Κυριακή μεσημέρι- βρίσκομαι σε περιοχή των Αθηνών με κατεύθυνση προς Πειραιά. Με σταματά¬ει μια πολύ εύσωμη κυρία, μπαίνει στο ταξί και μου λέει τον προορισμό της. Η κυρία είχε σταθεί στην αντίθετη πλευρά του δρόμου. Θύμωσα, μα δεν μίλησα-έκανα αναστροφή και συνέχισα. Όλως περιέργως, δεν είχα όρεξη για κουβέντα, γιατί πεινούσα πολύ. Ακούω ξαφνικά την κυρία να μου λέει:
-Εσένα κάτι κακό σε περιμένει!
Την κοιτάω από τον καθρέφτη, να δω μήπως μιλάει στο κινητό της. Δεν μιλούσε όμως.
-Σε μένα το είπατε αυτό; τη ρωτάω.
-Ναι, σε σένα.
-Α, μάλιστα! Και τι κακό με περιμένει; μάλλον, αφορά εμένα ή τα παιδιά μου; Γιατί, αν είναι για μένα, δεν με πειράζει… Αν όμως είναι για τα παιδιά μου, θα ήθελα να το γνωρίζω.
-Περίμενε μισό λεπτό να σου πω.
-Περιμένω.
Σε λίγο μου λέει με πολλή σοβαρότητα:
-Πρέπει να έχεις τρία παιδιά… Να προσέξεις, γιατί στο τρίτο σου κάτι θα συμβεί.
-Είστε μέντιουμ; Τη ρωτώ.
-Ναι! Και από τις καλές μάλιστα, όχι απ’ αυτές που κοροϊδεύουν.
-Α, ωραία! Λοιπόν, τι μπορούμε να κάνουμε, για να αποφύγουμε το κακό; Εσείς μπορείτε να με βοηθήσετε;
-Και βέβαια μπορώ, απαντά γεμάτη αυτοπεποίθηση.
-Και πόσα χρήματα θα χρειαστούν; στο περίπου, δη¬λαδή, για να δω αν έχω.
-Δεν πειράζει, κι αν δεν έχεις.
-Δηλαδή, θα μου κάνετε δουλειά τσάμπα;
-Τσάμπα όχι! Αλλά θα κάνουμε ένα μικρό δάνειο από την Τράπεζα, αν δεν έχετε.
-Και για τι ποσό μιλάμε;
-Γύρω στα 1.000 ευρώ.
Εδώ μου έρχεται η επιθυμία να την αρχίσω στα χα¬στούκια. Όμως συνεχίζω το δούλεμα και το λέω αυτό, γιατί δεν έχω παιδιά ούτε σύζυγο.
-Ε… Συμβαίνει και κάτι άλλο.
-Πες μου και εγώ θα σε βοηθήσω.
-Ο άνδρας μου γυρνάει συνέχεια με άλλες. Μπορού¬με να τον μαζέψουμε;
-Α! αυτό είναι πανεύκολο! Ειδικότητα μου οι μπερμπάντηδες, μου απαντά.
-Αχ, κυρία μου! Ο Θεός σάς έστειλε στο δρόμο μου;
Χαρά η κυρία! Έτριβε τα χέρια της που βρήκε άλλο ένα θύμα.
-Το ταξί είναι δικό σας; με ρωτάει ξαφνικά.
-Βέβαια, δικό μου είναι- από ακίνητη περιουσία έχω αρκετή, ρευστό δεν έχω, της απαντώ.
Σημειωτέον ότι είμαι οδηγός στο ταξί. Ούτε σπίτι δι¬κό μου έχω, ούτε αυτοκίνητο, ούτε τίποτε. Όλη μου η πε¬ριουσία είναι ο Θεός μου! δηλαδή, είμαι από τις γυναίκες τις πάρα πολύ πλούσιες της γης. Γιατί, όταν έχεις τον Θεό στη ζωή σου, έχεις τα πάντα. Η κυρία, παρ’ ότι είδε το ταξί γεμάτο εικόνες, δεν σεβάστηκε τον χώρο- αντιθέτως ήθελε να αυξήσει την πελατεία της και συνεχίζει:
-Μη σας νοιάζει… Ελάτε εσείς να σας λύσω τα προ¬βλήματα σας και την αμοιβή θα τη βρούμε.
Η κυρία μύρισε λαγό. Φθάσαμε στον προορισμό της, μου έδωσε την κάρτα της, και κατέβηκε χωρίς να με πλη¬ρώσει. Της λέω:
-Συγγνώμη… Δεν με πληρώσατε.
-Α, ναι! απαντάει, έκπληκτη δήθεν. Μάλλον περίμενε πως θα την πήγαινα τσάμπα, επει¬δή μου είπε όλα αυτά. Πίστεψε πως είχα πέσει στην παγίδα της. Αφού με πλήρωσε, της λέω:
-Πάρτε την κάρτα σας, δεν μου χρειάζεται!
Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια.
-Πέσατε έξω, κυρία μου, ούτε παιδιά έχω ούτε άν¬δρα ούτε περιουσία! Έγινε κόκκινη σαν παντζάρι.
-Χαίρετε, κυρία μου! της λέω ειρωνικά και φεύγω.
Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της Μακαριστής μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.