Κυριακή Ε των νηστειών – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., η φωτιά, λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.

Το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας.
Προς Εβραίους επιστολής Παύλου: Θ.11 – 14.

Αδελφοί, Χριστός παραγενόμενος αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών, δια της μείζονος και τελειοτέρας σκηνής, ου χειροποιήτου, τούτ’ έστιν ου ταύτης της κτίσεως, ουδέ δι’ αίματος τράγων και μόσχων, δια δέ του ιδίου αίματος εισήλθεν εφάπαξ εις τά Άγια, αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος. Ει γάρ το αίμα ταύρων και τράγων και σποδός δαμάλεως, ραντίζουσα τους κεκοινωμένους, αγιάζει προς την της σαρκός καθαρότητα, πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, ός δια Πνεύματος αιωνίου εαυτόν προσήνεγκεν άμωμον τω Θεώ, καθαριεί την συνείδησιν υμών απο νεκρών έργων, εις το λατρεύειν Θεώ ζώντι?

Απόδοση.

Αδελφοί, ο Χριστός ήρθε ως αρχιερέας των αγαθών που προ¬σμένουμε. Η σκηνή στην οποία μπήκε είναι ανώτερη και τελειότερη. Δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, μέρος δηλαδή αυτής της δη¬μιουργίας. Ο Χριστός μπήκε μια για πάντα στα άγια των αγίων, για να προσφέρει αίμα όχι ταύρων και μοσχαριών, αλλά το δικό του αίμα, εξασφαλίζοντάς μας έτσι την αιώνια σωτηρία. Γιατί το αίμα των τρά¬γων και των ταύρων και το ράντισμα με στάχτη δαμαλιού εξαγνίζουν αυτούς που είναι ακάθαρτοι θρησκευτικά, καθαρίζοντάς τους εξωτε¬ρικά. Σκεφτείτε, λοιπόν, πόσο περισσότερο το αίμα του Χριστού, ο οποίος έχοντας το Πνεύμα του Θεού πρόσφερε τον εαυτό του αψεγά¬διαστη θυσία στο Θεό, θα καθαρίσει τη συνείδησή μας από τα έργα που οδηγούν στο θάνατο, έτσι ώστε να μπορούμε να λατρεύουμε τον αληθινό Θεό.

Επιμέλεια κειμένων, Ιωάννης Τρίτος.

Η ΦΩΤΙΑ!

«Το αίμα του Χριστού… καθαριεί την συνείδησιν ημών από νεκρών έργων».

Ανέκαθεν ο άνθρωπος, αγαπητέ αναγνώστα, είχε την συναίσθησιν ότι είναι υπόδικος ενώπιον του Θεού, εξ αφορμής της αμαρτίας και των «νεκρών έργων». Ζητούσε λοιπόν εξιλέωση. Γι’ αυτό προσέφερε αδιάκοπα θυσίας. Εις την αρχαίαν Ελλάδα αναφέρονται αι εκατόμβαι, δηλαδή θυσίαι, κατά τας οποίας εθυσιάζοντο 100 με μιας ζώα. Εις τους ανατολικούς λαούς έφθασαν να προσφέρουν ακόμη και ανθρώπους ως εξιλαστήρια θύματα προς τον Βάαλ και τον Μολώχ. Και αυτοί ακόμη οι Εβραίοι είχαν τας θυσίας των τράγων και μόσχων, με το αίμα των οποίων ερράντιζαν τους μολυσμένους και αμαρτωλούς, δια να καθαρισθούν. Ποτάμι έρρευσε στην παλαιά εποχή το αίμα. Όμως, παρά ταύτα, η συνείδησις έμενε βαριά και μολυσμένη από τα έργα της αμαρτίας.

Είχε βέβαια ανάγκην αίματος ο άνθρωπος δια να σωθή. Όχι όμως αίματος ταύρων ή άλλων δημιουργημάτων. Δια να σωθή, έπρεπε να χυθή το αίμα αυτού του αμώμου Χριστού. Και εχύθη. Επάνω εις τον Σταυρόν. Και επαναλαμβάνεται από τότε η σωτήριος αυτή θυσία, αναιμάκτως, εις το ιερόν Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, που προσφέρεται εις κάθε Θείαν Λειτουργίαν. Περί του Μυστηρίου τούτου μας καλεί το σημερινόν Αποστολικόν ανάγνωσμα να σημειώσωμεν μερικές σκέψεις. Με πολλήν ευλάβειαν, λοιπόν, ας τολμήσωμεν να εγγίσωμεν το ακατάληπτον αυτό Μυστήριον. Είναι όντως το καταπληκτικώτερον, αλλά και ιερώτερον θέμα της ζωής μας.

1. Το Μέγα Μυστήριον.

Έχει μίαν συγκλονιστικήν ιστορίαν το Μυστήριον αυτό. Πολλά γεγονότα το προεικόνισαν από πολύ παλαιά. Όταν λόγου χάριν ο Μωυσής επρόκειτο να ελευθερώση τον περιούσιον λαόν από την δουλείαν των Αιγυπτίων, μετέδωσεν εντολήν του Θεού προς τους Ισραηλίτας, όπως κάθε οικογένεια σφάξη ένα αρνί. Με το αίμα του έπρεπε να χρίσουν τους παραστάτας των θυρών, ώστε ο εξολοθρευτής άγγελος να μη θανατώση τα πρωτότοκά των. Τον ίδιον αμνόν τον έψησαν κατόπιν, αφού τον επέρασαν «σταυροειδώς» σε δύο ξύλα, και τον έφαγαν με προσοχήν, εις ανάμνησιν της σωτηρίας των. Το αθώον λοιπόν εκείνο πρόβατον, ήτο το σύμβολον του θείου Αμνού, που αργότερα θα προσεφέρετο θυσία υπέρ ημών.

Αλλά και μετά, όταν διέβησαν οι Ισραηλίται την Ερυθράν θάλασσαν, ο Μωυσής επανηγύρισε το γεγονός με μίαν συμβολικήν πράξιν. Έσφαξαν ένα μόσχον και με το αίμα του ερράντισε τον λαόν. Σαφώς και η ενέργεια αυτή προεικόνιζε την θυσίαν του Χριστού, το πανάγιον αίμα Του.

Και το «μάννα», η πίπτουσα εκ του ουρανού αυτή τροφή, με την οποίαν σαράντα χρόνια έθρεψεν ο Θεός τον λαόν του εις την έρημον, τον άλλον «Άρτον της ζωής» συνεβόλιζε.

Και ο Άρτος αυτός ήλθε. Είναι ο Ιησούς Χριστός. Και επί τρία χρόνια εκήρυξε την αλήθειάν Του. Μίαν ημέραν, ομιλών εις την Καπερναούμ, είπε τα καταπληκτικά εκείνα λόγια. «Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς». Και αυτό το οποίον τότε εδημιούργησεν έκπληξιν και απορίαν μεταξύ του λαού και των μαθητών του, το επραγματοποίησε τη νύχτα της μεγάλης Πέμπτης, όταν ετέλεσεν εις το υπερώον των Ιεροσολύμων τον Μυστικόν Δείπνον και παρέδωσε το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας με τους λόγους εκείνους, που έκτοτε επαναλαμβάνει η Εκκλησία μας κατά την τέλεσιν του Μυστηρίου: «Λάβετε φάγετε. Τούτο εστί το σώμά μου… Πίετε εξ αυτού πάντες. Τούτο γαρ εστί το αίμα μου το της καινής Διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών». Μας τρέφει, λοιπόν, και μας στηρίζει ο Κύριος με το ίδιο Του το Σώμα και το Αίμα, το οποίον γίνεται δια τον άνθρωπον μυστηριώδης και ανεξάντλητη,

2. Πηγή δωρεών.

2000 χρόνια τώρα προσφέρεται η σωτήριος αυτή αναίμακτος θυσία. Όταν ο ιερεύς, μετά την προσφώνησιν «τα σα εκ των σων..», ευλογεί τα τίμια δώρα, τον άρτον και τον οίνον, τότε ακριβώς συντελείται το μεγαλύτερον θαύμα. Το Άγιον Πνεύμα μεταβάλλει τα δώρα εις Σώμα πλέον και Αίμα Χριστού, ενώ ο λαός ψάλλει το «Σε υμνούμεν…» και οι άγγελοι μετά δέους περικυκλώνουν το Άγιον Θυσιαστήριον.

Σώμα και Αίμα Χριστού! Καταπληκτικόν! Και καλείται ο μικρός και αμαρτωλός άνθρωπος να πλησιάση δια να λάβη μέσα του τον Θεόν, την πηγήν της χάριτος.

Και προσέρχεται. Και κοινωνεί. Και δέχεται χείμαρρον δωρεών και ευλογιών.

Πρώτη δωρεά είναι αυτό που σημειώνει η ευχή της Θείας Λειτουργίας. «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Είναι αυτό που υπογραμμίζει σήμερον ο Απόστολος. Η κάθαρσις. Η άφεσις. «Καθαριεί την συνείδησιν από νεκρών έργων». Είναι ακόμη το «φάρμακον της αθανασίας», όπως το ονόμαζαν οι αρχαίοι χριστιανοί.

Αλλά και εις τας στιγμάς των πειρασμών και των θλίψεων, εις τας ώρας των ασθενειών, των δοκιμασιών, η Θεία Κοινωνία γίνεται πηγή δυνάμεως και καρτερίας. Αυτή εμψύχωσε τους αγίους εις τον αγώνα της αρετής. Αυτή επροφύλαξε τους πιστούς από της αμαρτίας τα βέλη. Αυτή εστήριξε τας ψυχάς των εις τας περιόδους των κλονισμών και των δοκιμασιών. Αυτή έκτοτε αναδεικνύει τους μαχητάς και τους ευγενείς αγωνιστάς του καλού.

Με αυτό το ακατανίκητον εφόδιον οι μάρτυρες του Χριστιανισμού οπλίζοντο κατά την περίοδον των διωγμών. Κάτω από την επιφάνειαν της γης. 10 και 20 μέτρα, μέσα εις τας οπάς και τας κρύπτας των κατακομβών, ελάτρευαν τον Θεόν, εκοινώνουν και ενεδυναμώνοντο, δια να αντιμετωπίζουν έπειτα θαρραλέα την σπάθη των δημίων, το μαρτύριον της σκοτεινής φυλακής, τα άγρια θηρία του αμφιθεάτρου, και κατεπλήσσοντο οι διώκται από τον ηρωισμόν των μαρτύρων, οι οποίοι επροχώρουν προς τον θάνατον υμνολογούντες και χαίροντες. Η Θεία Κοινωνία ήτο το μέγα μυστικόν της νίκης των. Και ήτο φυσικόν να συμβαίνει αυτό. Διότι με την Θεία Κοινωνίαν ο άνθρωπος ενώνεται με τον Χριστόν και επομένως δέχεται όλην την αγιαστικήν χάριν του Θεού. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», είπεν ο ίδιος ο Κύριος.

Μυστηριώδης αυτή και αόρατος η ένωσις, αλλά σωτηρία. Έτσι ερμηνεύονται τα μεγάλα κατορθώματα αρετής και ανδρείας των πιστών. Ήτο μαζί των ο ίδιος ο Θεός.

Και κάτι άλλο. Με την Θείαν Κοινωνίαν ενωνόμεθα και μεταξύ μας. «Είς άρτος, εν σώμα γινόμεθα οι πολλοί», βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος. Εδώ θεμελιώνεται η ενότης της Εκκλησίας. Όπου υπάρχει ειλικρινής ένωσις με τον Θεόν, εκεί δημιουργείται και στενός σύνδεσμος ψυχών. Ένα σώμα, μία πνοή. Δεν υπάρχουν τότε δούλοι και κυρίαρχοι. Αναφέρεται ότι, ενώ ο διάσημος στρατηγός Ουέλλιγκτων προσήλθε να κοινωνήση, ένας πτωχός στρατιώτης, χωρίς να τον γνωρίση, έλαβε θέσιν πλησίον του, περιμένοντας και αυτός τον λειτουργόν. Ο κανδηλανάπτης έσυρε τον πτωχόν από το φόρεμα. Αλλά ο ευσεβής στρατηγός αντιληφθείς, έβαλεν ήσυχα το χέρι του εις το χέρι του στρατιώτου και του ψιθύρισε. «Στάσου κοντά μου. Εδώ είμεθα όλοι ίσοι…».

Θέλομεν, λοιπόν, αγιότητα βίου, καρτερίαν εις τας θλίψεις, νίκην κατά των ποικίλων δυσχερειών, αδιάσπαστον ένωσιν ψυχών εν τη Εκκλησία; Η Θεία Κοινωνία και η ειλικρινής συμμετοχή μας είναι το άριστον και το μοναδικόν μέσον. Τότε η αγιότης και η αγάπη του ουρανού ξεχύνονται στη γη και τους ανθρώπους. Και τότε η γη μεταβάλλεται αυτομάτως εις ένα κομμάτι παραδείσου. Χωρίς μίση, χωρίς πάθη, χωρίς κακίες, χωρίς πονηρίες και απάτες όλη η ανθρωπότης γίνεται μία οικογένεια, μεγάλη και απέραντη, όπου η αγάπη είναι ο κρίκος ο χρυσούς, που ενώνει όλων τις ψυχές μπροστά στον θρόνο του Θεού, στον θρόνο της αγάπης, της θυσίας.

Πότε, Χριστέ και Κύριε, θα στείλης στους ανθρώπους πλούσια όλες αυτές τις ευλογίες που ξεπηδούν και χύνονται από το Ποτήρι Σου το άγιο, την Θεία Κοινωνία; Ω Κύριε! Γιατί αργείς; Εστέρεψε στα μάτια μας το δάκρυ, κουράστηκαν και οι καρδιές να ζουν στην αγωνία. Εμείναμε χωρίς χαρά, χωρίς δυνάμεις, χωρίς πνοή και αίμα. Ω Κύριε, γιατί αργείς;

3. «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης….»

Είναι η ιερά προτροπή με την οποίαν μας καλεί η Εκκλησία να προσέλθωμεν εις το Ποτήριον της ζωής. Δεν καλούμεθα εις ανθρώπινον δείπνον. Δεν μετέχομεν επιγείου τραπέζης. Άγιον το δείπνον. Ουρανία η τράπεζα. Και δι’ αυτό κατά την λατρείαν βροντοφωνείται. «Τα άγια τοις αγίοις». Άγιοι πρέπει να είναι οι προσερχόμενοι.

Συντριβή και φόβος Θεού και δέος, διότι τον «αχώρητον παντί» λαμβάνει εις την καρδίαν του ο άνθρωπος. Και αν η Αγία Κοινωνία είναι δια τους εν κατανύξει κοινωνούντας πιστούς φάρμακον αθανασίας, δια τους αφόβως και χωρίς συντριβήν γίνεται «πυρ καταναλίσκον», φωτιά που κατακαίει. Μετά φόβου, λοιπόν, Θεού. Αλλά και μετά πίστεως. Να πιστεύη ότι με την Θείαν Κοινωνίαν γίνεται η ψυχή του θεοδόχος ναός του Κυρίου, θείον σκήνωμα. Και, τέλος, και μετ’ αγάπης. Να αγαπά τον Θεόν ολοψύχως. Χωρίς κρατούμενα. Να αγαπά και τους ανθρώπους σταθερά, χωρίς επιφυλάξεις. Αν δεν αισθάνεται μέσα του θερμήν και έντονον αυτήν την αγάπην, καλύτερον είναι να μην κοινωνή. Αν πάθη και κακίες τον κρατούν αιχμάλωτον, αν μίση και εχθρότητες του δηλητηριάζουν την ψυχήν, αν φόβοι και ζηλοτυπίαι του μαραίνουν το είναι του, τότε είναι προτιμότερον να μην κοινωνή αυτή η ψυχή. Η Θεία Κοινωνία είναι αγάπη. Δεν ημπορεί συνεπώς να συγκατοικήση ο Χριστός με το πάθος, με το μίσος, με την εχθρότητα. Η ψυχή χωρίς αγάπην είναι χωρίς φως. Και ο Θεός, που είναι φως, δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την ψυχήν που ζει μέσα στο σκοτάδι…

Φωτεινή και αγία, λοιπόν, πρέπει να είναι η ψυχή που υποδέχεται τον Χριστόν. Δι’ αυτό και ο βυζαντινός ποιητής, απευθυνόμενος προς τον Κύριον, αναφωνεί με ιερόν πάθος.
«Άγνιζε και κάθαρε και ρύθμιζέ με,
κάλλυνε, συνέτιζε και φώτιζέ με».
Όλα εντός μας, και πόθοι και προσδοκίαι και σκέψεις και επιθυμίαι, όλα είναι μέσα στο άρωμα, μέσα στο φως, και στην καρδιά μας βασιλεύς και κυβερνήτης ο Χριστός. Μόνον Αυτός!

Αγαπητοί,

Ο Προφήτης Ησαϊας μας παρουσιάζει εις το ΣΤ’ κεφάλαιον του προφητικού του βιβλίου μίαν συγκλονιστικήν εικόνα.
Είδεν, εις αποκαλυπτικόν όραμα, τον Θεόν καθήμενον επί υψηλού θρόνου εντός Ναού, πλημμυρισμένου από την δόξαν του Κυρίου. Γύρω από τον Θείον αυτόν θρόνον εστέκοντο με δέος Σεραφείμ εξαπτέρυγα, τα οποία έψαλλον το: άγιος, άγιος, άγιος, ενώπιον του Θεού. Ο Προφήτης, ιστάμενος εις μίαν γωνίαν έντρομος, παρακολουθεί την μεγαλειώδη αυτήν σκηνήν. Αίφνης, ένας άγγελος παίρνει από το θυσιαστήριον ένα αναμμένο κάρβουνο, το βάζει εις το στόμα του Προφήτου και του λέγει. «Ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου και αφελεί τας ανομίας σου και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί.
Συμβολική η εικών αυτή, η οποία προεικόνιζε την Θείαν Ευχαριστίαν, που είναι αληθινή φωτιά. Καίει τας αμαρτίας των αξίως προσερχομένων και τους καθαρίζει την συνείδησιν από «των νεκρών έργων». Αλλά και φωτιά, «πυρ καταναλίσκον», που κατακαίει τας ψυχάς των αναξίως κοινωνούντων. Εις την μίαν περίπτωσιν αιτία θανάτου.
Ιδού και πάλιν σήμερον εκεί, εις την αγίαν Τράπεζαν, η Θεία Κοινωνία, η μυστηριώδης αυτή ουρανία φωτιά.

Αδελφέ, ας προσερχώμεθα όλοι μας «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης». Τότε θα γίνεται μέσα μας η Θεία Κοινωνία θεία φωτιά, που θα χαρίζη στις ψυχές μας ζωήν και δύναμιν, αγιασμόν και αθανασίαν. Ναι! Αγιασμόν και αθανασίαν!

Από το βιβλίο «Φως ταις τρίβοις μου», του Μητροπολίτου Νικαίας, Γεωργίου Παυλίδου, σελίς 271 και εξής.

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Παράβαλε και:
Κυριακή Ε. των Νηστειών – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., Ομιλία Βασιλείου επισκ. Σελευκείας, εις το, ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα.
Κυριακή Ε. των νηστειών, μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας – υμνολογική εκλογή.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.