Κολοκοτρώνης.

-Κολοκοτρώνα! Κολοκοτρώνα!

Έτσι έλεγαν τα τουρκάκια στα βάθη της Ασίας, και το αίμα τους πάγωνε. Η φαντασία τους τον έπλαθε τεράστιο γίγαντα με τρία μάτια. Το μεσιανό, πελώριο, πάνω από τη μύτη, στο μέτωπο. Τον ήθελαν τριχωτό σαν αρκούδα˙ με φοβερά δόντια κάπρου, γυριστά, κοφτερά σαν χαντζάρια.

Και πώς τον φαντάστηκαν οι Ευρωπαίοι; Μεγαλοκέφαλο, τρομερόν ατσίγγανο μ’ αλλήθωρα μάτια.

Και οι άλλοι που τον είδαν κοντά; Μυτερό σταχτόχρωμο βράχο, απ’ αυτούς που είναι σπαρμένοι στο Αιγαίο, άγρια μορφή, σκαμμένη από τον καιρό, χαλασμένη από τον πόλεμο, φαγωμένη από την αδιάκοπη ανησυχία, όμοια με βράχο, που τον δέρνουν τα κύματα. Και ένας Γάλλος συνταγματάρχης, που ήταν μαζί του στην Τρίπολη, σ’ ολάκερη την πολιορκία, του κολλάει ένα μουστάκι πελώριο.

Ένας νέος είχε φτάσει από τα βάθη της Ανατολής, στα 1823, πρόσφυγας στην Τρίπολη. Με φαντασία γεμάτη από τα παραμύθια της Ασίας για τον Κολοκοτρώνη, έτρεξε, άμα έφτασε, στο σπίτι του να δη το υπεράνθρωπο τέρας. Βρήκε κόσμο πολύ εκεί πέρα. Ο Γέρος ήταν με άλλους καπεταναίους, σ’ ένα ισόγειο δωμάτιο, αμέσως μετά την αυλή. Λαός και ένοπλοι ακόλουθοι έφραζαν την πόρτα. Ο νέος δεν μπορούσε να δη τίποτα, έσπρωχνε και σπρωχνότανε να ανοίξη δρόμο. Ο Οικονόμου, γραμματικός του αρχηγού, τον έβλεπε, του κίνησε την περιέργεια.

-Πού θες να πάς; Τον ρώτησε. Τί γυρεύεις;

-Να δω τον Κολοκοτρώνη.

Ο Οικονόμου τον βοήθησε να φτάση ως τη θύρα.

-Μα ποιός είναι; Ποιός;

Κοίταξε όλους τους άλλους, έξω από το Γέρο, και ας ήταν ορθός. Όταν του είπαν τέλος «αυτός είναι», απόμεινε βουβός, σαν κάποιος που βλέπει να σωριάζεται εμπρός του πύργος τετράψηλος. Δεν μπορούσε να ‘ρθη στα σύγκαλά του. Σαν να μην ήταν εκεί κανένας άλλος, είπε δυνατά μιλώντας με τον εαυτό του:

-Μπα! Είναι σαν όλους τους ανθρώπους.

Αν το φυσικό μπορούσε ποτέ να δώση την παραμικρή ιδέα του μεγαλείου της ψυχής, να ζωγραφίση την απροσμέτρητη δύναμή της, αυτό δεν ήταν σίγουρα το δικό του φυσικό. Ανάστημα μέτριο, κορμί κανονικό, συμμετρικό, λιγνό, σβέλτο, χωρίς τίποτε το εξαιρετικό. Εμπρός σε άλλους κλέφτες θα φαινότανε νάνος. Η μορφή του, σουρωμένη, ξεροψημένη, έδειχνε ακόμη πιο αδύνατη μέσα στα μακριά μαλλιά του, που κυμάτιζαν στους ώμους. Το μέτωπό του, ψηλό και στερεό, αυλάκωναν δυο τρεις βαθιές ρυτίδες. Η μύτη του, κάπως χοντρή, μεγαλούτσικη, ελαφρά γυριστή. Δυο μεγάλες γραμμές, απάνω από το δασύ μουστάκι, κατέβαιναν από την άκρη των ρουθουνιών και έζωναν με ένα μισοφέγγαρο το πλατύ, παχύ στόμα του. Ένα δόντι καβαλίκευε λιγάκι το κάτω χείλος, που δεν έσμιγε εντελώς με το απάνω. Το σαγόνι του άρχιζε με αδρή γραμμή, έσβηνε όμως πιο κάτω απαλά. Δεν είχε μεγάλα μάτια. Κάτω από πυκνά φρύδια, μέσα στις βαθιές κόχες τους φαίνονταν μάλιστα μικρότερα πολύ από όσο ήταν πραγματικά. Η έκφρασή τους στεκόταν όλη στη ματιά του.

Ήσυχη, άμεση, άτρομη, χωνόταν ολόισια, σαν μύτη ατσαλιού, το είναι των άλλων! Ήταν κοντολογίς μορφή χαρακτηριστική, μα όχι φωναχτή˙ και αυστηρή, χωρίς να είναι άγρια. Κάτι που θα μπορούσε να ξαφνιάση στο τραχύ του πρόσωπο δεν ήταν ούτε μύτες, ούτε στόματα, ούτε μήλα πεταγμένα και βαθουλώματα, μα ένας αέρας γεμάτος χριστιανική εγκαρτέρηση, βαθιά καλοσύνη και ανθρωπιά, μια γλύκα σαν ασκητής, που δεν ήξερες τι γυρεύει σ’ έναν πρωτοκλέφτη που είχε σπείρει με ανοιχτά τα χέρια τόσες φορές το θάνατο.

Εύκολο δεν ήταν να διαβάσης αυτή τη μορφή. Κάτω από την επιφανειακή απλότητά της, ξεχώριζες τις πιο σύνθετες και απροσδόκητες ενώσεις. Έφτανε πολλές φορές ένας λόγος, για να πάρη το ήσυχο μάτι του μια έκφραση τρομερή, παγερή. Το πρόσωπό του άλλαζε απότομα. Ο αγγελικός αέρας της ταπεινοφροσύνης και της υποταγής, η εγκαρδιότητα και η γλύκα έσβηναν στη στιγμή. Φώναζε σαν λιοντάρι. Και αντιλαλούσαν τα φαράγγια του Μοριά, σα να βροντούσε από ψηλά. Το ίδιο και στο ξέσπασμα του κεφιού του.

Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.