Θριαμβευτής βγήκε ξανά ο Κωλέτης απ’ τις εκλογές του 1847. Απ’ τις 120 έδρες του κοινοβουλίου κέρδισε τις 100. Και δε βγήκαν ούτε βουλευτές οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Ούτε ο Μαυροκορδάτος, ούτε ο Τρικούπης, ούτε ο Δεληγιάννης. Φώναζαν βέβαια εκείνοι μέσα κι όξω απ’ τη βουλή πως «νοθεύτηκαν τ’ αποτελέσματα με ψεύτικες κάλπες, ψεύτικους ψήφους, με τρομοκρατία και απάτες, πως βιάστηκε η γνώμη του λαού», αλλά ποιος τους άκουε. Και τι δεν του σέρνανε του Κωλέτη εκείνες τις μέρες! Αυτός όμως ατάραχος, ασυγκίνητος.
-«Δε σε θέλουν οι Έλληνες!» του φώναζαν, «Δε σε θέλουν!»
Αυτός ήρεμος και με γλυκό χαμόγελο τους απαντούσε:
-«Αλλά εγώ σας θέλω ηγαπητοί».
Δεν πρόφθασε όμως να χαρεί τον εκλογικό του εκείνο θρίαμβο- γιατί ξαφνικά αρρώστησε βαριά στις 16 Αυγούστου. Βέβαια από δέκα μήνες πριν τον πείραξαν τα νεφρά του. Κείνο το βράδυ όμως η πάθηση του απότομα χειροτέρε¬ψε. Πόνοι, δυνατός πυρετός, δυσφορία, και «επίσχυσις των ούρων» καθώς τα λένε οι γιατροί.
Ήρθαν οι γιατροί, έκαμαν συμβούλιο και πάσκιζαν με αφαιμάξεις, με βδέλλες, με βίαιους ιδρώτες και άλλα τέτοια να τον κάμουν καλά. Μα τίποτα. Τα ούρα του δεν ξεκινούσαν και οι πόνοι στη μέση του γίνονταν πιο δυνατοί.
Στις 25 Αυγούστου οι γιατροί είχαν απελπιστεί. Ομόφωνα αποφάνθηκαν πως ο άρρωστος βάδιζε προς το μοιραίο τέλος. Και η εφημερίδα «Αιώνας» εκείνης της ημέρας έγραφε:
«Ο άρρωστος υποφέρει πολύ. Έχει και εσωτερικό απόστημα με πύο, τα νεφρά του παράλυσαν ολότελα και δε λειτουργούν».
Μα η αντρίκια ψυχή του δεν τόβαζε κάτω. Σε όλους που τον ρωτούσαν πως πηγαίνει τους απαντούσε:
-Καλύτερα!
Ήρθε και ο βασιλιάς Όθωνας να τον ιδεί. Κάθησε σε μια πολυθρόνα δίπλα του. Και συνομιλούν, για κάμποση ώρα. Την άλλη μέρα τον επισκέφτεται ξανά ο Όθωνας. Κάθεται πάλι δίπλα στο κρεβάτι του αρρώστου.
-Θα σχηματίσετε, Μεγαλειότατε, κυβέρνησιν από το κυβερνόν σήμερα κόμμα, ως εάν ήμην εγώ, του λέει κοιτάζοντας τον στα μάτια ο άρρωστος Κωλέτης. Εφ’ όσον έχει την πλειοψηφίαν. Και θα προκηρύξετε εκλογάς. Ο λαός θ’ αποφασίσει. Εύχομαι να μην απατηθεί. Εύχομαι προσωπικώς να πλειοψηφήσει ο κ. Μεταξάς. Η πολιτική του κ. Μαυροκορδάτου με φοβίζει. Η αγγλική πολιτική με φοβίζει. Δεν μου εμπνέει εμπιστοσυνην. Σεις, Μεγαλειότατε, θα τηρήσετε γραμμήν σαφώς ελληνικήν. Νομίζω δε, ότι τα συμφέροντα της Ελλάδος, εάν δεν συμπίπτουν, πάντως δεν έρχο¬νται εις αντίθεσιν με τα συμφέροντα της Γαλλίας. Δι’ αυτό έστρεψα ανέκαθεν το πηδάλιον προς την Γαλλίαν. Η Ελλάς, Μεγαλειότατε, είναι μεσογειακή χώρα, είναι, λόγω της θέσεως της, η πλέον σημαίνουσα χώρα της Ανατολικής Μεσογείου. Εκεί τείνει, εκεί θα φθάσει. ΤηνΡωσίαν θα την εύρη αντίθετον λόγω των προς Νότον βλέψεων της. Την Αγγλίαν θα την εύρη αντίθετον λόγω των προς την Άπω Ανατολήν σχέσεων της, εκτός εάν περιλάβη την Ελλάδα εις τον κύκλον των πρακτόρων της. Των πρακτοράτων της, όπερ απεύχομαι. Η Αγγλία είναι κράτος αριστοκρα-τώνεμπόρων. Το συμφέρον, Μεγαλειότατε, το χρήμα. Η Αυστρία χαλκεύει όνειρα καθόδου εις την Μακεδονίαν. Μόνη η Γαλλία, Μεγαλειότατε, συντηρεί την μεγάλη φιλελεύθερα φλόγα του κόσμου. Επ’ αυτής πρέπει να στηριχθήτε, Μεγαλειότατε. Αυτή είναι η γνώμη μου. Ίσως να πλανώμαι.
Οι τελευταίες του λέξεις πνίγηκαν στο λαρύγγι του. Το ανασηκωμένο του κεφάλι πέφτει ξανά στο μαξιλάρι. Είχε λιποθυμήσει.
Ο Όθωνας φωνάζει τους γιατρούς. Ξανά συμβούλιο απ’ τις πιο μεγάλες ιατρικές κεφαλές: Ο Βούρος, ο Σοφιανόπουλος, ο Ζυγομαλάς, ο Θεοφιλάς, ο Ρέζερ, ο Πρινάρης.
Εκτός απ’ την αφαίμαξη και τις βδέλλες αποφασίζεται τώρα και παρακέντηση για ανακούφιση από τους πόνους βγάζοντας το πύον. Οι βόγγοι του άρρω¬στου σήκωσαν τον τόπο. Ακούονταν ως την άλλη άκρη του δρόμου. Αναστατώθη¬κε η συνοικία.
Έφυγαν οι γιατροί και ξαναμπήκε στο δωμάτιο του ο βασιλιάς. Ήταν δακρυσμένος. Τον είδε ο Κωλέτης και με προσπάθεια του λέει:
-Μεγαλειότατε, είχα πολλά να σας ειπώ, μα δεν μπορώ. Ίσως αύριο, με βοηθήσει ο Θεός να εύρω τας δυνάμεις μου:
-Πρέπει να ξέρετε, του αποκρίνεται ο βασιλιάς, ότι όλοι οι Έλληνες, δίχως εξαίρεσιν, φίλοι και αντίπαλοι, λυπούνται δια την ασθένειάν σας, την παρακολουθούν, εύχονται δια την αποκατάστασιν της υγείας σας.
-Αυτό μ’ ευχαριστεί, Μεγαλειότατε, αλλά το έργον μου δεν ετελείωσεν. Αν το είχα αρχίσει δώδεκα έτη ενωρίτερα, θα απέθνησκα ευχαριστημέ¬νος.
Έφυγε λυπημένος ο βασιλιάς και μπήκε στο δωμάτιο ο πρεσβευτής της Γαλλίας Πισκατόρυ. Είπε και σ’ αυτόν μερικά στέλνοντας χαιρετίσματα στους βασιλείς και τους επίσημους της Γαλλίας. Δεν άντεξε πολύ και ξανάπεσε αμίλη¬τος ανάσκελα πάνω στα μαξιλάρια. Και ξανάρχισε τα βογγητά. «Οι λεόντιοι βρυχυθμοί του εγέμισαν τας Αθήνας πένθος», γράφει ο Π. Σούτσος. Τα βάζει και με τους γιατρούς του:
«Θεέ μου. Δεν έχω πια γιατριά. Με τυραννούν άδικα, λέει και ξαναλέει. Ας με τυραννούν, ας μου δίνουν άδικα τα γιατρικά, θα τα παίρνω, θα κάνω ό,τι μπορώ, ό,τι είναι ανθρωπίνως… ανθρωπίνως…» «Πως μέσα σε δάσος -γράφει ο Θ. Πετσάλης- ένα θηρίο βαρυλαβωμένο ψυχομαχάει και μουγκρίζει, χαροπαλεύει και βογγάει, και ο αναστεναγμός του ακούγεται στα απόμακρα κι αντιλαλείμέσ’ τις χαράδρες κι απάνω στις πλαγιές, και όλα τα άλλα τα ζώα, τα αγρίμια και τα ήμερα και τα πουλιά ακόμα, αφουγκράζονται φοβισμένα και σταματούν, ποιό το φαΐ τους, ποιο το παιχνίδι του, ποιο το κυνήγι ή τον ύπνο, προσμένοντας να ιδούν τι θ’ απογίνει, τι θα τα βρεί, έτσι και κείνες τις ώρες στην Αθήνα, ακούγοντας τους βόγγους του αρρώστου που χαροπάλευε και ψυχομαχούσε, ο λαός όλος, και ο μικρός λαός και οι μεγάλοι ως τον ίδιο το βασιλιά και τη βασίλισσα, κρατούσανε την ανάσα τους και περίμεναν, όχι πια τι θα γίνει -αυτό το ήξεραν- αλλά πότε θα γίνει, να πάρει τέλος αυτή η φριχτή αγωνία, ετούτο το απάνθρωπο πάλεμα». —
Και την άλλη μέρα όλη η Αθήνα ήταν βυθισμένη στην αγωνία και την πένθιμη προσμονή. Ο Όθωνας και η Αμαλία είχαν βγεί περίπατο με τ’ άλογα τους, καθώς το συνήθιζαν. Στο γυρισμό τους βλέπουν ένα τσούρμο πολιτών να τρέχουν ενθουσιασμένοι κατεπάνω τους και να φωνάζουν:
«Κατούρησε ο Κωλέτης! Κατούρησε ο Κωλέτης!»
Η βασίλισσα δεν κατάλαβε και ζήτησε απ’ τον Όθωνα να της εξηγήσει. Και κείνος της εξήγησε στα γερμανικά.
Ήταν όμως μια θαμπή ηλιαχτίδα ελπίδας γιατί δεν ήταν φυσιολογικό κατούρημα. Ήταν μια παρακέντηση που αντί για πύο έβγαλε αίμα. Πριν βραδιάσει από στόμα σε στόμα μεταδίδεται σαν αστραπή η θλιβερή είδηση: «Πεθαίνει ο Κωλέτης».
Το βαθύ σκοτάδι της νύχτας ξανασκέπασε την όμορφη Αθήνα. Στο μεγάλο σπίτι της οδού Αδριανού τα παράθυρα είναι κλειστά. Μέσα ο άρρωστος Κωλέτης χαροπαλεύει και οι γιατροί δίπλα του κάνουν νέο ιατρικό συμβούλιο. Ο άρρωστος ζήτησε λίγο νερό. Και αποκοιμήθηκε.
Κοντά στα μεσάνυχτα τον έπιασε ένα ρίγος που συνοδευόταν μ’ ένα τρεμούλιασμα απ’ τον ψηλό πυρετό. Παρακάλεσε να τον σκεπάσουν. Και ξαφνικά ακούστηκε με χαμηλή, ξεψυχισμένη φωνή να σιγοτραγουδά:
«Κλάψτε με, μάνες, κλάψτε με, τη νύχτα με φεγγάρι,
και την αυγή με τη δροσιά, ώσπου να βγει ο ήλιος…».
Σταμάτησε το τραγούδι και αρχίζει το παραμιλητό. Κάποτε τον παίρνει ο ύπνος και κάποτε συνεχίζει το παραμιλητό. Ανοίγει σε μια στιγμή τα μάτια του.
Βλέπει κοντά του το στενό του φίλο, τον Παναγιώτη Σούτσο. Κάτι θέλει να του πει, μα δεν ακούεται. Και ξαναβυθίζεται στον ύπνο.
Έπαιρνε να γλυκοχαράξει. Σιγά σιγά ο ήλιος φάνηκε στις βουνοκορφές και η μέρα προχωρούσε. Έξι το πρωί η ώρα και το ρολόϊ χτυπούσε τον τελευταίο χτύπο του για τον Κωλέτη. Είχε πεθάνει. Ήταν 31 Αυγούστου 1847. Έγινε αμέ¬σως νεκροψία και βρέθηκε το ένα του νεφρό πετρωμένο και το άλλο δε λειτουρ¬γούσε.
Πέρασαν όλοι οι επίσημοι, δικοί μας και ξένοι, ν’ αποχαιρετήσουν το νεκρό. Ανάμεσα τους και ο Όθωνας. Ύστερα ήρθε η σειρά του λαού. Ένα προσκύνημα που κράτησε ως αργά το βράδυ. Την ίδια μέρα ο Όθωνας έβγαλε το διάταγμα:
«Μαθόντες με άκραν της ψυχής Ημών θλίψιν τον θάνατον του υπέρ Πατρίδος τοσούτον ενδόξως αγωνισθέντος, του περινουστάτου και εις τον θρόνον Ημών πιστοτάτου και έξοχους υπηρεσίας προσενεγκόντος Προέδρου του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργού επί του Βασιλικού Οίκου και των Εξωτερικών Κυρίου Ιωάννου Κωλέτου, διατάττομεν να πενθοφορήσωσιν όλοι οι στρατιωτικοί και πολιτικοί υπάλληλοι επί πέντε ημέρας…».
Τον έντυσαν το νεκρό με την ελληνική φουστανέλλα και τον νεκροστόλισαν με όλα τα παράσημα και με σωρούς από λουλούδια. Όξω από το σπίτι του παρατάχτηκε ένας λόχος στρατού σαν τιμητική φρουρά και κάθε μια ώρα έπε¬φταν τιμητικές κανονιές.
Την άλλη μέρα σήκωσαν το νεκρό και ακολουθώντας η πομπή τις οδούς Σταδίου και Αιόλου, φτάνει στην εκκλησιά της Αγίας Ειρήνης, όπου ψάλθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Έβγαλαν θερμούς επικήδειους λόγους οι Νεόφυτος Βάμβας, Ρήγας Παλαμήδης και Παναγιώτης Σούτσος. Ύστερα ξεκινά πάλι η νεκρώ¬σιμη πομπή. Φτάνει στο Κοιμητήρι κι ενώ κείνη τη στιγμή ετοιμαζόταν ο Τερτσέ¬της να απαγγείλει τον αποστερνό το λόγο, τα σύννεφα στον ουρανό χαμήλωσαν απότομα, πύκνωσαν και ξεσπάει ένα άγριο δαρτό πρωτοβρόχι, σωστή νεροπο¬ντή, που σκόρπισε τον κόσμο αφήνοντας μόνους τους τους νεκροθάφτες που βιαστικά σκέπασαν με χώμα μέσα στο μνήμα το νεκρικό φέρετρο.
Κείνη την ώρα της νεροποντής η βασίλισσα Αμαλία κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο του βασιλικού παλατιού την άγρια καταιγίδα είπε:
«Ο Θεός σκέφτεται όπως εμείς. Ξέρει τι αξίζει ο μακαρίτης. Πέθανε πριν από λίγο ένας άνθρωπος μεγάλης αξίας».
Ο θάνατος του Κωλέτη λύπησε πολλούς και ιδιαίτερα τους παλιούς καπεταναίους. Τους έλειπε πια ο προστάτης τους. Δεν ήταν λίγοι και κείνοι που πίστεψαν στα κηρύγματα του Κωλέτη για άμεση απελευθέρωση των σκλάβων αδελφών. Αυτός καλλιέργησε τη Μεγάλη Ιδέα. Και λυπήθηκαν πολύ για το χαμό του. Ιδιαίτερα πένθησε το θάνατο του η Γαλλία, γιατί έχανε με το θάνατο του κάθε στήριγμα της στην Ελλάδα. Ο βασιλιάς της Γαλλίας πρόσταξε να βάλουν την εικόνα του Κωλέτη στην πινακοθήκη των Βερσαλλιών, ανάμεσα στους ένδοξους άντρες της Ευρώπης. Και ο Γκιζώ έγραφε:
«Η Ελλάδα έχασε τον ενδοξώτατο απ’ τους επιζώντες στρατιωτικούς, το μοναδικό πολιτικό που αναδείχτηκε έξοχος, το μοναρχικότατο υπουργό και τον πιο θερμό φίλο της πατρίδος… Η απελευθέρωση, η ανεξαρτησία και το μεγαλείο της ελληνικής φυλής ήταν ο μόνος πόθος του Κωλέτη. Κανένα συμφέρον, καμιά επιθυμία, καμιά προσωπική ηδονή δεν κρατούσε τον πόθο του τούτο…».
Στον πολύ λαό όμως ακούστηκε με στεναγμό ανακούφισης ο θάνατος του Κωλέτη. Πίστεψαν πως μετά τη φαύλη πολιτεία του θα καλυτέρευαν τα πράγμα¬τα. Οι αντίπαλοί του μάλιστα πανηγύρισαν το χαμό του. Και ο τύπος της εποχής στην πλειοψηφία του τάχτηκε με αυτούς. Η εφημερίδα «Αθηνά» την ίδια μέρα του θανάτου του με ανακούφιση έγραφε:
«Ο Κωλέτης τέλος πάντων, πέθανε σήμερα το πρωί».
Η εφημερίδα «Ελπίδα» ήταν πιο σκληρή. Έγραφε:
«Σαν άνθρωποι λυπηθήκαμε για το χαμό του ανθρώπου, σαν πολίτες της Ελλάδος, όμως, χαρήκαμε, όπως χάρηκε όλος ο λαός της πρωτεύουσας, όπως θα χαρεί όλος ο λαός της Ελλάδος…». Και σε τρεις μέρες η ίδια εφημερίδα:
«…Θάρρος! υπάρχει ο γέρο-Σαβαώθ… άνδρα αιμάτων και δόλιον βδελύσσεται Κύριος». Ναι! Τον «εβδελύχθη» ο Κύριος και τώρα τον σκεπά¬ζουν λίγες σπιθαμές γη, αυτόν που νόμισε πως με τα αίματα και την δολιότητα μπορούσε να εμπαίξει και θείους και ανθρώπινους νόμους… Μερικοί βασιλιάδες της Ευρώπης τον υποστήριξαν κι ας αδικούσε την Ελλάδα, τον κάμανε όργανο των καταχθόνιων σχεδίων τους, μα λησμό¬νησαν και αυτοί πως «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει…».
Η εφημερίδα «Αιώνας» έγραφε και τούτα:
«Ο μήνας που έθαψε τον απολυταρχισμό στα 1843, έθαψε και το σημαντικότερο όργανο των αντισυνταγματικών και του ξενισμού…» και κατέ¬ληγε:
«…Άλλον δεν εγνώρισεν η Ελλάς Κωλέτην, ειμή εκείνον, όστις να διοικεί ήθελεν πάντοτε δια στρατιωτικής διοικήσεως και να καταναγκάζει το έθνος εις βαθμόν του να ζητεί την σωτηρίαν αυτού δια των όπλων. Άλλον, δι’ ολίγων λέξεων δεν εγνώρισεν η Ελλάς Κωλέτην, ειμή εκείνον, όστις πρωτότυπον ων αγυρτείας, επιορκίας, ψεύδους και πλάνης, παρέλαβεν την Ελλάδα ειρηνεύουσαν και άφησεν αυτήν σπαρασσομένην υπό των επαναστάσεων…».
Πιο σκληρός όμως φάνηκε ο Μακρυγιάννης. Γράφει, όσο ζούσε ακόμα ο Κωλέτης
«Πάγω εις τον κουμπάρο μου τον Κωλέτη, τον παίρνω σε μια κάμαρη, του λέγω πως ήρθε εις αυτήνη την πατρίδα, ξυπόλυτος, γυμνός. Οι άλλοι γιατροί οπούρθαν φέραν κι από ‘να γλυστήρι (κλύσμα) και γιατρικά και τήραγαν τους αστενείς. «Εσύ του είπα, ούτε ήφερες, ούτε αστενείς τήραξες. Ετιμήθης, δοξάστης, από την πατρίδα σου. Γιόμωσες σταυ¬ρούς, χρήματα- δεν μας αφήνεις πλέον ήσυχους να ζήσουμε εδώ εις την ματοκυλισμένη πατρίδα με την θρησκεία μας, αλλά μας τσαλαπατάς και μας διαιρείς».
Και σε τρία χρόνια από το θάνατο του Κωλέτη, όταν οι συγγενείς του πήγαν να βγάλουν τα οστά του και να του τα βάλουν σε μαρμάρινο τάφο, ο ίδιος ο Μακρυγιάννης έγραφε:
«Έβγαλαν και το σώμα του Κωλέτη άλυωτο από τον τάφο του, καθώς τον θάψαν, μόνον τα μάτια του ήταν βουλιασμένα και η μύτη του ολίγον πειραμένη – τα μάτια του ότι έβλεπαν τις πράξεις οπού ‘κανε δια την πατρίδα του και θρησκεία του και τόσας άδικους φόνους των αγωνιστών, του Νουτζου, του Παλάσκα, του Δυσσέα κι αλλουνών κι αχώρια πόσους νέους τάφους άνοιξε στις εκλογές, πόσοι σκοτωμοί έγιναν και γίνονται, πόσες μείναν χήρες κι ορφανά, τι έπαθε η πατρίδα γενικώς, πόσοι αγωνισταί πήγαν στους Τούρκους κι όλες οι φυλακές γιομάτες από αυτούς ως την σήμερον, δια ν’ αναστηθεί η παρανομία κι αδικία, να μη μείνει φωνή εις τον λαόν, ούτε ψήφος, αλλά η δύναμη η στρατιωτική και οι υπάλληλοι να γιομίζουν τις κάλπες και να βγάζουν όσους ήθελαν. Και μας έκαμεν, όπως είμαστε, δια να φανεί πιστός και τίμιος στους ξένους του φίλους».
Υπήρξαν και οι εγκωμιαστές του έργου του Κωλέτη. Που δεν έγιναν αποδεκτά όμως τα εγκώμια τους απ’ τον πολύ λαό και γρήγορα ξεχάστηκαν. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που ένα μόνο μήνα μετά το θάνατο του Κωλέτη ο Γάλλος Θουβενέλ έγραφε απ’ την Αθήνα στην αδελφή του στη Γαλλία:
«Δεν γίνεται περισσότερος λόγος για τον μεγάλο άνδρα (τον Κωλέτη), από όσος θα γινόταν, αν επρόκειτο για μια ψόφια γίδα».
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.