Αγροτικές Παροιμίες: Περί διατροφής – Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.

Αδειανή κοιλιά, ξετσιπωμένα μούτρα.
Άλλοι κόβουν τα λάχανα κι άλλοι τα μαγειρεύουν.
Αλλοίμονο στ’ αλείμματα, κρίμα στους παστουρμάδες (για θυσίες σε ανίκανους).
Αλλοίμονο της κοιλιάς που ‘χει κακό αφέντη.
Αλλού μας βράζουν λάχανα κι αλλού μας κόβουν πίτα.
Ανακατώθη κι η φακή με τα μαγειρεμένα.
Αν δεν σπάσεις τ’ αυγά, ομελέτα δεν γίνεται.
Αν μαγειρεύεις τα κουκιά σε πήλινο τσουκάλι, θε να φουσκώσουν τα κουκιά να σου χυθεί το λάδι.
Από γουρουνίσιο τουλούμι, κρασί ποτέ δεν ήπια.
Από δω καπνός κι αντάρα κι από κει καθάρια κλούρα (καρβέλι, ψωμί).
Από κακή κολοκυθιά, κακός κι ο σπόρος.
Από πίτα που δεν τρως, τί σε νοιάζει αν καίγεται;
Άραθα μάραθα, κουκιά μαγειρεμένα.
Άρτσι μπούρτζι λάχανα και τη Λαμπρή κουρκούτι.
Βαρεθήκαμε το κρέας: Χριστού – Λαμπρή, Χριστού – Λαμπρή.
Βρεγμένο το θέλει το παξιμάδι.
Βρέξε τα πόδια, να φας μπαρμπούνι (ή θα βρέξεις πόδια, για να φας ψάρι).
Βρήκε η φακή τ’ αγγειό της (λέγεται για όσους ταιριάζουν και μοιράζονται τις ίδιες ιδέες).
Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα και θα φάει και τα συκόφυλλα.
Γλυκό κρασί σε χοιρινό τομάρι (κακή διαχείριση των πραγμάτων).
Δε θέλει ρύζι με νερό, θέλει νερό με ρύζι (για κάποιον που δεν ξέρει τι θέλει).
Δε φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι.
Δεν είμαι πολυφαγάς, είμαι παραπονιάρης.
Δεν κάνεις σκορδαλιά χωρίς σκόρδο.
Δεν τρώει το ψωμί χαράμι.
Είναι περισσότερες οι ημέρες (περισσότερος ο καιρός) απ’ τα λουκάνικα (τα λουκάνικα των Χριστουγέννων τρώγονται γρήγορα).
Εκάθισε να φάει τη φακή με το πιρούνι.
Εμείς δεν έχουμε ψωμί κι η γάτα σέρνει πίτα (ή κι ο γάτος ψάρια τρώει).
Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι οι σκύλοι τρώνε πίτες.
Επαντρεύτηκε η πείνα τη δίψα.
Έπεσε η ζάχαρη στο μέλι και κάτι τρέχει.
Εσύ το κανταΐφι κι εγώ ούτε ψωμί αρμένικο.
Εφάγαμε ψωμί κι αλάτι.
Έφαγε το καταπέτασμα.
Έχεις μαχαίρι, τρως πεπόνι (ή όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι).
Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.
Η βρούβα είναι λάχανο, δεν είν’ χορτάρι.
Η μικρή η μαγεριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια.
Η πείνα γλυκαίνει το ψωμί.
Η πείνα είναι η καλύτερη σάλτσα.
Η πείνα κάστρα πολεμάει και κάστρα παραδίνει.
Η τάβλα νάχει τίποτα και το μαντίλι (τραπεζομάντηλο, μεσάλι) ας λείπει.
Η τέχνη θέλει μάστορα κι η φάβα θέλει λάδι.
Θα φάμε μακαρόνια με τα χρυσά περόνια.
Θα φάω αρνί ψημένο (θα ικανοποιηθώ, αν πάθεις κακό).
Θέλει το παξιμάδι βρεμένο.
Και το ξερό ψωμί ο νηστικός το βλέπει παντεσπάνι.
Καλά είναι τα κουκιά, μα θέλουνε γερό στομάχι.
Καλά είν’ τα κουμαρόφυλλα, με το ροΐ το λάδι.
Κάλλιο καλή όρεξη, παρά καλό φαΐ.
Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά η αυριανή πίτα.
Καλύτερα καλοψημένη πατάτα, παρά κακομαγειρεμένος διάνος.
Κολοκύθα την ελέγαν και ας τήνε μαγειρεύαν.
Κολοκύθια στο πάτερο.
Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρι (Ιούλιο).
Κότα, πίτα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρι.
Κότα, πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη.
Κουκιά τρώει, κουκιά μαρτυράει.
Κρέας ωμό, κόκκινο μάγουλο.
Κύλησε ο ντέτζερης και βρήκε το καπάκι.
Λάδι από την κορφή, κρασί από τη μέση κα μέλι από τον πάτο.
Λάδι – λάδι και τηγανίτες τίποτα.
Λίγο είναι το πιπέρι, αλλά τσούζει μεσ’ στο στόμα.
Με γέλασες και δείπνησες, μα δε θα κολατσίσεις (δεν θα με ξανακοροϊδέψεις).
Μην πιάνεις το τηγάνι, πριν πιάσεις τα ψάρια.
Μοιρασμένο φαγητό, αναπαυμένη κοιλιά.
Μπουκιά και συχώριο (για να υποδηλώσεις κάτι πολύ νόστιμο).
Να λείψει το πιπέρι μου, να δω τη μαγερειά σου.
Νόστιμα και τα κάρδαμα σ’ όποιον πεινά.
Ξύδι χάρισμα (ή τζάμπα ξύδι), γλυκό σα μέλι.
Ο αστακός και το πεπόνι πολλούς γαμπρούς μπουκώνει.
Οι μικροί τρώνε τα μήλα και οι μεγάλοι ξυνίζονται.
Οι νέοι τρώνε τα ξινά κι οι γέροντες μουδιάζουν.
Οι πολλοί μαγείροι χαλούν το φαΐ.
Ο καθένας ξέρει να βράζει στο τσουκάλι του.
Ο λαίμαργος ανοίγει τον τάφο του με τα δόντια του.
Όλα τα φαγητά δεν είν’ τα ίδια στο στόμα καθενός.
Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται (ή βλέπει στον ύπνο του).
Ο πού χει πολύ λάδι, βάνει και στα φάβατα.
Ο τραχανάς ως την πόρτα και η κουρκούτη ως τα δαυλιά.
Όποιος δεν αγαπάει τα ραδίκια, τρώει τα λάχανα.
Όποιος δεν διψάει, δεν μπορεί να πιεί νερό.
Όποιος δεν έχει κρέας, φασόλια πεθυμάει.
Όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα.
Όποιος κάηκε στο κουρκούτι (ή στο χυλό), φυσά και το γιαούρτι.
Όποιος κακά φουρνίζει, βγάζει τα στραβά καρβέλια.
Όποιος μαγειρεύει άνεμο, με καπνό θα γευματίσει.
Όποιος περιμένει να φάει, ποτέ του δεν πεινάει.
Όποιος τρώει κάθε μέρα παντεσπάνι, λαχταρά το ψωμί.
Όταν κοιμάται ο γιόκας μας, ψωμί δε μας γυρεύει.
Όταν λείψει τ’ αλατάκι, θα δω τη σούπα σου.
Όταν φαγωθεί το ψωμί, καληνύχτα της συντροφιάς.
Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον καταλαβαίνει.
Περί ορέξεως … κολοκυθόπιτα.
Περισσότερο ψωμί τρως με το μέλι, παρά με το ξύδι.
Πέρυσι κάηκε το φαΐ, φέτος μύρισε.
Ποιός έχει το μέλι στα δάχτυλα και δεν το γλείφει;
Ποιός έχει το μέλι στα χέρια του και δεν γλείφει τα δάκτυλά του;
Πότε πίτα και φλασκί, πότε πίτα μοναχή.
Σίγουρο ψωμί, σε τρύπιο σακούλι.
Στα ξένα φασόλια, μη βάζεις αλάτι.
Στο ζουμί, ζουμί δεν μπαίνει.
Στο τσουκάλι άνεμο, εύκολα μαγειρεύεις.
Τ’ απίδια με παρακαλούν κι αχλάδες θέλ’ να φάω.
Τα βρωμισμένα λάχανα, κακή σαλάτα κάνουν.
Τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι.
Τα παιδιά των τρών τα ξυνόμηλα και οι γέροι μουδιάζουν.
Τα σύκα είναι μαλακά, μα τα χαλούν τα δόντια.
Τα ψάρια στο γιαλό, το τηγάνι στη φωτιά.
Τετάρτη και Παρασκευή, μη ρίχνεις λάδι στο φαΐ.
Της Κυριακής το φαγητό είναι γλυκό σαν μέλι.
Τί να σου θυμηθώ κρεμμυδούλη μου, κάθε χαψιά και δάκρυ.
Το ασβέστι με καντάρι, το πιπέρι με το δράμι.
Το καλό λάδι, στη σαλάτα φαίνεται.
Το κουκί με την αράδα στο τραπέζι τρυγυρίζει.
Το κρασί και το τσουκάλι θέλουν μαστοριά μεγάλη.
Το μπαρμπούνι δεν το τρώει όποιος το πιάνει.
Το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι.
Το τσουκάλι, το καλό, κάνει το φαΐ καλό.
Το φτηνό το κρέας το τρων’ οι σκύλοι.
Το ψωμί να μη σου λείπει και φούρνος ας μην καπνίσει.
Το χορταστικό ψωμί από μακρυά το ξέρω.
Του δίνανε τα παξιμάδια και αυτός τα ήθελε βρεγμένα.
Του κυνηγού ο κάκκαβος και του ψαρά το πιάτο επτά φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο.
Τρώγοντας, έρχεται η όρεξη.
Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Φάγαμε ψωμί κι αλάτι (γνωριζόμαστε).
Φάε κουμπάρε ελιές, καλό είν’ και το χαβιάρι.
Φάε κρέας, κάμε αίμα˙ φάε ψάρι, φτύσε φλέμα.
Φάε λάδι κι έλα βράδυ.
Φάε λάδι κορυφής και μέλι από πάτο.
Φάε νύφη μπομπότα. Καλό είναι και το κριθάριο.
Φάτε μάτια ψάρια κι η κοιλιά περίδρομο.
Φλόγα ψήνει το κρέας και τα κάρβουνα το ψάρι.
Χθες φάγαμε κουκιά και σήμερα κουκόζουμο.
Χωρίς αυγά, ομελέτα δεν γίνεται.
Ψάρια δεν έχουμε, φασόλια τρώμε.
Ψήσε αυγό, εφτά θα φάμε.
Ψωμί να μη λείψει και φούρνος να μη ραγίσει.
Χίλια καντάρια βούτυρο σε σκύλινο τομάρι.

Από το βιβλίο: «Αγροτικές Παροιμίες», των: Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Γενικά, Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.