Η πίστις της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του Αγίου Πνεύματος και το πρόβλημα του Filioque – Ιωάννου Δ. Ζηζιούλα, Μητροπ. Περγάμου και Νικολάου Μητσοπούλου.

Το πρόβλημα του Filioque – Μητροπ. Περγάμου, Ιωάννου Δ. Ζηζιούλα, καθηγητού δογματικής στο Α.Π.Θ.

list of 11 items
• Περιορισμοί που οδηγούν σε παρανοήσεις
• Η ιστορία του Φιλιόκβε
• Η ψυχολογική θεώρηση της Τριαδικότητας από τον άγιο Αυγουστίνο
• Αυγουστίνια ψυχολογική στήριξη του Φιλιόκβε
• Η διάκριση Θεολογίας και Οικονομίας στην Ανατολή
• Εγκλωβισμός του Προτεσταντισμού στην Οικονομία
• Πρόταξη της Ουσίας στη Δύση
• Ταύτιση Θεού και Πατρός στην Ανατολή
• Μοναρχία και Μονοθεϊα
• Ταύτιση Πατρός και Ουσίας από τους Ευνομιανούς
• Ο ένας Θεός ως η μία πηγή
list end

Εξετάσθηκε ήδη η σχέση Θεού και κόσμου και το πρόβλημα της σχέσεως μεταξύ θεολογίας στην κυριολεξία και οικονομίας. Της σχέσεως δηλ. που έχει ο λόγος περί
Θεού όταν εφαρμόζεται στις ενέργειες, στις πράξεις του Θεού στην ιστορία και στην δημιουργία κατά μέρος, και στην ύπαρξη του Θεού αυτή καθ’ αυτή, ανεξάρτητα από την ιστορία. Η Δυτική
Θεολογία υπήρξε πάντοτε δέσμια του ενδιαφέροντος για την οικονομία. Επειδή είναι φυσικό της δυτικής σχέσεως να έχει ένα έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία, γι’ αυτό το λόγο δεν ήταν δυνατό ν’ αποδεσμευτεί η Δυτική θεολογία από την οικονομία, από τις πράξεις του Θεού στην Ιστορία.

Στη συνέχεια, θα εξετασθεί πιο συγκεκριμένα, πώς αυτή η δέσμευση στην οικονομία, οδήγησε την Δυτική θεολογία σε μια τοποθέτηση ως προς το δόγμα περί Θεού. Τοποθέτηση, η οποία έφερε ρήξη μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής θεολογίας, το γνωστό Filioque. Το Filioque δημιουργήθηκε για δύο λόγους. Ο ένας ήταν η αδυναμία της μεταφοράς των λεπτών εννοιών που εξέφραζε η ελληνική γλώσσα στην λατινική. Η αδυναμία αυτή εκδηλώθηκε ειδικά ως προς το ρήμα «εκπορεύεται». Το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός. Αλλά αυτή η αδυναμία να μεταφέρει ο λατινόφωνος Χριστιανισμός στα Λατινικά τη λεπτή αυτή έννοια, συνοδευόταν και απ’ αυτό το χαρακτηριστικό που αναφέρθηκε, την δέσμευση του ενδιαφέροντος της Δυτικής σκέψεως στην Ιστορία. Δεν μπόρεσε δηλαδή να ξεχωρίσει την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην ιστορία, από την παρουσία, την υπόσταση, τον τρόπο υπάρξεώς Του στην αιωνιότητα, στον αιώνιο Θεό. Αυτά τα δύο πάνε μαζί, η αδυναμία του λεξιλογίου και η κατά κάποιο τρόπο νοητική αδυναμία, γιατί χρησιμοποιήθηκε το ίδιο ρήμα, για να μεταφραστεί το «εκπορεύεται», το ρήμα «Procedere», και για την αιώνια ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος και για την οικονομία. Και έτσι δεν μπορούσαν να δουν τη διαφορά. Το ότι δεν μπορούσαν να δουν τη διαφορά, είναι ενδεικτικό μιας αδυναμίας της σκέψεως, η οποία δεν είναι έλλειψη μυαλού, αλλά προσήλωση σε ορισμένα ενδιαφέροντα, στο ενδιαφέρον κυρίως για την Ιστορία.

Έξω από την Ιστορία, δεν πήγαινε ο νους τους στο να αναζητήσουν, να ενδιαφερθούν για την αιώνια ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος. Εφ’ όσον λοιπόν στην Ιστορία, στην οικονομία ήταν αδιαμφισβήτητο ότι το Πνεύμα εδίδετο από τον Υιό και εφ’ όσον βέβαια αποτελεί προϋπόθεση ότι ο Πατήρ είναι η πηγή όλων, ήταν πάρα πολύ εύκολο για τον Δυτικό, χρησιμοποιώντας και το ίδιο ρήμα στην περίπτωση της αϊδίου εκπορεύσεως και της οικονομικής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, να κάνει αυτή τη σύγχυση. Και συνεπώς, παρά το ότι το Filioque δεν ήταν απ’ αρχής αιρετικό, ούτε είναι κατ’ ανάγκη αιρετικό ούτε είναι κατ’ ανάγκη κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που θα έλεγε η Ανατολή. Παρ’ όλα αυτά, στις ρίζες του, έχει να κάνει μ’ αυτή τη διαφορά μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής νοοτροπίας. Το καίριο σημείο βρίσκεται στη διάκριση οικονομίας και θεολογίας. Στην αποφυγή ή όχι αυτής της συγχύσεως, στο ερώτημα ή όχι, κατά τι δηλαδή διαφέρει και αν διαφέρει η ύπαρξη του Θεού, η αιωνία, από τον τρόπο κατά τον οποίο ο Θεός μας αποκαλύπτεται στην οικονομία. Αυτή την ευαισθησία δεν την είχε ποτέ η Δύση και αυτό είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο ευνοήθηκε το Filioque στην αρχή του. Δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να ξεκινήσει το Filioque, αν δεν υπήρχε αυτή η προϋπόθεση.

Έχουμε λοιπόν, την έκφραση Filioque, ήδη τον 4ο αι. στον Αμβρόσιο, χωρίς να έχει βέβαια χαρακτήρα αιρετικό. Και μ’ αυτή την έννοια χρησιμοποιείται και αργότερα, κυρίως στην Ισπανική θεολογία. Περνάει μέσα στο σύμβολο της πίστεως στην Ισπανία, τον 6ο αι., πάλι από μια αδυναμία διακρίσεως μεταξύ οικονομίας και θεολογίας, γιατί όπως είναι γνωστό, το Filioque μπαίνει μέσα στο σύμβολο της Πίστεως από την 3η σύνοδο του Τολέδου, όταν ο βασιλιάς Ρεκαρέντος, πρώην Αρειανός, όπως όλοι οι νεοφώτιστοι και οι προσήλυτοι, ήταν και αυτός πολύ φανατικός προς τη νέα του πίστη. Για να υποστηρίξει λοιπόν τη Θεότητα Του Χριστού, από αντίδραση προς τον Αρειανισμό που πρέσβευε μέχρι τότε, νόμισε ότι θα ενίσχυε αυτή την Θεότητα, αν υποστήριζε ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού. Κάνοντας αυτό το βήμα, προφανώς δεν έλαβε υπ’ όψιν αυτή τη διάκριση μεταξύ οικονομίας και θεολογίας, δεν μπορούσε να προβληματιστεί κατά κάποιο τρόπο, γιατί άλλη πρέπει να είναι η θέση του Αγίου Πνεύματος στον αϊδιο Θεό κι’ άλλη στην οικονομία. Υπάρχει λοιπόν και πάλι αυτή η αδυναμία προφανής.

Γίνεται το Filioque μέρος της διαμάχης πλέον μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών, με τον Καρλομάγνο, ο οποίος το κάνει σημαία κατά των Βυζαντινών. Ο πάπας για λόγους πολιτικούς, επειδή δεν θέλει να ενισχύσει αυτή την εκστρατεία του Καρλομάγνου, δεν επιτρέπει την εισαγωγή του Filioque στο σύμβολο της Πίστεως. Φτάνοντας στις αρχές του 11ου αι. εισάγεται επισήμως στη Ρώμη και τότε πλέον γενικεύεται στη Δύση.

Μέχρι τότε γίνονται θεολογικές διεργασίες, οι οποίες έχουν άμεση σχέση με τη Δυτική θεολογία. Η βασική διεργασία που γίνεται είναι η αφομοίωση πλέον του
Αυγουστίνου από τη Δύση. Η θεολογία του Αυγουστίνου είναι καθαρά Δυτική ως προς τα εξής σημεία: Δυσκολεύεται πάλι κι’ αυτός να κάνει τη διάκριση μεταξύ θεολογίας και οικονομίας. Επειδή έχει έντονο ενδιαφέρον για την ψυχολογία, τη βίωση της σχέσεως με το Θεό από τον άνθρωπο. Προσπαθεί να κατανοήσει το μυστήριο του Θεού, να το εκφράσει με τη βοήθεια ψυχολογικών εικόνων. Και οι ψυχολογικές αυτές εικόνες είναι γνωστές. Είναι παρμένες μεν από την Πλατωνική φιλοσοφία, αλλά προσαρμοσμένες στο ενδιαφέρον του Δυτικού ανθρώπου μετά τον
Αυγουστίνο. Από τον Πλατωνισμό παίρνει ο Αυγουστίνος την έννοια του Νοός και την εφαρμόζει στο Θεό. Ο Θεός είναι ο κατ’ εξοχήν Νους και χρησιμοποιώντας την έννοια αυτή κατά τρόπο ψυχολογικό, καταλήγει στο συμπέρασμα, με τη βοήθεια του Πλατωνισμού και πάλι, ότι ο Νους περιέχει τρία βασικά στοιχεία: τη μνήμη, η οποία είναι πηγή απ’ όπου αντλείται η σκέψη και η γνώση. Η γνώση που πηγάζει από τη μνήμη και που είναι ο λόγος με τον οποίο ο Νους γνωρίζει τον εαυτό του. Και το τρίτο στοιχείο είναι η θέληση ή η αγάπη, με την οποία ο Νους αγαπά τον εαυτό του, γιατί ο Νους αυτός, ο Θεός, ταυτίζεται και με το απόλυτο αγαθό του Πλάτωνος, το οποίο απόλυτο αγαθό έλκει προς τον εαυτό Του. Είναι απαραίτητο στοιχείο του ορισμού του αγαθού, της ιδέας του αγαθού, ότι έλκει. Αυτή η έλξη είναι ο έρωτας που δημιουργεί το αγαθό, το καλό, και συνεπώς, επειδή ακόμα δεν υπάρχει τίποτα άλλο έξω από τον εαυτό του, το αγαθό ή το καλό, αγαπά τον εαυτό του. Η μνήμη λοιπόν σαν πηγή όλης της υπάρξεως, ο λόγος σαν η γνώση του εαυτού του, με τον οποίο ο Νους νοείται, και η αγάπη σαν ο δεσμός αυτός που ενώνει και κάνει το Νου ν’ αγαπά τον εαυτό του με το λόγο, αυτά δημιουργούν το βασικό πλέγμα σχέσεων με τη βοήθεια του οποίου μπορούμε να κατανοήσουμε την Αγία Τριάδα. Έτσι μεταφέρονται στην Αγία Τριάδα ψυχολογικές εμπειρίες και αυτό είναι το μεγάλο ολίσθημα της Δυτικής θεολογίας με τον Αυγουστίνο, το οποίο πάλι συνδέεται με αυτή την άμβλυνση της διακρίσεως μεταξύ θεολογίας και οικονομίας. Προβάλλονται λοιπόν μέσα στον αιώνιο Θεό ενέργειες και ψυχολογικές καταστάσεις, τις οποίες δανειζόμαστε βασικά από την εμπειρία την Ιστορική.

Αυτό δημιουργεί αμέσως το εξής ερώτημα: εάν ο λόγος είναι η γνώση του Θεού, αυτό με το οποίο ο Θεός γνωρίζει τον εαυτό Του, και το Πνεύμα είναι η αγάπη με την οποία αγαπά ο Θεός τον εαυτό Του, είναι δυνατό να αγαπά ο Θεός κάτι το οποίο δεν γνωρίζει προηγουμένως; Τίθεται αμέσως το ερώτημα της προτεραιότητας της γνώσεως έναντι της αγάπης. Είναι ένα πάρα πολύ αποφασιστικό ερώτημα. Το θέτει ήδη ο Αυγουστίνος και δίνει την απάντηση την οποία επαναλαμβάνει αργότερα ο Θωμάς ο Ακινάτης στην επιχειρηματολογία του υπέρ του Filioque.

Ο Αυγουστίνος θέτει το ερώτημα: είναι δυνατό ν’ αγαπά κανείς κάτι που δεν γνωρίζει; Η απάντηση βεβαίως κατ’ αυτόν είναι αρνητική. Για ν’ αγαπάς κάτι, πρέπει να το γνωρίσεις πρώτα. Εάν είναι έτσι τα πράγματα, τότε ο Θεός αγαπώντας τον εαυτό Του, δια μέσου του Αγίου Πνεύματος που είναι Αυτός ο NEXUS AMORES, ο δεσμός της αγάπης, δεν είναι δυνατό να ενεργεί, ν’ αγαπά, εάν δεν μεσολαβήσει η γνώση που είναι η γνώση του Λόγου και Υιού. Δια του Υιού και Λόγου ο Θεός γνωρίζει τον εαυτό Του. Συνεπώς η αγάπη του Θεού, η οποία ταυτίζεται με το Πνεύμα, δεν είναι δυνατόν παρά να προέρχεται από τη γνώση προηγουμένως, ή αφού προηγουμένως πραγματοποιηθεί η γνώση του Θεού δια του Υιού και Λόγου. Άρα έχει προτεραιότητα ο Λόγος, και μόνο από τη σχέση Πατρός και Υιού μπορεί να προέλθει το Πνεύμα. Επομένως, το Filioque στηρίζεται στην αρχή ότι προηγείται η γνώση της αγάπης. Στους Σχολαστικούς που αναλύουν αυτά τα πράγματα περισσότερο, όλο αυτό φέρει τη μορφή των λογικών σκέψεων, των σχέσεων των αντιθέτων και σημαίνει ότι επειδή τα πρόσωπα είναι σχέσεις και το Πνεύμα είναι και αυτό μια σχέση, δεν μπορεί η μια σχέση να προέλθει από ένα πρόσωπο, αλλά για να προέλθει μια σχέση πρέπει να προέλθει από μια άλλη σχέση Πατρός και Υιού, για να μπορέσει να δειχθεί το Πνεύμα ως σχέση.

Αυτό που έχει σημασία, είναι ότι σ’ όλη την προσπάθεια δικαιώσεως του Filioque, η Δυτική θεολογία «δούλεψε» με την αρχή ότι οι ψυχολογικές εμπειρίες του ατόμου, μπορούν να μεταφερθούν στην ύπαρξη του Θεού. Δεν μπόρεσε δηλαδή να δουλέψει με τον πλήρη αποφατισμό ως προς τις ψυχολογικές εμπειρίες, τον οποίο βλέπουμε στην Ανατολή.

Στην Ανατολή οι ψυχολογικές εμπειρίες, δεν μπορούσαν να μεταφερθούν στην αιώνια ύπαρξη του Θεού. Οι Έλληνες Πατέρες γι’ αυτόν το λόγο δεν έδωσαν ποτέ θετικό περιεχόμενο στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος άλλο, πλην του να πουν ότι: Ο Πατήρ είναι Πατήρ, διότι δεν είναι Υιός, είναι αγέννητος, ο Υιός δεν είναι Πατήρ, διότι είναι γεννητός, το Πνεύμα δεν είναι Πατήρ για τον ίδιο λόγο, αλλά δεν είναι και Υιός, διότι δεν είναι γεννητό αλλά είναι εκπορευτό. Ποιο είναι το θετικό περιεχόμενο, τι σημαίνει να είναι εκπορευτό και να μην είναι γεννητό, δεν επέτρεψαν στον εαυτό τους ν’ ασχοληθεί. Δεν επέτρεψαν να δοθεί άλλο περιεχόμενο, διότι αν το έκαναν αυτό, θα ήταν υποχρεωμένοι να δανειστούν αναλογίες από την ψυχολογική εμπειρία, όπως έκανε ο Αυγουστίνος, και να μεταφέρουν συνεπώς στον Θεό, ανθρωπομορφικές καταστάσεις. Οι Πατέρες λοιπόν της Ανατολής σταμάτησαν σ’ αυτή την απλή διαπίστωση της Τριαδικής υπάρξεως του Θεού και ξεχώρισαν τις σχέσεις που έχει η Τριαδική ύπαρξη του Θεού αιώνια, από τις σχέσεις που παίρνει με μας στην οικονομία. Η Δύση με τον Αυγουστίνο και τους Σχολαστικούς στη συνέχεια, μη έχοντας την ευαισθησία της διακρίσεως οικονομίας και θεολογίας, έκανε αυτή τη σύγχυση. Αυτό είναι ένα από τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν, και το οποίο είναι χαρακτηριστικό Δυτικό, γιατί βλέπουμε ότι συνεχίζεται και μετά το τέλος του Σχολαστικισμού στη Δύση, όταν η Μεταρρύθμιση θέτει νέες βάσεις για το θέμα περί Θεού. Η Μεταρρύθμιση ξαναγυρίζει στη Βίβλο και αρνείται να μιλήσει περί Θεού, έξω απ’ τα πλαίσια μέσα στα οποία εμφανίζεται ο λόγος περί Θεού στη Βίβλο, γιατί η Βίβλος κάνει λόγο για πράξεις και ενέργειες του Θεού στην οικονομία, στην Ιστορία.

Έτσι η Προτεσταντική θεολογία, βάζει σαν αφετηρία της την οικονομία και κατά ένα άλλο τρόπο τώρα, δικαιώνει το Filioque, διότι δεν είναι δυνατό να συλλάβει άλλες σχέσεις Τριαδικές, εκτός απ’ αυτές που βλέπει στην οικονομία. Κι’ αυτό που βλέπει στην οικονομία, είναι βέβαια η εξάρτιση του Αγίου Πνεύματος από τον Υιό, γιατί ο Υιός δίνει το Πνεύμα. Αφού λοιπόν ο Υιός δίνει το Πνεύμα στην οικονομία και αφού όλα όσα μπορούμε να κατανοήσουμε για το Θεό είναι αυτά που έχουμε στην οικονομία, ο Προτεσταντισμός, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι το Filioque είναι απαραίτητο και δεν το απορρίπτει. Για άλλους λόγους λοιπόν διαφορετικούς, αλλά στην ουσία, στο βάθος, για το ότι είναι Δυτικός ο Προτεσταντισμός, και το ότι είναι Δυτικός έχει σχέση με το ότι ξεκινάει από την οικονομία και δεν μπορεί να την εγκαταλείψει, όταν φθάνει στον αϊδιο Θεό, γι’ αυτό το λόγο, προσκολλάται και ο Προτεσταντισμός στο Filioque. Αυτό είναι σαφές όταν μελετήσει κανείς νεότερους Προτεστάντες θεολόγους. Έτσι το Filioque αποκαλύπτει βασικές ιδιομορφίες της δυτικής σκέψεως. Σ’ αυτές τις ιδιομορφίες, υπάρχει ως προς το Filioque και το όλο πρόβλημα της μονοθεϊας. Επειδή οι Τριαδικές σχέσεις συνελήφθησαν από τον Αυγουστίνο κυρίως, με τη βοήθεια ψυχολογικών εννοιών, εκείνο που έμεινε σαν τρόπος δηλώσεως της υπερβατικότητας του Θεού, ήταν πλέον βασικά η ουσία του Θεού.

Και η ουσία συνδέθηκε με το Θεό, ενώ οι ψυχολογικές εμπειρίες με την Αγία Τριάδα. Η Αγία Τριάδα επομένως, έγινε δευτερεύον στοιχείο στην ύπαρξη του Θεού. Ο ένας Θεός είναι η μια ουσία, η οποία προηγείται της Τριάδος. Αυτό ευκολύνει πολύ τη Δυτική θεολογία ως προς το Filioque, διότι της επιτρέπει να διατηρήσει το μονοθεϊσμό, διατηρώντας το Filioque. Πράγμα που δεν μπορούσε να συμβεί στη Ανατολική θεολογία, γιατί αυτή ταύτιζε τον ένα Θεό με τον Πατέρα, και όχι με την ουσία.

Η μοναρχία ήταν ο Πατήρ και συνεπώς, εάν εδέχετο το Filioque, θα εδέχετο δύο αρχές στο Θεό, δηλ. δύο Θεούς. Σε όλες τις διαμάχες για το Filioque, από τον 9ο αι. και εξής, αυτό το πρόβλημα επαναφέρετο. Πώς να δεχθεί κανείς το Filioque χωρίς να δεχθεί δύο Θεούς; Αλλά για τη Δύση δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα, γιατί ο ένας Θεός είναι η ουσία, δεν είναι ο Πατήρ. Επομένως το επίπεδο κατά κάποιο τρόπο, των προσώπων: Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, είναι ένα σκαλοπάτι παρακάτω. Δεν θίγει τη μονοθεϊα. Συνεπώς το συμπέρασμα είναι ότι το Filioque θέτει ένα καίριο ερώτημα, ως προς το ποιος είναι ο ένας Θεός, ως προς τη μονοθεϊα. Εάν ο ένας Θεός ήταν η ουσία, η είναι ο Πατήρ, που είναι πρόσωπο και όχι ουσία.

Από την εποχή των Ευνομιανών και εξής, δεν ήταν πλέον δυνατό για τους Ορθοδόξους να ταυτίζουν το πρόσωπο του Πατρός με την ουσία, κατά το μεγάλο επιχείρημα των Ευνομιανών εναντίον της θεότητος του Υιού. Οι Ευνομιανοί, επειδή ταύτιζαν ουσία και Πατέρα, έλεγαν ότι εφ’ όσον ο Υιός δεν είναι ο Πατήρ, άρα πέφτει και έξω από την ουσία του Πατρός, του Θεού, διότι η ουσία του Θεού, ταυτιζομένη με τον Πατέρα, εξαντλεί την έννοιά της στον Πατέρα. Επομένως ο Υιός δεν είναι μόνο εκτός του Πατρός, αλλά επειδή Πατήρ και ουσία ταυτίζονται, είναι αυτομάτως και εκτός της ουσίας. Πρέπει να είναι καίριο αυτό το θέμα για την Πατερική θεολογία. Καίρια η διάκριση μεταξύ του Πατρός και ουσίας. Αφού λοιπόν ο Πατήρ δεν είναι η ουσία και η ουσία δεν είναι Πατήρ, έχει μεγάλη σημασία το να πει κανείς ότι ο ένας Θεός ταυτίζεται με τον Πατέρα και όχι με την ουσία. Ως προς τι; Κυρίως ως προς τη μοναρχία. Ποια είναι λοιπόν η αρχή, η μία αρχή, η μοναρχία εν τω Θεώ, η πηγή;

Ο ένας Θεός ως η μία πηγή: Εάν είναι ο Πατήρ, τότε το Filioque δεν μπορεί να σταθεί χωρίς να εισαγάγει κανείς δύο αρχές, επομένως δύο Θεούς. Εάν ο Θεός δεν είναι ο Πατήρ και είναι η ουσία, τότε δεν έχουμε κινδυνο για τη μοναρχία από το Filioque. Η Δυτική θεολογία συνεπώς, μπόρεσε και ξέφυγε τον σκόπελο της διθεϊας, κρατώντας το Filioque, διότι έδωσε στην ουσία προτεραιότητα. Εάν εμείς δεν προσέξουμε αυτές τις διακρίσεις μεταξύ της ουσίας και του Πατρός, και δεν επιμείνουμε στο ότι ο Πατήρ και όχι η ουσία είναι ο ένας Θεός, ως πηγή, η μία πηγή της Θεότητας, τότε δυτικοποιούμε την Ορθόδοξη θεολογία κατά ένα τρόπο επικίνδυνο. Αυτή λοιπόν είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που παρουσιάζει το Filioque για τους Ορθοδόξους.

Και αυτή είναι η εξήγηση και η ιστορική και η πολιτιστική ή πολιτισμική των λόγων, για τους οποίους το Filioque βρήκε στη Δύση τόση απήχηση και ρίζωσε τόσο βαθιά. Η Δύση πραγματικά αισθάνεται ότι απειλείται η ταυτότητά της, αν της αφαιρεθεί το Filioque. Και δεν είναι αυτό μια πεισματική επιμονή στην παράδοσή τους. Είναι κάτι που άπτεται της ψυχοσυνθέσεως του Δυτικού. Το ενδιαφέρον για την ψυχολογία και την ιστορία, σε σημείο που να μεταφέρεται αυτό στον αϊδιο Θεό, αυτό πραγματικά στηρίζει το Filioque στη Δύση και από δογματική άποψη θέτει για μας κυρίως αυτό το ερώτημα: Πώς είναι δυνατό να διαφυλάξουμε τη μοναρχία στο Θεό, εάν δεχθούμε το Filioque; Και οι Ορθόδοξοι επιμένουμε ότι ο ένας Θεός είναι ο Πατήρ. Εμείς δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε το Filioque γι’ αυτό το βασικό λόγο. Συνοπτικά, αυτό σημαίνει ότι η πηγή της Θεότητας, το απώτατο σημείο αναφοράς στο Θεό, είναι για την Ανατολή ο Πατήρ κι όχι η ουσία.

Πληκτρολόγηση: Ν. Ρ.

Από το βιβλίο: «Χριστιανική Δογματική». Μαθήματα Χριστιανικής Δογματικής. Σημειώσεις από τις παραδόσεις τού καθηγητού Ι. Δ. Ζηζιούλα (σημερινού Μητροπολίτου Περγάμου) στο Τμήμα Ποιμαντικής τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984 – 85. Δημοσιεύονται με την άδεια και την ευλογία του σεβασμιωτάτου.
Εκδόθηκε με την ευθύνη και τη φροντίδα τών φοιτητών, για χρήση κατά τις εξετάσεις.

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Έκδοση: Υπηρεσία Δημοσιευμάτων

Η/Υ ΠΗΓΗ
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΟΜΑΔΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ.

***

Θεός Άγιον Πνεύμα – Νικολάου Ευθ. Μητσοπούλου, καθηγητού δογματικής στο Πανεπ. Αθηνών. .

Το Αγιον Πνεύμα είναι το τρίτον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος. Ονομάζεται Πνεύμα Αγίον η Πνεύμα του Θεού (Ματθ. 12, 28. Ρωμ. 8, 9•Α’ Κορ. 2, 11 κ.λ.π.) ή Πνεύμα του Χριστού (Ρωμ. 8, 9.Φιλ. 1, 19. Α’ Πέτρ. 1, 11 κ.λ.π.) ή Παράκλητος (Ιωάν. 14, 26′ 15, 26′ 16, 7). Είναι της αυτής ουσίας προς τον Θεόν Πατέρα και τον Θεόν Υιόν, έχει δε ως ίδιον υποστατικόν γνώρισμα το εκπορευτόν, εκπορευόμενον εκ μόνου του Πατρός.
Υπογραμμίζομεν το εκ μόνον του Πατρός, λόγω της γνωστής ετεροδιδασκαλίας των Ρωμαιοκαθολικών και των Προτεσταντών, κατά την οποίαν το Αγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού (Filioque).

Ούτοι συγχέοντες αίδιον εκπόρευσιν και εν χρόνω πέμψιν του Αγίου Πνεύματος, δέχονται, ότι το Αγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού (Filioqve), ενώ το Αγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνον του Πατρός αιδίως, πέμπεται δε εις τον κόσμον εν χρόνω υπό του Υιού παρά του Πατρός «Ου (Παράκλητου = το Αγιον Πνεύμα) εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, οπαράτου Πατρός εκπορεύεται «(Ιωαν. 15, 26). Η εκπόρευσις αναφέρεται εις την αίδιον σχέσιν του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος.

Το Filioqve απορρίπτεται υπό των ορθοδόξων, διότι α) αντίκειται εις την Αγίαν Γραφήν (Ιωάν. 15, 26), β) αντιβαίνει εις την Ιεράν Παράδοσιν, των Πατέρων της Εκκλησίας ομιλούντων περί της εκ μόνου του Πατρός εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, μεμονωμένων τινών εκφράσεων ενίων Πατέρων περιεχουσών το: «δι Υιού» σημαινουσών κυρίως την δι Υιού εν χρόνω φανέρωσιν του Αγίου Πνεύματος, γ) αυθαιρέτως και μεταγενεστέρως εισήχθη εν τη Δύσει εις το Σύμβολω της Πίστεως (το πρώτον υπό της εν Τολέδω Συνόδου του 589 μ.Χ.) και δ) είναι λογικώς ανεπίτρεπτον ως εισάγον διαρχίαν (Πατήρ – Υιός) εν τη θεότητι, ενώ μόνη εν αύτη αρχή είναι ο Πατήρ ο γεννών αιδίως τον Υιόν και εκπορεύων το Αγιον Πνεύμα.
Την θεότητα, έτι δε και αυτήν την ύπαρξιν του Αγίου Πνεύματος ως ιδίου προσώπου, το πάλαι μεν ηρνήθησαν οι Μακεδονιανοί και λοιποί Πνευματομάχοι, επί δε των ημερών μας ακραιοί τινές Προτεστάνται και κυρίως οι Χιλιασταί. Οι τελευταίοι ούτοι ισχυρίζονται ότι το Αγιον Πνεύμα είναι απλή τις δύναμις του Θεού απρόσωπος.

Το ότι το Αγιον Πνεύμα είναι ίδιον πρόσωπον, μαρτυρείται σαφώς εν τη Κ. Διαθήκη.
Εν πρώτοις μαρτυρείται εις τους λόγους του Ιησού Χριστού περί της κατά του Αγίου Πνεύματος βλασφημίας.
Είναι προφανές εις τους λόγους αυτούς, ότι πρόκειται περί βλασφημίας, ουχί βεβαίως κατά απρόσωπου δυνάμεως, αλλά κατά συγκεκριμένου προσώπου ή υποστάσεως (Ματθ. 12, 31. 32. Λουκ. 11, 10). Τούτο καθίσταται σαφέστερον εις την συνέχειαν του κειμένου του Λουκά, (12, 11 – 12). Εις αυτό βλέπομεν ότι το Αγιον Πνεύμα θα διδαξη τους εις τας συναγωγάς και τας αρχάς και τας εξουσίας αγομένους: «α δει ειπείν». Η διδασκαλία όμως πρέπει να προέρχηται εκ προσωπικού ούτος και ουχί εξ απρόσωπου δυνάμεως.
Το προσωπικόν του Αγίου Πνεύματος δείκνυται και εκ του χωρίου Ιωάν. 14, 16 εξ. Εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν…, Ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας… ο δε Παράκλητος το Πνεύμα το Αγιον… εκείνος υμάς διδάξει πάντα» (Ιωάν. 14, 16. 17. 26). Σαφώς δε ως Θεός μαρτυρείται το Αγιον Πνεύμα, δι όσων λέγει ο απόστολος Πέτρος προς τον Ανανίαν. «Ανανία, διατί επλήρωσεν ο σατανάς την καρδίαν σου ψευσασθαί σε το Πνεύμα το Αγιον και, νοσφίσασθαι από της τιμής του χωρίου… ουκ εψεύσω ανθρώποις, αλλά τω Θεώ» (Πραξ. 5, 3 -4). Θεός αποκαλείται υπό του Αποστόλου το Αγιον Πνεύμα, προς το οποίον εψεύσθη ο Ανανίας.

Το Πνεύμα το Άγιον είναι κατά ταύτα και πρόσωπον και Θεός, το τρίτον πρόσωπον της θεότητος, ως ήδη ελέχθη. Δεν είναι όμως μόνον Θεός το Άγιον Πνεύμα. Είναι και το θεοποιούν κατά χάριν τον άνθρωπον. Εν Αγίω Πνεύματι ενεργείται η υποκειμενική προσοικείωσις ύφ’ εκάστου πιστού της εν Χριστώ γενομένης δι’ άπαν το ανθρώπινον γένος σωτηρίας. Το Αγιον Πνεύμα κατευθύνει την Εκκλησίαν εις το σωτήριον έργον της και την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ίωάν. 16, 13). Εντεύθεν και το Αγιον Πνεύμα εξυμνείται και καλείται υπό της εν Αυτώ ζώσης και δρώσης Εκκλησίας: «φως και ζωή και ζώσα πηγή νοερά. Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως, αγαθον, ευθές, νοερόν, ηγεμονεύον, καθαίρον τα πταίσματα, Θεός και θεοποιούν πυρ εκ πυρός προϊόν, λαλούν, ενεργούν, διαιρούν τα χαρίσματα» δι’ ου προφήται άπαντες και Θεού απόστολοι μετά μαρτύρων εστέφθησαν. Ξένον άκουσμα, ξένον θέαμα, πυρ διαιρούμενον εις νομάς χαρισμάτων.

Από το βιβλίο: Θέματα ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ Δογματικής Θεολογίας – Νικολάου ΕΥΘ. Μητσοπούλου.

Παράβαλε και:
Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου – ερμηνεία εις τους κανόνας της Πεντηκοστής.
Εορτή της Πεντηκοστής – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., και Λόγος εις την Πεντηκοστήν – Λέοντος του σοφού Βασιλέως.
Εορτή της Πεντηκοστής – Υμνολογική εκλογή και τα Λειτουργικά Αναγνώσματα της Εορτής.
Του Οσίου πατρός ημών Βασιλείου του Μεγάλου – για το Άγιον Πνεύμα.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.