Ο θάνατος του Αλήπασά – Δημ. Θ. Γκέκα.

Η ΑΛΗΠΑΣΙΑΔΑ

…Μέσα στο παλάτι του Βεζύρη των Ιωαννίνων κι ανάμεσα από τόσους και τόσους έμπειστους του Αλή πασά, υπήρχε κι ένας Τουρκαλβανός ονόματι Χατζησεχρέτης. Ήταν εντελώς αγράμματος, αόματος και πάμπτωχος. Η φύση όμως τον είχε προικίσει με μιά αξιόλογη ικανότητα! Με την υπαγόρευσή του γράφτηκε η Αληπασιάδα η οποία, φαναιρώνει θαυμαστή ποιητική φαντασία. Σκοπό είχε να εξυμνεί τα κατορθώματα του Αλή πασά. Τα ποιήματα του, παρά τις πολλές ατέλειες, χαρακτηρίζονται πολύ σπουδαία, διότι έδιδαν την πλήρη εικόνα του Αλή και δικαίως πολλοί θεωρούν την Αληπα¬σιάδα ως αυτοβογραφία του Τυράννου. Αξίζει εκ των χιλιάδων στίχων που γράφτηκαν, ν’ αναφέρουμε μερικούς. Ο Χατζησεχρέτης, κατήγετο από το Δέλθινο όπως ο ίδιος το φανερώνει στην αρχή της Αληπασιάδας του.

“Χατζησεχρέτης γράφομαι φτωχός απ’ το σεβδά μου το Δέλθινο ‘ν πατρίδα μου σας λέγω τ’ όνομα μου.” Ήταν δε ο δυστυχύς πάμπτωχος και οικογενειάρχης.
Από την πείνα ο σκλάβος σου
εγίνηκε χελιάκι
γιατ’ έχω δώδεκα ψυχές
εμένανε τηρούνε.
κι ακόμα απ’ τον Αλή πασά
μουράτι καρτερούνε.
Ποτέ τινας ας μην ειπεί
πως είναι ευτυχισμένος
εδώ στον κόσμο όπου ζεί
ότ’ είναι γελασμένος.
Ο κόσμος είν’ ένας τροχός
εδώ κι’ εκεί βαδίζει,
ποτέ δεν στέκει σταθερά,
πάντα θε να γυρίζει.
Του κύκλου τα γυρίσματα
π’ ανεβοκατεβαίνουν
και του τροχού π’ ώρες ψηλά
κι ώρες στα βάθη πηγαίνουν.

Στα τρία πρώτα μέρη του ποιήματος του ο Χατ-ζησεχρέτης μας λέει πως ο Αλή πασάς όταν έμαθε την είδηση της αποκηρύξεώς του από το Σουλτάνο, συγκέντρωσε γύρω του όλη την ανδρεία, αρβανιτιά σε μια προσπάθεια, με θαυμάσια ρητορική δεινότητα, να την πείσει υπέρ της αθωότητος του έναντι της Οθωμανικής κυβερνήσεως.
«Εγώ κανένα φταίξιμο δεν έχω
στο ντουβλέτι
τ’ όχω δουλέψει πρόθυμα
σε κάθε του χισμέτι .

– λέγει ο φοβερός σατράπης και εξακολουθεί.-

Εξάπωσα την Πρέβεζα
εχάλασα το Σούλι
την Πάργα εξουσίασα
ωσάν το ξεροπούλι.
Εμέρωσα την κλεφτουριά
λιοντάρι κι αλαφίνα,
στα λόγγα αντάμα περπατούν
λύκος και προβατίνα.

Αρματώνει λοιπόν τα κάστρα του ο Αλής και ετοιμάζεται για πόλεμο. Τις προετοιμασίες του αποκηρυγμένου ήρωος του περιγράφει ομηρικώτατα ο ποιητής. Ήταν αυτές τόσο μεγάλες, γρήγορες και εκπληκτικές, ώστε ενέσπειραν τον τρόμο στις γειτονικές χώρες.

Αλή πασάς στα Γιάννινα
εγένεντο χαζίρι
και τα Μπιτώλια τρέμανε
Σέρρες και Μοναστήρι
Αλή πασάς τον πόλεμο
δεν είχε αρχινήκει
κι ετρόμαζε ο περλεπές
κι αυτό το Σαλονίκι.

– Στο μεταξύ έρχονταν γύρω από τα Γιάννινα μέσω Θεσσαλίας και Μακεδονίας τα Σουλτανικά στρατεύματα. –

Καθώς μαυρίζουν τα κλαριά
στ’ όργωμα στα προσήλια
από τα μαύρα τα πουλιά,
κοράκια και γκαΐλια.
Έτσι κι οι κάμποι μαύριζαν,
Γιαννίνων τα λειβάδεια,
όλα από ντουντούμηδες
οι ράχες και τα σάδια.
Ο τόπος όλος γιόμωσε
καλύβια και τσαντήρια.
Παντού καμήλια κι άλογα
μαυρίζουν τα τσαηρια.
Καθώς φωνάζουν στα μαντριά
όντας ιδούν τ’ αρνάκια τους
τα πρόβατα και βλιάζουν
Έτσι και τα στρατεύματα
στους κάμπους αναδεύονται,
ένας, τον άλλον κράζουν.

Στη θέα του μεγαλοπρεπούς και πολυάριθμου στρατοπέδου των Σουλτανικών, λιποτακτούν από τα κάστρα του Αλή οι άπιστοι Αλβανοί του.

Μισοί πάγουν στη Ρούμελη
για να τον προσκυνήσουν,
μισοί στον Ισμαήλ πασά
να τον γνωρίσουν.

Καταλυπημένος από το απροσδόκητο τούτο γεγονός ο Αλή κλείεται στα κάστρα του, εμψυχώνει τα εναπομείναντα στρατεύματα του και καίει την πόλη των Γιαννίνων, για να φέρει σε δύσκολη θέση τα Σουλτανικά στρατεύματα.

Φωτιά πατούν εδώ κι εκεί
σε δύο κι τρία μέρη
και τα μισά τα Γιάννινα καίγονται χέρι – χέρι
για να μη κρύβεται τινας
να φαίνεται τ’ ασκέρι.
Και τώρα αρχίζει τον πόλεμο.
Σειούνται και τρέμουν τα βουνά
και από τον βρόντο βάζουν.
Τούρκοι, Ρωμαίοι Τσιφούτηδες,
φοβούνται και τρομάζουν.
Ρίχνει γκιουλέδες σα βροχή,
κρουσούμπια σα χαλάζι
και μπόμπες από μια
στον ουρανό ζυγιάζει.
Και τρέχοντας από ψηλά
πέφτουν στη γη και σκάζουν.
Μαύρη του μοίρα ποιόν θα βρουν,
κομμάτια τον μεράζουν.
Σ’ αντάρα μαύρη, εις κατακνιάν
έστεκαν βουρκωμένα
όλα τα κάστρα κι ο καπνός
τάχενε πλακωμένα.

Ετσι νικά και καταλαμβάνει με τους δικούς του διάφορα οχυρά μέρη, τόσο στρατηγικά και στενά, ώστε:
Στην Άρτα από τα Γιάννινα
πουλάκι δε διαβαίνει.

Τώρα γύρισαν πάλι όσοι του είχαν φύγει, Χουρτάρη και Σελιχτάρη και τους λοιπούς Αλβανούς αρχηγούς. Σχεδόν μαζί έρχονται κι οι Σουλιώτες εις βοήθειάν του κατά των βασιλικών. Αλλά ο θρίαμβος αυτός και η χαρά του αποστάτου βεζύρη δεν διήρκεσε πολύ. Στο σουλτανικό στρατόπεδο απεστάλη αρχηγός ο φοβερός Χουρσίτ πασάς, ο οποίος
το είχε κάμει φέτι
όπου και αν τον έπεψε το υψηλό ντουλέζι.

Ο Χουρσίτ πασάς με έφοδο κατέλαβε το νησί και το κάστρο Λιθαρίτσια το οποίο γκρέμισε. Στους πολιορκουμένους δε φώναζε:

Σ’ εσάς Λιάπιδες τόσκιδες εβγάτε με το βιό σας
γιατί αν θα μπω με το σπαθί το κρίμα στον λαιμό σας,
να ξέρετε, τί αθόλετο γιουρούσι θε να κάμω.
δε σας φοβάμαι ολότελα
θε νάρθω ωσάν σε γάμο.

– Οι Αλβανοί του Αλή πασά όμως δεν επτοήθησαν από τη φοβέρα του και απάντησαν λακωνικώτατα. –

Εδώ το λέν αρβανιτιά,
δεν είναι το Χαλέπι.

Ο Χουρσίτ εφρύαξε στην απαθή αυτή απάντηση και μια νύχτα αιφνιδίως ξεσήκωσε τα στρατεύματα του εις έφοδο προς το μέγα Κάστρο. Άρχισε ήδη η προσβολή.
Από τις φλόγες των τοπιών
βουνά και ράχες λάμπουν,
κι από το φόβο μερικοί
στη γή χαλεύουν νάμπουν.
Φωνές πολλές και χουγιακτά
και ταραχή μεγάλη
με πείσμα μέγα πολεμούν
κι η μια μεριά κι άλλη.
Πως πέφτουν όχ τον κοσατζή τα χόρτα στο λιβάδι.
Έτσι έπεφταν στον πόλεμο
οι άνθρωποι μέσ’ στο σιάδι.

Έτσι πολέμησαν επί έξι ολόκληρες ώρες και εφτά φορές αποκρούσθηκαν γενναιότατα από τους πολιορκούμενους οι Σουλτανικοί.
Εβγαίνοντας ο Αυγερινός
όπου στολίζει τ’ άστρα
βαστούσε ακόμη ο πόλεμος
ο φοβερός στα κάστρα.
Κι όντας εγλυκοχάραζε
κι’ άρχισε για να φέγγει,
αγάλια – αγάλια έκανε
το τρομερό το τσέγγι.
Εβγαίνει ο ήλιος ο λαμπερός
που το ντουνιά πυρώνει
και της νυκτός τα φονικά
όλα τα φανερώνει.
Πολλοί πικροί Χαλντούπηδες
δεν βλέπουν με τα μάτια
τον ήλιο πλέον, μού κοιτόνται
στην μαύρη γή δεμάτια.
Φωτιά θα βάλω μόνος μου,
ο τσεχπενές ν’ ανάψει,
να μην πεθάνω μοναχός
κι άλλους πολλούς να κάψει.
Και λαχτιτάδες με βιολιά
για να τόνε γλεντήσουν
να ειπούνε τα τραγούδια του
να τον χαροποιήσουν.
Να ήταν η μέρα θλιβερή
κι η νύχτα δίχως άστρα
άφ’ όντας η αρβανιτιά
παρέδωσε τα κάστρα,

– λέει ο ποιητής και κλαίων απευθύνεται πρός τον ήρωα του. –

Άιντε ασλάν Αλή πασά!
πολλοί που θα σε κλάψουν
πολλοί που θα τ’ ακούσουνε
και τα σκουτιά θα βάψουν!
Και σύ μες τη μαύρη γη
θα καίγεσαι στο χώμα
το χώμα θάχεις σκέπασμα
τη γη θε νά ‘χεις στρώμα.

Στο νησί ο Αλή προετοιμάζεται για την Κωνσταντινούπολη. Άξαφνα όμως, του αναγγέλλουν τον ερχομό του Κεχαγιά του Χουρσίτ πασά. Αυτός έρχεται με τη δια ταγή του στρατάρχου να του πάρει το κεφάλι, ενώ διέδιδε απατηλώς ότι έφερε δήθεν το έγγραφο της αμνηστείας του Σουλτάνου.
Ο Αλή πασάς,
ποτέ του δεν το πάντεχε,
στο νου δεν τόχει βάλει
πως έρχεται για το ακριβό
και μαύρο του κεφάλι.

– Κι έρχεται να προϋπαντήσει τον Κεχαγιά Μεχμέτ πασά. Αυτός όμως ενώ χαιρετίζοντο φιλικά. –

πρό λόγου του λιγάκι το ξεσέρει
φωτιά του έχει, τον βαρεί
μέσ’ το ζερβί το χέρι.
Φωτιά μαζί κι ο Αλή πασάς
το δίνει χέρι – χέρι.
μα από τη βιά του λάθεψε
και ξώδερμα τον παίρνει.

Εχύθη τότε κατ’ επάνω του Αλή ο Καβάμπασης (σωματοφύλαξ) του Κεχαγιά, αλλ’ ορμήσας ο Χεσήλ Τσάμης εκ μέρους του Αλή, φωτιά του δίνει του Καβάμπαση.
Και τον σωριάζει.
Ξαπλώνει ο Καβάμπασης
και σα θεριό βρυκάζει.
Καθώς γκρεμίζει ο πριονάς,
τα δέντρα μέσ’ τα δάση
έτσι κι ο Τσάμης γκρέμισε
τον ορφανό Καθάση.
Κ’ όχ του κορμιού του χύνεται
το μαύρο γαίμα αχνίζει
και βγαίνοντας ζεστό,
τη γη βάφει και κοκκινίζει.

– Όμως ταυτόχρονα έπεσε κι ο γενναίος Τσάμης από τις σφαίρες των συντρόφων του Καθάση. –

Ως το χαλάζει το ψυχρό
κόβεται το βλαστάρι
κι ως το κρουσούμπι το πικρό
πέφτει το παλληκάρι. Στο μεταξύ εισβάλουν στην αυλή της Μονής Αγίου Παντελεήμονα οι πολυάριθμοι ακόλουθοι του Κεχαγιά, οι οποίοι πυροβολούν εκ της εισόδου δια του πατώματος τον Αλή και τον πληγώνουν θανάσιμα.

– Ο Μάνθος (Οικονόμου) ο γραμματικός και κάποιος Μπαϊράμης, αρπάζουν τον Αλή και του δένουν τις πληγές. Αυτός δε εκπνέων τους ομιλεί με λύπη και παράπονα. –

Εγώ τους λέει μάτια μου στο θάνατο ζυγώνω
χαλάλι σας νάν’ τ’ άσπρα μου χαλάλι το ψωμί μου,
που πολεμάτε μπύρο μου νάχετε την ευχή μου.
Να μη με λάβουν ζωντανό στ’ άρματα να πεθάνω
στον κάτω κόσμο με τιμήν Αλήπασας να πάω
όσο που να μου βγει η ψυχή ξένοι να μη με πιάσουν.

– Και ξεψυχά με τη δύση του ήλιου κατά τον Χατζησεχρέτη. –

Και το κορμί μου ύστερα
κομμάτια ας με μεράσουν.
Ο ήλιος ως τον ουρανό
τραβιέται, βασιλεύει.

– Το κεφάλι του το πήραν οι άνθρωποι του Κεχαγιά. –

Κι ο Αλή πασάς ξεψύχησε
και ο χάρος τον κυριεύει.
Εβγαίνει η Πούλια η πλουμιστή
τ’ αλετροπύδι βγαίνει
κι Αλήπασας εις το νησί
χωρίς κεφάλι μένει.

Όταν δε το έφεραν στο στρατόπεδο
Το βλέπουν η Αρβανιτιά,
λυπούνται και δακρύζουν,
δάκρυσε κι ο Χουρσίτ πασάς,
τα μάτια του σφογγίζει.
Φέρνει στο νου του στο ντουνιά
που σαν τροχός βαΐζει
που στους ανθρώπους κάποτε
στα σύγνεφ’ ανεβάζει.
τα δέντρα μέσ’ τα δάση
Άντε πικρέ μου Αλή πασά
στον κόσμο ξακουσμένε.

– Έπειτα το έπλυναν όμορφα το κεφάλι το καλομπαρμπέρισαν κατά τις φράσεις του ποιητή, το εγέμισαν με μόσχο, βαμπάκι και γαρούφαλα και το πίθωσαν τιμητικά επάνω σε ολόχρυση απλάδα. –

Τα πικραμένα χείλη του,
και τα μάτια του ραμμένα
και τα χιονάτα γένεια του
πανώρια χτενισμένα
εφαίνονταν σα ζωντανό
το μέγα πρόσωπο του.
Πως έφεγγε, πως γυάλιζε
τ’ άσπρο το μέτωπο του,
σα βγαίνει στην ανατολή
ακέριο το φεγγάρι
της νύχτας της τρομαχτικής
το φωτεινό λυχνάρι.

– Εις το τέλος δε της Αληπασιάδας ο ποιητής προσθέτει και τα εξής: –

Η μέρα εσκοτίσθη, το φεγγάρι έγινε έκλειψις, εγεμόσαν με βαμπάκί το κεφάλι του Αλή πασά, το είδεν ο κόσμος τρείς μέρες κι έπειτα το πήρεν ο Σελιχτάρης του Χουρσίτ πασά και το πήγεν εις Κωνσταντινούπολη νάχει πολύ ραχμέτι.

ΠΩΣ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ Ο ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ

Η παντοδυναμία που απέκτησε ο Αλή κατά την επί σαράντα περίπου χρόνια διοίκηση ενός μεγάλου Αλβανοελληνικού κράτους, ήταν φυσικό ν’ ανησυχήσει την Πύλη και κατά το έτος 1820 κηρύχτηκε από το Σουλτάνο φερμανλής (αποστάτης). Σ’ αυτό συνετέλεσε πολύ και το μίσος των αντιπάλων του και ιδιαίτερα του Χαλέτ Εφέντη ο οποίος κατόρθωσε να πείσει το Σουλτάνο να εκστρατεύσει εναντίον του Αλή για την όσο το δυνατόν σύντομη εξόντωση του.

Η εκστρατεία ανατίθεται αρχικά στον Πασιόμπεη ο οποίος με πολυπληθή στρατό αρχίζει την πολιορκία των Ιωαννίνων. Τα Σουλτανικά στρατεύματα που πολιορκούν τα Γιάννινα δεν κατορθώνουν να επιτύχουν τα θεαματικά αποτελέσματα που περίμενε ο Σουλτάνος. Η Πύλη ρίχνει το φταίξιμο στον Πασιόμπεη και κάνει το λάθος να διατάξει το βεζύρη του Μουριά Χουρσίτ πασά να εγκαταλείψει την Τριπολιτσά και να πάει στην Ήπειρο, ν’ αναλάβει τη διοίκηση των τουρκικών στρατευμάτων. Φεύγει από το Μωριά στις αρχές του 1821, δηλαδή μερικές μόνο μέρες πριν ξεσπάσει η επανάσταση. Αυτή υπήρξε η μεγαλύτερη (αν και άθελα) υπηρεσία που προσέφερε ο Αλή πασάς στους Έλληνες.

Ο Χουρσίτ πασάς (πρώην χριστιανός, γιος παπά από την Ανατολική Τουρκία εξισλαμισθείς) γνωστός για την ευφυΐα του και την πολεμική του πείρα, με πενήντα χιλιά¬δες στρατό εκστρατεύει κατά των Ιωαννίνων, με σκοπό να πατάξει με κάθε μέσο τον αποστάτη. Από την άλλη μεριά, ο Αλής οχυρώνεται, για να δώσει τη μεγάλη μάχη που θα έκρινε όχι μονάχα την τύχη του, αλλά και την περιοχή γενικότερα, γιατί ποιος ξέρει, αν πετύχαιναν τα σχέδια του, ίσως διαφορετικός νάταν και ο δρόμος της ιστορίας σε τούτα τα χώματα. Τα στρατεύματα του Αλή υποχωρούν με μεγάλες απώλειες, περισσότεροι δε είναι εκείνοι που λιποτακτούν, πηγαίνοντας με το μέρος των αντιπάλων.

Γκιουλέδες, τόπια, κανόνια, από παντού ακούονται πυροβολισμοί, σωστή κόλαση. Οι Γιαννιώτες κλεισμένοι στα σπίτια τους, πλημμυρι¬σμένοι από φόβο και αγωνία, δεν ξέρουν τίνος τη νίκη να πανηγυρίσουν. Στο μεταξύ τα Σουλτανικά στρατεύματα κυριεύουν το κάστρο «Λιθαρίτσια». Από ‘δώ, μια απόσταση από πεντακόσια περίπου μέτρα χωρίζει τους δύο μεγάλους αντιπάλους. Αντίκρυ προς το Μιτσικέλι στέκεται όρθιο, μεγαλόπρεπο το τελευταίο καταφύγιο του Αλή, το Ιτσ καλέ. Τα κανόνια του Χουρσίτ μπορούν να χτυπήσουν τον εχθρό στην καρδιά. Θάταν όμως ανώφελο να καταστρέψει τα παλάτια και τους θησαυρούς του Βεζύρη σε μια στιγμή που λίγες ώρες αργότερα παίρνοντας τη θέση του Αλή, αυτός θα ήταν ο μεγάλος άρχοντας όλων εκείνων.

Εδώ ο Χουρσίτ πασάς βάζει σαν πρώτη βάση συνεννοήσεως την άνευ όρων παράδοσήν του. Με απεσταλμένο, του υπόσχεται πως αν παραδινόταν θα ζητούσε αυτός ο ίδιος να του φέρει την αμνηστεία από τον Σουλτάνο. Παράλληλα με τη μαργιόλικη τέχνη του προσπαθεί να ημερέψει την αγριότητα του και προσκαλεί με υποσχέσεις τους Αλβανούς να εγκαταλείψουν τον αφέντη τους. Με τον τρόπο αυτό ο Χουρσίτ κατορθώνει να γυρίσει με το μέρος του όλα τα ρετάλια του Αλή, να τον απογυ¬μνώσει από τους στρατούς του, να του πάρει συγχρόνως την Κούλια και το μέγα κάστρο και να τον αποκλείσει στενώτατα στο τελευταίο του καταφύγιο το ίτσ καλέ (εσωτερικό κάστρο).

Απογυμνωμένος πλέον ο Αλής και υπό το βάρος της αδυναμίας του αυτής, δέχεται μια συνάντηση που του πρότεινε ο απεσταλμένος του Χουρσίτ στο νησί, στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, για να συζητήσουν τα της αμνηστείας. Φεύγοντας πήρε μαζί του μερικούς από τους έμπιστους, το Θανάση Βάγια και την αγαπημένη του Βασιλι¬κή. Πίσω του εγκαταλείπει τα πάντα, κρατά όμως την πυριτιδαποθήκη και τους θησαυρούς, βάζοντας τον πιστό ως το θάνατο Σελήμ Τσάμη με την προσταγή να τα τινά ζει όλα στον αέρα αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά.
Ο Αλή πασάς βάδιζε πλέον προς το πεπρωμένο. Αυτό το ήξερε κι ο ίδιος ή τουλάχιστον το προαισθανόταν, γιατί κάτω από τον υδάτινο δρόμο που τον οδηγούσε στο νησί, βρίσκονταν ακόμη στο βυθό οι 17 νεράιδες που ύψωναν τη φωνή της εκδίκησης.

Λίγες μέρες πριν από το μοιραίο τέλος, ο Χουρσίτ του έστειλε την είδηση, ότι η αμνηστεία από την υψηλή Πύλη έρχεται και του ζητούσε να διατάξει τον έμπιστο του φύλακα Σελήμ Τσάμη, να παραδώσει το κάστρο. Ο Αλή του απάντησε ότι χωρίς το δικό του σύνθημα ο Σε¬λήμ δε θα παράδινε το κάστρο. Ο Χουρσίτ δεν χάνει καιρό, στέλνει στο νησί τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά με 30 στρατιώτες, φέρνοντας μαζί του την απόφαση της θανατικής του καταδίκης. Δύο μεγάλα καΐκια τους αποβιβάζουν κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα. Οι Σουλτανικοί μπαίνουν στον περίβολο της εκκλησίας και προχωρούν λίγα μέτρα πιό μέσα, όπου στο βάθος με αγωνία τους περίμενε ο Αλή. Μεταξύ των δύο πασάδων αντιλλάγησαν μερικές λέξεις, αρκετές για να βεβαιωθεί ο Αλή για τις υποψίες που του είχαν γεννηθεί, καρτερώντας στο νησί και χωρίς να χάσει καιρό, τραβά από το σιλάχι του το πιστόλι, πυροθο λεί δύο φορές το Μεχμέτ τον οποίο και τραυματίζει στην αριστερή παλάμη. Οι πυροβολισμοί γενικεύτηκαν ανάμεσα στις δύο παρατάξεις.

Ο Αλής πληγώθηκε κι αυτός στο χέρι και τραυματισμένος όπως ήταν υποχωρεί και πέφτει στο πάτωμα του μεσαίου δωματίου. Η μάχη συνεχίζεται. Μερικοί Σουλτανικοί μπαίνουν στο διάδρομο, κάτω από το κελί που ήταν λαβωμένος ο Αλή πασάς κι από κει τον τραυμάτισαν θανάσιμα στην σπονδυλική στήλη. Ο Κιοσέ Μεχμέτ προχώρησε κι αυτός πρός το μέρος του. Καθώς αντίκρισε τον Αλή, κατάλαβε πως ο τρομερός δυνάστης της Ηπείρου, βρισκόταν πια στα τελευταία του. Έπρεπε να βιαστεί… Να προλάβει το χάρο. Τράβηξε το χαντζάρι του και αφού το ζύγισε καλά στον αέρα, χτυπά με δύναμη το λαιμό του Αλή. Την ίδια στιγμή το κεφάλι του γέρικου λιονταριού χωρίστηκε απ’ το κορμί του.

Με μια γρήγορη κίνηση το άρπαξε απ’ τα μαλλιά και το σήκωσε ψηλά. Το αίμα που έσταζε του λέρωσε το άσπρο καφτάνι. Με μάτια που γυάλιζαν από ικανοποίηση, δρασκέλισε το κελλί και πρόβαλε στη καγκελόφραχτη κρεβάτα, και φώναξε θριαμβευτικά στους μαζεμένους κάτω στην αυλή του μοναστηριού στρατιώτες του, δείχνοντας τους το ματωμένο κεφάλι:

Να το αλάνι της Ηπείρου! Καμαρώστε το!

Ήταν τόσο παγερό το θέαμα του κομμένου κεφαλιού, τόσο ανατριχιαστικό, που βουβάθηκαν όλοι. Ήταν απομεσήμερο, 17 Γενάρη του 1822, ημέρα Τρίτη. Κι ο Χατζησεχρέτης τελειώνει μ’ αυτούς εδώ τους στίχους:

«Μπαμπάκι και γαρύφαλα κι μόσχο γεμισμένο
καλοπλυμένο όμορφο, καλομπαρμπερισμένο
απάνω σε χρυσό τζεβρέ τιμητικά βαλμένο,
πως έφεγγε, πως γυάλιζε το ωραίο μέτωπο σου Αλή πασά καημένε».

Την άλλη μέρα όλα τα Γιάννινα ήταν στο πόδι. Γινόταν η επίσημη κηδεία του Αλή. Μόνο όμως του ακέ¬φαλου κορμιού του, γιατί το κεφάλι είχε δοθεί για να ταριχευθεί για να σταλεί στην πόλη, στο Σουλτάνο, με επίσημη συνοδεία. Η κηδεία έγινε με μεγαλοπρέπεια στο Φετχιγιέ τζαμί. Η κυρά Βασιλική, έκλαιε και χτυπιόταν απαρηγόρητα πλάι στο στολισμένο φέρετρο. Κι όταν πήραν το φέρετρό για να το πάνε στον τάφο, που ο ίδιος ο Αλή είχε ετοιμάσει από καιρό για τον εαυτό του πλάι στον τάφο της Εμινέ, ξέσπασε σ’ ένα σπαρακτικό κλάμα.

Το κεφάλι του Αλή μετά την ταρίχευση του παραδόθηκε στους σπαήδες του Χουρσίτ για να το περιφέρουν μέσα στα Γιάννινα, να το δείξουν στους πιο μεγάλους νοικοκυραίους χριστιανούς και μουσουλμάνους και να πάρουν το καθιερωμένο μπαχτσίσι. Αυτοί το τοποθέτησαν σ’ ένα ασημένιο δίσκο και το σκέπασαν μ’ ένα χρυσοκέντητο βαρύτιμο ύφασμα. Οι σπαήδες άρχισαν την περιοδεία τους. Τα μπαχτσίσια έπεφταν βροχή και με μεγάλη προθυμία. Ήταν τόσοι οι χαροκαμένοι από τον Αλή. Στο τέλος ο μπουλουκτσής, που ήταν ο επικεφαλής των σπαήδων, πρότεινε να το πάνε και στο Δεσπότη, για να πάρουν όπως είπε γερό μπαχτσίσι. Πραγματικά σε λίγο χτύπησαν την πόρτα του ανύποπτου μητροπολίτη Ιωαννίνων. Ο Δεσπότης πετάχτηκε τρομαγμένος. Εκείνη την ώρα βρίσκονταν στο τραπέζι μαζί με δύο Γιαννιώτες προύχοντες τον Δ. Αθανασίου και τον Α. Δρόσο κι έτρωγαν.

Το μπουλούκι από τους τούρκους σπαήδες ώρμησε μέσα. Ένας από αυτούς, άφησε πάνω στο τραπέζι το δίσκο με το κομμένο κεφάλι. Ο Μητροπολίτης έγινε κατακίτρινος. Το ανατριχιαστικό θέαμα που αντίκρυσε τον μαρμάρωσε στη θέση του. Ο Αλή πασάς! ψιθύρισε. Άφωνοι από τον τρόμο έμειναν και οι δύο μουσαφειραίοι του Δεσπότη. Ένα ανατρίχιασμα φρίκης πέρασε από το σώμα τους. Γρήγορα όμως ο έξυπνος μητροπολίτης ξαναβρήκε την ψυχραιμία του. Σηκώθηκε από τη θέση του, ύψωσε το χέρι του και με χείλια που έτρεμαν πρόφερε λίγα λόγια χριστιανικής συγγνώμης. Ανάπαυσον Κύριε την ψυχή του δούλου Σου… Οι δύο καλεσμένοι σταυροκοπήθηκαν με δέος. Θεός σχωρέστον! ψιθύρισαν.

Οι σπαήδες ασυγκίνητοι και με γέλια φώναζαν. Μπαχτσίς! Μπαχτσίς! Ο Δεσπότης τράβηξε τότε από ένα ερμάρι ένα πουγγί με χρυσά φλουριά και το έδωσε στον επικεφαλής, αυτός ξανασκέπασε το δίσκο με το χρυσοκέντητο ύφασμα πήρε το μπουλούκι του κι’ έφυγε. Το παραπάνω επεισόδειο, το διηγήθηκε μια καλόγρια του Αρτινού, που είχε παρευρεθεί στη σκηνή αυτή στον πατέρα του ιστορικού Σπύρου Αραβαντινού. Γιαυτό πρέπει να θεωρηθεί απόλυτα αυθεντικό.

Στο μεταξύ η κυρά Βασιλική, ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξείδι στην Πόλη. Μαζί με το Θανάση Βάγια και τον αδελφό της Σίμο Κονταξή μπήκαν στην επίσημη συνοδεία που θα μετέφερε το ταριχευμένο κεφάλι του Αλή μπροστά στο Σουλτάνο της Πόλης, τον Μαχμούτ. Είκοσι δυο μουλάρια που θα έφερναν το πολύτιμο φορτίο ξεκινούν για τη μεγάλη περιπέτεια, μέσα σε μια φοβερή χιονοθύελλα. Η κυρά Βασιλική έτρεμε κυριολεκτικά, ένοιωθε σαν πληγωμένο ζώο, που δεν έχει τη δύναμη να φωνάξει, από παντού τη χτυπούσε το άγριο ξεροβόρι. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του ποιητή:

Νάταν οι κάμποι θάλασσα και τα βουνά ποτάμια
να πνίγανε τον τάταρη πούφερνε τα φιρμάνια
Βασιλική φωνάζει στο γέρο Αλή Πασά:
Μάσε τους μπιμπασίδες και μοίρασ’ τους φλουριά
και βάλε τους σε όρκο μή κάνουν μπαμπεσιά.
Δεν φεύγω από τα Γιάννινα, κι ας γένη ότι γένη.
Για σήκω γέρο Αλή πασά, σύρε στο Τεπελένι
Ξύπνα καϋμένε Αλή πασά και βάλε το φακιόλι
να δείς και τη Βασιλική πως τηνε πάν στη Πόλη!

Και το ταξείδι για το άγνωστο συνεχίζεται.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΘΗΣΑΥΡΩΝ

Πέπλος μυστηρίου εξακολουθεί να καλύπτει τους θησαυρούς του Αλή πασά. Η κυρά Βασιλική (που γιαυτό το σκοπό κλήθηκε στην Πόλη) ομολόγησε στο Σουλτάνο Μαχμούτ ότι, «η περιουσία του Αλή έπρεπε να είναι πάρα πάνω από πεντακόσια εκατομμύρια γρόσια». Δεν μιλούσε στην τύχη. Κάποτε είχε αρπάξει τ’ αυτί της, από κουβέντες του Χουρσίτ στον Χασάν πασά του Ευρίπου, ο Σουλτάνος περίμενε να ξεπερνούν τα 500 εκατομμύρια τ’ αμύθητα πλούτη του Αλή. Και ο Χουρσίτ δεν είχε βρει πάνω από 45 εκατομμύρια γρόσια, όπως έλεγε στεναχωρημένος. Η τραγική αυτή ομολογία της κυρά Βασιλικής, όρ¬γησε το Σουλτάνο, ο οποίος και φόρτωσε όλες τις ευθύνες στις πλάτες του Χουρσίτ πασά.

Λίγο αργότερα καταδικάζεται από τη μεγάλη Πύ¬λη σε θάνατο, με το αιτιολογικό ότι καταχράστηκε την περιουσία του Δημοσίου. Όταν ο ίδιος ο Χουρσίτ πληροφορήθηκε τη θανατική αυτή απόφαση που είχε πάρει γιαυτόν ο πανίσχυρος Μαχμούτ, έπεσε σε μαρασμό. Στην απελπισία του αυτή πήρε δηλητήριο και αυτοκτόνησε στη Λάρισα, στις 30 Νοεμβρίου του 1822, λίγο πρίν εκστρατεύσει κατά της επαναστατημένης Πελοποννήσου.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ

Παραθέτουμε για να γίνει πιο φανερή η τόσο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Αλή πασά:

«Η εφημερίδα που έβγαζαν οι αδελφοί Μακρίδη Πουλιού στη Βιέννη έγραφε το 1790: Από πολλά μέρη της Ρούμελης κηρύττουν την ευτυχία των ραγιάδων υπό την ηγεμονία του ηγεμόνος πάσης Ηπείρου του πασά Ιωαννίνων».

Αντίθετα η Ελληνική Νομαρχία του ανώνυμου Έλληνα στο κορυφαίο έργο του επαναστατικού διαφωτισμού που εκδόθηκε στην Ιταλία το 1806 λέει:
«Έπρεπε βέβαια να έζει ο Θουκυδίδης ή ο Ξενο¬φών δια να γράφει την ιστορία αυτών των πολέμων (των Σουλιώτικων) και τας κακίας αυτού του αιμοβό¬ρου τέρατος, όπου έως από τους 1787 μέχρι της σήμερον δεν έπαυσεν από του να τυραννεί τους ταλαίπω¬ρους Ηπειρώτας και Θεσσαλούς σκληρώς και ασπλάχνως. Ω της ταλαιπωρίας της ανθρωπότητος! Ω ανυπόφορος εντροπή! Ω θέαμα ελεεινόν. Αυτός έχει όλα τα ελαττώματα όλων των τυράννων Χωρίς θρησκείαν, χωρίς συνείδησιν, άρπαξ, φονεύς, θηλυμανής, αρσενοκοίτης, άσπλαχνος, σκληρός τη καρδία, κλέπτης φοβερός, αιμοβόρος άδικος τέλος πάντων και αναιδέστατος ως ουδείς άλλος. Η πονηρία του και η αδιαντροπία του παρακινούσι τους απανθρωποτάτους κόλακας του, να τον νομίζωσι πνευματώδη και άξιον».

Ο Φάνης Μιχαλακόπουλος: « Παρ’ όλα τα λεγόμενα από τους εχθρούς του ο περίεργος εκείνος Αλβανός υπήρξε μια από τις πιο εν διαφέρουσες τις πιο πρωτότυπες φυσιογνωμίες του δεκάτου ενάτου αιώνα. Η εποχή που γέννησε ένα Βύρω¬να κι ένα Ναπολέοντα, η ίδια εξέθρεψε και τον Μεχμέτ της Αιγύπτου και τον Αλή Ιωαννίνων».

Ο Παν. Αραβαντινός: «Και ήσαν μεν εν ασφάλεια οι υπήκοοι αυτού εκ των κακοποιών στοιχείων, αλλ’ η κεφαλή και η ελευθερία και η περιουσία αυτών εξηρτώντο εκ του αυθέντου των, όστις μη ανεχόμενος άλλον τινά να κακουργεί, επέτρεπεν ουχ ήττον τούτο εις εαυτόν και τους ιδίους «τούς».

Ο Ε. Ζώτος: Στο βιβλίο του η δικαιοσύνη του Αλή πασά τον ονομάζει «μεγαλοφυή και ριζοσπάστη κυβερνήτη».

Ο Κούμας: «Αρκεί να είπω, ότι ο Αλή πασάς ζώσας με το σχοινίον, ως λέγει η παροιμία, τους Έλληνες τους ήρπασε πάν αίσθημα τιμιότητος και τους αποκατέστησεν αληθινά ανδράποδά του».

Ο Λ. Βρανούσης: «Όποια κι αν θάναι όμως η γνώμη του ιστορικού κι όποια κι αν πάρει τοποθέτηση για το έργο του Αλή, θα μείνουν ανεξάλειπτες οι παραδόσεις και τα γεγονότα αδιάψευστα, να διηγούνται μέρες τρόμου και σκληρής τυραννίας, φρικιαστικά εγκλήματα, εκδικητική μανία κι αιματόχαρη κτηνωδία».

Οι ξένοι ιστορικοί: Ο Γερβίνος: «Εν τη δεσποτική και τυραννική αυτού φύσει συνεκεντρούτο η θηριωδεστέρα απληστία και ακολασία, η τρομερωτέρα ραδιουργία και πανουργία και η αιμοχρεστέρα και φρικοτέρα ασυνειδησία περί τους σκοπούς και μέσα».

Ο Μένδελσον Βαρθόλδη: «Ο Αλής όμως επέφερε πλήρη την από του μεσαίωνος και του τιμαριωτισμού ρήξιν και ήνοιξε την οδόν εις τον πολητισμόν και την μορφή της νεωτέρας πολιτοκρατίας».

Ο Φίνλεϋ: «Ενώ ο Αλής ακολουθούσε τις παρορμήσεις της κα κίας του, ενεργούσε σαν όργανο στα χέρια της Θείας Πρόνοιας για να προωθήσει την κοινωνική άνοδο των Ελλήνων. Πραγματικά η σταδιοδρομία αυτού του φημισμένου ανδρός, με όλη του τη δύναμη και την κακία μόλις θα άξιζε μια θέση στην ιστορία, αν τα περιστατικά δεν τον ανεδείχνανε κήρυκα της Ελληνικής Επαναστάσεως».

Ο Λόρδος Μπάϋρον: «Αν και είναι σκληρόκαρδος έχει τέτοια πραότη και τέτοιο σέβας στη μορφή που δεν μαντεύεις ευκολότατα τα αιμοχαρή του σχέδια».

Ο Περαιβός, που έζησε χρόνια ανάμεσα στην Κέρκυρα, στην Πάργα και στη Ζάκυνθο, στην τρίτη έκδοση της ιστορίας του Σουλίου και Πάργας, που έβγαλε στην Αθήνα το 1857, πρόσθεσε ένα κεφάλαιο με τον τίτλο «Περί φυσιογνωμίας, φυσικών χαρισμάτων και ελαττώματά του Αλή πασά». Πρόκειται ίσως για την πιο αντικειμενική κρίση που έχουμε γι’ αυτόν, αφού μας παρουσιάζει και τα προτερήματα του και τα ελατώματά του. Νομίζουμε λοιπόν απαραίτητο να την παραθέσουμε.

Περί φυσιογνωμίας: «Ο Αλή πασάς, ην μικρός μεν κατά το ανάστημα του σώματος, αλλά παχύς και ωραίος κεφαλήν έχων μεγάλην και στρογγύλην. Πλατυπρόσωπος ξανθότριξ πλατυμέτωπος, γλαυκόφθαλμος, μεγαλόματος δασόφρυς, είχε ρίνα μετρίαν και παχείαν, στόμα μεγάλον, ώτα πλατέα και μεγάλα».

Περί φυσικών χαρισμάτων: « Ήν ανδρείος εν τοις πολέμοις, δραστήριος, δια τούτο και επιτυχικός, οξύνους, ακούραστος, ολιγόϋπνος, ευπροσήγορος, φιλήκός και επιχειρηματίας, διότι εις όσα σχέδια του και μάλιστα στρατιωτικά απετύγχανεν, ωργίζετο μεν, αλλά δεν απηύδα, ούτε παραιτείτο δια την αποτυχίαν. Ηκολούθη μάλιστα τον σκοπόν του με την αυτήν δραστηριότητα και ζωηρότητα του πνεύματος. Το παρά τοις Οθωμανοίς, φυσικόν ελάττωμα η αισχροβαρβαρολογία, εις αυτόν υπήρχε σπάνιον, αδιάφορος εις τας θρησκείας, υπερασπιστής μάλιστα της χριστιανικής και των σχολείων, μονοδίαιτος σχεδόν, επειδή το κυριώτερον φαγητόν του ήταν οπτόν αρνήσιον κρέας, από του οποίου έτρωγεν εις την τράπεζαν κατά κόρον, των δ’ άλλων φαγητών, πνευμάτων και γλυκισμάτων ολιγίστη ήν αυτώ η χρήσις, το μνημονικόν του υπήρχε σπανιώτατον, διότι πολλών μετά ικανών ετών παρέλευσιν ενεθυμείτο και τα κύρια ονόματα και τας υποθέσεις, τας οποίας τότε μετ’ αυτών επραγματεύθη τους πλειστέρους στρατιώτας εφώναζε κατ’ όνομα πολλάκις ηστειεύετο μετ’ αυτών: διό
εφιλοτιμούντο δια τας κλείσεις των ονο¬μάτων και αστεϊσμούς να υποφέρουσι γενναίως πάσαν κακοπάθειαν και κίνδυνον υπέρ αυτού. Ήτο προς τούτοις ευγνώμων πρός τους ευεργέτας του διότι όσοι εκ των Οθωμανών και Ελλήνων τον συνέδραμον και υπεράσπισαν δια να γίνει πασάς όλους γενόμενος αντευηργέτησε και ευτύχησεν, ομοίως και τους απογόνους αυτών τας σημαντικωτέρας και μυστικωτέρας υποθέσεις του τοις Έλλησι μάλλον ή Οθωμανοίς ενεπιστεύετο».

Περί των ελαττωμάτων: «Δοξομανής, άρπαξ, ακόρεστος, φιλέκδικος, ύποπτος, άπιστος, αλλοπρόσαλλος, μνησίκακος, αιμοχαρής, φιλοπόλεμος, υποκριτής εις τους αλλοεθνείς, κρυψίνους πολλάκις και εις τους ευνοϊκούς του φιλάργυρος, αλλά δια να κερδίσει τον σκοπόν του εσκόρπιζε αφειδώς τα χρήματα, όταν εφόνευε τινά εχθρόν του εφαίνετο περί χαρής και γαυριών δια την εκδίκησιν».

Το μόνο που απομένει, έπειτα από την σταχυολόγηση των αντικρουόμενων κρίσεων που κάναμε είναι να πού με ,ωσάν κατακλείδα τούτο εδώ: Διαβάζοντας την ιστορία αυτού του τυράννου, θαρ¬ρείς πως αυτή βγαίνει μέσα από τις σελίδες ενός μυθιστόρηματος, γράφοντας δε την νομίζεις πως μπαίνει μέσα σ’ αυτές.

Από το βιβλίο, “Αλή Πασάς: τύραννος ή αναμορφωτής;” Του Δημ. Θ. Γκέκα. Πέμπτη έκδοση, Γιάννινα.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.