Ο π. Αλέξανδρος Ιλιένκωφ – Π. Νικολάου Ντονιένκο.

Ο π. Αλέξανδρος Αλεξάνδροβιτς Ιλιένκωφ γεννήθηκε το 1896 στο Σουντάκ, από ιερατική οικογένεια. Τελείωσε τη Θεολογική Ακαδημία της Ταυρίδας και συνέχισε σπουδάζοντας την ιατρική επιστήμη και μαθαίνοντας γαλλικά και ελληνικά. Η πολύπλευρη καλλιέργειά του και η αγάπη για τη γνώση αποτελούσαν βασικά στοιχεία του χαρακτήρα του. Μετά την επανάσταση και κάτω από την πίεση των καταστάσεων, η οικογένεια Ιλιένκωφ μετακόμισε στο χωριό Τσερνίγκοφκα του Μεπρντιάνσκ. Στην ενορία του πατέρα του ο Αλέξανδρος γνώρισε την μέλλουσα γυναίκα του, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Ήταν μια όμορφη και ευτυχισμένη οικογένεια και τα παιδιά μεγάλωναν σ’ ένα κλίμα αγάπης, ειρήνης και αμοιβαίας κατανόησης. Τα ήρεμα νερά τάραξε η απόφαση του Αλέξανδρου να χειροτονηθεί ιερέας. Τα χρόνια ήταν εξαιρετικά δύσκολα και μια τέτοια απόφαση ήταν παρόμοια με το να βάλει κανείς οικειοθελώς το κεφάλι του στο στόμα του λύκου.

Ο Αλέξανδρος το γνώριζε αυτό, αλλά παράλληλα δεν έμενε ασυγκίνητος μπροστά στην επιτακτική ανάγκη της εκκλησίας, που με τους ατελείωτους διωγμούς έμενε διαρκώς χωρίς λειτουργούς. Ήταν βαθιά πεπεισμένος, πως αυτήν ακριβώς τη στιγμή, που το κακό οργιάζει και η εκκλησία και οι λειτουργοί της έμεναν εκτός νόμου, είχε καθήκον να γίνει ιερέας. Η σύντροφος της ζωής του όμως δεν συμμεριζόταν αυτό του τον ενθουσιασμό. Οι κίνδυνοι που έβλεπε να ζώνουν την οικογένειά του από την παράτολμη αυτή απόφαση του Αλέξανδρου, λύγισαν το φρόνημά της και την οδήγησαν να εναντιωθεί κατηγορηματικά με την απόφασή του αυτή. Τελικά η χειροτονία έγινε το 1924 από τον ιερομάρτυρα επίσκοπο Σέργιο (Ζβέρεφ) και ο νέος κληρικός άρχισε την διακονία του από το χωριό Νοβοπαβλόφκα. Το πράο παρουσιαστικό του και η γλυκιά μουσική φωνή του έδιναν ιδιαίτερη ομορφιά στις λειτουργίες του. Τα κηρύγματά του, γεμάτα και από προσωπικά του βιώματα, έσταζαν βάλσαμο παρηγοριάς και πλημμύριζαν χαρά πνευματική τους ταλαιπωρημένους αγρότες. Ο πανάγαθος
Θεός επιβράβευσε την υπομονή, το ειρηνικό του πνεύμα και την πραότητά του, δίνοντάς του τη δύναμη να αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του.

Όταν άρχισαν, στο όνομα της λαϊκής εξουσίας, οι δημεύσεις των περιουσιών των πλουσίων, ο κόσμος συνήθιζε να φέρνει τρόφιμα στο σπίτι του ιερέα. Έτσι έφεραν και στον πατέρα Αλέξανδρο δύο σάκκους με τρόφιμα, τα οποία φυσικά όταν έγινε έρευνα στο σπίτι του, έσπευσαν να τα κατασχέσουν. Ο π. Αλέξανδρος προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, παρακαλώντας τους να σκεφτούν τις ανάγκες της μεγάλης του οικογένειας, αλλά σε απάντηση αυτού εισέπραξε αλύπητο ξυλοδαρμό, ώσπου δεν άντεξε άλλο και άφησε τους σάκκους στο πάτωμα. Καθώς έπεσαν όμως χύθηκε το περιεχόμενό τους, γεγονός που χρησιμοποιήθηκε ως ενοχοποιητικό στοιχείο από τις αρχές που τον συνέλαβαν με την κατηγορία ότι «σκόρπισε άσκοπα την περιουσία του κολχόζ». Το περιστατικό αυτό του στοίχισε μία ολόκληρη εβδομάδα στη φυλακή και την είσοδό του στη λίστα των εχθρών του λαού. Ήταν πλέον επικίνδυνο να παραμένει στην Νοβοπαβλόφκα. Η οικογένεια άρχισε σταδιακά να μεταφέρεται στο Μπερντιάνσκ, και έξι μήνες μετά, όταν πλέον και η εκκλησία έκλεισε και λεηλατήθηκε, μετακόμισαν ολοκληρωτικά.

Έκανε τα πάντα για να θρέψει την οικογένειά του τους δύσκολους εκείνους καιρούς. Καθάρισε δημόσιες τουαλέτες, έκανε τον αχθοφόρο στο λιμάνι ή τον φύλακα στο σανατόριο Τέλμαν, δούλεψε σκληρά και με ταπείνωση, έχοντας και την οικονομική αρωγή του π. Βίκτωρα Κιρανώφ, ο οποίος έμενε κοντά τους. Παράλληλα και μέχρι την σύλληψή του, διακονούσε και στον ναό της Αγίας Σκέπης μαζί με πολλούς άλλους ιερείς, εκδιωγμένους από τις ενορίες τους.

«Οι καρδιές μας αιμορραγούν…»

Όταν η απειλή του κλεισίματος και του τελευταίου αυτού ναού στην πόλη έγινε πλέον ορατή, ο π. Βίκτωρ μαζί με τον π. Μιχαήλ Μπογκοσλόφσκι αποφάσισαν να δραστηριοποιηθούν για να την αποτρέψουν. Σκέφτηκαν λοιπόν να οργανώσουν μια ενοριακή συνάντηση, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και ζωντανότερη συμμετοχή πιστών, με σκοπό να αποδείξουν στους άθεους πως η εκκλησία είναι ακόμη ζωντανή και αριθμεί ένα μεγάλο αριθμό τέκνων, τα οποία είναι δύσκολο να τα αγνοήσει κανείς. Επί δύο εβδομάδες επισκεπτόταν ακούραστα τα σπίτια των πιστών, ζητώντας την ενεργή συμμετοχή τους στη σύναξη. Τα βράδια συνεδρίαζαν μυστικά και με όλες τις δυνατές προφυλάξεις σε κάποιο σπίτι, οργανώνοντας το κάθε βήμα και προβλέποντας τις πιθανές κινήσεις των άθεων.

Η σύναξη ορίστηκε για την επομένη των Χριστουγέννων του 1937, δηλαδή στις 8 Ιανουαρίου, μετά την θεία Λειτουργία. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, συγκεντρώθηκαν απίστευτα μεγάλος αριθμός πιστών, για τα δεδομένα της τρομοκρατίας που επικρατούσε την εποχή εκείνη, με τις ατελείωτες άνευ λόγου συλλήψεις και τις αυθαίρετες καταδίκες σε θάνατο των πιστών. Ένας αριθμός 4.000 ατόμων σε μια πόλη που δεν ξεπερνούσε τις 50.000 και σε μια τόσο δύσκολη εποχή, ήταν πραγματικός άθλος.

Μία από τις εντυπωσιακότερες παρεμβάσεις ήταν του τεχνικού Βασιλείου Μιχαΐλοβιτς Παγκράτωφ. Την προηγούμενη μέρα η σύζυγος και η πεθερά του με κλάματα τον ικέτευαν να μη μιλήσει στη σύναξη, διαβλέποντας τις συνέπειες μιας τέτοιας πράξης. Ωστόσο εκείνος με αποφασιστικότητα και θάρρος τους απάντησε: «Έχω δώσει το λόγο μου στους Πατέρες πως θα μιλήσω και δεν γίνεται, αλλά ούτε και θέλω να κάνω διαφορετικά». Ας δούμε κάποια αποσπάσματα της γεμάτης παλμό και ενθουσιασμό ομιλίας του:

«Η Σοβιετική εξουσία, προσπαθεί να κλέψει την τελευταία χαρά και παρηγοριά μας εδώ στη γη, και αν δεν αντισταθούμε ενωμένοι, θα τα καταφέρει. Λέει πως γκρεμίζει τις εκκλησίες για να χτίσει με τα υλικά σχολεία. Έ, λοιπόν, αν πράγματι ενδιαφέρεται να χτίσει σχολεία, θα συγκεντρώσουμε εμείς και τα απαιτούμενα χρήματα και τα οικοδομικά υλικά για να της τα δώσουμε. Αλλά, αδελφοί μου, όλα αυτά είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Πού είναι τα τούβλα απ’ όλους τους μέχρι τώρα γκρεμισμένους ναούς; Είδατε να χτίζουν μ’ αυτά έστω και ένα σχολείο; Λαέ της εκκλησίας, οι καρδιές μας αιμορραγούν εδώ και 20 χρόνια. Υπομένουμε αδιαμαρτύρητα έναν άδικο και συνεχή διωγμό…».

Μετά το τέλος της ομιλίας του ο Βασίλειος μπήκε στο ιερό όπου βρίσκονταν πολλοί ιερείς, μεταξύ των οποίων και ο π. Βίκτωρ, που έσπευσε να τον ευχαριστήσει και να τον συγχαρεί για τον εμπνευσμένο λόγο του σφίγγοντάς του με ενθουσιασμό το χέρι. Μάρτυρας της σκηνής αυτής ήταν και ο πρώην ιερέας Παύλος Ζβέρεφ, ο οποίος από περιέργεια μάλλον βρέθηκε εκεί.

Η σύναξη αυτή ήταν μια πραγματική νίκη του πνεύματος επί της ύλης, μια αναλαμπή φωτός λίγο πριν το απόλυτο σκότος. Το αίτημα χιλιάδων ανθρώπων ορθώθηκε θαρρετά απέναντι στην απόφαση των αρχών για το κλείσιμο του ναού και έδωσε ελπίδες πως ίσως καταφέρει ν’ αλλάξει τη ροη των πραγμάτων. Είναι αλήθεια πως οι αρχές της πόλης ξαφνιάστηκαν με μια τόσο μαζική απάντηση του λαού, που διατράνωνε πως διατηρεί ζωντανή την πίστη του, μετά από τόσα χρόνια διωγμών και ολοκληρωτικής καταπίεσης. Ήταν πρωτοφανές γι’ αυτούς, πως οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν τους ναούς τους, θυσιάζοντας την προσωπική τους άνεση και διακινδυνεύοντας την ελευθερία αλλά και τη ζωή τους.

Αυτό όμως που ήταν ξάφνιασμα και παράδοξο για τους ανθρώπους της εξουσίας, ήταν τόνωση και ελπίδα για τους εμπνευστές και τους διοργανωτές του συνεδρίου αυτού. Η χαρά τους ωστόσο δεν κράτησε για πολύ. Λίγο καιρό μετά, ο ναός έκλεισε και κανείς δεν αμφέβαλλε για την τύχη των ιερέων που είχαν την τόλμη ή καλύτερα την παραφροσύνη να τον υπερασπιστούν. Μερικές φορές το αναπόφευκτο της σύλληψης το βιώνει κανείς πολύ πιο έντονα από αυτή την ίδια την σύλληψη και τις συνέπειές της. Ο δύσβατος αυτός δρόμος έχει όμως κάποια μυστικά, επιμελώς κρυμμένα απ’ όσους δεν τον έχουν γευτεί, αλλά πλήρως αποκρυπτογραφημένα σ’ αυτούς που έχουν πάψει πλέον να ελπίζουν στους ανθρώπους και την στήριξή τους, και προχωρούν με αποκλειστικό φωτοδότη και οδηγό το άσβεστο φως της ευλογημένης συμπόρευσης με τον Κύριο.

Οι συλλήψεις και τα μαρτύρια.

Στην αρχή του καλοκαιριού συνελήφθησαν ο π. Βίκτωρ Κιρανώφ, ο π. Μιχαήλ Μπογκοσλόφσκι και ο π. Αλέξανδρος Ιλιένκωφ. Ακολούθησαν σταδιακά, και οι συλλήψεις όλων των ιερέων που διακονούσαν στο ναό της Αγίας Σκέπης, τα ονόματα των οποίων, ως ελάχιστο φόρο τιμής, παραθέτουμε στο σημείο αυτό:
Π. Στεπάν Ιβάνοβιτς Μαλιάβιν.
Π. Ιωάννης Σεμιόνοβιτς Ζαβαντόφσκι.

Συνελήφθη το 1937 και εξορίστηκε χωρίς δίκη. Το 1939 μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Καραγκαντά. Το 1942 μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με σοβαρή αναπηρία και ένα χρόνο μετά απεβίωσε σε ηλικία 63 ετών. Το πιστοποιητικό του θανάτου έγραφε σαν αιτία θανάτου «Γεροντική άνοια, αρτηριοσκλήρωση»!

Από το βιβλίο: στη δίνη ενός κόσμου που άλλαζε, “Οι Νεομάρτυρες του Μπερντιάνσκ”, του Π. Νικολάου Ντονιένκο.
Μετάφραση, Μαρίνας Μουμλάντζε.
Εκδόσεις: Εν πλω. Πορφύρα. Αθήναι, 2012.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.