Από την απόγνωση στη γνώση του Θεού – Μακαριστής, Πορφυρίας Μοναχής.

Ήμουν περίπου ένα χρόνο στο ταξί, όταν κάποιο πρωινό, παρ’ ολίγο να μου συμβεί κάτι πολύ δυσάρεστο- μια κοπέλα είχε αποφασίσει να βάλει τέρμα στη ζωή της και επέλεξε να πέσει στις ρόδες του δικού μου αυτοκινήτου. Πρόλαβα και πάτησα φρένο!

Συγκλονισμένη κατέβηκα από το ταξί, την πλησίασα, την κοίταξα στα μάτια- τα είδα να είναι γεμάτα απελπισία. Τη συμπόνεσα και αυθόρμητα την αγκάλιασα και της είπα: «Καρδούλα μου, αν στη γη δε σ’ αγαπάει κανείς, υπάρχει ο Θεός που σ’ αγαπάει, που μας αγαπάει όλους, γιατί όλοι είμαστε παιδιά Του! Θέλεις να πάμε να πιούμε έναν καφέ και να τα πούμε;» Με κοίταξε στα μάτια και είδα πως ήτανε έτοιμη να σωριαστεί, από τον πόνο της ψυχής της. Ο πόνος της με συγκλόνισε. Είχα τη βεβαιότητα πως ήταν θέλημα Θεού να βοηθήσω αυτό το κορίτσι. Την έπιασα από το χέρι και την έβαλα μέσα στο ταξί.

Πήγαμε σε μια καφετέρια που να έβλεπε θάλασσα, γιατί πιστεύω πως η θάλασσα γαληνεύει την ψυχή και έτσι, μπορεί ευκολότερα να οδηγηθεί στον Θεό.
Η κοπέλα μού διηγιόταν τη ζωή της, κλαίγοντας συνέχεια. Μου είπε πως ήταν αρραβωνιασμένη με ένα παλληκάρι, που μέχρι τότε πίστευε πως ήταν καλό και την αγαπούσε. Της είχε σταθεί πάρα πολύ στις αρρώστιες των γονιών της, που πέθαναν από καρκίνο και οι δύο, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Και στην κοπέλα έμενε να σηκώσει το βάρος του πένθους, της μοναξιάς, του πόνου και των αναμνήσεων, μόνη της, αφού ήταν μοναχοπαίδι. Και σαν να ήτανε λίγα αυτά τα χτυπήματα, της ήρθε και το τελευταίο χτύπημα- ο βάναυσος χωρισμός της.

Ναι, ο βάναυσος χωρισμός της, όπως σας το λέω. Το ζευγάρι αυτό, μετά τον θάνατο των γονιών τής κοπέλας, αποφάσισε να συζήσει, μέχρι να ετοιμαστούν για τον γάμο. Οι γονείς του παλληκαριού έμεναν στην επαρχία και τους επισκεπτόταν συχνά-πυκνά. Από το ίδιο χωριό ήτανε και η κοπέλα, που είχε και εκείνη το πατρικό της σπίτι και το είχε ανακαινίσει, για να πηγαίνουν κάθε φορά, που θα ήθελαν να ξεφύγουν από τον αβάσταχτο θόρυβο της πόλης. Και αφού θα πήγαινε ο αγαπημένος της στο χωριό, του είπε να πάει να δει και το δικό της σπίτι, μήπως υπάρχει κάποια επιστολή ή οτιδήποτε άλλο.

Η κοπέλα θέλησε να του κάνει έκπληξη και πήρε άδεια για το Σαββατοκύριακο από τη δουλειά της. Και το Σάββατο το πρωί ξεκίνησε για το χωριό της, φορτωμένη με πολλά εδέσματα, με ένα παλιό καλό κρασί και λουλούδια. Φτάνοντας στο χωριό, χαρούμενη έτρεξε στο σπίτι της, για να του ετοιμάσει ένα παραμυθένιο τραπέζι και ύστερα να του ανακοινώσει την άφιξη της.

Εκεί όμως την περίμενε η πιο οδυνηρή έκπληξη της ζωής της! Όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της, άκουσε μέσα ομιλίες και αναστεναγμούς- ένιωσε φόβο και πήγε σιγά-σιγά να δει τι συμβαίνει. Στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της, που ήταν το διπλό κρεβάτι τους, ήτανε ο αγαπημένος της με την καλύτερη της φίλη! Πιστεύω πως όλοι καταλαβαίνετε, διαβάζοντας την ιστορία της κοπέλας, την εξέλιξη της. Κατέρρευσαν όλα γύρω της, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της, δεν έβρισκε πλέον λόγο να συνεχίσει να ζει! Έτσι ένιωθε εκείνη.

Ο Θεός όμως, που είναι δίπλα στα παιδιά Του που πο¬νάνε, θέλησε να της απλώσει το χέρι να τη βοηθήσει και να τη σώσει από την αυτοκτονία. Στο τέλος της συζήτησης μας μου είπε κάτι που με χαροποίησε πολύ: «Τώρα κατάλαβα πως, μόνο ο Θεός έχει αληθινή αγάπη για τα παιδιά Του, μόνο ο Θεός μπορεί να σου χαρίσει ευτυχία- κανένας άλλος! Και κάτι άλλο: Κανένας γονιός δεν αγαπάει τα παιδιά του, όσο ο Θεός. Κανένας γονιός δεν μπορεί να τους χαρίσει ευτυχία όσο ο Θεός!»

Για μια ακόμα φορά μίλησε ο Θεός στην ψυχή του ανθρώπου. Για μια ακόμα φορά ο Θεός μού έδειξε την παρουσία Του!

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της Μακαριστής μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.