14 Ιανουαρίου, μνήμη των Αγίων πατέρων των εν Σινά και Ραϊθώ αναιρεθέντων: Συναξάριον, Ακολουθία.

Του Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Τω αυτώ μηνί (Ιανουαρίω) ΙΔ΄, μνήμη των Αγίων τριακονταοκτώ, και άλλων Αββάδων, των εν τω Σινά όρει αναιρεθέντων.

Σπάθαι το πράξαν ώδε τους πολλούς φόνους,
Τό δ’ αύ πεπονθός, άνδρες αρετής φίλοι.
Αββάδας αμφί τετάρτη και δεκάτη κτάνε χαλκός.

Ούτοι οι Όσιοι με το να ηγάπησαν την ασκητικήν ζωήν, αφήκαν όλα του κόσμου τα πράγματα, και εκατοίκησαν εις την έρημον. Μαζί δε με τούτους ήτον και ο Όσιος Νείλος, ο πρώην έπαρχος της Κωνσταντινουπόλεως. Ούτος εορτάζεται χωριστά κατά την δωδεκάτην του Νοεμβρίου. Όστις με την δύναμιν των λόγων οπού είχε, και με την χάριν του Αγίου Πνεύματος, συνέγραψε κάλλιστα και ωφελιμώτατα συγγράμματα. Τά οποία παρακινούσι μεν τους ανθρώπους προς άσκησιν, διηγούνται δε άριστα την ζωήν ομού και την σκλαβίαν και φόνον των Αγίων Πατέρων τούτων.

Διότι ελθόντες εις το Σίναιον όρος οι βάρβαροι, οι καλούμενοι Βλέμμυοι, (οι οποίοι ζώσιν ως άγρια ζώα εις την έρημον, από το Μισήρι έως εις την Ερυθράν Θάλασσαν), ούτοι λέγω εκεί ελθόντες, εφόνευσαν άσπλαγχνα τους Οσίους τούτους.
Πρό χρόνων δε πολλών, ήτοι επί της βασιλείας του Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ [288], και επί της πατριαρχείας Πέτρου Αλεξανδρείας, εφονεύθησαν και άλλοι Όσιοι, οίτινες ησύχαζον εις το Σίναιον όρος.

Όρα, λοιπόν ότι και κατά τους χρόνους εκείνους του διωγμού, ήτον ασκηταί και ησυχασταί. και αγκαλά γράφεται εις το Συναξάριον του Αγίου Παύλου του Θηβαίου, και εις το Συναξάριον του Μεγάλου Αντωνίου, ότι πρώτοι αυτοί έγιναν αρχηγοί της ασκητικής ζωής. Αλλ’ όμως εκεί προστίθεται και τούτο, ότι αυτοί πρώτοι επροχώρησαν εις τα ενδότερα της ερήμου, και όχι πως ήτον αυτοί μόνοι ασκηταί, και ότι με πολλά ολίγους άλλους, ήτον εκείνοι αρχηγοί. Σημείωσαι δε ότι και οι ασκηταί ούτοι ήτον κατά τους χρόνους, καθ’ ους ήτον και ο Αντώνιος.

Ευγαίνοντες ουν οι εκεί κατοικούντες Σαρακηνοί, αφ’ ου απέθανεν ο φύλαρχος και πρώτος αυτών, εφόνευσαν πολλούς ασκητάς. Οι δε επίλοιποι κατέφυγον εις ένα οχύρωμα και πύργον, οπού ήτον εκεί, διά να φυλαχθούν. Κατά θείαν δε Πρόνοιαν εφάνη την νύκτα εις τους Σαρακηνούς μία φλόγα πυρός, η οποία κατέκαιεν όλον το Σίναιον όρος, η δε φλόγα ανέβαινεν έως του ουρανού. Όθεν βλέποντες αυτήν οι βάρβαροι, εφοβήθησαν, και ρίψαντες τα άρματα, έφυγον. Οι φονευθέντες δε Μοναχοί ήτον τριανταοκτώ, οι οποίοι είχον διαφόρους πληγάς εις τα σώματά των. Και άλλων μεν αι κεφαλαί, ήτον τελείως κομμέναι, άλλων δε, εκράτει ακόμη το δέρμα από το ένα μέρος, και άλλοι ήτον εις το μέσον κομμένοι, από αυτούς δε ευρέθηκαν δύω Όσιοι ζωντανοί, Σάββας και Ησαϊας ονομαζόμενοι. Οι οποίοι έθαψαν τους φονευθέντας, και εδιηγήθησαν την περί αυτών υπόθεσιν. (Όρα την κατά πλάτος διήγησιν αυτών εις τον Νέον Παράδεισον.)

Ο περί τούτων ελληνικός λόγος του Αββά Νείλου σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Αλώμενος (ήτοι πλανώμενος) εγώ μετά την έφοδον των βαρβάρων». ΄Εχει δε εις αυτούς και λόγον έτερον Αμμώνιος ο Μοναχός, ου η αρχή· «Εγένετό μοί ποτε καθεζομένω εν τω ταπεινώ μου κελλίω» (σώζεται εν τη Λαύρα και εν τη των Ιβήρων).

*

Τή αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων τριακοντατριών Αββάδων Πατέρων, ήτοι των εν τη Ραϊθώ αναιρεθέντων.

Ως πρίν Ραχήλ τα τέκνα νυν τους Αββάδας,
Κλαίει Ραϊθώ συγκεκομμένους σπάθαις.

Ούτοι οι μακάριοι Πατέρες εκατοίκουν εις τον τόπον εκείνον, όπου είναι αι δώδεκα πηγαί των υδάτων, και τα εβδομήκοντα δένδρα των φοινίκων, τα οποία αναφέρει η θεία Γραφή εις το βιβλίον της Εξόδου. Επειδή δε τριακόσιοι Βλέμμυοι εμβήκαν μέσα εις ξύλα και σχεδίας μεγάλας, επέρασαν το πέλαγος της Αιθιοπίας. Και ελθόντες εις ένα τόπον, εύρον εκεί καΐκια. Και εμβαίνοντες εις αυτά, επέρασαν εις την χώραν των Φαρανιτών. Οι Φαρανίται ονομάζονται από την έρημον την καλουμένην Φαράν, ήτις ευρίσκεται εις την Πετραίαν Αραβίαν κοντά εις τον Αραβικόν κόλπον.

Βλέποντες δε αυτούς οι Φαρανίται, εστάθησαν εις πόλεμον. Και νικηθέντες, εφονεύθησαν από αυτούς άνθρωποι σαρανταεπτά. Οι δε Βλέμμυοι πέρνοντες τας γυναίκας και τα παιδία των Φαρανιτών, επήγαν εις το Καστέλι όπου είχον την Εκκλησίαν οι Όσιοι Πατέρες. Οι οποίοι κλείσαντες την πόρταν, επρόσμεναν τον θάνατον. Ελθόντες λοιπόν οι βάρβαροι και ψηλαφήσαντες, και μη ευρίσκοντες άσπρα, εφόνευσαν όλους τους Πατέρας, είτα πέρνοντες τας γυναίκας και τα παιδία και όσους άλλους είχον σκλαβώσει, επήγαν διά να περάσουν την θάλασσαν. Μή ευρόντες δε καΐκι (εβύθισαν γαρ αυτό οι παρά των Βλεμμύων αγγαρευθέντες
και έφυγον) εθυμώθησαν, και κατέσφαξαν όλους τους σκλάβους, οπού είχον μαζί των. ΄Υστερον δε εσφάγησαν και αυτοί αναμεταξύ των. (Όρα εις τον Νέον Παράδεισον.)

*

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Παράβαλε και:

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιερές Ακολουθίες, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.