ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Η μάχη του Καλμπαλντίνο έγινε στις 11 Ιουνίου 1289 ανάμεσα στους Γουέλφους, κυρίως από τη Φλωρεντία, και τους Γιββελίνους, κυρίως από το Αρέτσο. Τα λάβαρα του πολέμου υψώθηκαν στις 13 Μαΐου, στη Φλωρεντία.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Προετοιμάστηκε μια στρατιωτική ομάδα κοντά στη Μπάντια του Ρίπολι με την πρόθεση να προχωρήσει προς το Αρέτσο περνώντας από το Βαλντάρνο. Η πρώτη καθοριστική στρατηγική επιλογή όμως ήταν να διασχίσουν το πέρασμα της Κονσούμα και να συνεχίσουν προς το Αρέτσο περνώντας από το Καζεντίνο. Ήταν μια αιφνίδια και παράτολμη απόφαση, που σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στις υποδείξεις των Γουέλφων του Αρέτσιο οι οποίοι ήταν εξόριστοι στη Φλωρεντία. Οι δρόμοι πρόσβασης στο Καζεντίνο ήταν απροσπέλαστοι, συνήθως φρουρούνταν και έβριθαν εχθρικών κάστρων όπως το Κάστρο Σαν Νικολό, το Μοντεμινιάτο και το κάστρο της Ρομένα.
Το πρωινό της 2ας Ιουνίου οι Γουέλφοι ξεκίνησαν την προέλαση, θέτοντας σε εφαρμογή την εξής απόφαση: διέσχισαν τον Άρνο ανάμεσα στο Ροβετσάνο και το Βοαρλούνγκο, και κατευθύνθηκαν προς το Ποντασιέβε. Έπειτα άρχισαν να ανεβαίνουν ζωηρά την Κονσούμα. Οι κοντοτιέροι (στρατιωτικοί αρχηγοί) ήταν ο Γουλιέλμος ντε Ντιρφόρ και ο Εμερίκ ντε Ναρμπόν, συνεπικουρούμενοι από τον Βιέρι ντε Τσέρκι, τον Μπίντο ντέλι Αντιμάρι και τον βαρόνο ντέι Μαντζατόρι. Μόλις έφθασε η είδηση για την προέλαση των Γουέλφων, οι Γιβελίνοι όφειλαν να αντιδράσουν αναλόγως και ξεκίνησαν προέλαση από το Αρέτσο προς την Μπιμπιένα, για να υπερασπιστούν τα κάστρα των Γκουίντι και των Ουμπερτίνι. Οι αρχηγοί των Γιβελίνων ήταν ο Γουλιελμίνος ντέλι Ουμπερτίνι, επίσκοπος του Αρέτσο, με την αρωγή του Γουλιελμίνου Ρανιέρι των Πάτσι του Βαλντάρνο, επονομαζόμενου Γουλιέλμου Πάτσο, του Γκουινταρέλο ντι Αλεσάντρο από το Ορβιέτο, του Γκουίντο Νοβέλο των Γκουίντι, του Μπουνκόντε ντα Μοντεφίλτρο και του αδελφού του, Λότσο. Πολλοί εξ αυτών είχαν επιζήσει από τις νικηφόρες μάχες του 1288 εναντίον της Σιένας. Στρατεύματα Γιβελίνων συγκεντρώθηκαν στο Αρέτσο από όλη την Ιταλία.
Η απόφαση να περάσουν από την Κονσούμα και το Καζεντίνο αποδείχθηκε νικηφόρα για τους Γουέλφους. Τα κάστρα του Καζεντίνο αιφνιδιάστηκαν και δεν αντιστάθηκαν στο πέρασμα του στρατού, ο οποίος απλώθηκε στις παρακείμενες κοιλάδες. Οι Γιβελίνοι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να δώσουν τη μάχη σε ανοιχτή πεδιάδα ώστε να μη βρεθούν πολιορκημένοι μέσα στα κάστρα, αλλά και για να εμποδίσουν τη λεηλασία της υπαίθρου. Ο επίσκοπος του Ατέτσο έριξε το γάντι της πρόκλησης στους Γουέλφους αρχηγούς που την αποδέχθηκαν με χαρά.
Οι όροι «Γουέλφοι» και «Γιβελίνοι» υποδηλώνουν τις δύο φατρίες που από τον 12ο αιώνα στη Γερμανία υποστήριζαν αντιστοίχως, στο πλαίσιο της διαμάχης ανάμεσα στην Εκκλησία και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τον οίκο της Βαβαρίας και της Σαξονίας των Βελφ (από όπου προήλθε και η ονομασία «Γουέλφοι» και τον οίκο της Σουηβίας των Χοχενστάουφεν, αρχόντων του κάστρου του Βάιμπλινγκεν, που κάποτε ονομαζόταν Βάιμπελινγκ ή Βίμπελινγκ (από όπου και η λέξη «Γιβελίνοι». Η διαμάχη τους είχε αντικείμενο το αυτοκρατορικό στέμμα μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Ερρίκου Ε’ (1125), ο οποίος δεν άφησε άμεσους διαδόχους. Αρκετές φορές οι δύο φατρίες συνυπήρχαν, όπως στη Φλωρεντία, όπου η διαμάχη ξεκίνησε μετά τον φόνο του Μπουοντελμόντε ντε Μπουοντελμόντι των Αμιντέι. Για να επεκτείνουν την κυριαρχία τους, και οι πόλεις των Γουέλφων και εκείνες των Γιβελίνων συγκρότησαν αντιτιθέμενους συνασπισμούς: έτσι, κατά το δεύτερο ήμισυ του 13ου αιώνα, οι Γουέλφοι της Φλωρεντίας ξεκίνησαν μαζί με τους συμμάχους τους μια μακροχρόνια σύγκρουση με τους συνασπισμένους Γιβελίνους από άλλες τοσκανικές πόλεις (Αρέτσο, Σιένα, Πιστόια, Λούκα, Πίζα). Οι επιθετικοί προσδιορισμοί «Γουέλφος» και «Γιβελίνος» χρησιμοποιήθηκαν στους αιώνες που διαδέχθηκε αυτή την έντονη περίοδο για να ορίσουν πολιτικές θέσεις φιλικές ή λιγότερο φιλικές προς την παπική εξουσία, παρότι οι δύο παρατάξεις είχαν πάψει να υπάρχουν προ πολλού.
Η ΜΑΧΗ
Το μέρος που επιλέχθηκε ήταν η πεδιάδα του Καμπαλντίνο, ανάμεσα στο Πόπι και το Πρατοβέκιο, κοντά στον ναΐσκο Τσερτομόντο, στην αριστερή πλευρά του Άρνου. Οι αρχηγοί επέλεξαν τα στρατιωτικά σχέδια και την τακτική. Οι Γουέλφοι ετοίμασαν αρχικά μια αμυντική τακτική. Στο Βιέρι ντέι Τσέρκι ανατέθηκε να ορίσει εκείνους που θα αντιστέκονταν στην πρώτη και πιο βίαιη επίθεση. Ο Τζοβάνι Βιλάνι αφηγείται πως αυτός, βλέποντας λίγο ενθουσιασμό, προσφέρθηκε ο ίδιος, παρότι ήταν ηλικιωμένος και ανάπηρος από το ένα πόδι. Οι Γιβελίνοι επέλεξαν να επιτεθούν στο κέντρο της αντίπαλης παράταξης και προετοίμασαν δώδεκα «παλαδίνους» (πρόμαχους, ιππότες) για να οδηγήσουν τους «φεντιτόρι», δηλαδή τους ιππείς της πρώτης γραμμής. Ο Γκουίντο Νοβέλο διοικούσε το εφεδρικό ιππικό των Γιβελίνων. Ο Κόρσο Ντονάτι εκείνο των Γουέλφων. Το πρωινό του Σαββάτου 11 Ιουνίου, ημέρα του Αγίου Βαρνάβα, ξεκίνησε η μάχη. Οι Γιβελίνοι έστειλαν ένα πρώτο κύμα τριάντα «φεντιτόρι» σε καλπασμό, με επικεφαλής τον Μπονκόντε ντα Μοντεφέλτρο, ακολουθούμενο από 350 ιππείς. Το πεζικό ακολουθούσε τρέχοντας. Οι Γουέλφοι «φεντιτόρι» του Βιέρι ντέι Τσέρκι πύκνωσαν τις γραμμές τους και δέχθηκαν την έφοδο. Σχεδόν όλοι έπεσαν από τα άλογα, όμως όσοι διατήρησαν τη σωματική τους ακεραιότητα συνέχισαν τη μάχη πεζή, με πελέκεις, σπαθιά και ρόπαλα. Οι Γιβελίνοι «φεντιτόρι» σφηνώθηκαν μέσα στους κόλπους του εχθρού. Η σύγκρουση έγινε ακατάστατα: διασπάστηκε σε συμπλοκές και μονομαχίες. Τότε ανέλαβαν δράση οι χειριστές καταπέλτη, οι βαλλλιστάριοι. Οι Γουέλφοι, καλά προστατευμένοι από τα κινητά τείχη των ορθογώνιων ασπίδων τους, παρακολουθούσαν εκ του ασφαλούς από κοντινή απόσταση. Οι Γιβελίνοι παρακολουθούσαν από μακριά, έχοντας μικρή ορατότητα γιατί η ατμόσφαιρα εκείνη την ημέρα ήταν ξηρή και σηκωνόταν σκόνη. Το ιππικό των Γουέλφων αποτραβήχτηκε, αλλά οι πτέρυγες του σχηματισμού, αποτελούμενες από το πεζικό, έμειναν στη θέση τους. Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να κλείνουν σαν δαγκάνα, περικυκλώνοντας το ιππικό και το πεζικό των Γιβελίνων. Ένας αριθμός Γουέλφων ιππέων που είχαν αποδιοργανωθεί από την επίθεση κατάφερε να υποχωρήσει και να προετοιμασθεί στα μετόπισθεν για τη συνέχεια της μάχης. Οι βαλλιστάριοι και των δύο πλευρών ενέτειναν τις ρίψεις με πέτρες και βέλη. Ο Εμερίκ ντε Ναρμπόν, ο Γκεράρντο Βετράτα ντε Τορνακουίντσι και ο Γουλιέλμος ντε Ντιρφόρ ηγήθηκε μιας αντεπίθεσης του ιππικού στο κέντρο της παράταξης. Ο Γουλιέλμος ντε Ντιρφόρ έπεσε στην προσπάθεια αυτή χτυπημένος από σαΐτα. Και ο Εμερίκ ντε Ναρμπόν τραυματίσθηκε στο πρόσωπο. Οι Γιβελίνοι ιππείς όρμησαν προς τον Τορνακουίντσι, που κρατούσε το λάβαρο. Η έκβαση της μάχης εκείνη τη στιγμή ήταν πραγματικά αβέβαιη.
Ο ΡΟΛΟΣ
Αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν οι ενέργειες των εφεδρειών. Ο Κόρσο Ντονάτι, σε μια πράξη ανυπακοής, αποφάσισε να καλπάσει με τους ιππείς της ακόμα ξεκούραστης εφεδρείας του. Οδήγησε την επίθεση ενάντια στο δεξί πλευρό των Γιβελίνων με μεγάλη επιτυχία καθώς διαχώρισε τους ιππείς από τους πεζικάριους. Ο Γκουίντο Νοβέλο, που παρατηρούσε τη συμπλοκή από το Τσερτομόντο, δεν τον μιμήθηκε: θεώρησε χαμένη τη μάχη και αποσύρθηκε με τους ιππείς του στα κάστρα. Η έκβαση της μάχης είχε κριθεί. Το ιππικό των Γιβελίνων είχε περικυκλωθεί και το πεζικό, αποκομμένο, ήταν αποπροσανατολισμένο. Ο Γουλιελμίνος ντέλι Ουμπερτίνι αντιμετώπισε τους εχθρούς με το πεζικό του κι έπεσε ύστερα από άγρια μάχη. Σκοτώθηκαν ακόμα ο Μπουνκόντε ντα Μοντεφίλτρο και ο Γουλιέλμος Πάτσο.
Η ΤΕΛΙΚΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Ύστερα ξεκίνησε το στάδιο της καταδίωξης για τη σύλληψη αιχμαλώτων που θα ανταλλάσσονταν με λύτρα και της αφαίρεσης των λαβάρων, των όπλων και της εξάρτησης του εχθρού. Αργά το απόγευμα ξέσπασε καλοκαιρινή μπόρα. Δόθηκε τότε το σύνθημα της αποχώρησης και η καταδίωξη διακόπηκε.
Η μάχη είχε τελειώσει. Άρχισαν να περισυλλέγουν και να προσπαθούν να ανανωρίσουν τους νεκρούς, που ήταν πάρα πολλοί: από την πλευρά των Γιβελίνων μετρήθηκαν περίπου 1.700 νεκροί˙ από την πλευρά των Γουέλφων, περίπου 300. Ετάφησαν σε μεγάλους κοινούς τάφους κοντά στη μονή του Τσερτομόντο. Πάντοτε υπήρχε η πεποίθηση ότι στο εσωτερικό της ίδιας της εκκλησίας είχε ταφεί ο επίσκοπος Γουλιέλμος Ουμπερτίνι, και η πρόσφατη ανεύρεση υπολειμμάτων από οστά κάτω από το δάπεδο του ναού, στο εσωτερικό ενός τάφου, φαίνεται να επιβεβαιώνει την υπόθεση αυτή. Συνολικά μεταφέρθηκαν πάνω από χίλιοι αιχμάλωτοι στη Φλωρεντία, ένα μέρος των οποίων απελευθερώθηκε μετά την καταβολή λύτρων. Όσοι δεν ελευθερώθηκαν πέθαναν σε σύντομο χρονικό διάστημα στις φλωρεντινές φυλακές: ήταν μερικές εκατοντάδες. Ετάφησαν δίπλα στην οδό Ρίπολι, στη Φλωρεντία, σε ένα μέρος που ακόμα και σήμερα ονομάζεται «γωνία των Αρετίνων».
«Φεντιτόρε»(feditore) : έτσι αποκαλούσαν τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής που έκαναν την πρώτη επίθεση ενάντια στον εχθρό. Σε μια δεύτερη φάση, ο όρος «φεντιτόρε» κατέληξε να προσδιορίζει τον ελαφρά οπλισμένο στρατιώτη που αντιμετώπιζε την πρώτη κρούση των αντιπάλων.
Απόσπασμα από το χρονικό του Ντίνο Κομπάνι, συγγραφέα σύγχρονο της μάχης: «Κυματίζουν τα λάβαρα την ημέρα που αποφάσισαν οι Φλωρεντινοί να πάνε στη γη των εχθρών, και περνούν από το Καζεντίνο μέσα από κακοτράχαλους δρόμους: αν είχαν βρει τους εχθρούς, θα είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές, αλλά δεν ήταν θέλημα θεού. Και έφτασαν κοντά στη Μπιμπιένα, σε ένα μέρος που ονομάζεται Καμπαλντίνο, όπου βρίσκονταν οι εχθροί, κι εκεί σταματούν και παρατάσσονται. Οι στρατιωτικοί αρχηγοί έστειλαν τους φεντιτόρι στην πρώτη γραμμή˙ και οι ασπίδες, με λευκό φόντο και κόκκινο κρίνο, αναπτύχθηκαν μπροστά. Τότε ο Επίσκοπος, που είχε μειωμένη όραση, ρώτησε: «Αυτά τι τείχη είναι;» Του απάντησαν: «Οι ασπίδες του εχθρού». Ο Μέσερ Βαρόνος του Μαντζαντόρι του Σαν Μινιάτο, Γάλλος και αληθινά εξαίρετος ιππότης, είπε στους άνδρες που κλήθηκαν στα όπλα: «Κύριοι, οι πόλεμοι της Τοσκάνης υπήρξαν νικηφόροι χάρη στην καλή επίθεση˙ και δεν είχαν διάρκεια, και πέθαιναν λίγοι άνθρωποι, αφού δεν συνηθιζόταν να σκοτώνονται. Τώρα ο κόσμος έχει αλλάξει και δένονται για να παραμείνουν ακλόνητοι. Ος εκ τούτου σας συμβουλεύω να είστε δυνατοί και να τους αφήσετε να επιτεθούν».
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Σύντομα η μάχη του Καμπαλντίνο μετατράπηκε από ιστορικό γεγονός σε λογοτεχνικό θέμα. Απασχόλησε τα χρονικά της εποχής, ενώ ο κόσμος μιλούσε επί μακρόν γι’ αυτήν τη μάχη. Η λαϊκή παράδοση προσέδωσε στο συμβάν ρομαντική και μυθική αύρα. Ο Δάντης Αλιγκιέρι, που συμμετείχε στη μάχη μεταξύ των «φεντιτόρι» του Βιέρι ντέι Τσέρκι, έδωσε τη συνεισφορά του, αναφέροντας μέρος της εμπειρίας του στη θεία Κωμωδία.
Από το βιβλίο: Μάχες, του φιλολόγου, Δημητρίου Θαλασσινού.
Ο Δημήτριος Θαλασσινός γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και θεολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και διοίκηση επιχειρήσεων στα ΚΑΤΕΕ Πάτρας. Έχει γράψει πολλά άρθρα, κυρίως για το Βυζάντιο αλλά και για την εποχή της Αναγέννησης. Συνεργάτης των περιοδικών «Εικονογραφημένη Ιστορία» και «Ιστορικά Θέματα». Είναι Πατέρας της Άννας Μαρίας.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.