Οχι πως εκείνο το απογευματάκι είχε διάθεση για θεάματα… Ολα ήταν τυχαία στο καθ’ οδόν του ως συνταξιούχου Ε.Κ.Α.Σ., οχουμένου, βεβαίως, επί των μέσων «μαζικής μεταφοράς» με τις ενδιάμεσες αναμονές «της υπομονής».
Ετσι, χωρίς να κυττάζει, απλώς έβλεπε: άλλο που παιδιόθεν είχε και το βάσανο να σκέπτεται εκ των έσω προς τα έξω και αντιστρόφως, με το παραμικρό κάποτε. Τελικά ησύχαζε όταν έστρεφε τα μάτια προς το χώμα, τη γη την καλοδεχούμενη και καλοδέχτρα. Εκεί σταματούσε ο στοχασμός αναπαυτικά. Ταχα να είναι ο φυσικός δεσμός με την κοιτίδα – πρώτη και στερνή, ώσπου να φυτρώσουν τα φτερά τα πρωτεινά… Μυστήριο! Τι είδε εκείνο το απογευματάκι καθ’ οδόν; Σας το σημείωσε.
Θεαμα πρώτο. Στο μετρό.
Ηταν καθισμένος στην αγκαλιά της νεαρής – του απέναντί του καθίσματος – με το στρογγυλό πρόσωπο, τα κοντά ξανθά μαλλάκια και τα γυαλιά. Σχεδόν εικοσιπέντε, γεροδεμένη – με δυο βαλίτσες στη ράχη του καθίσματος – δυναμική. Με βέρα στο χέρι (ίσως να την έλεγαν και Βερα)• φαινόταν Ρωσίδα. Πηγαιναν για το Αεροδρόμιο.
Αυτός της έμοιαζε. Περίπου οκτώ μηνών, στρογγυλοπρόσωπος επίσης, με μεγαλωμένο το χνούδι των μαλλιών του, χρώματος• γινωμένο στάχυ, σχεδόν χρυσό. Δυναμικός κι αυτός, ευκίνητος. Διόλου κλεισμένος στούς 65 πόντους του εαυτού του. Σιγουρος για τα γόνατα της μαμάς, που τον κρατούσαν, μισοπάτησε πάνω τους και σκόρπισε συνειδητοποιημένο χαμόγελο στις απέναντι κοπέλλες, που εύκολα του το ανταπέδωσαν λαχταριστό. Εδειξε ικανοποιημένος. Τωρα άρχισε το ίδιο με τον διπλανό του. Το σωματάκι του – είχε βγάλει η μαμά το πλεχτό ζακεττάκι του όπως και το δικό της – σχεδόν μετέωρο τώρα στράφηκε επίμονα στον ώριμο άνδρα με την τσάντα και τον υπολογιστή κι αγωνιζόταν να τον κάνει να τον προσέξει. Ματαια! Δεν τα κατάφερε. Ο κύριος ήταν βυθισμένος στο ρούφηγμα της εφημερίδας του, που ήταν ανοιχτή στη σελίδα που έγραφε για κεφάλαια και είχε στήλες με αριθμούς. Ετσι ο λιλιπούτειος απέτυχε στην απόπειρα να συνάψει διαπροσωπική σχέση με τον μεγάλο! Αραγε ήταν τυχαίο ένα βηχαλάκι που τον έπνιξε για μια στιγμή; Η μαμά τον σήκωσε να πάρει αναπνοή…
Διερωτήθηκα: ποιός από τούς δύο ήταν πιο ώριμος;…
Το μετρό έκανε στάση. Κατέβηκα. Στάθηκα να τον ξανακυττάξω.
Είχε το μουτράκι του πίσω από το τζάμι του παραθύρου. Του χαμογέλασα με ευγνωμοσύνη και τον χαιρέτησα σα βρέφος. Κι όμως μου είχε μιλήσει σαν μεγάλος άνθρωπος! Τωρα μου κουνούσε τα χεράκια του. Δεν θα τον ξεχάσω…
Η νέα κοπέλλα με τη βέρα κι ο γιός της χάθηκαν ευτυχισμένοι στο βάθος του τούνελ του μετρό. Καλοτύχησα τον αθέατο πατέρα και σύζυγο. Γυριζαν για να τον ανταμώσουν. Ο Θεός να τούς ευλογεί.
Θεαμα δεύτερο• Στη στάση του « Ερυθρού», περιμένοντας το τρόλλεϋ.
Η εβδομηντάχρονη κυρία με το ωραίο πλεχτό φόρεμα – γκρι αρζάν – με τα περιποιημένα μαλλιά και το ρυτιδωμένο μέτωπο – τα μάτια δεν είχαν ακόμα γεράσει – βημάτιζε με έναν αέρα νιότης κι ένα τσιγάρο ανάμεσα στον αριστερό δείχτη και τον μέσο.
Φαινόταν ανώτερη από το κρυφό δέος της παρακμής… Ηταν αλήθεια; Και για πόσο ακόμη; Ηταν αξιοπρεπής. Μακάρι να χε αόρατα ερείσματα για τον πανδαμάτορα χρόνο στον άφθαρτο χώρο… Είθε!
Θεαμα τρίτο: Στο παγκάκι του άλσους.
Εικοσάχρονη. Δεν είχε παραλείψει το παραμικρό για να είναι εντυπωσιακή κι απόψε – ρούχο, πρόσωπο, μαλλί, υπόδημα… Και στα μάτια μια προσδοκία αχώρετη…
Ομως ο νεαρός συνομιλητής της στο τραπεζάκι με τα αναψυκτικά, δεν της έρριξε ενδιαφέρον βλέμμα. Και δεν έμοιαζε απόκοσμος ή «θρησκόληπτος»… Απλώς ζητούσε κάτι σπάνιο: όχι μια κούκλα για βιτρίνα, για φιγουρίνι… Εναν άνθρωπο ζητούσε ικανό να τον κάνει ευτυχισμένο και να ευτυχήσει κι αυτή με τη σειρά της.
Ομως, η κοπέλλα δεν πήρε τίποτα είδηση… Ας ελπίσουμε…
Ετσι τα σημείωσε το βραδάκι ο συνταξιούχος για σας. Δεν είχε και τίποτε άλλο να κάνει αυτός.
Ξ.Α.
Από το περιοδικό: “Η δράση μας”, τεύχος Νοεμβρίου 2008.
