Η απείθεια του αλόγου δεν ήταν τυχαία
Ο Όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, του οποίου την μνήμη τιμούμε στις 11 Ιανουαρίου, γεννήθηκε στην Καππαδοκία, στο χωριό Μωγαρισσός, τον 5ον μ. Χ. αιώνα. Οι γονείς του, Προαιρέσιος και Ευλογία, του έδωσαν χριστιανική ανατροφή και παιδεία.
Σε νεαρή ηλικία επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους, πέρασε από τον περίφημο τότε Συμεών τον Στυλίτη και πήρε την ευχή και τις νουθεσίες του. Λίγο καιρό αργότερα αποσύρθηκε σ’ ένα παλαιό, ερημικό κελλί, όπου επιδόθηκε στην άσκησι της προσευχής, των δακρύων, της νηστείας και της αγάπης. η φήμη της αγιότητάς του όμως σύντομα εξαπλώθηκε στην γύρω περιοχή, με αποτέλεσμα το ερημικό κελλί του να μετατραπή σε κοινόβιο ανθρώπων «συνηγμένων επί το αυτό».
Μια ημέρα τους έλειψαν οι τροφές. Οι ασκητές δεν είχαν ούτε άρτο για την Θεία Προσκομιδή. Άρχισαν τότε να λυπούνται και να αδημονούν. Ο Όσιος Θεοδόσιος τους παρηγορούσε λέγοντάς τους να μην ανησυχούν, γιατί ο Θεός, που τρέφει τα κοράκια και όλα τα άλλα ζώα, πτηνά και ερπετά, θα τους βοηθήση, όπως έκανε και άλλες φορές. Πραγματικά σε λίγο είδαν μακριά στον δρόμο κάποιον άνθρωπο να οδηγή ένα άλογο φορτωμένο με τρόφιμα. Το ζώο, μόλις αντίκρυσε το Μοναστήρι, σταμάτησε και δεν ήθελε να πάη εκεί που το οδηγούσε ο αφέντης του. Εκείνος άφησε τα ηνία από τα χέρια του και το ζώο πήγε κατ’ ευθείαν στο κελλί του Οσίου. Σε λίγο κατέφθασε και ο αφέντης του και διεπίστωσε πως οι μοναχοί δεν είχαν εντελώς τίποτα να φάνε. Θαύμασε τότε την φιλανθρωπία του Θεού και κατάλαβε ότι η απείθεια του ζώου δεν ήταν τυχαία.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΖΩΑ
Ένα φίδι ακοίμητος φρουρός
Ο Όσιος Ευθύμιος ο Μεγάλος γεννήθηκε στην Μελιτηνή της Αρμενίας το 377 μ. Χ. Η γέννησί του έγινε κατόπιν θεϊκής αποκαλύψεως – οι γονείς του δεν έκαναν παιδιά – γι’ αυτό και σε ηλικία τριών χρόνων τον αφιέρωσαν στον Θεό. Από τότε μέχρι την ημέρα του θανάτου του, που τον βρήκε σε ηλικία ενενήντα έξι χρόνων, υπηρέτησε με πάθος την Εκκλησία του Κυρίου. Η ζωή του, είτε στα Μοναστήρια, είτε στην έρημο, ήταν ένας συνεχής αγώνας και άσκησι.
Μετά τον θάνατό του, το άγιο λείψανό του αποδείχθηκε εξαιρετικά θαυματουργό. Πολλοί ασθενείς το επισκέπτονταν καθημερινά και θεραπεύονταν. Οι περισσότεροι, από ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο, επέστρεφαν στην Μονή και άφηναν εκεί πλούσια και πολύτιμα δώρα.
Τα δώρα αυτά κίνησαν το πάθος της φιλαργυρίας στον μοναχό Θεόδοτο, ο οποίος έκλεψε εξακόσια χρυσά νομίσματα. Προσποιήθηκε ότι έβγαινε δήθεν για κάποια δουλειά και απομακρύνθηκε αρκετά από την Μονή. Πήρε από ένα σακκούλι πενήντα χρυσά νομίσματα και τα υπόλοιπα, αφού έσκαψε το χώμα, τα έθαψε. Έβαλε από επάνω και μια μεγάλη πέτρα για σημάδι. Ύστερα πήγε στην Ιόππη, όπου, με τα πενήντα νομίσματα που είχε κρατήσει, νοίκιασε δύο άλογα και επέστρεψε στην πέτρα για να πάρη και τον υπόλοιπο θησαυρό.
Πλησιάζοντας όμως, τί να δή; Δίπλα στην πέτρα ένα τεραστίων διαστάσεων φίδι φρουρούσε τον θησαυρό και δεν τον άφηνε να πλησιάση. Δοκίμασε διάφορα τεχνάσματα για ν’ απομακρύνη το φίδι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το ερπετό δεν έλεγε να κουνηθή. Τελικά, καθώς δοκίμαζε πάλι να πλησιάση, μια αόρατη δύναμι τον χτύπησε και τον άφησε μισοπεθαμένο στον τόπο. Τον βρήκαν λίγο αργότερα κάποιοι διαβάτες, τον σήκωσαν και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Εκεί, το βράδυ στον ύπνο του είδε ένα γέροντα να του λέη θυμωμένος να δώση πίσω τα χρήματα που είχε κλέψει από την Μονή του Οσίου Ευθυμίου.
Ο Θεόδοτος μετενόησε και διεμήνυσε τα συμβάντα στον Ηγούμενο της Μονής. Εκείνος πήγε στο νοσοκομείο, παρέλαβε τον ένοχο μοναχό και πήγαν μαζί στον τόπο, όπου ο τελευταίος είχε θάψει τον θησαυρό. Βρήκαν εκεί το φίδι, ακοίμητο φρουρό. Μόλις τους είδε, αναγνωρίζοντας προφανώς ότι αυτοί είναι οι πραγματικοί κύριοι του θησαυρού, έφυγε και τους άφησε να τον πάρουν.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΖΩΑ
Σκύλος υποτακτικός
Στο όρος όπου ασκήτευε ο Όσιος Στέφανος ο Νέος, είχε μαζί του στο Μοναστήρι του και έναν μικρό σκύλο. Όταν χρειαζόταν κάτι από κάποιο γειτονικό Μοναστήρι, έγραφε μια επιστολή στον Ηγούμενο, την κρεμούσε στον λαιμό του σκύλου και τον έστελνε να του φέρη απάντησι. Και το πιστό τετράποδο, σαν λογικός υποτακτικός, εκτελούσε αμέσως το θέλημά του. Πήγαινε έξω από το κελλί του Ηγουμένου και με τα γαυγίσματά του γνωστοποιούσε την παρουσία του. Ο Ηγούμενος, μόλις τον αντιλαμβανόταν, έβγαινε έξω, έπαιρνε την επιστολή, την διάβαζε και εκτελούσε την παράκλησι του Στεφάνου. Κατά παρόμοιο τρόπο έδειξαν την υποταγή τους στον Όσιο και όλα τα ζώα της ερήμου.
Η ζωή του Οσίου Στεφάνου, ο οποίος είχε γεννηθή στην Κωνσταντινούπολη το 713 μ. Χ., ήταν ένας διαρκής αγώνας, ένας ανελέητος πόλεμος εναντίον των εικονομάχων και παράλληλα μια ζωή πλούσια σε αγαθοεργίες και θαύματα. Μαρτύρησε στις 28 Νοεμβρίου του 766 μ. Χ. σε ηλικία 53 χρόνων.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΖΩΑ
Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006
Τη Σεπτή ευλογία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.