Πατήρ Βασίλειος Κοντζικλής, ο θαυματουργός.

Στην αγιοτόκο Καππαδοκία γεννήθηκε, έζησε και εκοιμήθη ο παπα-Βασίλης. Τα στοιχεία για τον παπα-Βασίλη προέρχονται από τον τρισέγγονο του κ. Μιχαήλ Παντ. Παπαδόπουλο, από το χωριό αγ. Κωνσταντίνος (Καππαδοκικό) Φαρσάλων, όπως αυτός άκουσε να τα διηγείται ο Νικόλαος Κουλαξίζογλου. Επίσης στοιχεία για τον παπα-Βασίλη είχε συγκεντρώσει και ο π. Ιωάννης Γαλανόπουλος, εφημέριος της Θηριόπετρας Αριδαίας, από τους γέρους του χωριού, του οποίου οι κάτοικοι ήρθαν πρόσφυγες από το Τασλίκ Καππαδοκίας.
Κατά τις μαρτυρίες συγχωριανών του λοιπόν, γεννήθηκε στο Κοντζούκ ή Γκολτζύκ (Λίμνα) που βρίσκεται 65 χιλιόμετρα Ν-ΝΔ της Καισαρείας, γι’ αυτό τον αποκαλούσαν ο παπα-Βασίλης ο Κοντζικλής, για να τον ξεχωρίζουν από τους πολλούς άλλους που είχαν το ίδιο όνομα.
Ο Βασίλειος Κοντζικλής έλαβε σύζυγο την Σουλτάνα από το χωριό Σαρμουσακλί (Χαμιντιέ). Απέκτησαν τέσσερα αγόρια και περισσότερα κορίτσια.
Ο Βασίλειος πριν γίνη ιερέας έζησε για ένα διάστημα μαζί με ασκητές που υπήρχαν στα μέρη του, από τους οποίους έμαθε να νηστεύη αυστηρά και να προσεύχεται πολύ. Αυτά τα τηρούσε στην μετέπειτα ιερατική του διακονία.
Ο Βασίλειος, έχοντας έμφυτη κλίση προς την ιεροσύνη, χειροτονήθηκε ιερέας γύρω στα 1831 στο χωριό Τσατ, το βορειότερο από τα Ελληνικά χωριά της Καππαδοκίας, πέρα από τον Άλυ ποταμό. Σ’ αυτό το χωριό ζούσαν μαζί Ρωμιοί, Τούρκοι και Αρμένιοι. Μετά την γενοκτονία των Αρμενίων το 1815 και την εγκατάσταση των Τσερκέζων στα σπίτια των Αρμενίων, οι Ρωμιοί πιεζόμενοι έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν στο τουρκόφωνο ελληνικό χωριό Τασλίκ, 31 χιλιόμετρα νοτίως του Τσατ.
Ο παπα-Βασίλης είχε φόβο Θεού, ευλάβεια, πίστη μεγάλη και προσήλωση (αφοσίωση) στα ιερατικά του καθήκοντα. Έλαβε από τον Θεό το χάρισμα να θεραπεύη τους ασθενείς και η φήμη του εξαπλώθηκε σ’ όλη την Καππαδοκία. Κοντά του έτρεχαν Χριστιανοί και Τούρκοι για να θεραπευθούν.
Στα γειτονικά βουνά του Πόντου ζούσε κάποιος άγιος ερημίτης που δεν διασώθηκε το όνομα του. Μία νύχτα του παρουσιάστηκε Άγγελος Κυρίου και του είπε: «Ήρθε ο καιρός να αναπαυθής από τους κόπους της ασκήσεως σου. Ο Κύριος σε καλεί κοντά Του. Την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ θα έρθεις στον Παράδεισο. Να προετοιμασθής και να κοινωνήσης των Αχράντων Μυστηρίων τρεις Κυριακές συνεχόμενες». Ο ερημίτης αφού βεβαιώθηκε ότι πράγματι είναι στ’ αλήθεια Άγγελος Κυρίου και όχι δαιμονική πλάνη, έκανε ότι του υπέδειξε ο Άγγελος και πήγε στον παπα-Βασίλη, τον εφημέριο του Τσατ. Του διηγήθηκε όσα συνέβησαν και ζήτησε την θεία Κοινωνία. Και πράγματι ο παπα-Βασίλης τον κοινώνησε. Ο ερημίτης είπε ότι θα ξανάρθει την επόμενη Κυριακή να κοινωνήση.
Ο παπα-Βασίλης θέλοντας να δοκιμάση την αγιότητα του ερημίτου, το βράδυ της Κυριακής που τον περίμενε, κλείδωσε καλά τις πόρτες, βάζοντας τις αμπάρες και άφησε ελεύθερα τα άγρια μαντρόσκυλα του. Μόλις νύχτωσε παρουσιάστηκε ο άγιος ασκητής και αμέσως ανοίχθηκαν μόνες τους μπροστά του οι αμπαρωμένες πόρτες• τα δε σκυλιά ούτε γαύγισαν ούτε κουνήθηκαν από την θέση τους.
Ο παπα-Βασίλης που τον περίμενε, τον ρώτησε με απορία πως άνοιξαν οι πόρτες. «Για μας οι κλειδαριές δεν ισχύουν. Πάμε στην εκκλησία να με κοινωνήσης», είπε. Αφού τον κοινώνησε, τον ρώτησε: «Άγιε του Θεού, πες μας, που μένεις, για να έρθουμε να φροντίσουμε για την ταφή σου».
-Δεν χρειάζεται, του απαντά ο Ασκητής. Υπάρχουν τα λιοντάρια του Θεού που θα έρθουν να μας σκάψουν τον τάφο.
-Τι τρώτε εσείς; ρωτά ο παπα-Βασίλης.
-Μάννα εξ ουρανού μας στέλνει ο Θεός και μας τρέφει.
-Την άλλη φορά που θάρθεις, φέρε μας και ένα κομμάτι σαν αντίδωρο για να έχουμε και εμείς την ευλογία του Θεού, καθώς και ένα από τα βιβλία που διαβάζετε, για να το έχω ενθύμιο σ’ αυτόν τον ψεύτικο κόσμο.
Την άλλη Κυριακή ξανάρχεται ο άγιος ερημίτης. Τον κοινώνησε για τελευταία φορά ο παπα-Βασίλης και πριν αποχωριστούν του δίνει ο ερημίτης το κομμάτι της τροφής του λέγοντας: «Πάρε αυτό το μάννα• να φας ένα κομμάτι και το άλλο να το βάλης στο αμπάρι των γεννημάτων του σπιτιού σου, να έχει την ευλογία του Θεού, να είναι πάντα γεμάτο αγαθά και να μην λείψη ποτέ το ψωμί από το σπίτι σου». Ύστερα βγάζει από τον κόρφο του ένα βιβλίο δερματόδετο και δίνοντας το στον παπα-Βασίλη του λέει: «Πάρε αυτό το βιβλίο1 και όσους θα δένεις να είναι δεμένοι και όσους θα λύνεις να είναι λυμένοι».
Μαζί με αυτό ο ερημίτης του έδωσε την ευχή του και τρόπον τινά τον έκανε κληρονόμο των χαρισμάτων που του είχε δώσει ο Θεός, και από τότε δεν ξαναφάνηκε.
Όλα αυτά έγιναν γνωστά στα γύρω Ελληνοχριστιανικά χωριά της περιοχής. Αργότερα κάλεσαν τον παπα-Βασίλη στο χωριό Τασλικ, στο οποίο ήδη είχαν μετακινηθή και οι χριστιανοί του Τσατ, για να εφημερεύη εκεί, και ο παπα-Βασίλης αποδέχθηκε την πρόσκληση. Το Τασλίκ βρίσκεται πέρα από τον Άλυ ποταμό και απέχει 57,5 χιλιόμετρα ΒΑ της Καισαρείας. Το 1924 είχε 154 οικογένειες, πληθυσμό 775 ατόμων αμιγώς Χριστιανών Ελλήνων που μιλούσαν τούρκικα.
Στο Τασλίκ η δράση του παπα-Βασίλη έγινε μεγαλύτερη. Πήγαινε όπου τον καλούσαν πονεμένοι άνθρωποι και τους βοηθούσε με το χάρισμα που του δόθηκε από τον Θεό. Πρωί και βράδυ έκανε ακολουθία στην Εκκλησία, ενώ την ημέρα δεχόταν τους πονεμένους στο σπίτι του και τους θεράπευε.
Χρήματα δεν δεχόταν για τις θεραπείες που έκανε. Παρέμενε φτωχός και αφιλάργυρος. Συνέπασχε με τους πάσχοντες και πολλές φορές έκλαιγε για τους δυστυχισμένους ανθρώπους. Ο ίδιος υπέφερε από μία πληγή στο πόδι του, την οποία φρόντιζε η νύφη του Δέσποινα. Εξ αιτίας της πληγής του ελαφρώς κούτσαινε, γι’ αυτό τον αποκαλούσαν μερικοί στα τούρκικα Τοπάλ-Κείς (κουτσο-παπάς).
Κάποια χρονιά, ενώ στο Τασλίκ έβρεχε, στα γειτονικά χωριά έκανε μεγάλη ανομβρία. Άρχισαν τα σπαρτά και τα δένδρα να ξηραίνωνται και να υποφέρουν τα ζώα από την έλλειψη του νερού. Τότε οι κάτοικοι της περιοχής σκέφτηκαν ότι από αυτό το κακό μόνο ο παπα-Βασίλης μπορούσε να τους απαλλάξη. Έκαναν μία επιτροπή, πήγαν και τον παρεκάλεσαν να έρθη να τους βοηθήση. Πήγε μαζί τους και είπε στο συγκεντρωμένο πλήθος που τον περίμενε, να τον ακολουθήσουν όλοι σ’ ένα μικρό λόφο για να κάνουν προσευχή να στείλη ο Θεός την ποθούμενη βροχή.
Μόλις έφθασαν στο ύψωμα τους είπε να γονατίσουν όλοι και αυτός διάβαζε τις ευχές. Σε λίγο άρχισαν να εμφανίζωνται στον ουρανό τα πρώτα σύννεφα, να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες και μετά έβρεξε καλά για πολλή ώρα.
Κάποια ημέρα ο παπα-Βασίλης καθόταν με παρέα γερόντων στον εξώστη του διώροφου σπιτιού του και συζητούσαν. Σε μία στιγμή τους λέει: «Κοιτάξτε προς το Άας Πουνάρ (Άσπρη βρύση, άσπρο-νερό). Βλέπετε έναν Τούρκο πάνω σε γαϊδουράκι; Είναι φτωχός, βασανισμένος, άρρωστος και έρχεται σε μένα να του διαβάσω ευχή γιατί υποφέρει. Φέρνει μαζί του στον κόρφο του σαράντα λεπτά (ένα γρόσι) για να μου δώση ως αμοιβή για την ευχή που θα του διαβάσω». Οι γέροι εξεπλάγησαν, κοιτάχθηκαν μεταξύ τους και είπαν: «Αν είναι έτσι, παπα-Βασίλη, όπως τα λες, και γνωρίζης όλα αυτά, τότε εσύ είσαι Άγιος!».
Περίμεναν με περιέργεια την άφιξη του Τούρκου. Όταν ήρθε, χαιρέτησε κάνοντας ένα τεμενά μέχρι το χώμα.
Ο παπα-Βασίλης τον αντιχαιρέτησε και τον ρώτησε τι ήθελε. Απάντησε: «Αχ, παπα-Εφέντη, από μακρυά έρχομαι, «ντέρτια» (βάσανα) πολλά έχω.
πολύ. Δεν μπορώ να κοιμηθώ ούτε νύχτα ούτε μέρα. Ήρθα να μου διαβάσης ευχή από το άγιο «κιτάπ» (βιβλίο) που έχεις, μήπως βρω την γιατρειά μου.
Ο παπα-Βασίλης του διάβασε ευχή και αμέσως σταμάτησαν οι πόνοι του. Από ευγνωμοσύνη έβγαλε από τον κόρφο του σαράντα λεπτά και τα έδινε στον παπά, στον οποίο συνεχώς έλεγε ευχές και ευχαριστίες.
Τι είναι αυτά, γιαβρούμ, ρώτησε ο παπάς, τάχα σαν να μην ήξερε. Παπα-Εφέντη είναι ένα γρόσι, είναι η πληρωμή σου.
Μα, παιδί μου, με ένα γρόσι πιάνει η ευχή; Δεν έχεις άλλα χρήματα πάνω σου;
Αμάν, παπα-Εφέντη, σε παρακαλώ, δέξου τα. Και αυτά τα μάζεψα από άλλους δανεικά.
Εντάξει, γιαβρούμ, μην στενοχωριέσαι, αστειεύτηκα, ήθελα να σε πειράξω. Κράτα τα και αυτά. Τώρα έλα να φας και να ξεκουραστής.
Έφυγε ο Τούρκος θεραπευμένος και ευχαριστημένος, και μάλιστα του έδωσε ο πάπα-Βασίλης ψωμί και αλάτι για τα παιδιά του.
Αυτός, ο εκλεκτός και άγιος λειτουργός του Υψίστου, με το χάρισμα του έκανε σεβαστή στους αλλόθρησκους την πίστη μας, μέσω δε των θαυμάτων που ενεργούσε η θεία Χάρι, δοξαζόταν το όνομα του Αληθινού Θεού.
Ο μεγαλύτερος γιός του ήταν αρραβωνιασμένος με την Σουλτάνα Κουλαξίζογλου, κόρη του Αβραάμ και της Ελένης (γονείς και του Νικολάου Κουλαξίζογλου, που αφηγήθηκε το περιστατικό). Η Σουλτάνα είχε στα χρυσαφικά της και ένα περιδέραιο με είκοσι χρυσά νομίσματα μεγάλης αξίας. Κάποια μέρα διεπίστωσε ότι λείπει το περιδέραιο αυτό. Την εποχή εκείνη ζούσε στο ίδιο σπίτι και η οικογένεια του θείου της Σάββα που είχε και αυτός τρεις-τέσσερις κόρες. Τότε άρχισαν οι υπόνοιες για το ποιος έκλεψε τα χρυσά νομίσματα και επικράτησε μία ψυχρότητα μέσα στο σπίτι. Έψαχναν και δεν μπορούσαν να τα βρουν. Το άλλο πρωί η μητέρα της πήγε να ρωτήση τον παπα-Βασίλη. Τον βρήκε να διαβάζη την Παλαιά Διαθήκη. Αφού χαιρετήθηκαν της λέγει: «Πρόσεξε, συμπεθέρα, μην κατηγορήσης κανέναν άδικα και κολαστής. Χαμένο θησαυρό δεν τον έκλεψε κανείς. Τη νύχτα ο ποντικός έσυρε το περιδέραιο για να το πάρη στην φωλιά του, αλλά δεν μπόρεσε να το τραβήξη ολόκληρο. Πήγαινε στο σπίτι σου, τράβηξε το σεντούκι και θα το βρεις».
Πράγματι, γύρισε στο σπίτι της όπου την περίμεναν όλοι με αγωνία. Την βοήθησαν να τραβήξη το σεντούκι και έκπληκτοι είδαν το περιδέραιο στην ποντικότρυπα που υπήρχε στον πλίθινο τοίχο. Θαύμασαν όλοι για το χάρισμα του παπα-Βασίλη.
Άλλη φορά ήρθαν δυό Τούρκοι να θεραπευτούν. Ο ένας είχε μαζί του πέντε γρόσια και ο άλλος ένα. Ο παπα-Βασίλης τους είδε από μακρυά και είπε πάλι στους γέρους του χωριού, που συζητούσαν, τα σχετικά με τους Τούρκους. Όταν έφθασαν στο σπίτι του, ο Τούρκος που είχε τα πέντε γρόσια ήταν πιο θαρραλέος γιατί είχε περισσότερα χρήματα, ενώ ο άλλος ήταν διστακτικός και φοβισμένος. Τότε του λέγει ο παπα-Βασίλης: «Έλα μέσα μην ντρέπεσαι. Διστάζεις γιατί έχεις ένα γρόσι μόνο και ο φίλος σου έχει πέντε γρόσια;». Οι Τούρκοι μόλις άκουσαν αυτά έμειναν έκπληκτοι και είπαν: «Παπα-Εφέντη, πολλά ακούστηκαν για σένα, για όσα καλά κάνεις στον κόσμο, αλλά πρώτη φορά βλέπουμε και ακούμε παπά να γνωρίζη τις σκέψεις των ανθρώπων και τι έχει ο καθένας στην τσέπη του».
Αφού διάβασε στον καθένα την ανάλογη ευχή, στο τέλος τους είπε: «Τώρα πηγαίνετε στην ευχή του Θεού. Αφού έχετε πίστη και κάνατε τόσο κόπο να έρθετε από μακρυά, μην φοβάστε, ο Θεός σας θεραπεύει». Οι Τούρκοι άπλωσαν τα χέρια τους να του δώσουν τα χρήματα, αλλά ο πατήρ αρνήθηκε να τα πάρη. Τους είπε: «Φτωχοί άνθρωποι είστε. Να ψωνίσετε κάτι για τις οικογένειες σας».
Εν τω μεταξύ οι φίλοι του παπά, οι γέροντες του χωριού που είδαν όλα αυτά, του είπαν: «Ε, παπα-Βασίλη, δεν ξέρουμε τι να πούμε. Τα έχομε χαμένα. Κάτι συμβαίνει με σένα. Πως σου έδωσε ο Θεός τόσα χαρίσματα;». Αυτός τους απάντησε: «Πάντα να προσεύχεσθε με πίστη και ευλάβεια στον Θεό, να τηρήτε τις εντολές του Θεού και Αυτός θα σας δώσει την Χάρι του».
Στο χωριό Ανδρονίκη ένας πλούσιος Τούρκος είχε το μονάκριβο του παιδί άρρωστο. Έπασχε από τρέλλα βαρείας μορφής και δεν ήξερε τι έκανε.
Ήταν επιθετικό στους ανθρώπους, έσπαζε, έκανε ζημιές και η οικογένεια του δεν μπορούσε να το συγκρατήση. Ο πατέρας του τελικά το έκλεισε σ’ ένα δωμάτιο, κλείδωσε τις πόρτες και του έδινε τροφή από ένα μικρό παραθυράκι. Ήταν τόσο εξαγριωμένο και επικίνδυνο, ώστε κανείς δεν μπορούσε να το πλησιάση. Ο πατέρας προηγουμένως είχε πάει το παιδί σε γιατρούς και σε μάγους αλλά κανείς δεν μπόρεσε να το βοηθήση.
Είχε ακούσει και για τον θαυματουργό ιερέα και πάνω στην απελπισία του σκέφθηκε: «Τι κάθομαι και περιμένω; Δεν παίρνω το παιδί μου να το πάω στον παπα-Βασίλη στο Τασλίκ να το διαβάση καμιά ευχή να γίνη καλά, όπως τόσοι και τόσοι άνθρωποι είδαν την θεραπεία τους από’ αυτόν τον άγιο άνθρωπο;».
Κάλεσε καμμιά δεκαριά γεροδεμένους νέους οι οποίοι κατάφεραν να δέσουν και να φορτώσουν το παιδί του σ’ ένα γαϊδουράκι, δεμένο επίσης πάνω στο σαμάρι.
Βλέποντας αυτό το θέαμα οι χωρικοί του Τασλίκ μαζεύτηκαν από περιέργεια στο σπίτι του παπα-Βασίλη να δουν αν θα γίνη καλά ο νέος.
Ο πατέρας του παιδιού έπεσε στα πόδια του παπά και κλαίγοντας τον παρακαλούσε: «Παπα-Εφέντη έχω αυτό το μονάκριβο παιδί που τρελλάθηκε και δεν μπορώ να το συγκρατήσω. Δέρνει, χτυπάει, σπάζει και όλοι φοβούνται. Άκουσα για την αγιωσύνη σου και ήρθα σε σένα για να το κάνης καλά. Λυπήσου με και δώσε την υγεία στο παιδί μου, την χαρά σε μένα και εγώ θα σου δώσω ότι θέλεις».
– Ησύχασε, παιδί μου, ο γιός σου θα γίνει καλά του απάντησε ο παπάς.
Φέρνουν μπροστά το παιδί. Φορά το πετραχήλι του, διαβάζει τις ευχές από το Ευχολόγιο του ερημίτου, το σταυρώνει και λέει στον πατέρα να λύσουν το παιδί που τώρα ήταν ήρεμο. Το πιάνει από το χέρι, το σηκώνει όρθιο και του λέγει: «Παιδί μου απ’ αυτή την στιγμή είσαι καλά, δεν έχεις τίποτε. Να είσαι στο εξής καλό και φρόνιμο παιδί, να αγαπάς τους γονείς σου και τους συνανθρώπους. Πήγαινε στην ευχή του Θεού».
Ο πλούσιος πατέρας έπεσε στα πόδια του ευχαριστώντας τον και του πρόσφερε πολλά μπαχτσίσια (δώρα), τα οποία ο παπάς φυσικά δεν δέχθηκε.
Έφεραν κάποτε από την Καισαρεία ένα δαιμονισμένον. Ενώ φαινόταν ήρεμος, ξεσπούσε σε κραυγές και έβγαζε αφρούς από το στόμα του. Τον έφεραν δεμένο και ο πατήρ τους είπε να τον φέρουν μέσα στο δωμάτιο του. Τους έβγαλε όλους έξω, έκλεισε την πόρτα και άρχισε να του διαβάζη τους εξορκισμούς. Ένα μικρό εγγονάκι του όμως, ηλικίας τεσσάρων με πέντε ετών, κρύφτηκε μέσα στο δωμάτιο, παρακολούθησε και διηγήθηκε όσα είδε. Ο παπάς διάβαζε τους εξορκισμούς επιτιμώντας τα δαιμόνια να φύγουν. Κάθε φορά που χτυπούσε το πόδι στο πάτωμα ο ιερέας, έβλεπε το παιδάκι από το στόμα του δαιμονισμένου να βγαίνουν τα δαιμόνια με μορφή ποντικιών. Οι εξορκισμοί κράτησαν πολλή ώρα και το παιδάκι βλέποντας τα ποντίκια (δαίμονες) να γεμίζουν το δωμάτιο, φοβισμένο άρχισε να φωνάζη:
-Παππού, πάππου, γέμισε το σπίτι μας ποντίκια.
-Μη φοβάσαι, παιδί μου, δεν είναι ποντίκια αυτά, θα φύγουν.
Αφού τελείωσαν οι εξορκισμοί ο δαιμονισμένος ηρέμησε και αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε, του έδωσαν φαγητό και νερό. Αναγνώρισε τους δικούς του και ήρεμος πλέον διηγείτο τι υπέφερε από τους δαίμονες, ευχαριστώντας τον Θεό που τον απάλλαξε απ’ αυτό το μαρτύριο. Ευχαρίστησαν τον παπα-Βασίλη, ασπάσθηκαν το χέρι του και έφυγαν.
Κάποτε ο παπα-Βασίλης γύριζε στο χωριό νύχτα, καβάλλα στο άλογο επιστρέφοντας από μία επίσκεψη στον Αρμένη φίλο του, τον Χαμπέραγα Εχμάλογλου, πολύ καλό άνθρωπο από το Κεμερέκ. Η απόσταση Τασλίκ-Κεμερέκ ήταν τέσσερις ώρες. Φθάνοντας στην τοποθεσία Εϊτελίκ, που θα πει καλή τρύπα, έπεσε πάνω σε δυό ληστές, χωρίς αυτοί να τον γνωρίσουν. Ο πατήρ πλησιάζοντας τους αντιλήφθηκε, έκανε το σημείο του σταυρού προς το μέρος τους και οι ληστές ακινητοποιήθηκαν (κοκκάλωσαν) στην θέση τους. Πέρασε ανάμεσα τους και, όταν απομακρύνθηκε, τους λυπήθηκε και τους έλυσε από το δέσιμο.
Οι ληστές άρχισαν να διερωτώνται τι συνέβη, και διηγείτο ο καθένας τους ότι, ενώ ήθελε να κινηθή και να συλλάβη τον καβαλλάρη που περνούσε, δεν μπορούσε, κάτι τον κρατούσε δεμένο. Τότε σκέφθηκαν ότι αυτός που περνούσε δεν μπορεί να ήταν άλλος από τον παπα-Βασίλη από το Τασλίκ. Κατάλαβαν τότε την μεγάλη αμαρτία που διέπραξαν και αμέσως έτρεξαν στο Τασλίκ, βρήκαν τον παπά και του ζήτησαν συγχώρηση. Τους συγχώρεσε και τους έβαλε να φάνε. Τους συμβούλεψε όμως να πάψουν τις ληστείες και να ζουν τίμια από την εργασία τους. Οι ληστές του φίλησαν το χέρι και έφυγαν μετανοημένοι.
Τα πολλά θαύματα που ενεργούσε ο Θεός μέσω του παπα-Βασίλη έγιναν γνωστά σε όλη την Καππαδοκία και έτρεχαν πολλοί κοντά του να θεραπευθούν. Αυτό όμως έγινε αιτία να τον φθονήσουν μερικοί, γιατί νόμιζαν ότι πλούτησε, ενώ αυτός δεν έπαιρνε χρήματα. Πήγαν λοιπόν και τον διέβαλαν στον Μητροπολίτη Καισαρείας κατηγορώντας τον ότι είναι μεγάλος φακίρης και κάνει μάγια στους άρρωστους. Ο Μητροπολίτης δεν εξέτασε ακριβώς αν ευσταθούν αυτές οι συκοφαντίες, τις πίστεψε και τιμώρησε με αργία τον παπα-Βασίλη. Έπαυσε πλέον να λειτουργή και να διαβάζη ευχές σε άρρωστους. Η Εκκλησία του χωριού τους, ο ναός του αγίου Γεωργίου, τις Κυριακές και εορτές έμενε αλειτούργητη. Η αργία κράτησε τρεις μήνες και λύθηκε ως εξής:
Την εποχή εκείνη στο γειτονικό χωριό Ρουμκαβάκ, σε απόσταση 5,5 χιλιομέτρων από το Τασλίκ, είχε κτιστή καινούργιος ναός και ήρθε ο Δεσπότης για να κάνη τα εγκαίνια. Με την ευκαιρία έκανε και περιοδεία στα χωριά της Επαρχίας του. Ενώ βρισκόταν στο Ρουμκαβάκ πήγε επιτροπή από το Τασλίκ με τον πρόεδρο Αβραάμ Κιαγιά και άλλα μέλη, να παρακαλέσουν τον Δεσπότη να λύση την αργία του παπα-Βασίλη. Ο Δεσπότης δέχθηκε να έρθη στο Τασλίκ και να εξετάση επί τόπου την υπόθεση. Έφθασε με τον διάκο του πάνω στα άλογα, ως συνήθως, και κατέλυσε στο σπίτι του Χατζή-Ονυμφίου που ήταν ο πλουσιώτερος άνθρωπος του χωριού και επίτροπος της Εκκλησίας. Τον Δεσπότη υποδέχθηκε όλο το χωριό, του φίλησαν το χέρι, αλλά έδειχναν το παράπονο τους που τιμώρησε τον ιερέα τους. Από την υποδοχή έλειπε ο πατήρ, ο οποίος, ως τιμωρημένος, απέφευγε τις εμφανίσεις και παρέμενε στο σπίτι του.
Ενώ γίνονταν οι ανακρίσεις, ειδοποίησαν τον Δεσπότη ότι το άλογο του είναι ξαπλωμένο κάτω, βογγάει, τρέμει ολόκληρο και κινδυνεύει να ψοφήση. Προσπάθησαν να το περιποιηθούν, του έδωσαν να φάη, έφεραν πρακτικούς γιατρούς αλλά χειροτέρευε. Ο Δεσπότης ανήσυχος στέλνει τον διάκο να διαβάση ευχή, αλλά δεν συνήλθε το άλογο. Κατεβαίνει και ο ίδιος ο Δεσπότης, διαβάζει ευχή, αλλά η κατάσταση του ζώου χειροτέρευε.
Οι κάτοικοι του Τασλίκ ήξεραν ότι τέτοιες αρρώστειες θεραπεύονταν εύκολα από τον παπα-Βασίλη και πρότειναν στον Δεσπότη μέσω του Προέδρου να τον καλέσουν, αλλά ο Δεσπότης δεν δέχθηκε. Ο Πρόεδρος του λέγει τότε: «Ακούστε, Δέσποτα. Από τότε που ήρθε εδώ ο άνθρωπος αυτός ούτε τα ζώα μας ψόφησαν ούτε άνθρωποι πέθαναν από αρρώστιες. Η ευχή του όλους τους κάνει καλά».
Ο Δεσπότης συγκατατέθηκε να τον καλέσουν, αλλά ο πατήρ δεν πήγε λέγοντας στον απεσταλμένο: «Μπροστά στον Δεσπότη ευλογάει ο παπάς;». Στέλνουν άλλον άνθρωπο αλλά πάλι αρνήθηκε. Ο Δεσπότης τον περίμενε πλέον με αγωνία, γιατί έβλεπε τον κίνδυνο που διέτρεχε το άλογο του. Τότε πήγε ο ίδιος ο πρόεδρος Αβραάμ Κιαγιά και τον παρακάλεσε να έρθη να δη ο Δεσπότης με τα μάτια του ότι ο παπα-Βασίλης υπηρετεί τον θεό και όχι τον διάβολο, και να ανοίξη την Εκκλησία που παραμένει κλειστή και ο κόσμος αλειτούργητος.
Ο πατήρ πείσθηκε πλέον, πήρε το πετραχήλι, το Ευχολόγιο του ερημίτου και ακολούθησε τον Πρόεδρο. Πήγαν κατευθείαν στον στάβλο, ενώ το πλήθος του κόσμου περίμενε με αγωνία και, χωρίς να χαιρετήση, φθάνει στο άρρωστο άλογο. Άρχισε να διαβάζη την ευχή. Ο Δεσπότης περίεργος πηγαίνει πίσω από τον παπα-Βασίλη να δη τι ευχή διαβάζει. Ο παπάς κατά την διάρκεια της αναγνώσεως της ευχής διακόπτει τρεις φορές και σταυρώνει το άλογο, ακουμπώντας το ελαφρά με το πόδι του.
Στο τέλος το άλογο τινάχθηκε όρθιο και μετά άρχισε να τρώη. Ο παπάς είπε «περαστικά» και έφυγε για το σπίτι του. Ο Δεσπότης από την χαρά του ξέχασε να τον ευχαριστήση. Όταν συνήλθε έτρεξε πίσω του και τον παρακάλεσε να τον ακολουθήση. Τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε στο σπίτι που εφιλοξενείτο, ενώ ο κόσμος περίμενε έξω. Στην συνέχεια βγαίνει στον εξώστη μαζί με τον παπά και απευθυνόμενος στο πλήθος των Χριστιανών λέγει: «Αδελφοί μου, την ευχή που διάβασε ο παπα-Βασίλης την διάβασα και εγώ, την διάβασε και ο διάκονος. Ο θεός τις δικές μας προσευχές δεν τις άκουσε. Άκουσε όμως τις προσευχές του παπα-Βασίλη. Κάτι πρέπει να συμβαίνει και οι προσευχές του γίνονται δεκτές από τον Θεό. Αυτόν λοιπόν εγώ θα τον εξομολογήσω». Βγάζει τους άλλους έξω και, αφού έκανε διάφορες ερωτήσεις στον παπα-Βασίλη και τον εξωμολόγησε, βγαίνει και λέγει στον κόσμο που περίμενε: «Ακούστε, αγαπητοί μου. Τώρα ο παπα-Βασίλης δεν θα ζητήσει συγχώρεση από εμένα. Εγώ θα ζητήσω συγχώρεση απ’ αυτόν, γιατί πίστεψα στις συκοφαντίες και τον τιμώρησα με αργία. Το χάρισμα του έχει δοθή από τον Θεό και κανείς δεν μπορεί να το πάρη πίσω».
Μετά του διάβασε ευχή και τον έλυσε από την αργία. Την επόμενη ημέρα άνοιξαν την Εκκλησία του χωριού και όλοι μαζί ετέλεσαν την θεία Λειτουργία.
Αυτά είναι λίγα από τα πολλά θαύματα που έκανε ο παπα-Βασίλης ο Καππαδόκης σε Χριστιανούς και Τούρκους.
Κατά τους υπολογισμούς από τις μαρτυρίες των συγγενών του1 και των συγχωριανών του που ζουν σήμερα, εκοιμήθη γύρω στο 1900 και ετάφη εκεί στο χωριό που εφημέρευε, στο Τασλίκ της Καππαδοκίας.
Αιωνία του η μνήμη. Την ευχή του να έχουμε και οι πρεσβείες του να βοηθήσουν να λειτουργηθή και πάλι ο ναός του αγίου Γεωργίου στο Τασλίκ, που τώρα είναι τζαμί. Αμήν.

Σημείωση:
1. Οι απόγονοι του παπα-Βασίλη που ήρθαν στην Ελλάδα, άλλοι φέρνουν το επώνυμο Κοντζικλής, που δηλώνει την καταγωγή του παπα-Βασίλη, δηλαδή από το χωριό Κοντζούκ η Γκολτζύκ, και άλλοι δίνοντας βαρύτητα στην ιερατική του ιδιότητα ονομάσθηκαν Κείσογλου που σημαίνει υιός ιερέως (κείς τούρκικα σημαίνει πάπας και ογλούν υιός). Αργότερα το Κείσογλου το μετέτρεψαν σε Παπάζογλου και επί το ελληνικώτερο Παπαδόπουλος. Αυτό το επώνυμο φέρνουν σήμερα οι περισσότεροι από τους απογόνους του. Αυτοί και οι συγχωριανοί τους μοιράσθηκαν και ζουν σήμερα στην Θηριόπετρα Αριδαίας και στο Καππαδοκικό χωριό άγιος Κωνσταντίνος Φαρσάλων. Φυλάγουν με ευλάβεια τις διηγήσεις σχετικά με τον παπα-Βασίλη και έχουν ως φυλαχτό τον Σταυρό του και το Ευχολόγιο που του έδωσε ο άγιος ερημίτης.
1. Διασώζεται σήμερα ο ασημένιος Σταυρός που φορούσε. Στην κυκλική βάση του είναι γραμμένο: «Παπα-Βασίλης έτος 1830», και στο κέντρο απεικονίζει την περιστερά, σύμβολο του Αγίου Πνεύματος. Αυτόν τον Σταυρό τον χρησιμοποιούσε και σαν σφραγίδα. Μ’ αυτόν σταύρωνε τους ασθενείς, τον έδινε να τον φορούν οι ασθενείς και έκανε Αγιασμούς. Πρόκειται για το Ευχολόγιο της Εκκλησίας μας στην Καραμανλίδικη γραφή (δηλαδή τούρκικη γλώσσα με ελληνικά στοιχεία) που σώζεται μέχρι σήμερα ως κειμήλιο.

Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 1η διήγηση.
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.