Έφτασε κάποιος ναυαγός, σε κάποιο ερημονήσι,
παλεύοντας στα κύματα, τη μανιασμένη φύση,
κι εκεί με χίλια βάσανα και χίλιες δυσκολίες
μια καλυβούλα έφτιαξε, για τις νυχτιές τις κρύες,
μα πάντα επερίμενε και πάντα καρτερούσε,
κανά καράβι να διαβεί που θα τον βοηθούσε,
να τονε πάρει απ’ αυτή την ερημιά που ζούσε,
και στην πατρίδα νάρχονταν, που τόσο νοσταλγούσε.
Μα μέρες, μήνες πέρναγαν και ζούσε πάντα μόνος
και τον κρατούσε πάντοτε του γυρισμού ο πόνος.
Πρωί μια μέρα έφυγε τροφή να πάει για να’ βρει,
μα σαν το βράδυ γύρισε – η τύχη του η μαύρη,
βλέπει να καίγεται, δαδί, το δόλιο καλυβάκι
και η καρδιά του γέμισε από πικρό φαρμάκι.
«Θε μου, δεν το περίμενα κι άλλο κακό να πάθω,
πόσα σκληρά κτυπήματα ακόμα θε να μάθω;
Εδώ θ’ αφήσω δυστυχώς τα κόκκαλά μου, πες μου,
γιατί με εγκατέλειψες στην ερημιά, Θεέ μου;».
Έπεσε για να κοιμηθεί με κλάματα στο χώμα
κι η στενοχώρια απ’ τη φωτιά τον είχε κάνει πτώμα,
κι όλη τη νύχτα σκέφτονταν, τώρα από που ν’ αρχίσει,
κι έκλεισε αργά τα μάτια του, λίγο προτού ροδίσει.
Μα σαν εξύπνησε βαρηά, κοντά το μεσημέρι,
είδ’ έναν άνθρωπο σκυφτό να του κρατά το χέρι,
και του ’πε με γλυκειά φωνή: «Φίλε μου, μη φοβάσαι,
ο καπετάνιος είμαι εγώ, ευλογημένος να ’σαι,
είδα καπνό από μακρυά κι ήρθα για να σε πάρω,
έλα, και στην πατρίδα σου, ταχιά θα σε μπαρκάρω».
Ευστάθιος Νικολαΐδης
Από το περιοδικό: “Η δράση μας”, τεύχος Οκτωβρίου 2009.