Λόγος ηθικός τέταρτος (Α’): «Για την κατά Χριστόν απάθεια και τα χαρίσματα – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Για την απάθεια και τα χαρίσματα και τις δωρεές που υπάρχουν σ’ αυτή κατά την πρόοδο˙ και ποιά είναι η τελείωση της κατά Χριστόν πνευματικής ηλικίας.1

Όπως εκείνος που θέλει να προσηλώνει το βλέμμα του στο λαμπρότατο φως του ήλιου πρέπει να έχει καθαρά τα μάτια του σώματος, έτσι και εκείνος που επιχειρεί να μιλήσει για την απάθεια πρέπει να έχει τα μάτια της ψυχής του, δηλαδή τις αισθήσεις της ψυχής, απαλλαγμένες από κάθε πονηρή επιθυμία και εμπαθή λογισμό, για να μη συμβεί, επειδή ενοχλείται ο νους του από κάποιο απ’ αυτά, να μην μπορέσει να κοιτάξει καθαρά στο ύψος της καθαρότητάς της και στο βάθος της ή να εκθέσει με σαφήνεια και να καταλάβει ανάλογα το πλήθος και το μέγεθος των ενεργειών και των χαρισμάτων της. Διότι, αν αρχίσει να εκθέτει τα θεωρήματα και τις υποθέσεις της με θολωμένο το νου και με ακάθαρτη την καρδιά, επειδή δεν μπορεί να διατυπώσει με ελεύθερο λόγο τις ενέργειές της, θα στερηθεί ακόμη και αυτά ίσως τα αγαθά, που απέκτησε κατά ένα μέρος απ’ αυτή, επειδή ταπεινώνει και εξευτελίζει και αμαυρώνει τη δόξα της˙ διότι έχει γραφεί˙ «Στον καθένα που έχει θα δοθούν και άλλα και θα έχει περίσσευμα˙ από εκείνον όμως που δεν έχει θα του αφαιρεθεί και αυτό που νομίζει ότι έχει».2
Όσοι λοιπόν έχουν απάθεια είναι φανερό ότι την αγαπούν και αγαπιούνται πολύ απ’ αυτή˙ και καθώς συζητούν αχόρταγα γι’ αυτά που σχετίζονται μ’ αυτή, γίνονται χάρη σ’ αυτή ακόμη πιο απαθείς, με το να ανάβουν από τον πόθο γι’ αυτή. Όσοι όμως έχουν προσδεθεί σε μικρή και στην τυχαία ακόμη επιθυμία του κόσμου και των πραγμάτων του κόσμου, ή σε κάποιο σωματικό ή ψυχικό πάθος, αυτοί είναι μακριά και απέχουν από το λιμάνι της˙ γι’ αυτό και αν αρχίσουν να μιλούν για την απάθεια και αν επιχειρήσουν να σηκώσουν το νου τους στο ύψος της, επειδή σύρονται σαν δούλοι και δελεάζονται από την επιθυμία του πάθους στο οποίο έχουν δεθεί, στερούνται ακόμη και από την ειρήνη των λογισμών, που προηγουμένως νόμιζαν ότι έχουν. Και αυτό είναι λογικό˙ «διότι στο πάθος», λέει, «από το οποίο κάποιος έχει νικηθεί, σ’ αυτό και έχει υποδουλωθεί».3 Λοιπόν, επειδή απ’ αυτό το πράγμα γεμίζουν με σκότος, δεν αποδίδουν στον εαυτό τους την αιτία γι’ αυτά που συμβαίνουν, αλλά αποτολμούν να προσάψουν αδυναμία στην παντοδύναμη απάθεια. Αυτό συμβαίνει μάλιστα σ’ αυτούς, επειδή δεν έχουν αποκτήσει διόλου πείρα από την πνευματική αίσθηση και θέαση και την ικανή για όλα ενέργειά της, με το να αναλογίζονται με εικασίες και με διάφορες και πολύπλοκες σκέψεις όσα σχετίζονται με την απάθεια˙ αγαπούν δηλαδή να ασχολούνται μ’ αυτά με αλλοπρόσαλλο τρόπο, φουσκώνοντας με υπερηφάνεια από την ψεύτικη γνώση, και μιλούν με βεβαιότητα γι’ αυτά που δεν γνωρίζουν σ’ εκείνους που ρωτούν να τα μάθουν. Γι’ αυτό και δεν πείθονται, ώστε να συναισθανθούν και να ομολογήσουν ποτέ ούτε την αδυναμία, που προστέθηκε σ’ αυτούς και υπάρχει από απιστία και αμαρτωλότητα, και από μακριά συνήθεια και αμέλεια, αλλά διακηρύττον ότι και όλοι οι άλλοι άνθρωποι είναι όμοιοί τους και είναι υποδουλωμένοι από τα τέτοια πάθη˙ διότι δεν τους επιτρέπει ποτέ ο εγωισμός τους και ο φθόνος να παραδεχθούν κάποιον ανώτερό τους στην αρετή και στη σωφροσύνη.
Αλλά ας μη συμβεί, εμείς, που είμαστε τιποτένιοι και ανάξιοι να μιλούμε, επειδή δείχνουμε τέτοια υποκρισία γι’ αυτά, να διαστρέφουμε την αλήθεια και να λέμε με βεβαιότητα για εκείνα, που την ενέργειά τους δεν γνωρίσαμε προηγουμένως στον ίδιο τον εαυτό μας, με την πείρα περισσότερο παρά με τα λόγια, που πρόκειται να λεχθούν˙ αυτά μάλιστα, που αξιωθήκαμε να κατανοήσουμε και να μάθουμε από εκείνους, που φωτίσθηκαν στο νου από τη μακάρια απάθεια, και που έχουμε ακούσει με τρόπο μυστικό στο αυτί μας από την απάθεια – μιλούμε σαν να παραφρονήσαμε -, σαν κάποιοι παραπεταμένοι και τελείως ανάξιοι, θα τα διακηρύξουμε, σύμφωνα με τη χάρη που μας προστάζει από τον ουρανό, ανεβαίνοντας επάνω στους εξώστες,4 για να μην καταδικασθούμε όπως ο δούλος που έκρυψε το τάλαντο στη γη.5 Όπως λοιπόν ακούσατε τον Δεσπότη να λέει, «Πολλοί βέβαια είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως είναι οι εκλεκτοί»,6 και, «Στην οικία του Πατέρα μου υπάρχουν πολλές διαμονές»,7 έτσι θέλω να γνωρίζετε όλοι εσείς ότι πολλοί βέβαια είναι άγιοι, λίγοι όμως είναι απαθείς˙ και ακόμη ότι υπάρχει επίσης μεγάλη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο. Και πρόσεχε ακριβώς στο νόημα και στην ακρίβεια αυτών που λέγονται.8
Άλλο είναι η απάθεια της ψυχής και άλλο η απάθεια του σώματος˙ διότι η πρώτη αγιάζει και το σώμα, ενώ η δεύτερη δεν ωφελεί διόλου από μόνη της αυτόν, που την έχει αποκτήσει.
Άλλο είναι η ακινησία των μελών του σώματος και των ίδιων των παθών της ψυχής και άλλο η απόκτηση των αρετών˙ διότι η πρώτη προέρχεται από τη φύση, ενώ η δεύτερη συνηθίζει να καταστέλλει ακόμη και όλες τις φυσικές κινήσεις.
Άλλο είναι το να μην επιθυμεί κανείς κάποια από τις χαρές και τις απολαύσεις του κόσμου και άλλο το να επιθυμεί τα αιώνια και ουράνια αγαθά, επειδή τα πρώτα βέβαια άλλοι και περισσότεροι τα καταφρόνησαν για κάποιο διαφορετικό λόγο, για τα δεύτερα όμως, ενδιαφέρθηκαν πάρα πολύ λίγοι.
Άλλο λοιπόν είναι το να μη ζητά κανείς δόξα από τους ανθρώπους και άλλο το να έχει εξαρτήσει τον εαυτό του από τη δόξα του Θεού και αυτή να ζητά διαρκώς˙ διότι την πρώτη πάρα πολλοί, καθώς κυριεύθηκαν από άλλα πάθη, την απέρριψαν από τον εαυτό τους, τη δεύτερη όμως πολύ λίγοι αξιώθηκαν να την αποκτήσουν με πολύ κόπο και μόχθο.
Άλλο είναι το να αρκείται κανείς σε φτωχικό ένδυμα και να μην επιθυμεί λαμπρή στολή και άλλο το να έχει ντυθεί το φως του Θεού˙ διότι κάποιοι τη λαμπρή στολή την καταφρόνησαν, επειδή παρασύρονται από μύριες άλλες επιθυμίες, αλλά το φως του Θεού το έχουν περιβληθεί μόνο εκείνοι, που αξιώθηκαν να γίνουν τέκνα του φωτός και της μέρας.
Άλλο είναι να ταπεινολογεί κάποιος και άλλο να ταπεινοφρονεί˙ και άλλο είναι η ταπείνωση και άλλο το άνθος της ταπείνωσης, και άλλο ο καρπός της και η ωραιότητα του καρπού της και η γλυκύτητά του, και άλλο οι ενέργειες που προέρχονται από τον καρπό. Απ’ αυτά, άλλα εξαρτώνται από μας, και άλλα δεν εξαρτώνται από μας˙ και αυτά που εξαρτώνται από μας είναι το να διανοούμαστε τα πάντα, να φρονούμε, να συλλογιζόμαστε, να λέμε και να κάνουμε όσα μας οδηγούν στην ταπείνωση˙ η άγια ταπείνωση όμως και τα άλλα γνωρίσματα και χαρίσματά της και οι ενέργειές της είναι δώρο του Θεού και δεν είναι από εκείνα που εξαρτώνται από μας, για να μην καυχηθεί κάποιος ούτε και γι’ αυτό˙ αυτά άλλωσε κανείς ποτέ δεν θα αξιωθεί να τα επιτύχει, αν δεν καταβάλει καλά, σαν σπέρματα, όσα εξαρτώνται από τον εαυτό του.
Άλλο είναι το να μην ενοχλείσαι και να μην οργίζεται κάποιος για τις ταπεινώσεις και τις προσβολές και για τους πειρασμούς και τις θλίψεις, και άλλο το να είναι ευχαριστημένος σ’ αυτά. Άλλο είναι το να προσευχόμαστε γι’ αυτούς που τα προξενούν σ’ εμάς αυτά, και άλλο είναι να τους συγχωρούμε, και άλλο να τους αγαπούμε σαν ευεργέτες από την ψυχή μας, και άλλο να αναπλάθουμε νοερά τα πρόσωπα του καθενός απ’ αυτούς, και να τους ασπαζόμαστε χωρίς πάθος, σαν γνήσιους φίλους, με δάκρυα ειλικρινούς αγάπης, χωρίς δηλαδή να φωλιάζει διόλου ίχνος κάποιας αηδίας μέσα στην ψυχή μας. Μεγαλύτερα όμως απ’ αυτά, που είπαμε, είναι, όταν έχει κάποιος και στον ίδιο τον καιρό των πειρασμών απαράλλακτα την ίση και όμοια διάθεση ακόμα και σ’ αυτούς που τον χλευάζουν και τον συκοφαντούν κατά πρόσωπο, και σε όλους τους άλλους, που ή τον κατηγορούν ή τον βρίζουν ή τον καταδικάζουν ή τον φτύνουν στο πρόσωπο, αλλά και σ’ αυτούς που εξωτερικά διάκεινται βέβαια απέναντί του με το πρόσχημα της φιλίας, κρυφά όμως κάνουν εναντίον του τα ίδια μ’ αυτά, που έχουν ειπωθεί, χωρίς μάλιστα να διαφεύγουν την προσοχή του. Ασύγκριτα όμως ανώτερο επίσης απ’ αυτά νομίζω ότι είναι το να φθάσει κάποιος σε ολοκληρωτική λήθη αυτών που θα πάθει, και να μη θυμάται ποτέ, ούτε όταν είναι παρόντες ούτε όταν είναι απόντες, εκείνους που τον λύπησαν ή τον πρόσβαλαν με άλλο τρόπο, αλλά μάλλον και να συμπεριφέρεται σ’ αυτούς εξίσου με τους φίλους, χωρίς κάποια άλλη σκέψη, και στις συναναστροφές μαζί τους και στις συνεστιάσεις.
Αυτά όλα λοιπόν είναι βέβαια έργα και πράξεις των ανθρώπων που βαδίζουν μέσα στο φως9˙ όσοι όμως παρατηρούν τους εαυτούς τους να είναι έξω απ’ αυτά και από τα παρόμοια, ας μην πλανώνται ούτε να εξαπατούν τους εαυτούς τους, αλλά ας γνωρίζουν με βεβαιότητα ότι βαδίζουν μέσα στο σκότος.
Και μαζί μ’ αυτά, άλλο είναι το να φοβάται κάποιος τον Θεό και άλλο το να κάνει τις εντολές του, όπως έχει γραφεί˙ «Φοβηθείτε τον Κύριο όλοι οι άγιοί του».10 Και ακόμη˙ «Απομακρύνσου από το κακό και κάνε το καλό».11
Άλλο είναι η αργία και άλλο η ησυχία και άλλο η σιωπή˙ ακόμη μάλιστα, άλλο είναι η αναχώρηση και η μετακίνηση από τόπο σε τόπο και άλλο είναι η ξενιτεία.
Άλλο είναι η αναμαρτησία και άλλο η εργασία των εντολών.
Και προσθέτοντας σε όλα αυτά λέω, άλλο είναι το να αντιστέκεται κάποιος και να πολεμά τους εχθρούς και άλλο να τους νικήσει εντελώς και να τους υποτάξει και να τους θανατώσει˙ το πρώτο είναι γνώρισμα αγωνιστών και αγίων, αν έχουν ως το τέλος τους αυτό τον αγώνα, το δεύτερο είναι γνώρισμα απαθών και τελείων, που με πολλούς δηλαδή κόπους και ιδρώτες κατατρόπωσαν τους εχθρούς τους και κέρδισαν ολοκληρωτική νίκη εναντίον τους και φόρεσαν ως λαμπρή στολή τη ζωηφόρο νέκρωση του Κυρίου.12
Γι’ αυτό λοιπόν και πολλοί βέβαια, ο καθένας για διαφορετικό λόγο, έχουν αφιερώσει τους εαυτούς τους σ’ αυτά, πολύ λίγοι όμως είναι εκείνοι που τα επιχειρούν με αδίστακτη πίστη, με έμφυτο φόβο και με αγάπη προς τον Θεό, οι οποίοι και μόνοι, με το να βοηθούνται από τη θεία χάρη, κατορθώνουν σύντομα να πραγματοποιήσουν την εργασία της αρετής, και προοδεύοντας σε όλα, όσα αναφέραμε προηγουμένως, προχωρούν συνεχώς κάθε ώρα. Οι άλλοι ωστόσο, σύμφωνα μ’ αυτό που έχει ειπωθεί, αφήνονται να περιπλανούνται σαν μέσα σε άβατο τόπο και όχι μέσα σε δρόμο.13 Γι’ αυτούς έχει γραφεί: «Τους εξαπέστειλα σύμφωνα με τις επιθυμίες των καρδιών τους˙ θα βαδίσουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους».14 «Επειδή λοιπόν αυτοί δεν έκριναν ότι είναι άξιο να γνωρίσουν με ορθή γνώση τον Θεό, ο Θεός τους άφησε να παραδοθούν σε άκριτο νου, ώστε να κάνουν εκείνα που είναι ανάρμοστα».15
Εκείνοι λοιπόν που με φόβο και με τρόμο έβαλαν επάνω στο βράχο της υπακοής των πνευματικών πατέρων στερεό το θεμέλιο της πίστης και της ελπίδας, και κτίζουν, χωρίς δισταγμό, σ’ αυτό το θεμέλιο της υποταγής αυτά, που προστάζονται από τους πνευματικούς πατέρες σαν να προέρχονται από το στόμα του Θεού, κατορθώνουν αμέσως να απαρνηθούν τους εαυτούς τους. Διότι το να μην εκτελεί κάποιος το δικό του θέλημα, αλλά το θέλημα του πνευματικού του πατέρα, για την εντολή του Θεού και για την άσκηση στην αρετή, δεν προξενεί μέσα μας μόνο την απάρνηση του εαυτού μας, αλλά και τη νέκρωσή μας προς τον κόσμο.
Έπειτα, αφού ένας τέτοιος άνθρωπος βρεθεί με πλήρη αίσθηση σαν μέσα στην έρημο, ή, καλύτερα, έξω από τον κόσμο, και αφού κυριευθεί από ανέκφραστο φόβο και τρόμο, κραυγάζει με όλη του την ψυχή προς τον Θεό όπως ο Ιωνάς μέσα από το κήτος,16 όπως ο Δανιήλ μέσα από το λάκκο των λιονταριών,17 όπως οι τρεις Παίδες μέσα από την κάμινο της φωτιάς,18 όπως ο Μανασσής μέσα από το χάλκινο άγαλμα.19 Και ο πανάγαθος Θεός, που πρόσφερε τη ζωή του για μας τους αμαρτωλούς, ακούγοντας αμέσως τους οδυνηρούς στεναγμούς της φωνής της δέησης του τέτοιου ανθρώπου, τον σώζει, σαν από κήτος, από το βυθό της άγνοιας και από το σκοτισμό της φιλίας του κόσμου, ώστε να μην επιστρέψει πια σ’ αυτά ούτε και με τη σκέψη˙ σαν από λάκκο λιονταριών, από τις πονηρές επιθυμίες που αρπάζουν και κατατρώγουν τις ψυχές των ανθρώπων˙ σαν από κάμινο φωτιάς, από τις εμπαθείς συνήθειες που κατέχουν όλους τους ανθρώπους, αυτές που κατακαίουν σαν φωτιά, και καταστρέφουν και σύρουν με βία σε άπρεπες πράξεις, και ανάβουν μέσα μας τη φλόγα των παθών, με το να δροσίζει με το Άγιο Πνεύμα και να τον κα΄νει ακατάφλεκτο˙ και σαν από χάλκινο άγαλμα, απ’ αυτή τη γήινη και βαριά και εμπαθή σάρκα μας, που με το να κατοικεί μέσα της η ψυχή μας και να εξουσιάζεται και να δένεται και να πιέζεται φοβερά, μένει εντελώς ακίνητη και απρόθυμη σε κάθε αρετή και σε κάθε εργασία των εντολών του Θεού.20 Απ’ αυτή τη σάρκα, καθώς η ψυχή μας ελευθερώνεται, χωρίς βέβαια να χωρίζεται, φωνάζει και η ίδια μαζί με τον προφήτη Δαβίδ, λέγοντας˙ «Έσχισες τον πένθιμο σάκκο μου και με έντυσες με ευφροσύνη, για να σου ψάλλει η δόξα μου».21 Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ευχαριστεί μαζί με τον Παύλο, λέγοντας˙ «Ευχαριστώ τον Θεό δια μέσου του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, διότι ο νόμος του πνεύματος της ζωής, μέσα στη χάρη του Ιησού Χριστού, με ελευθέρωσε από τον νόμο της αμαρτίας και του θανάτου».22
Αφού λοιπόν γίνουν αυτά με τη χάρη του Χριστού έτσι, και γλυτώσει αυτός από την άγνοια και το σκοτισμό της φιλίας του κόσμου, για να πω πάλι τα ίδια, και απαλλαγεί από τις πονηρές και αισχρές επιθυμίες, και ελευθερωθεί από το θάνατο του σώματος, που μας υποδουλώνει στο νόμο της αμαρτίας, τί πρόκειται να κάνει από εκεί και πέρα; Άραγε θα μεταχειρισθεί αυτή την ελευθερία για ανάπαυση και αμεριμνησία; Καθόλου˙ αυτές οι σκέψεις είναι πραγματικά των δούλων και όχι των ελεύθερων˙ διότι εκείνος που αξιώθηκε να αποκτήσει αυτή την ελευθερία γνωρίζει ότι ελευθερώθηκε από το νόμο της αμαρτίας, ώστε να μην είναι πια ο ίδιος δούλος στην αμαρτία, αλλά να είναι δούλος στη δικαιοσύνη,23 που είναι ο Χριστός ο Θεός, αυτός που είναι και ονομάζεται ήλιος της δικαιοσύνης.24 Και για να δείξω σ’ εσάς με παράδειγμα, ποια αγάπη, καλύτερα, δείχνει από εκεί και πέρα ένας τέτοιος άνθρωπος στον Θεό, θα παραστήσω αυτή την αγάπη, αντλώντας από τα ανθρώπινα και απ’ αυτά που συμβαίνουν πάντοτε σ’ εμάς.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβ. Εφ. 4, 13
2. Ματθ. 25, 29
3. Β’ Πέτρ. 2, 19
4. Πρβ. Ματθ. 10, 27
5. Ματθ. 25,25
6. Ματθ. 20, 16
7. Ιω. 14, 2
8. Τα λεγόμενα στη συνέχεια περιέχονται και στα κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά 86-92, 98, 93-95 (σσ’. 680-2).
9. Πρβ. Α’ Ιω. 1,7
10. Ψαλ. 33, 10
11. Ψαλμ. 36, 27
12. Πρβ. Β’ Κορ. 4, 10
13. Ψαλ. 106, 40
14. Ψαλμ. 80, 13
15. Ρωμ. 1, 28
16. Ιωνάς 2, 1
17. Δαν. 6, 18
18. Δαν. 3, 23
19. Την ιστορία του βασιλιά Μανασσή βλ. στο Β’ Παραλ. 33, 1-20. Η πληροφορία ότι κατά την αιχμαλωσία του ήταν έγκλειστος σε χάλκινο ζωόμορφο άγαλμα (ζωδίω χαλκώ) έχει εξωβιβλική προέλευση (Μιχαήλ Γλυκά, Βίβλος χρονική, PG 158, 373 CD). Οι πατέρες αναφέρουν συχνά τον Μανασσή ως υπόδειγμα μετανοίας.
20. Κεφάλαια Πρακτικά και Θεολογικά 77, σ’. 677
21. Ψαλ. 29, 12-13
22. Ρωμ. 7, 25 και 8,2
23. Πρβ. Ρωμ. 6,6 και 19
24. Μαλ. 4, 2

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.