«Μόνον Συ, Κύριε, γνωρίζεις τι χρειάζεται εις ημάς» Η προσευχή του Πατριάρχου Σερβίας, Κ. Παύλου.

Από το αδύναμο αγοράκι, δια το οποίον άναβαν κερί νομίζοντες ότι απέθανε, και το οποίον εις το μάθημα των θρησκευτικών βαθμολογείτο δια του 2, έγινε εις
εκ των μεγαλυτέρων πνευματικών της εποχής του.

Μετά από 22 ώρας αεροπορικού ταξιδιού, επιστρέφων εκ της Αυστραλίας, μεταβαίνει κατ’ ευθείαν εις την αγρυπνία εις τον Μητροπολιτικό Ναό του Βελιγραδίου,
έπειτα επί δύο ώρας επιδιορθώνει το ταλαιπωρημένο ράσο του, δια να ξεκινήσει, το πρωί κατά τας 6 μετά την τέλεση της θείας Λειτουργίας, δια τη Μόσχα, όπου
ο Ρώσος Πατριάρχης Αλέξιος Β’, θα τον ερωτήσει, εάν εν τω μεταξύ , πρόφθασε να επισκεφθεί τη Ν. Ζηλανδία.

Ευρισκόμενος εις την Αμερικήν, εις αποστολήν δια την επιστροφή και επανένωση των αποσχισθεισών επαρχιών της Ορθοδόξου Σερβικής Εκκλησίας της Αμερικής με
τη μητρική Εκκλησία της Σερβίας, το θέρος του 1992, προτού αναχωρήσει από το Λος Άντζελες δια το Σικάγο, η Αγιότης του, ο Πατριάρχης των Σέρβων Παύλος,
σήκωσε το ράσο του και εισήλθε εις τα νερά του Ειρηνικού. Παρέμεινε εις την στάση αυτήν επ’ ολίγον ατενίζων εις το βάθος και το ύψος του ορίζοντος, οφθαλμοφανώς
προσευχόμενος. Έσκυψε, και από τον βυθόν έλαβε δύο λευκά πετραδάκια, τα φίλησε και τα έβαλε εις την τσέπη του.
Έπειτα σημείωσε το σχήμα του Σταυρού εις το σώμα του, και επορεύθη προς το αυτοκίνητο, το οποίον τον ανέμενε εις μικράν απόστασιν. Εις εκ των πρακτόρων
του F. b. I. που τον επέβλεπαν, πλησίασε, γονάτισε και ησπάσθη την χείρα του Σέρβου Πατριάρχου αναφωνών:
«Να, ένας άγιος πού περπατά στη γη»!

Τα ίδια λόγια την εποχή εκείνην, θα ηδύναντο να ακουσθούν και εις την Σερβίαν υπό των ανθρώπων που παρακολουθούν τας τελετουργίας του, αλλά και υπό όσων τον
συναντούν εις τας οδούς του Βελιγραδίου, καθώς με το «μπαστουνάκι» του μετέβαινε εις την αγορά, ή εις κάποιαν σύναξιν, ή εις κάποιαν άλλην εργασίαν.
Μακράν και δύσκολη οδό διήλθε ο Γκόικο Στόιτσεβιτς, μετέπειτα μοναχός και ακολούθως επίσκοπος Παύλος, έως ότου τον ονομάσουν ζώντα ακόμη εις την γην «άγιον».

Εγεννήθη την ημέραν του εορτασμού της Αποτομής της κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, 11 Σεπτεμβρίου (παλαιόν ημερολόγιο) του 1914, εις το χωρίον Κούτσαντασι της Σλαβονίας, (σήμερον η περιοχή αυτή ανήκει εις την Κροατία, οι Σέρβοι εδιώχθησαν εκείθεν το 1995 κατά τον πρόσφατον πόλεμον), όπου μετανάστευσαν οι γονείς του από την Νότια Σερβία. Πολύ νέος ακόμη έμεινε ορφανός, πράγμα το οποίον δυσκόλευσε τη ζωή του ακόμη περισσότερον.
«Πολύ ενωρίς έμεινα χωρίς γονείς», λέγει ο ίδιος. «Ο πατήρ μου ειργάζετο εις την Αμερική, εκεί έπαθε φυματίωσιν και επέστρεψε εις το σπίτι, μόνον πλέον
δια να αποθάνει. Η μήτηρ μου ήλθεν εις δεύτερον γάμον μετά εν έτος, ενώ ο αδελφός μου και εγώ μείναμε με την γιαγιά και την θείαν. Και η μήτηρ μου μετ’
ολίγον απέθανε. Διά τούτο η έννοια της μητρός εις εμέ, είναι συνδεδεμένη με την θείαν. Ησθανόμην την άπειρον αγάπην της, εκείνη μου αναπλήρωσε την μητέρα,
ώστε εγώ και τώρα σκέπτομαι ότι όταν αποθάνω πρωτίστως θα συναντήσω την θείαν και υστέρα τους υπολοίπους».

Ως παιδί ήτο, όπως διηγείται ο ίδιος, τόσον πολύ ασθενικός, ώστε κάποτε τού άναψαν και κερί, πιστεύοντες ότι πέθανε! Η θεία αντελήφθη ότι ο Γκόικο δεν ήτο
δια αγροτικάς εργασίας, και ούτω απεφασίσθη να τον στείλουν εις τον θείον, δια να αποκτήση μόρφωσιν. Αργότερον, διηγείτο περί της εποχής αυτής: «Εις τα περίχωρα της πόλεως Τούζλα επεβιώσαμεν χάρις εις μίαν αγελάδα, την οποίαν είμεθα υποχρεωμένοι, εις βάρος σχεδόν του σχολείου και της μελέτης, να οδηγούμε εις την βοσκή. Ο θείος ήτο αυστηρός, αλλά δίκαιος. Όλα τα παιδιά του, μαζί και εμένα, μας μόρφωσε. Όλοι τελειώσαμε το Πανεπιστήμιο, μερικοί αποκτήσαμε και διδακτορικό».
«Προτού αρχίσω το γυμνάσιο, με έστειλαν εις την μονήν Οραχόβιτσα, δια να προετοιμασθώ εκεί ολίγον… Εκεί παρέμεινα επί ένα μήνα αλλά δεν ηδυνάμην να εννοώ τα πολλά εις τας Ακολουθίας. Είχα όμως την αίσθησιν των περασμένων αιώνων και των προγόνων, οι οποίοι προσηύχοντο εις τον χώρον αυτόν δι εμέ. Αύται αι προσευχαί ήσαν παρούσαι, όπως και οι αναστεναγμοί και αι χαραί των, και τούτο εχαράχθη πάρα πολύ εις την μνήμην μου, δεν εφαντάσθην όμως τότε ότι το μέλλον
μου θα ήτο συνδεδεμένο με την Εκκλησίαν».

Τίποτε εις τον νεαρό Γκόικο δεν εμαρτύρει το εκκλησιαστικό μέλλον του, ούτε καν ο βαθμός του εις το μάθημα των θρησκευτικών! Αν και μεγάλωνε εις θρησκευομένη
οικογένειαν και ήτο άριστος μαθητής, εις το μάθημα τούτο είχε βαθμό 2!
«Ο καθηγητής μας ήτο κοντός, Σέρβος από την Ουγγαρία. Είχα ποικιλίαν διδασκάλων επί τόσα έτη, αλλά δι’ εμέ εκείνος έμεινε ο καλύτερος παιδαγωγός και διδάσκαλος.
Μια διδακτική ύλη, όπως είναι η Δογματική, όλη εις ερωτήσεις και απαντήσεις, ήτο δυσκόλως κατανοητή εις την ηλικία εκείνη. Όμως, εκείνος την δίδασκε τόσον
καλώς, ώστε να μην έχομεν δυσκολίας. Ήτο καλός, αλλά πάρα πολύ αυστηρός άνθρωπος. Όταν με σήκωνε εις το μάθημα, εγώ τα είχα τελείως χαμένα, δεν ημπορούσα τίποτε να ειπώ, κάτι ψέλλιζα από εδώ και από εκεί, και εκείνος στρεφόμενος εις εμέ έλεγε: κάθισε»! Όταν εκείνος ερωτούσε κάτι δυσκολότερο, εγώ τότε εύρισκα την ευκαιρία να βελτιώσω την εντύπωση. Συνήθως έλεγε: «Όποιος γνωρίζει, θα πάρη 2». Αν γνώριζα, σήκωνα το χέρι και διόρθωνα τον βαθμό μου. Αργότερον, όταν μεγάλωσα, έγινα περισσότερον ανεξάρτητος, δεν είχα πλέον «τρακ», αν και περισσότερον μου άρεσαν τα μαθήματα δια τα οποία δεν απαιτείτο πολλή μνήμη, όπως είναι τα μαθηματικά και η φυσική. Υπερίσχυσε η επίδρασης των συγγενών μου, ώστε να εγγραφώ εις Ιερατική Σχολή, αν και παρέμεινε το ενδιαφέρον μου δια την φυσική, με την οποίαν θα ησχολούμην αργότερον, ιδιαιτέρως κατά τον ελεύθερόν μου χρόνον».

Την Θεολογική Σχολή ο Πατριάρχης τελείωσε στο Βελιγράδιον. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον ευρίσκει εις την γενέτειρά του Σλαβονίαν, απ’ όπου, όπως και πολλοί άλλοι Σέρβοι, ηναγκάσθησαν να καταφύγουν εις την Σερβία. Εκ νέου ευρέθη εις το Βελιγράδιον, τώρα όμως πλέον ως πρόσφυξ. Δια να έχη τα προς το ζην,
ηναγκάσθη να δεχθεί να αναλάβει βαρείας εργασίας εις οικοδομάς.
Ο ίδιος διηγείται: «Όταν το 1941 κατέφυγα εις το Βελιγράδιον, ηργαζόμην εις τας οικοδομάς, εις τας αποβάθρας φορτοεκφορτώσεως των λιμένων… Εκείθεν και
η παραμόρφωσης του αντίχειρός μου. Δεν ηδυνάμην να αντέξω αυτάς τας εργασίας. Την άνοιξη του 1942 ο συμμαθητής μου Ιερομόναχος Ελισαίος (Πόποβιτς), με ωδήγησεν εις την Ιεράν Μονήν της Αγίας Τριάδος εις την Όβτσαρα. Η μονή είχε καλά οικονομικά, και δι’ αυτό ηδύνατο να συντηρήση και εμέ. Μου ανέθεσαν ελαφροτέρας εργασίας.

Έπειτα ηργαζόμην ως κατηχητής και παιδαγωγός εις την Μπάνια Κοβίλιατσα, εις το ίδρυμα των παιδιών προσφύγων από την Βοσνία. Μίαν ζεστήν ημέραν του Αυγούστου του 1944, ημείς οι παιδαγωγοί ωδηγήσαμεν τα παιδιά εις τον ποταμόν Δρίνα. Εδείξαμεν εις αυτά το σημείον μέχρι του οποίου θα ηδύναντο να προχωρήσουν εντός του ποταμού, όμως τα παιδιά είναι παιδιά! Βλέπω, λοιπόν, ένα παιδί να απομακρύνεται και να βυθίζεται εις τα νερά, να πατά εις τον βυθόν, να εμφανίζεται εις την επιφάνεια, να προσπαθεί να εισπνεύσει, αλλά να μην ημπορεί να έλθη προς την όχθη. Ζεστός και κάθιδρος όπως ήμουν, όρμισα προς το παιδί, και το έβγαλα έξω. Αμέσως το δίπλωσα στα γόνατα μου και του «τις έβρεξα», λέγοντας του: «Βρε, παιδάκι μου, από την Βοσνία εσώθης, η μάνα σου και ο πατέρας σου εφονεύθησαν, και εσύ τώρα θέλεις να πνιγείς εμπρός μου. Πού είναι ο νους σου;». Αμέσως μετά ταύτα ασθένησα, είχα ψηλό πυρετό, επήγα δια εξετάσεις, και μου είπαν: Φυματίωσις!».

Ήταν η βαρεία ασθένεια, η οποία εκείνη την εποχή δεν άφηνε καμμιά ελπίδα σωτηρίας. Οι ιατροί εις τον Γκόικο είπαν ότι του έμεναν μόνον τρεις μήνες ζωής. Τον
ανέλαβαν οι μοναχοί εις την Ιεράν Μονήν Βούγιαν, αλλά του συνέστησαν να μην εισέρχεται εις τον ναό κατά την ώραν των ακολουθιών και της θείας Λειτουργίας, να μην τρώγει μαζί με την αδελφότητα και να αποφεύγει οποιανδήποτε επαφή με τους άλλους, ώστε να μην τους μεταδώσει το νόσημα. Όταν οι μοναχοί τελείωναν
τας Ακολουθίας, τότε εκείνος εισήρχετο εις τον ναόν και προσηύχετο, λουόμενος εις τα δάκρυα.

Εις την Ιεράν Μονήν ήρχοντο στρατιώται διαφόρων στρατών. Ήλεγχαν και το κελί του Γκόικο. Αν και προφανώς εξηντλημένος και άρρωστος, εις όλους ήτο ύποπτος.
Όταν όμως επληροφορούντο ότι έπασχε από φυματίωσιν, έφευγαν κλείνοντας ταχέως την θύραν.

Ο Γκόικο δεν έχασε το ηθικόν του. Με προσευχήν πολέμησε την ασθένειαν. Και τότε, ως εκ θαύματος, ήρχισαν να εμφανίζονται τα σημεία της θεραπείας. Τούτο
ήτο ευκαιρία, μόνος εις το κελί του, να αναλογίζεται τα του μέλλοντος. Προηγουμένως είχε πρόγραμμα την ζωήν του εγγάμου ιερέως. Τώρα όμως, μετά την παρέλευσιν της νόσου, κατάλαβε ότι το πρόγραμμα δεν μπορούσε πλέον να πραγματοποιηθεί. Βλέπων εκ του πλησίον την ζωήν των μοναχών, ηθέλησε και ο ίδιος να καρεί μοναχός.

Ως δείγμα της ευγνωμοσύνης του προς την Ιεράν Μονήν όπου εθεραπεύθη, ο ήδη δόκιμος μοναχός, σκάλισε με το μαχαιρίδιον εις το ξύλον τον Σταυρόν και την σταύρωσιν του Κυρίου. Εις την οπισθίαν όψιν του Σταυρού, χάραξε τα λόγια (σλαβονιστί): «Εις την Μονήν Βούγιαν, δια την θεραπεία μου προσφέρω ο δούλος του Θεού Γκόικο». Αυτός ο Σταυρός σήμερον είναι από τα συχνότερα ενθυμούμενα κειμήλια του θησαυροφυλακίου της Μονής.

Ύστερα από τα έτη της ζωής του ως δοκίμου εις την Ιεράν Μονήν Βούγιαν, εκάρη μοναχός εις την Ιεράν Μονήν του Ευαγγελισμού το 1948. Του εδόθη το όνομα Παύλος, όνομα, το οποίον με κάθε τρόπον θα προσπαθήσει να τιμήση, ακολουθών την αποστολικήν οδόν και τα λόγια εκείνου, από τον οποίον το έλαβε —του Αποστόλου Παύλου.
Από το 1949 έως το 1955, εις την εποχή του μεγάλου αγώνος της κομμουνιστικής εξουσίας εναντίον της ήδη βαθέως δοκιμαζομένης Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανήκει εις την αδελφότητα της μονής Ράτσια.
«Όσον χρόνον ήμουν στην Ράτσια», θα σημειώση αργότερα σε ένα αυτοβιογραφικό του κείμενον, «εις την μονήν δεν είμεθα χωριστά από τον λαόν, και ούτως πληροφορούμεθα το τι συνέβαινε εις τον κόσμον και εις ποίαν εποχή ζώμεν. Τας εσωτερικάς μας ανησυχίας και αγωνίας εζεύξαμεν εις το άρμα των καθημερινών μας διακονιών, τας οποίας δεν προεφθάναμεν να διεκπεραιώνωμεν έως το βράδυ. Κάποτε ελαμβάναμεν μόνον ένα κομμάτι ψωμί και όλην την ημέραν εργαζόμεθα εις τους αγρούς. Επιβλέπαμε τα ζώα της Μονής, μεταφέραμε τα ξύλα από το δάσος. Επί εν χρονικόν διάστημα ειργαζόμην στο νερόμυλο της Μονής. Είχαμεν την ανυπομονησίαν το Εσπέρας, μετά την εργασίαν, να συγκεντρωθώμεν όχι δια ανάπαυσιν αλλά δια προσευχήν. Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα μακαριότης από την στιγμήν κατά την οποίαν ο κουρασμένος άνθρωπος προσεύχεται εν ταπεινώσει. Τότε όλος ο άνθρωπος μεταμορφούται ουσιωδώς εις κατάστασιν προσευχής: να σωθώμεν ως λαός και ως άτομα. Πρέπει να υπηρετώμεν τον Θεόν, εσκεπτόμεθα, ο οποίος μας κυβερνά, και τούτο δια ημάς απετέλει το βαθύτερο νόημα του μοναχικού βίου».
Εν τω μεταξύ, ο Ιεροδιάκονος Παύλος το έτος 1950 – 51 διετέλεσε λέκτωρ εις την Ιερατική Σχολή του Πρίζρεν, (την οποίαν κατέστρεψαν και έκαψαν οι Αλβανοί
τον Μάρτιον του 2004 εις το Κόσσοβο υπό τα όμματα τών στρατιωτών του ΝΑΤΟ)… Ως ιερομόναχος εκάρη το 1954. Το αυτό έτος έλαβε την διάκρισιν του πρωτοσυγκέλου. Το 1957 γίνεται αρχιμανδρίτης. Τας μεταπτυχιακάς σπουδάς εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρακολούθησε κατά το διάστημα 1955 έως 1957.

Εν συνεχεία εκλέγεται εις τον επισκοπικό θρόνο Ράσκας και Πρίζρεν (Κόσσοβο).
Εις το Κόσσοβο και τα Μετόχια, εις την περιοχήν της Ράσκας, εις τον επισκοπικόν αυτόν θρόνον, θα υπηρετήση σχεδόν 34 χρόνια. Την εποχήν εκείνην, όταν εγίνοντο
πολλά κατά της Εκκλησίας με την συγκατάθεσιν του Κράτους, ηναγκάσθη να αντιστέκεται εις διαφόρους επιθέσεις: με την καθαράν προσευχήν, με την συνετή καθοδήγησιν και τας κραυγαλέας προσκλήσεις. Την Ιερά Σύνοδο της Σερβικής Εκκλησίας και το Κράτος ενημέρωνε συνεχώς, ως προς τας επιθέσεις που ελάμβαναν χώραν κατά των Σέρβων και κατά της περιουσίας της Σερβικής Εκκλησίας, εις το Κόσσοβο και τα Μετόχια.

«Ελάμβανα τας προειδοποιήσεις να προσέχω τας τακτικάς αναφοράς μου προς την Σύνοδο, διότι αύται έφθαναν και εις τας χείρας της κρατικής εξουσίας, καθώς
ήτο ολοένα και σαφέστερον, ότι κάπου είχεν ήδη αποφασισθεί να μην είναι πλέον σερβικό το Κόσσοβο», θα σημειώση ο Πατριάρχης αργότερα.
Και ο ίδιος συχνά προσωπικώς εγίνετο θύμα. Καθ’ οδόν έγίνετο αντικείμενο προπηλακισμών, ύβρεων, βασανισμών. Εις τα λεωφορεία τον εδίωκαν βιαίως. Εις στάσην τινά λεωφορείου εις το Πρίζρεν κάποιος αλβανός τον ράπισε με λύσσα, χωρίς αιτία. Λόγω της βιαιότητος του ραπίσματος, το καλυμμαύκι και ο επίσκοπος επήγαν εις αντίθετον κατεύθυνσιν! Ο αρχιερεύς εσηκώθη, επήρε το καλυμμαύκι, το έβαλε εις την κεφαλήν, ενώ με οίκτον κοίταζε τον επιτεθέντα, και συνέχισε τον δρόμο του.
Από το Πρίζρεν μέχρι το Βελιγράδι ταξίδευε πολλάκις εις τα βαγόνια με παράθυρα χωρίς κρύσταλλα, όπου το χιόνι σκέπαζε τα καθίσματα. Υπέφερε τα πάντα, χωρίς
γογγυσμόν, φροντίζων πολύ περισσότερον δια την επαρχία του και τους άλλους, παρά δια τον εαυτόν του. «Αυτόν τον επίσκοπο και πολύ μορφωμένο θεολόγο», σημείωσε
ο γνωστός Ιστορικός της Τέχνης Ζ.Σ., «τον βλέπαμε πώς από την σκαλωσιά, που σου σπάει τον λαιμό, επιδιόρθωνε τις στέγες των ναών ή τα κονάκια των μοναχών,
ενώ στην έδρα της επαρχίας του δεν έχει αρχιεπισκοπικό μέγαρο, αλλά ένα κελί, χωρίς τηλέφωνο και χωρίς προσωπικό γραμματέα, μόνον με την γραφομηχανήν εις το γραφείο, όπου ο ίδιος συντάσσει τας εκθέσεις, αναφοράς και επιστολάς, γράφων εις το φθηνότερο χαρτί της αγοράς! Παντού υπάρχουν πλήθος ποιμαντικών απαντήσεων
εις τας ερωτήσεις των πιστών: από τα πλέον απλά και πρακτικά θέματα, μέχρι των πλέον πολυπλόκων και πνευματικών…».

Ιδιαιτέρα φροντίδα έδειχνε δια την Ιερατική Σχολή του Πρίζρεν, όπου ενίοτε έκαμνε διαλέξεις. Εκεί επεσκέπτετο συχνά τους μαθητάς, ενδιαφερόμενος εις τι
να βοηθήσει. Τας νύκτας σκέπαζε τους μαθητάς εις τον ύπνον των!

Πολλούς αιφνιδίασε το ότι ο επίσκοπος Παύλος εξελέγη εις τον πατριαρχικόν θρόνον. Έως τότε δεν είχε προβληθεί από τα ΜΜΕ, και δια το κοινόν (αλλά και μεταξύ των υπολοίπων επισκόπων), δεν ήτο ο κύριος υποψήφιος δια την έδρα του πρώτου ιεράρχου. Εις την συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Σερβικής Εκκλησίας δια την εκλογήν Πατριάρχου (1.12. 1990), συμφώνως προς το σύνταγμα της Εκκλησίας της Σερβίας, έπρεπε οι εκλέκτορες επίσκοποι να «σταυρώσουν» τρεις υποψηφίους, οι οποίοι όφειλαν να συγκεντρώσουν το ελάχιστον 13 ψήφους. Εις τον α’ γύρον εξελέγησαν μόνον δύο. Ο τρίτος, ο επίσκοπος Παύλος, λόγω ανεπαρκείας ψήφων (11) παρέμεινε εκτός, και μόνον εις τον 9ον γύρο εξελέγη δια 20 ψήφων, και εισήλθεν εις την τριάδα των υποψηφίων. Ακολούθησε η τελική φάσις της εκλογής δια κλήρου, δηλαδή δια του αποστολικού τρόπου: ο ηγούμενος της μονής Τρόνοσσα, κατόπιν προσευχής, εξάγει εκ του βιβλίου του Ευαγγελίου τρεις σφραγισμένους φακέλους με τα ονόματα των τριών υποψηφίων, τους ανακατεύει και λαμβάνει τον ένα, τον οποίον και παραδίδει εις τον προεδρεύοντα, τον μεγαλύτερον αρχιερέα, ο οποίος, ιστάμενος προ της Ωραίας Πύλης, δεικνύει τον σφραγισμένο φάκελο, τον ανοίγει, και ανακοινώνει: «ο αρχιεπίσκοπος του Πεκίου, ο μητροπολίτης του Βελιγραδίου και των Κάρλοβτσι, και ο Πατριάρχης της Σερβίας είναι ο επίσκοπος της Ράσκας και του Πρίζρεν, Παύλος!».
Σχολιάζων, μετά 15 έτη από της εκλογής, ο μητροπολίτης Μαυροβουνίου κ. Αμφιλόχιος το γεγονός έγραφε: «Ο μοναδικός άνθρωπος που δεν ήθελε πράγματι να γίνει Πατριάρχης, ήταν ο Πατριάρχης Παύλος!».

Μετά την εκλογήν, ο Πατριάρχης Παύλος απευθυνόμενος εις την Ιεράν Σύνοδον, θα πει: «Αι δυνάμεις μου είναι μικραί, και σεις το γνωρίζετε. Εγώ εις αυτάς δεν
ελπίζω. Ελπίζω εις την βοήθειάν σας και, επαναλαμβάνω, εις την βοήθειαν του Θεού, με την οποίαν Εκείνος μέχρι σήμερον με υπεστήριζεν. Ας είναι προς δόξαν Θεού και προς όφελος της Εκκλησίας Του, και του δοκιμαζομένου λαού μας εις αυτούς τους δυσκόλους καιρούς». Την επομένην ημέραν της ενθρονίσεως εις τον μητροπολιτικόν ναόν, ανεκοίνωνε το ολιγόλογο πρόγραμμά του: «Ανερχόμενος ως 44ος Πατριάρχης Σερβίας εις τον θρόνον του Αγίου Σάββα, δεν έχω κανένα δικό μου πρόγραμμα δια το πατριαρχικό έργο. Το πρόγραμμά μου είναι το Ευαγγέλιον του Χριστού, η καλή αύτη αγγελία περί του Θεού μεθ’ ημών, και της Βασιλείας Του εντός ημών -εφ’
όσον με την πίστιν και την αγάπην Τον δεχθούμε».

Ανέλαβε τα πατριαρχικά του καθήκοντα εις μίαν των δυσκολοτέρων περιόδων της σερβικής ιστορίας: στον καιρό των πολέμων, των πιέσεων και εκβιασμών των ισχυρών του κόσμου, των εσωτερικών αναταραχών και της ανέχειας, εις τον καιρόν της αμφισβητήσεως των ιερών και οσίων. Αντεστάθη εις το κακόν από όπου και αν ήρχετο, προσκαλών να συνετισθούν και οι συμπατριώται και οι ξένοι. Τονίζει ότι: «Υπό τον ήλιον υπάρχει αρκετός χώρος δι’ όλους», και ότι: «Την ειρήνην χρειάζονται ομοίως όλοι οι άνθρωποι, όπως ημείς και οι εχθροί μας». Πολλάκις αναφέρει χωρία από ένα δημοτικό σερβικό ποίημα, όπου λέγεται:
«Καλύτερον είναι να χάσωμεν το κεφάλι μας, παρά να χάσωμεν την ψυχήν μας».

Με τους εξής λόγους διδάσκει ότι «έχομεν υποχρέωσιν και εις την πλέον δύσκολον κατάστασιν να συμπεριφερώμεθα ως άνθρωποι, και δεν υπάρχει συμφέρον ούτε εθνικό ούτε προσωπικό, το οποίον θα ημπορούσε να αποτελεί δικαιολογίαν του να μην είμεθα άνθρωποι».
Αυτοί οι συνεχώς επαναλαμβανόμενοι λόγοι του «να είμεθα άνθρωποι», γέμισαν τα αυτιά ακόμη και των μικρών παιδιών, τα οποία χαϊδευτικώς τον ονομάζουν «Ο
Παύλος-Παύλος-Να Είμεθα-Άνθρωποι». Όλοι άκουσαν τους λόγους αυτούς, όμως πολλοί δεν ηθέλησαν να υπακούσουν. Μεταξύ αυτών και εκείνοι οι οποίοι εις την
γενέτειρά του (σημερινή Κροατία), κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1990, κατεδάφισαν τον ορθόδοξο ναό μόνον και μόνον επειδή εις αυτόν εβαπτίσθη ο Πατριάρχης των Σέρβων! Τούτο συνέβη, αν και εις ακτίνα 40 χιλιομέτρων από τον ναό, δεν εγίνοντο καν μάχες.

Ο Πατριάρχης Παύλος είναι ακούραστος εις την τέλεσιν των ποιμαντικών καθηκόντων του. Έτσι, κατά το παρελθόν φθινόπωρο, εις τα 91 έτη του, απεφάσισε να επισκεφθεί την Αυστραλία, μεταξύ των άλλων και δια να αγιάση την έκτασιν των 87 εκταρίων, τα οποία αγόρασε η Σερβική Εκκλησία δια να κτιστή εκεί το κολλέγιον
«Άγιος Σάββας», όπου μαζί με τα Σερβόπουλα, θα διδάσκωνται και Ρωσσόπουλα, Ελληνόπουλα κ.λπ. Μερικοί επίσκοποι προσεπάθησαν να τον αποτρέψουν λέγοντες ότι ταξίδι τόσης διαρκείας είναι πέραν της αντοχής του. Ο Πατριάρχης αντέλεγε: «Δι’ εμέ δεν είναι δύσκολο, αλλά πώς θα τα καταφέρουν αυτοί (ή συνοδεία δηλαδή);».
Επήγε εις την Αυστραλίαν, προσπαθών την δύο εβδομάδων επίσκεψιν να την κάνη ιεραποστολικώς όσον περιεκτικωτέραν εγίνετο. Όταν επέστρεψε εις το Βελιγράδιον,
κατ’ ευθείαν πήγε εις αγρυπνία, αν και με το αεροπλάνο ταξίδευε επί 22 ώρας, και αμέσως το πρωί ξεκίνησε δια την Μόσχα.
Γνωρίζων όλα αυτά ο φιλοξενών αυτόν Πατριάρχης της Ρωσίας Αλέξιος Β’, αστειευόμενος τον ρώτησε:
«Αγιότατε, πήγατε τόσον μακρύ ταξίδι, φθάσατε και ως εδώ, μήπως τυχόν προφθάσατε να επισκεφθείτε και την Νέαν Ζηλανδίαν, επειδή και εκεί υπάρχει ορθόδοξος κόσμος μας;…».
«Αγιότατε, αυτήν την φοράν δεν το έκανα, αλλά βεβαίως θα το κάνω εντός των επομένων 90 ετών!», απάντησε.
Ό Πατριάρχης Παύλος, παρά τας πολλάς υποχρεώσεις του, ζει και γνήσιο μοναχικό βίο. Κάθε πρωί εις το παρεκκλήσιο του Πατριαρχείου λειτουργεί και κοινωνεί, και κάθε βράδυ είναι παρών εις τον Μητροπολιτικό ναό κατά την εσπερινή ακολουθία.
Προτού τελέσει τη Θεία Λειτουργία, δεν αναχωρεί δια κανένα σκοπό.

Με την πορείαν της ζωής του, αρχίζοντας από τον τόπον της γεννήσεώς του και τους τόπους της μορφώσεώς του, έως εκείνους όπου υπηρετεί, έγινε εν ενωτικό
σύμβολο της Σερβικής Εκκλησίας. Επίσης, κατά την ζωήν του και κατά τον ρόλο του εις τον ορθόδοξον κόσμον, εκείνος είναι και εν των συμβόλων της ενότητος της οικουμενικής Ορθοδοξίας.

Όταν κάποτε, κατά τα έτη των προσφάτων πολέμων, από το διαμέρισμά του εις το Πατριαρχικό μέγαρο, είδεν εις τον δρόμον μίαν ομάδα προσφύγων να βρέχονται, κατέβει, ήνοιξεν την μεγάλην από ξύλον βελανιδιάς θύραν του Πατριαρχείου και τους κάλεσε να εισέλθουν, δια να προστατευθούν από την βροχήν. Όταν οι συνεργάται του έκαναν παρατήρησιν ότι υπήρχε και πιθανότητα να εισέλθει και κάποιος μη καλοπροαίρετος, —εις τον πόλεμο ήσαν—, τους απήντησε: «Πώς μπορούσα εγώ να
κοιμούμαι εκεί επάνω στα ζεστά, ενώ τα παιδιά αυτά να βρέχονταν έξω!».

Και οι εξής συγκλονιστικοί λόγοι είναι δικοί του: «Εάν ηδυνάμην να προφθάσω, μάρτυς μου ο αναστάς Θεός, θα εστεκόμην ενώπιον των ναών, των νοσοκομείων και ενώπιον των πολυτελών χώρων δια τας δεξιώσεις και τας επιδείξεις μόδας, και προσωπικώς θα εζήτουν ελεημοσύνη δια τα δοκιμαζόμενα αδέλφια και παιδιά μας. Ο κάθε εξ ημών θα έπρεπε, με ενεργόν τρόπον, να εντροπιάση όλας εκείνας τας επιδεικτικάς πλεονεξίας, αι οποίαι υπάρχουν εις τόσους δημοσίους χώρους, και όχι μόνον απλώς να σκανδαλιζόμεθα και να απελπιζώμεθα, επειδή η αναισχυντία κυριάρχησε γύρω μας».

Ο Πατριάρχης φροντίζει ο ίδιος τον εαυτόν του εις όλας τας ανάγκας του: μόνος του ετοιμάζει το φαγητό του, καθώς η διατροφή του, καθ’ όλον το έτος, είναι σχεδόν νηστίσιμος. -συνήθως τρώγει βραστά λαχανικά, το λάδι το προσθέτει μόνον κατά τας εορτάς, σπανιότατα τρώγει ολίγον ψάρι, κρέας ποτέ. Το αγαπημένο του ρόφημα είναι ο χυμός ντομάτας, και η τροφή της αρεσκείας του είναι η τσουκνίδα. Όταν δεν νηστεύει, του αρέσουν τα γαλακτοκομικά. Τα ενδύματά του τα ράπτει, τα επιδιορθώνει και τα πλένει ο ίδιος. Όπως διορθώνει και συντηρεί και τα υποδήματά του.

Εκτός αυτού προσέχει και το τι γίνεται γύρω του. Εις το Πατριαρχείον επιθεωρεί και φροντίζει όλα να λειτουργούν όσον καλύτερα γίνεται. Όταν τελειώση το οράριο της εργασίας και όλοι έχουν αναχωρήσει, τότε ο Πατριάρχης έρχεται να σβήσει τα φώτα, τα οποία λησμόνησαν οι εργαζόμενοι. Συχνάκις μόνος του διορθώνει και τα υδραυλικά, τα παράθυρα, τα κλείθρα…
Φροντίζει παντού όπου υπάρχει ανάγκη και περί των πραγμάτων της γης, αν και τονίζει ότι η πραγματική πατρίς ημών είναι «άνω», και δια τούτο υπενθυμίζει ότι πρέπει να προσέχωμεν: «Όταν μίαν ημέραν παρουσιασθώμεν ενώπιον των προγόνων μας, να μην αισχυνθώμεν δια αυτούς, ούτε εκείνοι να αισχυνθούν δι’ ημάς».

Φαίνεται ότι το F. B. I. σπανίως κάνει λάθος: Αληθώς ένας άγιος που περπατά στην γη!

(Πηγή: Περιοδικό «ΝΙΝ», μετάφραση από τα σερβικά: Μ.Β.).

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.