Ήταν παραμονές της Επανάστασης του 1843. Οι προετοιμασίες για τη συνωμοσία γίνονταν μέρα με τη μέρα και καλύτερες. Υπουργός Παιδείας ήταν ο Ρίζος Νερουλός που κείνες τις μέρες τα έβαλε με τον αγωνιστή του μεγάλου Αγώνα επίσκοπο Βρεσθένης, επειδή έκαμε δηλώσεις ότι είναι αντικανονικά τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση χωρίς τη γνώμη της Εκκλησίας «περί δεκαδικής διαιρέσεως» των επισκοπών.
Ο λαός ήταν με το μέρος του Δεσπότη, φώναζε κατά της κυβέρνησης και έκανε διαδηλώσεις εναντίον της. Αυτές οι διαδηλώσεις θα γίνονταν το προζύμι για την επανάσταση της Γ Σεπτεμβρίου 1843.
Ο Ρίζος όμως δεν έκανε πίσω. Και μια μέρα λέει στον Βρεσθένης που είχε προβιβαστεί Σελλασίας.
-Δεσπότη μου, φοβούμαι μη σου αφαιρεθεί και η τρακοσάρα! (εννοούσε τη σύνταξη του που ήταν 300 δραχμές).
-Δε με μέλει! τ’ αποκρίθηκε ο Δεσπότης. Νομίζεις, βρε Φαναριώτη, πως θα πεθάνω της πείνας; Είσαι κουτός- κάθε αρχιμηνιά να φέρνω γύρα με την τέστα μου (αγιαστούρα) εκατό σπίτια, εκατό τάλλαρα θα βγάνω, όχι λιγώτερα- κανένα σπίτι δεν θα ρίχνει λιγώτερο από τάλλαρο!
-Σκέψου καλά, Δεσπότη μου, είπε κάποιος άλλος υπουργός που ήταν παρών, ο Γ. Ράλλης- πολλά κακά μπορεί να γεννήσει η επιμονή σου, και είσαι ο Βρεσθένης!
-Ίσα-ίσα γιατί είμαι ο Βρεσθένης, δε θ’αφήσω να διορθώσει τη θρησκεία μου ο Χίλλ. Εννοούσε τον Αμερικανό που ζούσε στην Ελλάδα και έκανε προτεσταντική προπαγάνδα.
Περνούσε ο καιρός και ο Βρεσθένης γέροντας κι ανήμπορος έφτασε στα τελευταία του. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, στενός του φίλος, θέλησε να τον ρωτήσει ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία.
-Έχεις καμιά παραγγελιά, Σεβασμιώτατε; τον ρώτησε. Για την κατάσταση σου τι έχεις να μου πεις. Εννοούσε τη διαθήκη του.
-Κατάσταση; είπε ο ετοιμοθάνατος. Να ο καναπές με την πολυθρόνα και οι πέντε καρέκλες. Αυτά είναι η κατάσταση μου. Τί να μοιράσω στους δικούς μου; Αν θέλει το έθνος ας λάβει φροντίδα. Εγώ τους αφίνω την ευχή μου… και την πατρίδα ελεύθερη κληρονομιά τους.
Έντεκα πεντάδραχμα και πέντε αργυρά κουτάλια βρέθηκαν όλα και όλα τα πολύτιμα σκεύη και κειμήλια την άλλη μέρα που πέθανε.
Ήταν 26 Απριλίου 1848.
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.
