Αγίου Ιερομάρτυρος Κλήμεντος, Επισκόπου Ρώμης: Πρώτη προς Κορινθίους επιστολή (Κεφ. 31-38).

31. Ας αφοσιωθούμε λοιπόν στην ευλογία Του και ας δούμε ποιοί είναι οι δρόμοι της ευλογίας. Ας ξετυλίξουμε αυτά που έγιναν από την αρχή. Για ποιό πράγμα ευλογήθηκε ο πατέρας μας Αβραάμ; Όχι επειδή άσκησε δικαιοσύνη και αλήθεια μέσω της πίστεως; Ο Ισαάκ που γνώριζε με πεποίθηση το μέλλον προσφέρθηκε ευχαρίστως θυσία. Ο Ιακώβ με ταπεινοφροσύνη παραχώρησε τη γη του στον αδελφό του και πήγε στον Λάβαν και δούλεψε, και έτσι του δόθηκε η εξουσία ανάμεσα στις δώδεκα φυλές του Ισραήλ.

32. Αν κανείς κατανοήσει ειλικρινά το καθένα από αυτά χωριστά, θα γνωρίσει τα μεγαλεία των δωρεών που δίνονται από Αυτόν. Διότι από Αυτόν δίνονται όλοι οι ιερείς και οι λευΐτες που λειτουργούν στο θυσιαστήριο του Θεού, από Αυτόν ο Κύριος Ιησούς, ως άνθρωπος, από Αυτόν οι βασιλείς και οι άρχοντες και οι ηγούμενοι της φυλής του Ιούδα˙ αλλά και τα άλλα σκήπτρα του δεν έχουν μικρή δόξα, διότι ο Θεός υποσχέθηκε˙ «οι απόγονοί σου θα γίνουν σαν τα άστρα του ουρανού».1 Όλοι λοιπόν δοξάστηκαν και έγιναν σπουδαίοι, όχι από αυτά ή τα έργα τους ή από τη δικαιοπραξία που έκαναν, αλλά με το θέλημά Του. Και εμείς λοιπόν, που κληθήκαμε με το θέλημα Αυτού δια του Ιησού Χριστού, δεν δικαιωνόμαστε από τον εαυτό μας, ούτε από τη σοφία μας ή την σύνεση ή την ευσέβεια ή τα έργα που κάναμε με αγνή καρδιά, αλλά με την πίστη, με την οποία ο παντοκράτορας Θεός δικαίωσε όλους μέσω των αιώνων, στον οποίο ας αναφέρεται η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

33. Τί να κάνουμε λοιπόν, αδελφοί; Θα σταματήσουμε την αγαθοεργία και θα εγκαταλείψουμε την αγάπη; Να μην επιτρέψει με κανένα τρόπο ο Δεσπότης να γίνει αυτό σε μας, αλλά να σπεύσουμε με ζήλο και προθυμία να κάνουμε κάθε έργο αγαθό. Διότι ο ίδιος ο Δημιουργός και Δεσπότης των όλων χαίρεται για τα έργα του. Διότι με την πολύ μεγάλη δύναμή του στήριξε τους ουρανούς και με την ακατάληπτη σοφία του τους διακόσμησε˙ ξεχώρισε τη γη από το νερό που την κατέκλυζε και την στήριξε πάνω στο ασφαλές θεμέλιο της δικής του θέλησης˙ διέταξε να γίνουν τα ζώα που υπάρχουν μέσα σ’ αυτήν, που τα είχε δημιουργήσει πιο πριν, τα περιόρισε με τη δύναμή του. Και πάνω από όλα το πιο υπέροχο και μεγαλύτερο σε διάνοια, τον άνθρωπο, τον έπλασε με τα ιερά και καθαρά χέρια του, όμοιο με τη δική του εικόνα.

Γιατί αυτό θέλει ο Θεός˙ «ας κάνουμε άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωση δική μας. Και έκανε ο Θεός τον άνθρωπο, κάνοντάς τον άνδρα και γυναίκα».2 Όταν λοιπόν τα τελείωσε αυτά τα επήνεσε και τα ευλόγησε και είπε˙ «να αυξάνεσθε και να πολλαπλασιάζεσθε».3 Είδαμε ότι όλοι οι δίκαιοι κοσμήθηκαν με έργα αγαθά, αλλά και ο ίδιος ο Κύριος χάρηκε που κόσμησε τον εαυτό του με έργα αγαθά. Έχοντας λοιπόν Αυτόν ως παράδειγμα, ας πλησιάσουμε ακούραστα στο θέλημά του, και ας εργασθούμε με όλη τη δύναμη μας τα έργα της δικαιοσύνης.

31. Κολληθώμεν ουν τη ευλογία Αυτού και ίδωμεν τίνες αι οδοί της ευλογίας. Ανατυλίξωμεν τα απ’ αρχής γενόμενα. Τίνος χάριν ηυλογήθη ο πατήρ ημών Αβραάμ; ουχί δικαιοσύνην και αλήθειαν δια πίστεως ποιήσας; Ισαάκ μετά πεποιθήσεως γινώσκων το μέλλον ηδέως προσήγετο θυσία. Ιακώβ μετά ταπεινοφροσύνης εξεχώρησε της γης Αυτού δι’ αδελφόν και επορεύθη προς Λάβαν και εδούλευσε και εδόθη αυτώ το δωδεκάσκηπτρον του Ισραήλ.

32. Ο αν τις καθ’ έν έκαστον ειλικρινώς κατανοήση, επιγνώσεται μεγαλεία των υπ’ Αυτού δεδομένου δωρεών. Εξ Αυτού γαρ ιερείς τε και Λευίται πάντες οι λειτουργούντες τω θυσιαστηρίω του Θεού˙ εξ Αυτού ο Κύριος Ιησούς το κατά σάρκα˙ εξ Αυτού βασιλείς και άρχοντες και ηγούμενοι κατά τον Ιούδαν˙ τα δε λοιπά σκήπτρα Αυτού ουκ εν μικρά δόξη υπάρχουσιν, ως επαγγελαμένου του Θεού ότι «έσται το σπέρμα σου ως οι αστέρες του ουρανού». Πάντες ουν εδοξάσθησαν και εμεγαλύνθησαν ου δι’ αυτών ή των έργων αυτών ή της δικαιοπραγίας ης κατειργάσαντο, αλλά δια του θελήματος Αυτού. Και ημείς ουν, δια θελήματος Αυτού εν Χριστώ Ιησού κληθέντες, ου δι’ εαυτών δικαιούμεθα ουδέ δια της ημετέρας σοφίας ή συνέσεως ή ευσεβείας ή έργων ων κατειργασάμεθα εν οσιότητι καρδίας, αλλά δια της πίστεως, δι’ ης πάντας τους απ’ αιώνος ο παντοκράτωρ Θεός εδικαίωσεν, ω έστω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

33. Τί ουν ποιήσωμεν, αδελφοί; Αργήσωμεν από της αγαθοποιΐας και εγκαταλίπωμεν την αγάπην; Μηθαμώς τούτο εάσαι ο Δεσπότης εφ’ ημίν γε γενηθήναι, αλλά σπεύσωμεν μετά εκτενείας και προθυμίας παν έργον αγαθόν επιτελείν. Αυτό γαρ ο Δημιουργός και Δεσπότης των απάντων επί τοις έργοις Αυτού αγάλλεται. Τω γαρ παμμεγεθεστάτω Αυτού κράτει ουρανούς εστήριξε και τη ακαταλήπτω Αυτού συνέσει διεκόσμησεν Αυτούς˙ γην τε διεχώρησεν από του περιέχοντος αυτήν ύδατος και ήδρασεν επί τον ασφαλή του ιδίου βουλήματος θεμέλιον, τα τε εν αυτή ζώα φοιτώντα τη εαυτού διατάξει εκέλευσεν είναι˙ θάλασσαν και τα εν αυτή ζώα προδημιουργήσας ενέκλεισε τη εαυτού δυνάμει. Επί πάσι το εξοχώτατον και παμμέγεθες κατά διάνοιαν, άνθρωπον, ταις ιεραίς και αμώμοις χερσίν έπλασεν, της εαυτού εικόνος χαρακτήρα. Ούτω γαρ φησίν ο Θεός˙ «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν ημετέραν. Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, άρσεν και θήλυ εποίησεν Αυτούς».

Ταύτα ουν πάντα τελειώσας επήνεσεν αυτά και ηυλόγησε και είπεν˙ «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε». Είδομεν ότι εν έργοις αγαθοίς πάντες εκοσμήθησαν οι δίκαιοι και αυτός δε ο Κύριος έργοις αγαθοίς εαυτόν κοσμήσας εχάρη. Έχοντες ουν τούτον τον υπογραμμόν αόκνως προσέλθωμεν τω θελήματι Αυτού, εξ όλης της ισχύος ημών εργασώμεθα έργον δικαιοσύνης.

Υποσημειώσεις.

1. Γέν. 1, 26-27.
2. Γέν. 1, 28

***

34. Ο καλός εργάτης παίρνει με θάρρος το ψωμί της δουλειάς του, ενώ ο νωθρός και αδιάφορος δεν κοιτάζει στα μάτια τον εργοδότη του. Πρέπει επομένως να είμαστε πρόθυμοι για αγαθοεργία, διότι από Αυτόν προέρχεται όλα. Άλλωστε μας έχει προειδοποιήσει˙ «να ο Κύριος και ο μισθός του είναι μπροστά του, για να τον δώσει στον καθένα ανάλογα με το έργο του».1 Προτρέπει λοιπόν εμάς που πιστεύουμε με όλη την καρδιά μας σ’ Αυτόν, να μην είμαστε ούτε αργοί, ούτε αδιάφοροι για κάθε αγαθό έργο. Το καύχημά μας και το θάρρος μας να είναι σ’ Αυτόν˙ να υποτασσόμαστε στο θέλημά του˙ να κατανοήσουμε όλο το πλήθος των αγγέλων του, ότι υπηρετούν το θέλημά του μένοντας κοντά του. Διότι λέει η Γραφή˙ «αναρίθμητες μυριάδες παραστέκονταν δίπλα σ’ Αυτόν και χίλιες χιλιάδες τον λειτουργούσαν και φώναζαν˙ άγιος, άγιος, άγιος Κύριος των Δυνάμεων, όλη η κτίση είναι γεμάτη από τη δόξα του».2

Και εμείς λοιπόν, αφού συγκεντρωθούμε με ομόνοια όλοι μαζί συνειδητά, ας φωνάξουμε με ένα στόμα σ’ Αυτόν ακατάπαυστα, για να γίνουμε μέτοχοι των μεγάλων και ενδόξων υποσχέσεών του. Διότι λέει˙ «μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και ούτε ο λογισμός ανθρώπου συνέλαβε αυτά που ετοίμασε ο Κύριος για εκείνους που μένουν πιστοί σ’ Αυτόν».3

35. Πόσο μακάρια και θαυμάσια είναι τα δώρα του Θεού, αγαπητοί. Ζωή αθάνατη, λαμπρότητα με δικαιοσύνη, αλήθεια με θάρρος, πίστη και εμπιστοσύνη, εγκράτεια με αγιασμό, και αυτά είναι όσα τα συλλαμβάνει ο νους μας. Ποιά όμως είναι άραγε εκείνα που ετοιμάζει γι’ Αυτούς που τον περιμένουν; Ο Δημιουργός και Πατέρας των αιώνων, αυτός ο πανάγιος, γνωρίζει την ποσότητα και την ωραιότητα αυτών. Εμείς λοιπόν ας αγωνισθούμε για να βρεθούμε μέσα στον αριθμό εκείνων που τον περιμένουν, για να γίνουμε μέτοχοι των δωρεών που υποσχέθηκε. Και πώς θα γίνει αυτό, αγαπητοί μου; Εάν η σκέψη μας είναι στηριγμένη με πίστη στον Θεό˙ εάν επιδιώκουμε όσα είναι αρεστά και ευπρόσδεκτα σ’ Αυτόν˙ εάν εκτελέσουμε όσα ανήκουν στην άψογη θέλησή του και ακολουθήσουμε το δρόμο της αλήθειας, αφού ρίξουμε από πάνω μας κάθε αδικία και πονηριά, πλεονεξία, φιλονεικίες, κακοήθειες και δολιότητες, ψιθυρισμούς και κακολογίες, μίσος του Θεού, υπερηφάνεια και αλαζονεία, ματαιοδοξία και αφιλοξενία.

Διότι εκείνοι που τα κάνουν αυτά είναι μισητοί από τον Θεό˙ και όχι μόνοι αυτοί που τα κάνουν, αλλά και εκείνοι που συμφωνούν με Αυτούς. Διότι λέγει η Γραφή˙ «στον δε αμαρτωλό ο Θεός είπε˙ Γιατί εσύ διδάσκεις τις εντολές μου και παίρνεις στο στόμα σου τη διαθήκη μου; Διότι εσύ μισείς την παιδαγωγία και περιφρονείς τους λόγους μου. Εάν έβλεπες κλέφτη έτρεχες και συ μαζί του και έπαιρνες μέρος με τους μοιχούς στις ακολασίες˙ το στόμα σου πλεόνασε κακία και η γλώσσα σου περιέπλεκε δολιότητα˙ καθόσουν και κακολογούσες εναντίον του αδελφού σου, και προκαλούσες σκάνδαλο εναντίον του γιου της μητέρας σου. Αυτά έκανες, κι εγώ σιωπούσα˙ νόμιζες, παράνομε, ότι θα είμαι όμοιός σου. Θα σε ελέγξω και θα παρουσιάσω τις αμαρτίες σου μπροστά σου. Βάλτε καλά στο μυαλό σας αυτά όσοι ξεχάσατε τον Θεό, μήπως σας αρπάξει σαν λιοντάρι και δεν θα υπάρχει κανείς να σας σώσει. Θυσία αινέσεως με δοξάζει και εκεί βρίσκεται ο δρόμος στον οποίο θα του δείξω τη σωτηρία του Θεού».4

34. Ο αγαθός εργάτης μετά παρρησίας λαμβάνει τον άρτον του έργου Αυτού, ο νωθρός και παρειμένος ουκ αντοφθαλμεί τω εργοπαρέκτη Αυτού. Δέον ουν εστίν προθύμους ημάς είναι εις αγαθοποιΐαν˙ εξ Αυτού γαρ εστί τα πάντα. Προλέγει γαρ ημίν˙ «ιδού ο Κύριος, και ο μισθός Αυτού προ προσώπου Αυτού, αποδούναι εκάστω κατά το έργον Αυτού». Προτρέπεται ουν ημάς πιστεύοντας εξ όλης της καρδίας επ’ αυτώ, μη αργούς μηδέ παρειμένους είναι επί παν έργον αγαθόν. Το καύχημα ημών και η παρρησία έστω εν αυτώ˙ υποτασσώμεθα τω θελήματι Αυτού˙ κατανοήσωμεν το παν πλήθος των αγγέλων Αυτού, πως τω θελήματι Αυτού λειτουργούσι παρεστώτες. Λέγει γαρ η Γραφή˙ «μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αυτώ, και χίλιαι χιλιάδες ελειτούργουν αυτώ και εκέκραγον˙ Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η κτίσις της δόξης Αυτού». Και ημείς ουν, εν ομονοία επί το αυτό συναχθέντες τη συνειδήσει, ως εξ ενός στόματος βοήσωμεν προς αυτόν εκτενώς, εις το μετόχους ημάς γενέσθαι των μεγάλων και ενδόξων επαγγελιών Αυτού.

Λέγει γαρ˙ «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη όσα ητοίμασε Κύριος τοις υπομένουσιν αυτόν».

35. Ως μακάρια και θαυμαστά τα δώρα του Θεού, αγαπητοί. Ζωή εν αθανασία, λαμπρότης εν δικαιοσύνη, αλήθεια εν παρρησία, πίστις εν πεποιθήσει, εγκράτεια εν αγιασμώ, και ταύτα υποπίπτοντα υπό την διάνοιαν ημών. Τίνα ουν άρα εστί τα ετοιμαζόμενα τοις υπομένουσιν; Ο δημιουργός και Πατήρ των αιώνων πανάγιος αυτός γινώσκει την ποσότητα και την καλλονήν αυτών. Ημείς ουν αγωνισώμεθα ευρεθήναι εν τω αριθμώ των υπομενόντων, όπως μεταλάβωμεν των επηγγελμένων δωρεών. Πώς δε έσται τούτο, αγαπητοί; Εάν εστηριγμένη η η διάνοια ημών πιστώς προς τον Θεόν˙ εάν εκζητώμεν τα ευάρεστα και ευπρόσδεκτα αυτώ˙ εάν επιτελέσωμεν τα ανήκοντα τη αμώμω βουλήσει Αυτού και ακολουθήσωμεν τη οδώ της αληθείας, απορρίψαντες αφ’ εαυτών πάσαν αδικίαν και πονηρίαν, πλεονεξίαν, έρεις, κακοηθείας τε και δόλους, ψιθυρισμούς τε και καταλαλιάς, θεοστυγίαν, υπερηφανίαν τε και αλαζονείαν, κενοδοξίαν τε και αφιλοξενίαν. Ταύτα γαρ οι πράσσοντες στυγητοί τω Θεώ υπάρχουσιν˙ ου μόνον δε οι πράσσοντες αυτά, αλλά και οι συνευδοκούντες αυτοίς.

Λέγει γαρ η Γραφή˙ «τω δε αμαρτωλώ είπεν ο Θεός˙ Ινατί συ διηγή τα δικαιώματά μου και αναλαμβάνεις την διαθήκην μου επί στόματός σου; Συ δε εμίσησας παιδείαν και εξέβαλες τους λόγους μου εις τα οπίσω. Ει εθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αυτώ, και μετά μοιχών την μερίδα σου ετίθεις˙ το στόμα σου επλεόνασε κακίαν και η γλώσσά σου περιέπλεκε δολιότητα˙ καθήμενος κατά του αδελφού σου κατελάλεις και κατά του υιού της μητρός σου ετίθεις σκάνδαλον. Ταύτα εποίησας και εσίγησα˙ υπέλαβες, άνομε, ότι έσομαί σοι όμοιος. Ελέγξω σε και παραστήσω σε κατά πρόσωπόν σου. Σύνετε δη ταύτα, οι επιλανθόμενοι του Θεού, μήποτε αρπάση ως λέων και μη η ο ρυόμενος. Θυσία αινέσεως δοξάσει με και εκεί οδός ην δείξω αυτώ το σωτήριον του Θεού».

Υποσημειώσεις.

1. Ησ’. 40, 10˙ 62-11
2. Δαν. 7, 10. Ησ’. 6,3
3. Α’ Κορ. 2, 9
4. Ψαλμ. 49, 16-23

***

36. Αυτός είναι ο δρόμος, αγαπητοί μου, στον οποίο βρήκαμε τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, τον αρχιερέα των προσφορών μας, τον προστάτη και βοηθό της ασθένειάς μας. Μέσω Αυτού ατενίζουμε στα ύψη των ουρανών˙ μέσω Αυτού βλέπουμε σαν σε καθρέπτη την άψογη και υπέρτατη όψη του˙ μέσω Αυτού ανοίχτηκαν τα μάτια τις καρδιάς μας˙ μέσω Αυτού η απερίσκεπτη και σκοτωμένη διάνοιά μας ξανανθίζει μέσα στο θαυμαστό φως του˙ μέσω Αυτού θέλησε ο Κύριος να πάρουμε γεύση της αθάνατης γνώσης˙ «ο οποίος όντας ακτινοβολία του θεϊκού μεγαλείου, είναι τόσο ανώτερος από τους αγγέλους, όσο διαφορετικότερο είναι το όνομα που κληρονόμησε».1 Διότι έχει γραφεί το εξής «Αυτός είναι που έκανε τους αγγέλους του γρήγορους σαν τους ανέμους, και τους λειτουργούς του πύρινη φλόγα».2 Για τον Υιό του όμως ο Δεσπότης είπε τα εξής˙ «Εσύ είσαι Υιός μου, εγώ σε γέννησα σήμερα˙ ζήτησε από μένα και θα σου δώσω ως κληρονομία όλα τα έθνη και θα βάλω κάτω από την κυριαρχία σου τα πέρατα της γης».3

Και πάλι λέει σ’ αυτόν˙ «κάθισε στα δεξιά μου, μέχρι να κάνω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου».4 Ποιοί είναι όμως οι εχθροί του; Οι κακοί και αυτοί που αντιστέκονται στο θέλημά του.

37. Ας στρατευθούμε λοιπόν, άνδρες αδελφοί μου, με κάθε ζήλο στα άψογα προστάγματά του. Ας σκεφτούμε Αυτούς που είναι στρατευμένοι στους αρχηγούς μας, με πόση τάξη, με πόση προθυμία και με πόση ταπεινότητα εκτελούν αυτά που εντέλλονται. Δεν είναι όλοι έπαρχοι ούτε χιλίαρχοι, ούτε εκατόνταρχοι ούτε πεντηκόνταρχοι, ούτε οι με τη σειρά παρακάτω, αλλά ο καθένας στο δικό του βαθμό εκτελεί όσα διατάσσονται από τον βασιλιά και τους αρχηγούς. Οι μεγάλοι δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς τους μικρούς, ούτε οι μικροί χωρίς τους μεγάλους˙ σε όλα υπάρχει μια αλληλεξάρτηση και έτσι γίνονται χρήσιμα. Ας πάρουμε το σώμα μας˙ το κεφάλι χωρίς τα πόδια δεν είναι τίποτε, ούτε και τα πόδια χωρίς το κεφάλι˙ και τα πιο μικρά μέλη του σώματός μας είναι αναγκαία και χρήσιμα σε όλο το σώμα˙ αλλά όλα ομονοούν και πειθαρχούν σε μια υποταγή για να σώζεται όλο το σώμα.

38. Ας σώζεται λοιπόν όλο το σώμα με τον Ιησού Χριστό, και ας υποτάσσεται ο καθένας στον πλησίον του, ανάλογα με το χάρισμα που του δόθηκε. Ο δυνατός να φροντίζει τον αδύνατο˙ ο πλούσιος να επιχορηγεί τον φτωχό, και ο φτωχός να ευχαριστεί τον Θεό για τη χορηγία, με την οποία θα συμπληρώσει αυτό που του έλειπε. Ο σοφός ας δείχνει τη σοφία του, όχι με λόγια, αλλά με καλά έργα˙ αυτός που είναι ταπεινός να μη το ομολογεί για τον εαυτό του, αλλά ας αφήνει να το βεβαιώσει άλλος˙ αυτός που είναι σαρκικά αγνός, να μην υπερηφανεύεται, και να γνωρίζει ότι άλλος είναι εκείνος που του δίνει την εγκράτεια. Ας αναλογισθούμε λοιπόν, αδελφοί, από ποιά ύλη γίναμε, ποιοί και πώς μπήκαμε στον κόσμο, από ποιό τάφο σκοταδιού εκείνος που μας έπλασε και μας δημιούργησε μας έφερε στον κόσμο του, αφού προετοίμασε τις ευεργεσίες του προτού γεννηθούμε. Αφού λοιπόν όλα αυτά τα έχουμε από αυτόν, οφείλουμε για όλα να ευχαριστούμε αυτόν, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

36. Αύτη η οδός, αγαπητοί, εν η εύρομεν τον σωτήριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αρχιερέα των προσφορών ημών, τον προστάτην και βοηθόν της ασθενείας ημών. Δια τούτου ατενίζομεν εις τα ύψη των ουρανών˙ δια τούτου ενοπτριζόμεθα την άμωμον και υπερτάτην όψιν Αυτού˙ δια τούτου ηνεώχθησαν ημών οι οφθαλμοί της καρδίας˙ δια τούτου η ασύνετος και εσκοτωμένη διάνοια ημών αναθάλλει εις το θαυμαστόν Αυτού φως˙ δια τούτου ηθέλησεν ο Δεσπότης της αθανάτου γνώσεως ημάς γεύσασθαι, «ος ων απαύγασμα της μεγαλωσύνης Αυτού, τοσούτω μείζων εστίν αγγέλων, όσω διαφερώτερον όνομα κεκληρονόμηκεν». Γέγραπται γαρ ούτως˙ «ο ποιών τους αγγέλους Αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς Αυτού πυρός φλόγα». Επί δε τω Υιώ Αυτού ούτως είπεν ο Δεσπότης˙ «Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε˙ αίτησαι παρ’ εμού, και δώσω σοι έθνη την κληρονομίαν σου και την κατάσχεσίν σου τα πέρατα της γης».

Και πάλιν λέγει προς αυτόν˙ «κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου». Τίνες ουν οι εχθροί; Οι φαύλοι και αντιτασσόμενοι τω θελήματι Αυτού.

37. Στρατευσώμεθα ουν, άνδρες αδελφοί, μετά πάσης εκτενείας εν τοις αμώμους προστάγμασιν Αυτού. Κατανοήσωμεν τους στρατευομένους τοις ηγουμένοις ημών, πως ευτάκτως, πως ευείκτως, πώς υποτεταγμένως επιτελούσι τα διατασσόμενα. Ου πάντες εισίν έπαρχοι ουδέ χιλίαρχοι ουδέ εκατόνταρχοι ουδέ πεντηκόνταρχοι ουδέ το καθεξής, άλλ’ έκαστος εν τω ιδίω τάγματα τα επιτασσόμεθα υπό του βασιλέως και των ηγουμένων επιτελεί. Οι μεγάλοι δίχα των μικρών ου δύνανται είναι, ούτε οι μικροί δίχα των μεγάλων˙ σύγκρασίς τις εστίν εν πάσι και εν τούτοις χρήσις. Λάβωμεν το σώμα ημών˙ η κεφαλή δίχα των ποδών ουδέν εστίν, ούτως ουδέ οι πόδες δίχα της κεφαλής˙ τα δε ελάχιστα μέλη του σώματος ημών αναγκαία και εύχρηστά εισίν όλω τω σώματι, αλλά πάντα συμπνεί και υποταγή μια χρήται εις το σώζεσθαι όλον το σώμα.

38. Σωζέσθω ουν ημών όλον το σώμα εν Χριστώ Ιησού και υποτασέσθω έκαστος τω πλησίον Αυτού, καθώς ετέθη τω χαρίσματι Αυτού. Ο ισχυρός τημελείτω τον ασθενή ο δε ασθενής εντρεπέτω τον ισχυρόν˙ ο πλούσιος επιχορηγείτω τω πτωχώ, ο δε πτωχός ευχαριστείτω τω Θεώ ότι έδωκεν αυτώ δι’ ου αναπληρωθή Αυτού το υστέρημα. Ο σοφός ενδεικνύσθω την σοφίαν Αυτού μη εν λόγοις, άλλ’ εν έργοις αγαθοίς˙ ο ταπεινόφρων μη εαυτώ μαρτυρείτω, άλλ’ εάτω υφ’ ετέρου εαυτόν μαρτυρείσθαι˙ ο αγνός εν τη σαρκί μη αλαζονευέσθω, γινώσκων ότι έτερός ο επιχορηγών αυτώ την εγκράτειαν. Αναλογισώμεθα ουν, αδελφοί, εκ ποίας ύλης εγεννήθημεν, ποίοι και τίνες εισήλθαμεν εις τον κόσμον. Εκ ποίου τάφου και σκότους ο πλάσας ημάς και δημιουργήσας εισήγαγεν εις τον κόσμον Αυτού, προετοιμάσας τας ευεργεσίας Αυτού πριν ημάς γεννηθήναι. Ταύτα ουν πάντα εξ Αυτού έχοντες οφείλομεν κατά πάντα ευχαριστείν αυτώ, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Εβρ. 1, 3-4
2. Ψαλμ. 103,4
3. Ψαλμ. 2, 7-8
4. Ψαλμ. 109, 1

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εισαγωγή της πρώτης προς Κορινθίους επιστολής:

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.