Αγίου Ιερομάρτυρος Κλήμεντος, Επισκόπου Ρώμης: Πρώτη προς Κορινθίους επιστολή (Εισαγωγή, Κεφ. 1-5).

Εισαγωγή.

Πρόκειται για μια μακροσκελέστατη Επιστολή – πραγματεία, που αποτελείται από 65 κεφάλαια και που, όπως δηλώνεται στην αρχή της, στάλθηκε από την Εκκλησία της Ρώμης στην Εκκλησία της Κορίνθου. Όμως, όπως δέχεται σύσσωμη η αρχαία παράδοση της Εκκλησίας (Διονύσιος Κορίνθου, Ειρηναίος, Ευσέβιος, Φώτιος κ.α), γράφτηκε από τον τότε επίσκοπο της Ρώμης Κλήμη, ο οποίος ενήργησε στην περίπτωση αυτή ως «εκπρόσωπος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας».1

Ο Κλήμης διετέλεσε επίσκοπος της Ρώμης από το δωδέκατο έτος της βασιλείας του Δομιτιανού μέχρι το τρίτο έτος της βασιλείας του Τραϊανού, δηλαδή από το 92 μέχρι το 101 μ. Χ,2. Στο χρονικό λοιπόν αυτό διάστημα θα πρέπει να γράφτηκε και η επιστολή. Όπως σημειώνει και ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, στηριζόμενος σε εσωτερικούς λόγους, πρέπει να γράφτηκε αμέσως μετά την κατάπαυση του διωγμού του Δομιτιανού, ήτοι κατά τα έτη 95-96 μ. Χ.3

Αφορμή για τη σύνταξη και αποστολή της Επιστολής αυτής, έδωσε η στάση την οποία προκάλεσαν «ολίγα πρόσωπα προπετή και αυθάδη» με σκοπό να βλάψουν «το σεμνόν και περιβόητον και πάσιν ανθρώποις αξιαγάπητον όνομα» των Κορινθίων.4 Αποτέλεσμα της στάσεως αυτής των Κορινθίων ήταν να εκδιωχθούν από τις θέσεις τους μερικοί πρεσβύτεροι, αν και εκτελούσαν το έργο τους άψογα.5

Σκοπός της Επιστολής είναι, όπως φαίνεται από το όλο περιεχόμενό της, να μετανοήσουν οι ταραχοποιοί και στασιαστές και να επικρατήσει η αγάπη και η ειρήνη στην Εκκλησία της Κορίνθου.6 Ο συντάκτης της όμως δεν αρκείται σε ξηρές συμβουλές και παραινέσεις, αλλά αναζητά τις βαθύτερες ρίζες των ταραχών και προτείνει τρόπους θεραπείας των. Στην αρχή περιγράφει το πρόβλημα, το οποίο δημιουργήθηκε από φθόνο προς την ειρηνική κατάσταση της Εκκλησίας της Κορίνθου,7 και στη συνέχεια τονίζει την ανάγκη της μετάνοιας, της υπακοής, της ταπεινοφροσύνης και πίστεως,8 υπενθυμίζει στους Κορινθίους τις ευεργεσίες του Θεού στον κόσμο,9 παραθέτει διάγραμμα ευταξίας μέσα στην Εκκλησία,10 κάνει παραινέσεις στους ταραχοποιούς να μετανοήσουν, για να επικρατήσει η αγάπη και ειρήνη στην Εκκλησία,11 απευθύνει πολύ ωραία κατάλληλη προσευχή, φράσεις της οποίας χρησιμοποιούνται σε όλες σχεδόν τις λατρευτικές ευχές της Εκκλησίας,12 και τελειώνει με ανακεφαλαίωση των παραινέσεών του και χαιρετισμούς.13

Το κείμενο λαμβάνεται από την ΒΕΠ.

Υποσημειώσεις.

1. Βλ. Ευσεβίου, Εκκλησ’. Ιστορία 3, 38
2. Βλ. ό. π., 3, 15, 34
3. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία τ. Β’, Θεσσαλονίκη 1978, σ’. 362
4. Κεφ. 1.
5. Κεφ. 44.
6. Βλ. κεφ. 57 κ.ά.
7. Κεφ. 1-6
8. Κεφ. 7-19
9. Κεφ. 19-36
10. Κεφ. 37-44
11. Κεφ. 44-59
12. Κεφ. 59-61
13. Κεφ. 62-65 …

Αγίου Κλήμεντος, Επισκόπου Ρώμης: Πρώτη επιστολή προς Κορινθίους

Η Εκκλησία του Θεού που κατοικεί στη Ρώμη, προς την Εκκλησία του Θεού που κατοικεί στην Κόρινθο, προς αυτούς που κάλεσε να γίνουν άγιοι με το θέλημα του Θεού, μέσω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Είθε να έχετε πλούσια τη χάρη και ειρήνη από τον Παντοκράτορα Θεό μέσω του Ιησού Χριστού.

1.Για τις ξαφνικές και αλλεπάλληλες συμφορές που σας βρήκαν και τις δύσκολες περιστάσεις, αδελφοί, νομίζουμε πως σας απαντούμε αργά για τα πράγματα που αναζητείτε, αγαπητοί, και την παράδοξη και ξένη στους εκλεκτούς του Θεού, τη βδελυρή και ανόσια στάση την οποία προκάλεσαν λίγα πρόσωπα που είναι απερίσκεπτα και αυθάδη, σε τέτοιο βαθμό ανοησίας, ώστε το σεμνό και ξακουστό και αξιαγάπητο από όλους τους ανθρώπους όνομά σας να υποστεί μεγάλη βλάβη.

Διότι ποιός ήρθε σε σας και δε διαπίστωσε τη σταθερή και γεμάτη αρετές πίστη σας, δεν θαύμασε τη συνετή και λογική ευσέβειά σας στο Χριστό, δεν διακήρυξε το μεγαλόπρεπο ήθος της φιλοξενίας σας, δεν μακάρισε την τέλεια και ασάλευτη γνώση σας; Διότι τα κάνατε όλα χωρίς να χαρίζεστε σε πρόσωπα και βαδίζατε στα πλαίσια των νόμων του Θεού, πειθαρχώντας στους αρχηγούς σας και απονέμοντας την πρέπουσα τιμή στους πρεσβυτέρους σας˙ αλλά και στους νέους επιτρέπατε να σκέφτονται με μετριοπάθεια και σεμνότητα, και στις γυναίκες παραγγέλνατε να κάνουν τα πάντα με καθαρή και σεμνή και ειλικρινή συνείδηση, αγαπώντας όπως πρέπει τους άνδρες τους, και τις διδάσκατε, μένοντας μέσα στα πλαίσια του κανόνα της υποταγής, να φροντίζουν το σπίτι τους με πολλή σωφροσύνη.

2. Και όλοι σας ήσασταν ταπεινόφρονες, χωρίς ν’ αλαζονεύεστε, υπακούοντας μάλλον, παρά υποτάσσοντας, αισθανόσασταν περισσότερη ευχαρίστηση δίνοντας, παρά παίρνοντας, περιορισμένοι και έχοντας στραμμένο τον νου σας στα εφόδια του Χριστού, του οποίου είχατε ενστερνισθεί με προσοχή τα λόγια του στα σπλάχνα σας και τα παθήματά του ήταν διαρκώς μπροστά σας. Έτσι επικρατούσε ειρήνη βαθειά και πλούσια σε όλους και ακόρεστος πόθος για αγαθοεργία, και γινόταν σε όλους πλήρης μετάδοση του αγίου Πνεύματος. Και γεμάτοι από την ιερή θέληση, με αγαθή προθυμία και ευσεβή πεποίθηση απλώνατε τα χέρια σας προς τον παντοκράτορα Θεό, παρακαλώντας τον να σας λυπηθεί όταν άθελά σας αμαρτάνατε σε κάτι. Υπήρχε άμιλλα μεταξύ σας μέρα και νύχτα για ολόκληρη την αδελφότητα, ώστε να διασώζεται με ευσπλαχνία και συνειδητά ο αριθμός των εκλεκτών του. Ήσασταν ειλικρινείς και καθαροί και χωρίς μνησικακία μεταξύ σας. Κάθε στάση και κάθε σχίσμα ήταν μισητό σε σας. πενθούσατε για τα παραπτώματα των πλησίον σας και τις στερήσεις τους τις
θεωρούσατε και δικές σας. Ήσασταν αμετανόητοι για κάθε αγαθοεργία, έτοιμοι για κάθε καλό έργο. Στολισμένοι με την γεμάτη αρετές και σεβάσμια διαγωγή σας κάνατε τα πάντα με τον φόβο του, και οι εντολές και κρίσεις του Κυρίου ήταν γραμμένες στα φύλλα της καρδιάς σας.

3. Σας δόθηκε κάθε δόξα και καύχηση και έγινε αυτό που είναι γραμμένο˙ «έφαγε και ήπιε και πλατύνθηκε και πάχυνε και κλώτσησε ο αγαπημένος’.1 Και από αυτό προήλθε ζήλεια και φθόνος, φιλονεικία και εξέγερση, διωγμός και σύγχυση, πόλεμος και αιχμαλωσία. Έτσι ξεσηκώθηκαν «οι άτιμοι εναντίον των εντίμων»,2 οι άδοξοι εναντίον των ενδόξων, οι ανόητοι εναντίον των λογικών, οι νέοι εναντίον των πρεσβυτέρων. Γι’ αυτό απομακρύνθηκε η δικαιοσύνη και η ειρήνη, με το να εγκαταλείψει ο καθένας το φόβο του Θεού και να πάσχει από αμβλυωπία στην πίστη του, και να μη βαδίζει στα νόμιμα προστάγματά του, ούτε να φέρεται όπως αρμόζει στον Χριστό, αλλά να βαδίζει ο καθένας σύμφωνα με τις επιθυμίες της πονηρής καρδιάς του, διότι όλοι απέκτησαν ζήλεια άδικη και ασεβή, μέσω της οποίας «μπήκε και ο θάνατος στον κόσμο».3

4. Διότι έχει γραφεί το εξής˙ «ύστερα από μερικές ημέρες ο Κάϊν πρόσφερε θυσία στο Θεό από καρπούς της γης και ο Άβελ πρόσφερε και αυτός από τα πρωτότοκα πρόβατά του και μάλιστα από το πάχος τους. Και έρριξε ο Θεός το βλέμμα του στον Άβελ και στα δώρα του, ενώ στον Κάϊν και στις θυσίες του δεν έδωσε σημασία. Και λυπήθηκε πολύ ο Κάϊν και τον κυρίεψε κατήφεια. Και είπε ο Θεός στον Κάϊν˙ γιατί λυπήθηκες τόσο πολύ και κατέβασες τα μούτρα σου; Δεν γνωρίζεις ότι εάν προσφέρεις ορθά θυσία, αλλά δεν την προσφέρεις όπως πρέπει, αμαρτάνεις; Ησύχασε˙ η αιτία της αποστροφής μου βρίσκεται στην εξουσία σου και μπορείς να τη νικήσεις. Και είπε ο Κάϊν στον αδελφό του Άβελ˙ Ας πάμε στην παδιάδα˙ και όταν βρίσκονταν στην πεδιάδα επιτέθηκε ο Κάϊν εναντίον του αδελφού του Άβελ και τον σκότωσε».4 Βλέπετε, αδελφοί, η ζήλεια και ο φθόνος έφεραν την αδελφοκτονία. Εξαιτίας άλλωστε της ζήλειας ο πατέρας μας ο Ιακώβ δραπέτευσε από τον αδελφό του Ησαΰ.5 Η ζήλεια έκανε να διωχθεί ο Ιωσήφ μέχρι θανάτου και να φθάσει να γίνει δούλος.6

Η ζήλεια ανάγκασε τον Μωυσή να φύγει από τον Φαραώ, τον βασιλιά της Αιγύπτου, όταν άκουσε από τον συμπατριώτη του˙ «ποιός σε διόρισε κριτή ή δικαστή σε μας; Μήπως θέλεις να με σκοτώσεις, με τον ίδιο τρόπο που σκότωσες χθες τον Αιγύπτιο;»7 Από ζήλεια ο Ααρών και η Μαρία διέμειναν έξω από το στρατόπεδο.8 Η ζήλεια επειδή στασίασαν εναντίον του δούλου του Θεού Μωυσή.9 Εξαιτίας της ζήλειας ο Δαβίδ όχι μόνο φθονήθηκε από τους αλλόφυλους, αλλά καταδιώχθηκε και από τον βασιλιά του Ισραήλ Σαούλ.

5. Αλλά για να σταματήσουμε τα παραδείγματα των παλιών, ας έρθουμε στους πιο κοντινούς αθλητές, ας πάρουμε τα γενναία παραδείγματα της γενεάς μας. Εξαιτίας ζήλειας και φθόνου διώχθηκαν οι πιο μεγάλοι και πιο δίκαιοι στύλοι και αγωνίστηκαν μέχρι θανάτου. Ας πάρουμε υπόψη μας τους αγαθούς αποστόλους. Τον Πέτρο, ο οποίος εξαιτίας άδικης ζήλειας υπέφερε όχι ένα ούτε δύο, αλλά περισσότερους πόνους, και έτσι αφού μαρτύρησε πήγε στον τόπο της δόξας όπως του έπρεπε. Εξαιτίας ζήλειας και φιλονεικίας και ο Παύλος αποδείχθηκε άξιος βραβείου υπομονής, φορώντας επτά φορές δεσμά, δραπετεύοντας, λιθοβολούμενος, κηρύττοντας σε Ανατολή και Δύση, έλαβε τη γενναία δόξα της πίστεώς του, και αφού δίδαξε τη δικαιοσύνη σ’ όλο τον κόσμο και έφτασε μέχρι το τέρμα της Δύσεως και μαρτύρησε κατά την εποχή των αρχηγών, έφυγε με τον τρόπο αυτό από τον κόσμο και πήγε στον άγιο τόπο, και έγινε το μεγαλύτερο υπόδειγμα υπομονής.

Αγίου Κλήμεντος, Προς Κορινθίους Α’ επιστολή

Η Εκκλησία του Θεού η παροικούσα Ρώμην.
Τη Εκκλησία του Θεού τη παροικούση Κόρινθον, κλητοίς ηγιασμένοις εν θελήματι Θεού δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Χάρις υμίν και ειρήνη από παντοκράτορος Θεού δια Ιησού Χριστού πληθυνθείη.

1.Δια τας αιφνιδίους και επαλλήλους γενομένας ημίν συμφοράς και περιπτώσεις, αδελφοί, βράδιον νομίζομεν επιστροφήν πεποιήσθαι περί των επιζητουμένων παρ’ υμίν πραγμάτων, αγαπητοί, της τε αλλοτρίας και ξένης τοις εκλεκτοίς του Θεού, μιαράς και ανοσίου στάσεως, ην ολίγα πρόσωπα προπετή και αυθάδη υπάρχοντα εις τοσούτον απονοίας εξέκαυσαν, ώστε το σεμνόν και περιβόητον και πάσιν ανθρώποις αξαγάπητον όνομα υμών μεγάλως βλαφθήναι. Τίς γαρ παρεπιδημήσας προς υμάς την πανάρετον και βεβαίαν υμών πίστιν ουκ εδοκίμασεν, την τε σώφρονα και επιεική εν Χριστώ ευσέβειαν ουκ εθαύμασε και το μεγαλοπρεπές της φιλοξενίας υμών ήθος ουκ εκήρυξε και την τελείαν και ασφαλή γνώσιν ουκ εμακάρισεν; Απροσωπολήπτως γαρ πάντα εποιείτε και εν τοις νομίμοις του Θεού επορεύεσθε, υποτασσόμενοι τοις ηγουμένοις υμών και τιμήν την καθήκουσαν απονέμοντες τοις παρ’ υμίν πρεσβυτέροις˙ νέοις τε μέτρια και σεμνά νοείν επετρέπετε, γυναιξίν τε εν αμώμω και σεμνή και αγνή συνειδήσει πάντα επιτελείν παρηγγέλλετε, στεργούσας καθηκόντως τους άνδρας
εαυτών, εν τε τω κανόνι της υποταγής υπαρχούσας τα κατά τον οίκον σεμνώς οικουργείν εδιδάσκετε, πάνυ σωφρονούσας.

2. Πάντες τε εταπεινοφρονείτε μηδέν αλαζονευόμενοι, υποτασσόμενοι μάλλον ή υποτάσσοντες, ήδιον διδόντες ή λαμβάνοντες, τοις εφοδίοις του Χριστού αρκούμενοι και προσέχοντες˙ τους λόγους αυτού επιμελώς ενεστερνισμένοι ήτε τοις σπλάγχνοις και τα παθήματα αυτού ην προ οφθαλμών υμών. Ούτως ειρήνη βαθεία και λιπαρά εδέδοτο πάσιν και ακόρεστος πόθος εις αγαθοποιΐαν, και πλήρης Πνεύματος αγίου έκχυσις επί πάντας εγίνετο. Μεστοί τε οσίας βουλής εν αγαθή προθυμία μετ’ ευσεβούς πεποιθήσεως εξετείνετε τας χείρας υμών προς τον παντοκράτορα Θεόν, ικετεύοντες αυτόν ίλεων γενέσθαι ει τι άκοντες ημάρτετε. Αγών ην ημίν ημέρας τε και νυκτός υπέρ πάσης της αδελφότητος, εις το σώζεσθαι μετ’ ελέους και συνειδήσεως τον αριθμόν των εκλεκτών αυτού. Ειλικρινείς και ακέραιοι ήτε και αμνησίκακοι εις αλλήλους. Πάσα στάσις και παν σχίσμα βδελυκτόν ην υμίν. Επί τοις παραπτώμασιν των πλησίων επενθείτε, τα υστερήματα αυτών ίδια εκρίνετε. Αμεταμέλητοι ήτε επί πάση αγαθοποιΐα, έτοιμοι εις παν έργον αγαθόν.

Τη παναρέτω και σεβασμίω πολιτεία κεκοσμημένοι πάντα εν τω φόβω αυτού επετελείτε, τα προστάγματα και τα δικαιώματα του Κυρίου επί τα πλάτη της καρδίας υμών εγέγραπτο.

3. Πάσα δόξα και πλατυσμός εδόθη υμίν και επετελέσθη το γεγραμμένον˙ «έφαγε και έπιεν, και επλατύνθη και επαχύνθη, και απελάκτισεν ο ηγαπημένος». Εκ τούτου ζήλος και φθόνος, έρις και στάσις διωγμός και ακαταστασία, πόλεμος και αιχμαλωσία. Ούτως επηγέθησαν «οι άτιμοι επί τους εντίμους», οι άδοξοι επί τους ενδόξους, οι άφρονες επί τους φρονίμους, οι νέοι επί τους πρεσβυτέρους. Δια τούτο πόρρω απέστη η δικαιοσύνη και ειρήνη, εν τω απολιπείν έκαστον τον φόβον του Θεού και εν τη πίστει αυτού αμβλυωπήσαι, μηδέ εν τοις νομίμοις των προσταγμάτων αυτού πορεύεσθαι μηδέ πολιτεύεσθαι κατά το καθήκον τω Χριστώ, αλλά έκαστον βαδίζειν κατά τας επιθυμίας της καρδίας αυτού της πονηράς, ζήλον άδικον και ασεβή ανειληφότας, δι’ ου και «θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον».

4. Γέγραπται γαρ ούτως˙ «και εγένετο καθ’ ημέρας ήνεγκε Κάϊν από των καρπών της γης θυσίαν τω Θεώ και Άβελ ήνεγκε και αυτός από των πρωτοτόκων των προβάτων και από των στεάτων αυτών. Και επείδεν ο Θεός επί Άβελ και επί τοις δώροις αυτού, επί δε Κάϊν και επί ταις θυσίαις αυτού ου προσέσχεν. Και ελυπήθη Κάϊν λίαν και συνέπεσε το πρόσωπον αυτού. Και είπεν ο Θεός προς Κάϊν˙ Ινατί περίλυπος εγένου και ινατί συνέπεσε το πρόσωπόν σου; Ουκ εάν ορθώς προσενέγκης, ορθώς δε μη διέλης, ήμαρτες; Ησύχασον˙ προς σε η αποστροφή αυτού και άρξεις αυτού. Και είπε Κάϊν προς Άβελ τον αδελφόν αυτού˙ Διέλθωμεν εις το πεδίον. Και εγένετο εν τω είναι αυτούς εν τω πεδίω ανέστη Κάϊν επί Άβελ τον αδελφόν αυτού και απέκτεινεν αυτόν». Οράτε, αδελφοί, ζήλος και φθόνος αδελφοκτονίαν κατειργάσατο. Δια ζήλος ο πατήρ ημών Ιακώβ απέδρα από προσώπου Ησαΰ του αδελφού αυτού. Ζήλος εποίησεν Ιωσήφ μέχρι θανάτου διωχθήναι και μέχρι δουλείας ελθείν.

Ζήλος φυγείν ηνάγκασε Μωϋσήν από προσώπου Φαραώ βασιλέως Αιγύπτου εν τω ακούσαι αυτόν από του ομοφύλου˙ «τις σε κατέστησε κριτήν ή δικαστήν εφ’ ημών; Μη ανελείν με συ θέλεις, αν τρόπον ανείλες εχθές τον Αιγύπτιον;» Δια ζήλος Ααρών και Μαριάμ έξω της παρεμβολής ηυλίσθησαν. Ζήλος Δαθάν και Αβειρών ζώντας κατήγαγεν εις άδου, δια το στασιάσαι αυτούς προς τον θεράποντα του Θεού Μωϋσήν. Δια ζήλος Δαυΐδ φθόνον έσχεν ου μόνον υπό των αλλοφύλων, αλλά και υπό Σαούλ βασιλέως Ισραήλ εδιώχθη.

5. Άλλ’ ίνα των αρχαίων υποδειγμάτων παυσώμεθα, έλθωμεν επί τους έγγιστα γενομένους αθλητάς˙ λάβωμεν της γενεάς ημών τα γενναία υποδείγματα. Δια ζήλον και φθόνον οι μέγιστοι και δικαιότατοι στύλοι εδιώχθησαν και έως θανάτου ήθλησαν. Λάβωμεν προ οφθαλμών ημών τους αγαθούς αποστόλους. Πέτρον, ος δια ζήλον άδικον ουχ ένα ουδέ δύο, αλλά πλείονας υπήνεγκε πόνους, και ούτω μαρτυρήσας επορεύθη εις τον οφειλόμενον τόπον της δόξης. Δια ζήλον και έριν Παύλος υπομονής βραβείον έδειξεν, επτάκις δεσμά φορέσας, φυγαδευθείς, λιθασθείς, κήρυξ γενόμενος εν τε τη ανατολή και εν τη δύσει, το γενναίον της πίστεως αυτού κλέος έλαβεν, δικαιοσύνην διδάξας όλον τον κόσμον, και επί το τέρμα της δύσεως ελθών και μαρτυρήσας επί των ηγουμένων, ούτως απηλλάγη του κόσμου και εις άγιον τόπον επορεύθη, υπομονής γενόμενος μέγιστος υπογραμμός.

Υποσημεώσεις.

1. Δευτ. 32, 15
2. Ησ’. 3, 15
3. Σοφ. Σολ. 2, 24
4. Γέν. 4. 3-8
5. Γέν. 27, 41ε.
6. Γέν. 37, 12ε.
7. Έξ. 3,4
8. Αριθμ. 12, 2-5
9. Αριθμ. 16, 30- 34

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.