Νώντας ο λειψός.

%ce%a4%ce%bf%cf%80%ce%af%ce%bf-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%91%ce%b3%ce%af%ce%bf%cf%85-%ce%8c%cf%81%ce%bf%cf%85%cf%82

Κατά την Κατοχή, κάποιος λαϊκός Νώντας, αγνώστων λοιπών στοιχείων, που από το λέγειν του έδειχνε αρκετά σπουδασμένος, από τα λεγόμενά του όμως μάλλον λειψός, πήγε στην Ιερά Μονή Ιβήρων, φιλοξενήθηκε επ’ αρκετό, κούρασε τους πατέρες με τις αερολογίες του, και η Σύναξις αποφάσισε την, με εύσχημο τρόπο, απομάκρυνσή του. Τότε, εκείνος, ζήτησε να εγκατασταθεί στο στοιχειωμένο κελί, άνευ υποχρεώσεως μοναχικής δοκιμής ή άλλων δεσμεύσεων. Έκοβε, ως φαίνεται, το νιονιό του για το δύσκολο της καλογερικής.
Φοβούμενοι όμως οι Επίτροποι, μήπως εκεί αποτρελλαθή όλως δι’ όλου και το έχουν κρίμα στην ψυχή τους, τον προειδοποίησαν.
-Εμείς, σου επιτρέπουμε, αλλά έχουμε χρέος να σε πληροφορήσουμε, ότι θα δυσκολευτής πολύ, γιατί εκεί συμβαίνουν, εξ επηρείας των δαιμόνων πολλά παράξενα πράγματα.
-Ήδη τυγχάνω γνώστης των φημολογουμένων• πλην δυοίν θάτερον πρέπει να συμβαίνει• ή πρόκειται περί ψευδολογημάτων των αρεσκομένων εις τοιαύτα ή περί οφθαλμαπάτης.
Ένευσαν με σημασία οι Επίτροποι και του είπαν ότι είχε το ελεύθερο να πάει. Και ούτε άργησε πολύ να μαθευτή ότι ένας λειψός μένει στο στοιχειωμένο.
Του έδινε ο Δοχειάρης των Ιβήρων κατά διαστήματα κουμπάνιες, έπαιρνε και από τα άλλα κοντινά Μοναστήρια, και ο καιρός του μάλλον καλά περνούσε. Έμαθε πολύ
σύντομα ότι και οι κελλιώτες είναι φιλάνθρωποι και φιλόξενοι κατά δύναμιν και άρχισε να επισκέπτεται τα γειτονικά Κελλιά. Απολάμβαναν οι πατέρες κατά τις
γιορτές και αργίες των, τις ελληνικούρες και τις περί παντός επιστητού θεωρίες του, τον φίλευαν συμπαθέστατα ό,τι είχαν και όταν τους χαιρετούσε για να φύγει, του έδιδαν κηπουρικά, ψωμί και μαγειρεμένο φαγητό για το βράδυ.
Ένα πρωινό Κυριακής, μόλις είχε τελειώσει η θεία Λειτουργία στο Κελλί της Αγίας Άννης, και οι Πατέρες συγκεντρωμένοι, κατά την συνήθεια, στο αρχονταρίκι για το καθιερωμένο κέρασμα, συζητούσαν για τα προβλήματα και τα ενδιαφέροντά τους, προεξάρχοντος του Γέροντος Θεοδοσίου, όταν ένας των, βλέποντας από το παράθυρο προς τα έξω, έβγαλε επιφώνημα που έκαμε όλους να απορήσουν. Τους κάλεσε ευθύς να δούνε και αυτοί, οπότε όλοι βγήκαν και έτρεξαν στην αυλή. Πυκνοί καπνοί ανέβαιναν ψηλά πάνω από το στοιχειωμένο και φλόγες τεράστιες έβγαιναν από την πόρτα και τα παράθυρά του.
-Πάει, το έκαψε το Κελλί ο παλαβός! Δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε τίποτα, είπε ο παπάς. Χτυπήστε παρατεταμένα και δυνατά την καμπάνα να πάρουν είδηση και άλλοι, και ετοιμασθήτε να πάμε εκεί το συντομότερο.
Η σκέψις μήπως δεν πρόλαβε να βγη ο λειψός, και είναι εγκλωβισμένος σε κανένα δωμάτιο, έκανε τους νεώτερους να τρέχουν και όταν ακόμη έγινε ανηφορικό το μονοπάτι στην απέναντι πλαγιά. Και ξάφνου, να τος, μπροστά τους ο λεγάμενος. Δεν συγκρατήθηκε ο πρώτος που τον αντάμωσε και, καθώς τον είδε χαμογελαστό και ξένοιαστο, θύμωσε ακόμη πιο πολύ, και τον στόλισε δεόντως. Ο δε Νώντας, έλεγε και επέμενε ότι κανένα Κελλί δεν καίγεται. Οι Πατέρες τον προσπέρασαν και ανέβαιναν προς το Κελλί. Τους φώναξε ο Νώντας: «Ίδετε, Πατέρες, που ο καπνός και αι φλόγες;»
Σήκωσαν όλοι το βλέμμα προς το Κελλί, και πράγματι, ούτε φλόγες φαινόταν, ούτε ίχνος καπνού στον ουρανό και στον ορίζοντα υπήρχε! Έμειναν όλοι απορημένοι και αρκέστηκαν να επαναλαμβάνουν το: «Κύριε ελέησον» και να κάνουν τον Σταυρό τους.
(επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, Πόθος και Χάρις στον Άθωνα, έκδοσις Λαυριώτικου Κελλίου Αγίων Πάντων, Άγιον Όρος, 2000)

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Περί Αγίου Όρους.blogspot.gr 25 Σεπτεμβρίου 2016

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.