Ο χαμένος παράδεισος – Hans Killians.

Σ’ ένα άλμπουμ εικόνων «Facies dolorosa))—το πονεμένο πρόσωπο—προσπάθησα κάποτε για διαγνωστικούς λόγους να αποτυπώσω φωτογραφικώς εκείνη την αλλαγή την οποία φέρνει μια ώρισμένη αρρώστια στην έκφρασι του ανθρώπου. Ήθελα να δείξω ακόμη την αλλαγή της συμπεριφοράς του προς το περιβάλλον του και προς τον ίδιο του τον εαυτό του, εξ αιτίας της αρρώστιας. Εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να κυττάζω αυτές τις εικόνες του πόνου χωρίς να νιώθω συγκίνησι. Πιο βαθιά ακόμη με συγκινούν τα παιδιάστικα πρόσωπα. Πόσο έντονη αφήνει τη σφραγίδα του ο πόνος στον ζεστό κόσμο της παιδιάστικης ζωής τους και στα ασχημάτιστα ακόμη χαρακτηριστικά τους! Πόσο η ανέμελη ευτυχία τους υποχωρεί μπροστά σε μια οδυνηρή απορία και σε μια βαρειά, σχεδόν τραγική σοβαρότητα. Ολ’ αυτά ανήκουν στις εντυπώσεις τις οποίες δεν μπορεί κανείς να ξεχάση.
Αν σ’ αυτό το βιβλίο, απ’ τη μακρά σειρά των πονεμένων παιδιάστικων μορφών που πέρασαν από μπροστά μου κατά τη διάρκεια της ζωής μου, διάλεξα δυό, αυτό το έκανα γιατί θέλω να διηγηθώ αυτή την τραγική αλλαγή της παιδικής ψυχής. Στην πρώτη περίπτωσι, η εμφάνισις μιας ωριμότητος πολύ ξεκάθαρης έρχεται σαν ένα άμεσο επακόλουθο της αρρώστιας, στην δεύτερη αφήνεται ελεύθερη πολύ η φαντασία του αναγνώστου. Και όμως αυτή ακριβώς η δεύτερη περίπτωσις, που ήταν μονάχα ένα ελάχιστο επεισόδιο, είχε αποτυπωθή στη μνήμη μου με πύρινα γράμματα. Γιατί ποτέ άλλοτε πιο πριν ούτε και πιο ύστερα δεν σκόνταψα τόσο οδυνηρά πάνω στα όρια που έχουν τεθή στην Ιατρική μας γνώσι.
Το όνομά της ήταν Ιωάννα και ήταν 15 χρονών. Η εισαγωγή της στην κλινική μας έγινε υπό δραματικές συνθήκες. Λίγο πιο πριν μας τηλεφώνησε ένας αστυνόμος και μπερδεύοντας τα λόγια του από την αναστάτωσι μας είπε ότι θα’ρχόταν σε λίγο. Ο ίδιος ήταν αυτόπτης μάρτυς του δυστυχήματος. Παρηκολούθησε πως ένα φορτηγό αυτοκίνητο, φορτωμένο με τριάντα καντάρια κορινθιακής σταφίδας, τρέχοντας είχε παρασύρει το παιδί, το πέταξε κάτω και πέρασε πάνω από την κοιλιά του. Το κοριτσάκι φώναζε τρομερά και ο οδηγός εντελώς σαστισμένος από τις φωνές έφερε το αυτοκίνητο προς τα πίσω και ξαναπέρασε άλλη μια φορά σιγά πάνω απ’ την κοιλιά του παιδιού. Εκείνο δεν φώναξε πια. Κειτόταν τελείως ήσυχο, αλλά ανέπνεε ακόμη.
Μόλις είχα αφήσει το ακουστικό ήλθε δεύτερο τηλεφώνημα. Ήταν ο γιατρός που έδωσε τις πρώτες βοήθειες. Είχε ειδοποιήσει να έλθη το αυτοκίνητο των Πρώτων Βοηθειών και μας έστελνε τη μικρή στην κλινική.
«Αλλά δεν ξέρω αν το παιδί θα φθάση εκεί ζωντανό». Μ’ αυτά τα λόγια τελείωνε την αναφορά του.
Αμέσως έδωσα τηλεφωνικώς το σύνθημα του συναγερμού στο χειρουργείο και έτρεξα και ο ίδιος κατόπιν επάνω. Οι αδελφές τακτοποιούσαν κιόλας το μεσαίο τραπέζι. Ο πρώτος βοηθός μου ήταν στη θέσι του, ο δεύτερος ήλθε αμέσως ύστερα από μένα τρέχοντας. Είχα ψάξει να βρω σβέλτους νεαρούς, και ολόκληρο το προσωπικό μου συνεργαζόταν περίφημα. Όλα πήγαιναν ρολόι. Βάλαμε τις μπλούζες μας, δέσαμε μπροστά μας τις λευκές, λαστιχένιες ποδιές και αρχίσαμε αμέσως να πλενώμαστε.
Στον νεαρό συνάδελφο, που θα έπρεπε ίσως να κάνη μια μετάγγισι αίματος, έδωσα γρήγορα τις τελευταίες οδηγίες.
— Καθορίσατε αμέσως την ομάδα του αίματος της μικρής. Είναι βέβαιον ότι θα πρέπη αμέσως να γίνη μετάγγισις. Το παιδί υποθέτω ότι θάχη μια βαρειά εσωτερική αιμορραγία. Εσείς μην κυττάζετε καθόλου εμάς, αλλά εργασθήτε τελείως ανεξαρτήτος με την αδελφή. Αρχίστε αμέσως μόλις φέρουν το παιδί— εξηγηθήκαμε;
Έγνεψε ναι με το κεφάλι και έφυγε για να τα ετοιμάση όλα.
Και τότε την έφεραν. Από το θυρωρείο μας τηλεφώνησαν ότι το αυτοκίνητο των Πρώτων Βοηθειών πέρασε μέσα και λίγο αργότερα απ’ αυτό ακούσαμε τα βαρειά βήματα των τραυματιοφορέων. Η πόρτα στον προθάλαμο άνοιξε και η προϊσταμένη υπέδειξε που θα έπρεπε να τοποθετήσουν οι άνδρες το φορείο.
Έτρεξα γρήγορα προς τα εκεί και τρόμαξα. Δυό αδελφές γονάτιζαν κοντά στο φορείο, άλλες στέκονταν γύρω του. Είχαν ενώσει τα χέρια και προσηύχοντο βουβά. Πέθανε, λοιπόν, η μικρή; Διέσπασα, σπρώχνοντας με ανησυχία, του κλοιό των αδελφών που είχε σχηματισθή γύρω από το φορείο και τότε είδα ότι οι γονατισμένες αδελφές είχαν βγάλει απ’ το παιδί τα ρούχα και εκείνο ανέπνεε. Όταν έσκυψα από πάνω του, είδα πως ήταν ένα τρυφερό πανέμορφο κοριτσάκι, ωχρό σαν πεθαμένο.
Εξωτερικά δεν έβρισκε κανείς πολλά τραύματα παρά μονάχα μικρές αιμορραγίες του δέρματος και γδαρσίματα εκεί όπου οι ρόδες είχαν περάσει πάνω απ’ την κοιλιά. Αλλά το πρόσωπό του ήταν ωχρό και γκρίζο, όμοιο φάντασμα, και τα μάτια με τις μαύρες, αφύσικα μεγαλωμένες κόρες, γύριζαν αδειανά εδώ και εκεί. Ανέπνεε ακόμη αδύνατα, αλλά βρισκόταν σε βαθειά αναισθησία.
—Πέθανε, ψυθίρισε ο δεύτερος βοηθός μου.
Ακόμη και εγώ είχα την εντύπωσι ότι πάνω σ’ αυτό το τρυφερό παιδιάστικο πρόσωπο είχε κιόλας πέσει η σκιά του θανάτου.
Έπιασα το σφυγμό. Στο χέρι είχε τελείως εξαφανισθή. Μονάχα η αρτηρία του λαιμού χτυπούσε ακόμη αδύνατα, με πολύ γρήγορες σφύξεις. Κατά παράδοξο τρόπο το βαρύ αμάξι δεν είχε προκαλέσει κάταγμα στις πλευρές, και ούτε είχε σπάσει τη σπονδυλική στήλη ή τη λεκάνη. Τα παιδιάστικα ακόμη κόκκαλα ήταν ελαστικά και οι ιστοί είχαν υποχωρήσει με την πίεσι. Υπήρχε όμως χωρίς αμφιβολία μια σοβαρή εσωτερική αιμορραγία. Ο σπλήν μπορεί να είχε διαρραγή και το πρόβλημα ήταν αν υπήρχαν τραυματισμοί και σε άλλα όργανα: Το στομάχι, τα έντερα μπορούσε νάχουν σπάσει η μπορούσε να έχη σχιστή ένα από τα μεγάλα κοιλιακά αγγεία. Εν πάση περιπτώσει έπρεπε ν’ ανοίξουμε όσο το δυνατόν συντομώτερα.
Είπα να βάλουν το παιδί πάνω στο χειρουργικό τραπέζι. Ο νοσοκόμος και μια αδελφή το ακινητοποίησαν και το μηχάνημα με το οξυγόνο μπήκε αμέσως σ’ ενέργεια. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας νεαρός γιατρός.
— Με συγχωρήτε κ. καθηγητά. Έξω στέκεται ο πατέρας της μικρής. Θέλει να μπη εξάπαντος στο χειρουργείο. Λέει ότι το παιδί είναι πεθαμένο και ότι θέλουμε να του το κρύψουμε. Προσπάθησα να τον καθησυχάσω, αλλά εκείνος έτρεξε στο τηλέφωνο και τηλεφώνησε στη γυναίκα του. Άκουσα μόνος μου που της έλεγε: «Η Ιωάννα πεθαίνει.. Όπως φαίνεται είναι κιόλας πεθαμένη—είναι βέβαιο, έχει πεθάνει. Έλα αμέσως και φέρε μαζί σου τα χαρτιά της ασφαλίσεως».
Εγώ τον άκουγα μονάχα με το μισό αυτί γιατί παρακολουθούσα από του νιπτήρα την προετοιμασία της εγχειρήσεως. Όπως φαίνεται ο συνάδελφος που είχε να κάνη την μετάγγισι, συνήντησε δυσκολίες προσπαθώντας να βρη τη φλέβα στο χέρι με τη βελόνη του. Οι αδειανές αρτηρίες είχαν ζαρώσει. Γι’ αυτό του φώναξα:
—Ελευθερώστε τη φλέβα με μια μικρή τομή.
Κατόπιν μόνον στράφηκα στον βοηθό που στεκόταν δίπλα μου περιμένοντας:
— Πέστε σας παρακαλώ στον άνθρωπο να μας αφήση ήσυχους. Το παιδί του ζη και ακριβώς αυτή την ώρα είμαστε έτοιμοι να το εγχειρήσουμε.
Η μετάγγισις προχωρούσε καλά. Η αδελφή με τα εργαλεία είχε σκεπάσει πια το παιδί με αποστειρωμένα πανιά. Εμείς πλυθήκαμε και ετοιμαστήκαμε όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατόν. Πλησίασα στο τραπέζι. Η αδελφή μου έδωσε τα λαστιχένια γάντια, έπειτα το νυστέρι. Η εγχείρησις άρχισε. Από πάνω από του ομφαλό άνοιξα την κοιλιά ακριβώς στη μέση γραμμή με μια ευθεία τομή περνώντας το δέρμα και τη λευκή λωρίδα του συνδετικού ιστού. Το περιτόναιο ήταν ακόμη κλειστό, αλλά ανάμεσά του βλέπαμε κιόλας να λαμπυρίζη ένα σκούρο υγρό. Ολόκληρη η κοιλιακή κοιλότης έπρεπε να είναι γεμάτη αίμα.
Το μάτι δεν μας είχε απατήσει: καθώς έκοψα το περιτόναιο τα εσωτερικά όργανα έπλεαν στο αίμα. Γρήγορα άφησα να βάλουν τα μεγάλα άγγιστρα για ν’ ανοίξουν πλατειά την τομή.
Επειδή φοβόμουν μια καταστροφή του σπληνός, θέλησα στην αρχή να ψηλαφήσω προς αυτήν την κατεύθυνσι. Έχωσα, λοιπόν, το χέρι μου στα τυφλά μέσα στην κοιλιά, που ήταν πλημμυρισμένη με αίμα και ζεστή και έψαξα στο βάθος να βρω τον σπλήνα. Αριστερά επάνω, κάτω από το διάφραγμα, εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται ο σπλήν, δεν ήταν τίποτε πια. Τα δάκτυλά μου άγγιξαν μονάχα περίεργα θρύψαλα. Ο σπλήν ήταν τελείως ξεσχισμένος, κομμένος σε κομμάτια. Γρήγορα τράβηξα το χέρι μου έξω. Είχα πιάσει ένα κομματάκι και το κύτταξα: Ήταν χωρίς αμφιβολία ένα κομματάκι σπληνός.
—Αναρροφηστεί διέταξα, εμπρός.
Οι νοσοκόμοι άφησαν εμπρός μας την αντλία. Εγώ πήρα τον αναρροφητήρα με το δεξί μου χέρι και του έχωσα στην κοιλιά. Με το αριστερό έσπρωχνα τα έντερα και το στομάχι να τα βγάλω απ’ τη μέση. Μ’ αυτό τον τρόπο ήλπιζα ότι θα απεκάλυπτα μπροστά μου την αιτία της αιμορραγίας, στην περιοχή όπου βρίσκεται συνήθως ο σπλήν και τα αιμοφόρα αγγεία του.
Αναρροφούσα και αναρροφούσα, αλλά διαρκώς έτρεχε αίμα στο βάθος από άλλες περιοχές της κοιλιάς. Κάποια στιγμή είδα ένα αγγείο από το όποιο ξεπηδούσε ανοιχτόχρωμο το αίμα, με τον ρυθμό της καρδίας. Ήταν η μεγάλη αρτηρία του σπληνός. Φώναξα να μου δώσουν μια μακρυά λαβίδα Κόχερ.Η αδελφή την κρατούσε κιόλας έτοιμη, μου την έβαλε στο χέρι και με αστραπιαία ταχύτητα, προτού χαθή η αρτηρία από τα μάτια μου, την άρπαξα και την έδεσα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είχε όπως φαίνεται εξουδετερωθή. Το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε πλέον ήταν να καθορίσουμε εάν το αίμα έτρεχε και από άλλες πηγές. Αναρροφούσα, λοιπόν, συνέχεια. Απομάκρυνα τα πήγματα του αίματος που είχαν σχηματιστή, αλλά διαρκώς έτρεχε αργά σκούρο, καινούργιο αίμα στο βάθος. Η κοιλιά δεν άδειαζε.
Και κάποιο άλλο όργανο θα πρεπε νάχη πληγωθή. Σκέφτηκα αμέσως το ήπαρ, που, ακριβώς όπως ο σπλην, κινδυνεύει σε μεγάλο βαθμό όταν πιεσθή από μεγάλη δύναμι. Έπιασα λοιπόν το ήπαρ, το χέρι μου ψηλαφώντας τυφλά την επιφάνεια γλίστρησε προς τα επάνω. Τότε ένιωσαν τα δάκτυλα μου ξαφνικά στο κύρτωμα του σηκωτιού ίνα μεγάλο χάσμα, ένα σχίσιμο που έφθανε μέχρι του χώρο της χοληδόχου κύστεως στην κάτω επιφάνεια του σηκωτιού και το χώριζε σχεδόν στα δύο.
Αυτό ήταν τρομερό! Η ελπίδα μου να σώσω το κορίτσι εξαφανίστηκε. Πως θα μπορούσε να ξεπεράση το φτωχό πλάσμα κι’ αυτό το δεύτερο βαρύ τραύμα ; Κι’ όμως δεν έπρεπε ν’ αφήσω τίποτε χωρίς να το δοκιμάσω. Έπρεπε να ράψω το σηκώτι που ήταν σχισμένο από την κορυφή του μέχρι τη χοληδόχο κύστι.
Η αδελφή Άννα, που ενστικτωδώς τα είχε άντιληφθή όλα, ανταποκρίθηκε μέσα σε δευτερόλεπτα. Είχε αμέσως στερεώσει στο συγκρατητήρα μεγάλες στρογγυλές βελόνες με ζωϊκά ράμματα, χωρίς να χρειαστή να της πω ούτε λέξι. Ήταν ακριβώς το σωστό υλικό: γιατί οξείες τριγωνικές κοφτερές βελόνες κόβουν πολύ εύκολα το μαλακό ιστό, ενώ με τις στρογγυλές βελόνες μπορούσα να ράψω τη μεγάλη σχισμή του σηκωτιού με σταυρωτές βελονιές.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω πως κράτησα με το αριστερό μου χέρι το σχισμένο παιδιάστικο ήπαρ από πάνω δεξιά και το πίεσα προς τα κάτω για να μπορέσω να το ράψω με το δεξί χέρι. Ένας βοηθός έπρεπε να δένη προσεκτικά τις κλωστές. Όταν μπήκε και η τελευταία βελονιά και δέθηκαν οι άκρες, αναρρόφησα και πάλι αίμα. Απομάκρυνα και τα υπολείμματα του κομματιασμένου σπληνός. Η αιμορραγία σταμάτησε. Ο άμεσος κίνδυνος είχε περάσει. Δόξα τω Θεώ!
Όλοι ανέπνευσαν, ξαλαφρωμένοι.
Στα τελευταία δραματικά λεπτά δεν μπορούσα να παρακολουθώ πια και τη γενική κατάστασι της μικρής, αλλά τώρα έβλεπα ότι οι βοηθοί που έκαναν την μετάγγισι είχαν εργασθή καλά. Η πίεσις ανέβαινε, η κυκλοφορία βελτιωνόταν. Αναγνωρίζοντας την προσπάθεια τους τους ευχαρίστησα μ’ ένα βλέμμα.
Κι’ ο ναρκωτής είχε κάνει άψογα τη δουλειά του. Είχε χρησιμοποιήσει μόνο μια ελαχίστη ποσότητα ναρκωτικού και είχε προσέξει το παιδί πάρα πολύ. Ήμουν περήφανος για το μαθητή μου. Δεν τον είχα μάταια μυήσει στα μυστικά της ναρκώσεως.
Ήλεγξα άλλη μια φορά απ’ την αρχή το στομάχι και τα έντερα κι’ έκλεισα κατόπιν με ξεχωριστές ραφές το περιτόναιο. Ακολούθησε η ραφή των κοιλιακών τοιχωμάτων στη μέση και έπειτα η ραφή του δέρματος. « Έτοιμοι» φώναξα στο ναρκωτή κι’ έκανα τον επίδεσμο. Το παιδί φαινόταν, παρ’ όλη τη βαρειά επέμβασι, σχετικώς καλά. Ακόμη ήταν ωχρό σαν πεθαμένο, αλλά στα χείλη του φάνηκε, σαν απαλό ρόδισμα της αύγης, η καινούργια ζωή, μια απαλή ρόδινη χροιά. Μόνον η αναπνοή μου φάνηκε πολύ αδύνατη και γι’ αυτό είπα να της κάνουν μια ένεσι κοραμίνης. Ενήργησε γρήγορα. Από λεπτό σε λεπτό βελτιωνόταν η άναπνοή κι’ αυτό βελτίωνε πάλι την κατάστασι της κυκλοφορίας.
Παρ’ όλ’ αυτά δεν τολμήσαμε να πάρουμε το κορίτσι απ’ το χειρουργικό τραπέζι. Μείναμε πάνω από μια ώρα κοντά της, μέχρις ότου όλα τα συμπτώματα, μας έδειξαν ότι είχε περάσει πια η κρίσις της εγχειρήσεως: η αναπνοή ήταν ικανοποιητική, οι κόρες των ματιών έγιναν μικρότερες και τα μάγουλα ξαναπήραν ένα ρόδινο χρώμα. Τότε την αφήσαμε στην φροντίδα των αδελφών, που απ’ την πρώτη στιγμή είχαν κλείσει στην καρδιά τους το θελκτικό πλασματάκι και το περιέβαλαν με τρυφερώτατες φροντίδες.
Με τους δυό βοηθούς μου βγήκαμε έξω στο διάδρομο. Ανοίξαμε ένα παράθυρο, ρουφήξαμε βαθιά τον απαλό αέρα μέσα στα πνευμόνια μας και προσφέραμε στους εαυτούς μας, ύστερα από τη δύσκολη δουλειά, σιωπηλοί, ένα διάλειμμα αναπαύσεως. Ήμουν εξηντλημένος και συγχρόνως ευτυχής. Ευτυχής γιατί η εγχείρησις είχε πετύχει. Ακόμη με βάραινε η φροντίδα μήπως παρουσιαστή καμμιά επιπλοκή, που θα μπορούσε, όπως τόσο συχνά γίνεται, να εκμηδένιση όλες μας τις προσπάθειες. Οι βοηθοί μου εκάπνιζαν και ο ένας, για τον όποιο από καιρό είχα την υποψία ότι έγραφε κρυφά ποιήματα, είπε ονειροπόλα, ανάμεσα από δυό ρουφηξιές καπνού: «Παράξενο, όσο το παιδί βρισκόταν μπροστά μου πάνω στο φορείο, διαρκώς μου ερχόταν η σκέψις μιας μαραμένης άνεμώνας».
Στο βάθος του διαδρόμου φάνηκε ο νεαρός συνάδελφος που προηγουμένως μου είχε ανακοινώσει την άφιξι των γονέων της μικρής μου άρρωστης. Ερχόταν προς το μέρος μας. Μπορούσε να δη κανείς ότι ήταν αναστατωμένος και μόλις στάθηκε μπροστά μου, μου αφηγήθηκε τι είχε συμβή:
Οι γονείς της μικρής Ιωάννας ήταν τώρα και οι δυό εκεί και είχαν δημιουργήσει μια πολύ άσχημη σκηνή. Ο πατέρας δεν ήθελε να αλλάξη γνώμη και να πιστέψη ότι το κοριτσάκι του βρισκόταν στη ζωή ύστερα απ’ το δυστύχημα. Ζητούσε ένα πιστοποιητικό θανάτου για να μπορή να εγείρη αξιώσεις αποζημιώσεως. Θα απαιτούσε είκοσι χιλιάδες μάρκα αν η Ιωάννα είχε πεθάνει από το δυστύχημα. Σαν απόδειξι για την ορθότητα των υπολογισμών του έβαλε μπροστά στη μύτη του βοηθού εκείνο το χαρτί, που είχε φέρει η γυναίκα του από το σπίτι μαζί της. Τώρα κάθονταν και οι δυό κάτω στον προθάλαμο και με περίμεναν.
Άργησα αρκετά προτού κατεβώ κάτω. Κάθονταν και οι δυό εκεί, ο ένας δίπλα στον άλλον, σ’ έναν πάγκο και πήδησαν πάνω σαν ηλεκτρισμένοι, όταν τους πλησίασα. Ο άνδρας, κοντός, αδύνατος, με πρόσωπο σαν αποξηραμένο δαμάσκηνο, σπινθηροβολούσε με δυσπιστία και κακία μέσα απ’ τα τζάμια των νικέλινων γυαλιών του, ενώ η γυναίκα του, ψηλόλιγνη και στριφνή, χαμήλωνε τα μάτια την ώρα που εγώ τους συστήθηκα:
— Είμαι ο γιατρός που μόλις πριν από λίγο εγχείρησα το παιδί σας. Θέλατε να μου μιλήσετε ;
Ο άνδρας χύμηξε αμέσως κατά πάνω μου:
— Μπορείτε τελείως ελεύθερα να μου μιλήσετε, γιατρέ. Έχει πεθάνει, έτσι δεν είναι ; Είναι πράγματι αυτονόητο. Ένα τόσο βαρύ δυστύχημα, να την πατήση δυό φορές το αυτοκίνητο… Είναι πεθαμένη, έτσι δεν είναι;
— Όχι, είπα ήρεμα. Ζη και μπορώ να σας δώσω ελπίδες ότι το παιδί σας θα ξανάρθη στη ζωή !
Η γυναίκα ψέλλισε:
—Αυτό θα ήταν πολύ ωραίο, γιατρέ, αλλά είναι τελείως αδύνατον. Μπορείτε να μας πητε ήσυχα την αλήθεια. Είμαστε έτοιμοι για όλα.
— Σας λέγω πράγματι την αλήθεια. Το παιδί σας ζη. Μπορείτε να χαρήτε!
— Φυσικά, φυσικά χαιρόμαστε, είπαν και οι δυό μ’ ένα
στόμα.
—Αλλά, συνέχισε ο πατέρας και με κύτταξε μέσα απ’ τα γυαλιά του ύπουλα, θα το καταλαβαίνετε, γιατρέ, ότι θάθελα να βεβαιωθώ με τα δικά μου μάτια.
— Αυτό δεν γίνεται τώρα…
Δεν μ’ άφησε να τελειώσω. Ξαφνικά ξέσπασε:
— Θέλω αμέσως να ιδώ την κόρη μου! Θέλω ο ίδιος να βεβαιωθώ αν πράγματι ζη ακόμη η αν με κορόϊδεψαν—αυτό είναι δικαίωμα μου.
Έπρεπε να κυριαρχήσω στον εαυτό μου. Κατώρθωσα να μείνω ήρεμος.
— Θα δήτε την κόρη σας, είπα, όχι σημέρα ακόμη, ούτε αύριο, ούτε και μεθαύριο. Αυτή τη στιγμή η επίσκεψις σας θα έβλαπτε πολύ το παιδί κι’ αυτό πρέπει να το αποφύγουμε. Πρέπει εγώ, σαν θεράπων ιατρός, να απαγορεύσω κάθε επίσκεψι στην Ιωάννα, προτού μπορέσω να σας δώσω την άδεια.
— Το άκουσες; αρπάχτηκε ο άνδρας. Αυτός ο γιατρός μας απαγορεύει, σε μας τους γονείς, να πάμε στο κρεββάτι του παιδιού μας που πεθαίνει ή που έχει πεθάνει. Μα αυτό είναι ανήκουστο ! Έλα γυναίκα πάμε στην αστυνομία να του κάνουμε μήνυσι
— Κάνετε ο,τι θέλετε, είπα. Σαν γιατρός έχω την ευθύνη για τη ζωή της άρρωστης μου και όσο εμείς αγωνιζόμαστε για τη ζωή της μικρής, δεν μπορεί κανείς να την πλησίαση. Άλλωστε ακόμη δεν έχει συνέλθει.
Μ’ αυτά τα λόγια απομακρύνθηκα.
Τη νύχτα ξύπνησε σιγά-σιγά η Ιωάννα. Κατά σύμπτωσι ήμουν στο δωμάτιο της. Το βλέμμα των μεγάλων της ματιών, με το όποιον περιέβαλλε τον καινούργιο ξένο κόσμο, έδειχνε εκείνη την ξεχωριστή έκπληξι που είναι τόσο χαρακτηριστική στα παιδιά που ξυπνούν απ’ τη νάρκωσι. Είναι σαν να έρχεται αυτό το βλέμμα από απύθμενα βάθη σκοτεινού φόβου. Μια ταραχή υπάρχει εκεί μέσα κι’ ένας φόβος για την πρώτη εμπειρία του κακού και του πόνου σ’ αυτό τον κόσμο. Σε αρρώστιες που κρατούν πιο πολύν καιρό βυθίζεται αυτή η έκφρασις συχνά μέσα σε μια σοβαρότητα μελαγχολική που δίνει στο παιδιάστικο πρόσωπο μια πρόωρη συγκινητική ωριμότητα. Ήλπιζα να μπορέσω να απαλλάξω την Ιωάννα απ’ αυτή τη μεταβολή. Το ότι δεν το κατώρθωσα δεν ήταν δικό μου σφάλμα.
Η Ιωάννα παρεπονείτο ότι διψούσε και της δώσαμε να πιή. Μετά ξανάπεσε σιγά – σιγά στον ύπνο. Την επομένη το πρωί είχε λίγο πυρετό και το δέρμα της είχε βαφτή κίτρινο. Αφήσαμε την συνεχή μετάγγισι με πλάσμα και σακχαρούχο διάλυμα και κάναμε μια δεύτερη μετάγγισι αίματος. Ύστερα απ’ αυτό η κατάστασι της υγείας της βελτιώθηκε καταπληκτικά γρήγορα.
Την τέταρτη μέρα μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι είχαμε περάσει τη δύσκολη καμπή. Τώρα δεν υπήρχε κανείς λόγος πιάνα κρατάμε τους γονείς μακρυά, αφού μάλιστα στο μεταξύ είχαν έρθει πολλές φορές και κάθε φορά ζητούσαν θορυβωδώς να δουν το παιδί τους. Με βαρειά καρδιά λοιπόν έδωσα την άδεια.
Μια νεαρή αδελφή που ήταν στο δωμάτιο κατά τη διάρκεια της επισκέψεως μου διηγήθηκε κατόπιν τη σκηνή:
— Καλημέρα, Ιωάννα, είπε ο πατέρας, πως πας λοιπόν ; Είσαι άσχημα, έτσι δεν είναι; Το βλέπει κανείς στο πρόσωπο σου.
Η αδελφή ανακατεύτηκε στη συζήτησι.
— Μα, η Ιωάννα δεν πηγαίνει καθόλου άσχημα. Σκεφθήτε, σας παρακαλώ, τι πέρασε. Η Ιωάννα πηγαίνει πολύ καλά και όλοι μας είμαστε πολύ χαρούμενοι!
Η ίδια η Ιωάννα δεν είπε τίποτε, αλλά είπε η μητέρα της απότομα:
— Το βλέπει όμως κανείς πόσο αξιοθρήνητο φαίνεται το παιδί, πόσο ωχρό, πόσο εξησθενημένο ! Σου δίνουν αρκετά να φας; Έχεις αδυνατίσει πάρα πολύ. Και τι φάρμακα παίρνεις;
Για πρώτη φορά είπε κάτι η Ιωάννα:
— Μου κάνουν ενέσεις, ψιθύρισε.
— «Ενέσεις; Έτσι λοιπόν! είμαι εναντίον των ενέσεων ! πετάχτηκε ο πατέρας. Τι ενέσεις είναι αυτές;
— Δεν ξέρω, είπε η μικρή παραπονιάρικα. Άρχισε να κλαίη και γύρισε το κεφάλι της στο πλάι.
— Της δίνουν μικρές δόσεις στροφαντίνης για την καρδιά, εξήγησε η αδελφή. Τις χρειάζεται το παιδί σας.
Ο πατέρας σηκώθηκε έτοιμος για καυγά.
— Δεν επιθυμώ το παιδί μου να κάνη ενέσεις. Το απαγορεύω ρητώς.
— Πρέπει να το πήτε σεις προσωπικώς στον επιμελητή. Εμείς δεν έχουμε καμμιά ανάμιξι στις εντολές του.
Ενώ μιλούσε η αδελφή, κρυφά πίεσε το κουμπί του κουδουνιού. Πολύ σύντομα άνοιξε η πόρτα και παρουσιάστηκε η αδελφή του τμήματος που είχε πιο πολύ πείρα με τους δύσκολους επισκέπτες. Έριξε μονάχα ένα βλέμμα στο παιδί και είπε: «Ελάτε μαζί μου» αλλά με έναν τόνο που δεν επέτρεπε καμμιά αντίρρησι. Έτσι την ακολούθησαν οι γονείς έξω απ’ το δωμάτιο, χωρίς να αποχαιρετήσουν το παιδί τους.
Το βράδυ η Ιωάννα είχε πυρετό πάλι. Ήταν ανήσυχη και έκλαιγε, όταν ο γιατρός θέλησε να της κάνη στην φλέβα την ένεσι της στροφαντίνης.
— Όχι, σας παρακαλώ όχι, φώναζε, ο πατέρας το απαγόρευσε.
Αρνιόταν με αποφασιστικότητα να δώση το χεράκι της, κάτι που ποτέ ως σημέρα δεν είχε κάνει. Το πρόσωπο της άφηνε να φαίνεται ένας φόβος που έφθανε σχεδόν στον πανικό. Όταν ο Δρ. G., ο γιατρός του τμήματος, δοκίμασε να την πείση εκείνη απήντησε μονάχα:
— Αλλά οι γονείς μου θα ξανάρθουν και θα ρωτήσουν αν έκανα ενέσεις, αυτό φοβάμαι!
Με φώναξαν. Όταν μπήκα στο δωμάτιο στεκόταν η αδελφή δίπλα στο κρεββάτι και προσπαθούσε να καθησύχαση το παιδί.
— Μα Ιωάννα, της είπα, μην κάνεις κουταμάρες. Τον πατέρα και την μητέρα θα τους τακτοποιήσουμε εμείς. Θα σου κάνω την ένεσι μόνος μου στα γρήγορα. Το ξέρεις, είναι πολύ αναγκαία για την καρδιά σου . . .
Με κύτταξε αβέβαια, αλλά ύστερα μούδωσε το λεπτό της χεράκι.
Η συμπεριφορά αυτών των περίεργων, άστοργων γονέων συζητιόταν παντού σ’ ολόκληρη την κλινική και σιγά – σιγά έγινε κάτι πολύ ωραίο όσο και συγκινητικό: οι αδελφές, αυτές οι μάλλον γερασμένες γυναίκες πούχαν παραιτηθή από την ευτυχία της μητρότητος, ανέλαβαν τη μικρή Ιωάννα. Φαίνονταν όλες να νιώθουν σαν μητέρες αυτού του παιδιού. Της έκαναν τα χατήρια όπου και όπως μπορούσαν. Της έφερναν κρυφά λιχουδιές, κάθονταν τις ελεύθερες ώρες τους στο κρεββάτι του παιδιού και κουβέντιαζαν μαζί του. Ακόμη και την Μαρία -Ελίζα, την προϊσταμένη μας, την είδα πολλές φορές να βγαίνη γελώντας απ’ το δωμάτιο της Ιωάννας. Όταν έρχονταν οι γονείς—και ήλθαν μερικές φορές ακόμη—σχηματιζόταν ένα προφυλακτικό τείχος από λευκές κολλαριστές σκούφιες γύρω απ’ το κρεββάτι, ένα τείχος αυστηρότητος και καλωσύνης, στο όποιο κτυπούσε κάθε τυχόν πλήγμα που μπορούσε να προκαλέση ο οξύθυμος πατέρας, κι’ έχανε τη δύναμί του.
Δεν ήταν θαύμα ότι κάτω από μια τέτοια προστασία η ανάρρωσις της Ιωάννας γινόταν με γοργό ρυθμό. Ύστερα από μερικές εβδομάδες μπορούσαμε να την αφήσουμε να φύγη θεραπευμένη. Αργότερα, παρουσιάστηκε• μερικές φορές ακόμη κι’ έφερνε στις αδελφές και σε μένα λουλούδια που τα μάζευε μόνη της απ’ το δάσος. Φαινόταν σαν νάχε ξαναβρή ολόκληρη πάλι την παιδιάστικη φυσικότητα της. Το όμορφο καθαρό κοριτσίστικο πρόσωπο της δεν πρόδιδε πια καθόλου το φόβο του δυστυχήματος και τους πόνους της μακράς θεραπείας.
Όταν ξαναπαρουσιάστηκε, μισό χρόνο αργότερα, αυτή τη φορά για δουλειά, τη συνώδευε ο πατέρας της. Είχε κινήσει δίκες για αποζημίωσι από την ασφάλεια, από τον κάτοχο του αυτοκινήτου και από τον σωφέρ. Το δικαστήριο ζητούσε να την εξετάσω και να δώσω μια γνωμάτευσι. Ιδιαίτερα έπρεπε άλλη μια φορά να εξετασθή η λειτουργία του ήπατος. Κάναμε μεγάλους κόπους να συλλάβουμε τις βλάβες, αλλά πραγματικά δεν μπορέσαμε πια να διαπιστώσουμε τίποτε το αρρωστημένο, εκτός απ’ τη λεπτή ουλή της εγχειρήσεως που είχε απομείνει. Το σηκώτι λειτουργούσε καλά, η αιματολογική εικόνα ήταν περίφημη, δεν είχε καθόλου πόνους συμφύσεων στο επιγάστριο, εκεί όπου είχα ράψει το σχίσιμο του ήπατος και είχα απομακρύνει τα υπολείμματα του σπληνός. Απλούστατα όλα πήγαιναν λαμπρά, και το λεπτοκαμωμένο της πρόσωπο που το πλαισίωναν σκούρες μπούκλες είχε ένα ζωηρό χρώμα υγείας. Ανεγνώριζα στην γνωμάτευσι μου μια γενική βλάβη 15%, η απώλεια του σπληνός δεν σήμαινε για την Ιωάννα καμμιά βλάβη. Ύστερα απ’ την εξέτασι, την συνώδευσα έξω στο διάδρομο, όπου περίμενε ο πατέρας της. Μου επετέθη αμέσως με ερωτήσεις για το πως είχα κρίνει την κατάστασι της υγείας της κόρης του. Όταν, σύμφωνα με την αλήθεια, είπα ότι ήμουν έκπληκτος και ευχαριστημένος με την καλή πορεία της υγείας της, κυριολεκτικά έγινε εκτός εαυτού.
— Είναι ανίκανη για δουλειά, φώναξε, είναι σακατεμένη για ολόκληρη τη ζωή της!
Εκνευρισμένος γύρισε προς την Ιωάννα:
— Δεν είπες στο γιατρό τι τρομερούς πόνους έχεις πάντα στο σηκώτι σου;
Η Ιωάννα σιωπούσε.
— Λοιπόν απάντησε! την διέταξε. Πολύ φοβισμένη, κούνησε το κεφάλι.
— Πες Ιωάννα, τη ρώτησα τελείως άπλα και ήρεμα. Είναι αλήθεια; Έχεις πράγματι ακόμη πόνους ;
Το βλέμμα της πετούσε σαν φοβισμένο πουλί ανάμεσα στον πατέρα της και σε μένα.
— Λοιπόν πες, ότι έχεις πόνους!
Τα μάτια του γεμάτα δηλητήριο, πίσω απ’ τα νικέλινα γυαλιά του, ήταν μια πραγματική βουβή απειλή.
Η Ιωάννα κατάπιε μερικές φορές, ανέπνευσε αναστατωμένη και είπε, γυρίζοντας σε μένα, σιγανά, αλλά με σταθερή φωνή:
— Όχι γιατρέ, δεν έχω πια πόνους.
Στο πρόσωπο της όμως, στο γλυκό, το γεμάτο αθωότητα κοριτσίστικο πρόσωπο, έγινε την ίδια στιγμή εκείνη η μεταβολή απ’ την οποία ήθελα να την προφυλάξω: η οδυνηρή σοβαρότητα των παιδιών, που πρόωρα έχουν γευθή στον κόσμο τη δυστυχία και τον πόνο, απλώθηκε σαν ένα σκοτεινό σύννεφο πάνω στα χαρακτηριστικά της.
* * *

Η δεύτερη ιστορία συνέβη στις 10 Μαΐου 1940. Η ημερομηνία μου έχει μείνει έντονη στο μυαλό μου, γιατί ήταν η ημέρα της πρώτης αεροπορικής επιδρομής στο Φράιμπουργκ που, όπως φανερώθηκε πολύ αργότερα, έγινε από γερμανικά αεροπλάνα.
Ύστερα από ένα κουραστικό πρωινό στην κλινική, πήγα ένα το μεσημέρι στο σπίτι μου που βρισκόταν σ’ ένα απ’ τα περίχωρα του Φράιμπουργκ. Ήταν μια ζεστή, πνιγηρή καλοκαιρινή ημέρα. Στην ατμόσφαιρα, πλανιόταν μια καταιγίδα. Πάνω απ’ τα βουνά προς τη δύσι συγκεντρώνονταν μεγάλα βαρειά σύννεφα κι’ ο ήλιος έκαιγε κι’ έλαμπε εκθαμβωτικά. Ήθελα να ξεκουραστώ λίγο, αλλά δεν έβρισκα ησυχία. Η έντασις της ατμοσφαίρας πριν απ’ την καταιγίδα μεταβιβαζόταν και σε μένα. Στο τέλος σηκώθηκα, κάθησα στο γραφείο μου και άρχισα να εργάζωμαι. Αλλά κι’ εδώ δεν πέτυχα πολλά.
Άπ’ τ’ ανοιγμένο παράθυρο έφθαναν σε μένα οι κοιμισμένοι θόρυβοι της μεσημεριάτικης σιωπής: Το απαλό κελάϊδημα των μικρών πουλιών στην κληματαριά του σπιτιού, μάκρυνες παιδιάστικες φωνές, τα βήματα κάποιου περαστικού και ο θόρυβος κάποιου αμαξιού. Και τότε, κάποια στιγμή, θόρυβος αεροπλάνων. Πήρα απ’ το γραφείο τα παλιά μου κιάλια, που με συνώδευαν σ’ ολόκληρο τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στο μέτωπο και πήγα στον κήπο. Αεροπλάνα στην ήσυχη περιοχή μας, ήταν ένα σπάνιο θέαμα. Στο Βέλγιο και στην Ολλανδία είχαν αρχίσει οι μεγάλες αποφασιστικές μάχες και οι εναέριες δυνάμεις των αντιπάλων ήταν συγκεντρωμένες εκεί, επάνω απ’ το πεδίο των μαχών.
Ο βόμβος ερχόταν από ανατολικά—έπρεπε νάναι πολλά αεροπλάνα—αλλά μάταια έψαχνα με τα κιάλια στον ορίζοντα. Σύννεφα εμπόδιζαν κι’ εκεί τη θέα. Ο θόρυβος των μηχανών πλησίαζε— και ξαφνικά χώθηκαν μέσα σ’ ένα κενό ανάμεσα στα σύννεφα τρία αεροπλάνα που άστραφταν σαν το χιόνι στον ήλιο κι’ εξαφανίστηκαν γρήγορα πίσω από τα σύννεφα. Τα αντιαεροπορικά μας δεν χτυπούσαν, επομένως θάπρεπε πράγματι νάναι γερμανικά, σκέφτηκα καθησυχασμένος και ξαναγύρισα αργά μέσα στο σπίτι.
Μόλις είχα ξανακαθήσει στο γραφείο μου, όταν βρόντηξαν πόκωφοι κρότοι που έκαναν τους τοίχους του σπιτιού να κουνηθούν συθέμελα. Κι’ ακόμη, πριν προλάβω να συνέλθω απ’ το φόβο μου, ακολούθησαν κι’ άλλες εκρήξεις. Εχθρικές βόμβες, επιδρομή στο Φράιμπουργκ! Αργότερα ειν’ η αλήθεια ότι σχεδόν όλοι ζήσαμε πολύ χειρότερα πράγματα, αλλά ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη την πρώτη εντύπωσι. Ενόμιζες πως ένας ατσαλένιος γίγαντας περπατούσε με πάταγο και ψηλαφούσε όλο και πιο κοντά σου… η γη έτρεμε κάτω απ’ τα βήματα του… και μετά ξαφνικά σιωπή.
Πήδησα πάνω κι’ έτρεξα έξω στο αμάξι μου, πούταν έτοιμο να ξεκινήση μπροστά στην πόρτα. Στην κλινική, όσο πιο γρήγορα είναι δυνατόν στην κλινική! Αυτή ήταν η μοναδική μου λαχτάρα. Πιστεύω ότι ποτέ μου δεν έτρεξα τόσο γρήγορα και τόσο αψήφιστα με το αυτοκίνητο.
Η πόλις έμοιαζε με μυρμηγκοφωλιά. Παντού οι άνθρωποι είχαν πεταχτή απ’ τα σπίτια τους και στέκονταν χειρονομώντας στους
δρόμους. Ανάμεσα τους, χτυπώντας δυνατά τα καμπανάκια τους, περνούσαν οι πυροσβεστικές αντλίες και οι σειρήνες απ’ τα αυτοκίνητα των πρώτων βοηθειών σφύριζαν διαπεραστικά. Όπως πληροφορήθηκα αργότερα τα αεροπλάνα είχαν ρίξει τρεις σειρές βόμβες: Στο αεροδρόμιο, στους στρατώνες που ήταν εκεί κοντά, και μια τρίτη σειρά κοντά σ’ ένα υπόγειο πέρασμα του σιδηροδρόμου. Εκεί έπεσαν σ’ έναν παιδικό κήπο και είχαν κάνει τρομερή καταστροφή.
Όταν έφθασα στην κλινική, ακριβώς τότε είχαν φέρει τους πρώτους πληγωμένους, γεμάτους ακαθαρσίες και αίματα και ακρωτηριασμένους. Οργανώσαμε αμέσως πρώτες βοήθειες. Ένας από τους πεπειραμένους βοηθούς μας, ανέλαβε την τακτοποίησι όλων των περιπτώσεων που έρχονταν στον προθάλαμο κι’ ωδηγούσε τις πιο ελαφρές στην πολυκλινική, όπου θα μπορούσαν να τους φροντίσουν οι γιατροί μας. Οι βαρύτερες έρχονταν επάνω στο χειρουργείο. Εκεί υπήρχε κι’ όλας μια μακρυά σειρά με φορεία όπου κείτονταν άνθρωποι με μια νεκρική ωχρότητα. Κλάματα και αναστεναγμοί παντού. Από μερικά φορεία έτρεχε το αίμα στο πάτωμα.
Σχηματίσαμε χειρουργικές ομάδες όπου οι συνάδελφοι από την παθολογική κλινική στάθηκαν δίπλα μας βοηθώντας μας πολύ με το να αναλαμβάνουν την προετοιμασία του κυκλοφορικού συστήματος των αρρώστων. Αλλά το κύμα της δυστυχίας δεν φαινόταν να σταματάη. Όλοι οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι. Πάνω από 100 πληγωμένοι κι’ ανάμεσα τους πολλοί ήταν βαριά. Κι’ ακόμη έφερναν διαρκώς καινούργιους. Το πιο συγκινητικό ήταν το θέαμα των πληγωμένων παιδιών.
Όταν μια φορά βγήκα από το χειρουργείο έξω στο μεγάλο διάδρομο για να ψάξω να βρω μόνος μου ποιές ήταν οι πιο επείγουσες περιπτώσεις, είδα πάνω σ’ ένα φορείο ξαπλωμένο ένα μικρό κοριτσάκι, ένα πανέμορφο παιδί, 4 περίπου χρόνων μ’ ελαφίσια καστανά μάτια και σκούρες μπούκλες, αλλά ωχρό σαν πεθαμένο. Όπως φαίνεται είχε σχεδόν τελείως ξαιματιάσει και βρισκόταν σε βαθειά νάρκη. Δίπλα στο φορείο, που ήταν σκεπασμένο μ’ ένα αντίσκηνο, στεκόταν ένας γκριζομάλλης εθελοντής νοσοκόμος.
— Τι έχει το παιδί; ρώτησα κυττάζοντάς τον. Κοντοστάθηκε και απήντησε:
—Η μικρή έχασε το δεξί της χέρι, της έχω δέσει την πληγή.
Τράβηξα το αντίσκηνο για να δω το τραύμα: Το δεξί χέρι του παιδιού ήταν κομμένο ακριβώς λίγο πιο κάτω απ’ την ωμοπλάτη. Η ξεσχισμένη πληγή δεν αιμορραγούσε πια. Είχαν βάλει έναν ελαστικό επίδεσμο γύρω στο κολόβωμα, αλλά…. δίπλα στη μικρή, πάνω στο φορείο, ήταν το κομμένο χεράκι, ένα τρυφερό κερένιο παιδιάστικο χέρι με λεπτά δακτυλάκια!
Φαινόταν τόσο φρικιαστικό που τρομαγμένος υπεχώρησα.
— Πως ήρθε εδώ αυτό το χεράκι; ρώτησα τον εθελοντή. Εκείνος με υγρά μάτια μου διηγήθηκε πως έγινε. Τα παιδιά ανίδεα έπαιζαν στην πλατεία τους. Δεν έδωσαν καμμιά σημασία στο βόμβο των αεροπλάνων, όταν ξαφνικά έπεσαν οι βόμβες ανάμεσα τους. Πολλά έμειναν στον τόπο, άλλα πληγώθηκαν, φώναζαν, έκλαιγαν δυνατά. Η μικρή είχε φύγει για να βρη προστασία στην πόρτα του απέναντι φούρνου. Στην πρώτη αναστάτωσι δεν παρετήρησε ότι ένα βλήμα της είχε κόψει το δεξί της χεράκι. Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που δεν ένιωθε πόνο. Όταν ξαφνικά κατάλαβε ότι της έλειπε το χέρι, έτρεξε άλλη μια φορά πίσω, έψαξε και το βρήκε. Το σήκωσε, τόσφιξε δυνατά πάνω της και λιποθύμησε. Έτσι τη βρήκε ο νοσοκόμος.
— Ναι, είπα εμβρόντητος, αλλά ξέρετε ότι δεν μπορώ πια να ράψω το χεράκι! Γιατί το φέρατε μαζί σας;
Ο άνθρωπος κατέβασε τα μάτια και είπε ψελλίζοντας: . — Γιατρέ το ξέρω, αλλά δεν τόλεγε η καρδιά μου να πάρω απ’ τη μικρή το χεράκι.
Πρέπει να ομολογήσω πως κάτι μ’ έπνιγε στο λαιμό. Είπα να φέρουν τη μικρή στο χειρουργείο, να της κάνουν αμέσως μια μετάγγισι και φρόντισα την πληγή. Έδεσα την αρτηρία του χεριού και εξήτασα τα μικρά αγγεία. Την πληγή την άφησα ανοικτή γιατί ήταν πολύ επικίνδυνο να την κλείσω μ’ αυτές τις βρωμιές που είχε. Σιγά – σιγά το παιδί συνήλθε και στο τέλος κοιμήθηκε, βαθιά εξηντλημένο.
Την επομένη το πρωί πήγα να την δω για πρώτη φορά. Μπροστά στην πόρτα του δωματίου της συνήντησα την αδελφή Ούρσουλα, μια νεαρή ξανθή δόκιμη καλόγρια.
— Πως πάει η μικρή; ρώτησα βιαστικά.
— Καλά γιατρέ. Πέρασε καλά τη νύχτα. Σίγουρα θα γλυτώση. Αλλά η φωνή της αδελφής Ούρσουλας ακουγόταν σβησμένη,
και κύτταζε εμπρός με παράξενα αδειανά μάτια.
— Συνέβη τίποτε άλλο; ρώτησα ανήσυχος να μάθω.
— Ναι, είπε η Ούρσουλα. Η μικρή περιμένει ότι θα της ξαναρράψετε το χεράκι της. Αυτό γινόταν και με τις κούκλες της. . .
Η αδελφή Ούρσουλα δεν τελείωσε την πρότασι. Έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο, γύρισε κι’ έφυγε. Στους τρεμάμενους ώμους της είδα ότι έκλαιγε.

Από το βιβλίο: «Πίσω μας στέκει ο Θεός» του HANS KILLIANS.
Μετάφρασις: Δ/ρος Αγλαίας Μπιμπή – Παπασπυροπούλου. Έκδοσις δεκάτη.
Εκδόσεις «Η Δαμασκός». Αθήναι 2006.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.