάζεσαι, γι’ αυτό κατηγορείς άλλον; Δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «῾Υμεῖς δέ, ἀδελφοί, μὴ ἐκκακήσητε καλοποιοῦντες(:εσείς όμως, αδελφοί, μην αποκάμνετε κάνοντας το καλό ακόμη και σε αυτούς, αλλά να το κάνετε ακούραστα)»;[Β΄Θεσ.3,13]. Γιατί, αφού είπε «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω(:όποιος δεν θέλει να εργάζεται, δεν πρέπει ούτε και να τρώει)»[Β΄Θεσ.3,10], πρόσθεσε αυτό.
«Αλλά», λέγει επίσης ίσως κάποιος, «είναι απατεώνας». Τι λες, άνθρωπε; Τον ονομάζεις «απατεώνα» για ένα ψωμί και ένα ένδυμα; Αλλά το πουλάει αμέσως, λέγει. Αλλά μήπως εσύ διαχειρίζεσαι τα δικά σου σωστά; Τι δηλαδή; Όλοι είναι φτωχοί επειδή δεν εργάζονται; Κανείς δεν είναι φτωχός από ναυάγια; Κανείς από δικαστήρια; Κανείς από κλοπή; Κανείς από κινδύνους; Κανείς από αρρώστιες; Κανείς από άλλη περίσταση; Αλλά αν ακούσουμε κάποιον να οδύρεται και να τα φωνάζει δυνατά αυτά, και γυμνό να βλέπει στον ουρανό, και να έχει μακριά μαλλιά και να είναι ρακένδυτος, τον αποκαλούμε αγύρτη, απατεώνα και υποκριτή; Δεν ντρέπεσαι; Ποιον ονομάζεις απατεώνα; Μη δώσεις τίποτε, και να μην κατηγορήσεις όμως τον άνθρωπο. «Αλλά έχει χρήματα»,λέγει, «και προσποιείται». Αυτό είναι κατηγορία εναντίον σου, όχι εναντίον εκείνου. Αυτός γνωρίζει ότι έχει να κάνει με σκληρούς, με θηρία μάλλον παρά με ανθρώπους, και ότι, και αν ακόμη μιλήσει αξιολύπητα, δεν παρασύρει κανέναν· και γι’ αυτό αναγκάζεται να περιβληθεί και με αξιολύπητη
ενδυμασία για να σου λυγίσει την ψυχή.
Αν δούμε κάποιον να πλησιάζει με ενδυμασία που ταιριάζει σε ελεύθερο, αυτός είναι απατεώνας, λέγει, και για να φανεί ότι κατάγεται από ευγενείς πλησιάζει με αυτόν τον τρόπο. Αν δούμε κάποιον με την αντίθετη ενδυμασία, και αυτόν τον κακίζουμε. Τι να κάνουν λοιπόν; Πω πω, πόση αγριότητα, πόση σκληρότητα! «Και για ποιο λόγο», λέγει, «γυμνώνουν τα ακρωτηριασμένα μέλη τους;» Για σένα. Αν ήμασταν ελεήμονες, δε θα είχαν ανάγκη από αυτά τα τεχνάσματα· αν έπειθαν από την πρώτη προσέλευση, δε θα μηχανεύονταν τόσα πολλά. Ποιος είναι τόσο άθλιος, ώστε να θέλει να φωνάζει τόσα πολλά, ώστε να θέλει να ασχημονεί, ώστε να θέλει να οδύρεται δημόσια με τη γυμνή γυναίκα του, με τα παιδιά του και να πασπαλίζεται με σκόνη; Από πόση φτώχεια είναι χειρότερα αυτά; Αλλά γι’ αυτά όχι μόνο δεν ελεούνται, αλλά και κατηγορούνται από μας. Ακόμη λοιπόν θα αγανακτήσουμε, επειδή δεν εισακουόμαστε όταν προσευχόμαστε στον Θεό; Ακόμη λοιπόν θα δυσανασχετήσουμε, επειδή δεν πείθουμε όταν παρακαλούμε; Δε φρίττουμε, αγαπητοί;
«Αλλά πολλές φορές», λέγει, «έδωσα». Αλλά μήπως εσύ δεν τρως πάντοτε; Και τα παιδιά πολλές φορές όταν ζητούν τα διώχνεις; Πω πω αδιαντροπιά! Ονομάζεις αδιάντροπο τον φτωχό; Και εσύ βέβαια όταν αρπάζεις δεν είσαι αδιάντροπος, ενώ εκείνος όταν παρακαλεί για ψωμί είναι αδιάντροπος; Δεν καταλαβαίνεις πόση είναι η ανάγκη της κοιλιάς; Δεν τα κάνεις όλα γι’ αυτό; Δεν αδιαφορείς για τα πνευματικά γι΄αυτόν τον λόγο; Δεν είναι μπροστά μας ο ουρανός και η βασιλεία των ουρανών; Εσύ όμως φοβούμενος την εξουσία εκείνης, υπομένεις τα πάντα, και δεν την περιφρονείς; Αυτή είναι αδιαντροπιά. Δεν βλέπεις γέρους ανάπηρους; Αλλά, πω πω ανοησία! «Ο τάδε», λέγει, «δανείζει τόσα χρυσά νομίσματα, και ο τάδε τόσα, και όμως επαιτεί». Λέτε παραμύθια για μικρά παιδιά και ανοησίες. Γιατί και εκείνα πάντοτε ακούνε τέτοια παραμύθια από την τροφό τους. Δεν πείθομαι, δεν πιστεύω μακριά μία τέτοια σκέψη. Δανείζει κάποιος και ενώ έχει πολλά επαιτεί; Πες μου, για ποιο λόγο; Και τι είναι αισχρότερο από την επαιτεία; Προτιμότερος ο θάνατος
παρά η επαιτεία.
Μέχρι πότε θα είμαστε σκληροί; Τι λοιπόν; Όλοι δανείζουν; Όλοι είναι απατεώνες; Κανείς δεν είναι αληθινά φτωχός; «Ναι», λέγει, «και πολλοί μάλιστα». Γιατί λοιπόν δεν τους βοηθείς εκείνους, επειδή εξετάζεις λεπτομερώς τη ζωή τους; Πρόσχημα είναι αυτά και δικαιολογία. «Τῷ αἰτοῦντί σε δίδου καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς(:Σε εκείνον που σου ζητά ελεημοσύνη δίνε, αλλά πάντοτε με διάκριση που θα την διαπνέει η ειλικρινής αγάπη. Και μην περιφρονήσεις εκείνον που σου ζητά δανεικά χωρίς τόκο)»[Ματθ.5,42]· άπλωσε το χέρι σου, και μην το έχεις μαζεμένο. Δεν οριστήκαμε εξεταστές της ζωής των ανθρώπων, γιατί έτσι δεν θα ελεήσουμε κανέναν.
Γιατί όταν παρακαλείς τον Θεό λες «να μην θυμηθείς τις αμαρτίες μου»; Επομένως, και αν ακόμη είναι πάρα πολύ αμαρτωλός εκείνος, το ίδιο να σκέπτεσαι και γι΄αυτόν και να μη θυμάσαι τις αμαρτίες του. Ο καιρός είναι για φιλανθρωπία, όχι για λεπτομερή εξέταση· για ελεημοσύνη, όχι για υπολογισμούς. Θέλει να τον θρέψεις· αν θέλεις, δώσε του· αν όμως δε θέλεις, διώξε τον, χωρίς να απορείς γιατί είναι άθλιος και ταλαίπωρος. Γιατί δεν τον ελεείς και γιατί αποτρέπεις και αυτούς που θέλουν να τον ελεήσουν; Όταν δηλαδή ο τάδε ακούσει από σένα ότι αυτός είναι απατεώνας, ότι εκείνος είναι υποκριτής, ότι ο άλλος δανείζει, ούτε σε αυτούς δίνει ούτε σε εκείνους, επειδή υποψιάζεται πως όλοι είναι τέτοιοι. Γνωρίζετε βέβαια ότι εύκολα υποψιαζόμαστε τα κακά, ενώ τα καλά καθόλου.
Ας γίνουμε ελεήμονες, όχι απλώς, αλλά όπως ο Πατέρας μας ο ουράνιος. Αυτός τρέφει και μοιχούς και πόρνους και αγύρτες. Και τι λέγω; Τρέφει και εκείνους που έχουν κάθε είδος κακίας. Γιατί μέσα σε τόσο κόσμο είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν και πολλοί τέτοιοι. Όμως όλους τους τρέφει, όλους τους ντύνει. Κανείς δεν πέθανε ποτέ από πείνα, εκτός αν κάποιος το ήθελε. Έτσι ας γίνουμε ευσπλαχνικοί· αν έχει κάποιος ανάγκη και βρίσκεται σε οικονομική δυσκολία, βοήθα τον. Τώρα όμως φθάσαμε σε τόσο μεγάλο σημείο αδιαφορίας, ώστε να το κάνουμε αυτό όχι μόνο στους φτωχούς που βαδίζουν μέσα από στενωπούς, αλλά και στους μοναχούς. «Ο τάδε είναι απατεώνας», λέγει. Δεν το έλεγα αυτό προηγουμένως, ότι αν δίνουμε σε όλους χωρίς διάκριση πάντοτε θα ελεούμε, αν όμως αρχίσουμε να εξετάζουμε λεπτομερώς δε θα ελεήσουμε ποτέ; Τι λες; Για να πάρει ψωμί, είναι απατεώνας; Αν βέβαια ζητάει τάλαντα χρυσού και αργύρου ή πολυτελή ενδύματα ή δούλους ή οτιδήποτε άλλο, δίκαια θα μπορούσε να τον ονομάσει κανείς απατεώνα. Αν όμως δε ζητάει
τίποτε από αυτά, αλλά τροφή και στέγη, που είναι απόδειξη ευσέβειας, αυτό, πες μου, είναι γνώρισμα απατεώνα;
Ας σταματήσουμε αυτήν την άκαιρη, σατανική και ολέθρια πολυπραγμοσύνη. Αν κάποιος λέγει ότι ανήκει στον κλήρο ή ονομάζει τον εαυτό του ιερέα, να τον περιεργάζεσαι και να τον εξετάζεις προσεκτικά, γιατί εκεί δεν είναι ακίνδυνη η ανεξέταστη παροχή, αλλά ο κίνδυνος είναι για μεγάλα πράγματα. Αν όμως είναι ανάγκη από τροφή, να μην εξετάζεις τίποτε, γιατί δε δίνεις, αλλά παίρνεις. Εξέτασε, αν θέλεις, πώς έδειχνε τη φιλοξενία ο Αβραάμ σε όλους που έρχονταν κοντά του. Αν ήταν περίεργος για εκείνους που κατέφευγαν σε αυτόν, δε θα φιλοξενούσε αγγέλους. Γιατί ίσως δε θα πίστευε ότι είναι άγγελοι και θα τους έδιωχνε και αυτούς μαζί με τους άλλους, αλλά επειδή τους δεχόταν όλους, δέχθηκε και αγγέλους.
Μήπως ο Θεός σού δίνει τον μισθό από τη συμπεριφορά αυτών που λαμβάνουν; Από τη δική σου προαίρεση, από την ανάλογη γενναιοδωρία, από την πολλή φιλανθρωπία, από την καλοσύνη. Αυτή ας υπάρχει και θα απολαύσεις όλα τα αγαθά, τα οποία είθε να τα απολαύσουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Προς δόξαν του Αγίου Τριαδικού ΘΕΟΥ, επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Πηγές:
· https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf
· Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Εβραίους επιστολήν», ομιλία ΙΑ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 24, σελίδες 467-493.
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
· http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
· http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Η/Υ ΠΗΓΗ:
Ακτίνες.blogspot.com: 10 Απριλίου 2021