Σχετικά με το ψέμα – Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ.

Μιά φορά, πρόσφατα, σε βαγόνι, έτυχε ν’ ακούσω ολόκληρη πραγματεία για τον αθεϊσμό. Ο ομιλητής ήταν ένας κύριος από εκείνους τους κοσμικούς και τεχνοκρατικούς κύκλους, που κατά τα άλλα είχε τη σκυθρωπή, αλλά αρρωστημένη δίψα για ακροατές.

Άρχισε την ομιλία του από τα μοναστήρια. Δεν γνώριζε τίποτα σχετικά με τα μοναστήρια και αυτό φάνηκε από τις πρώτες κι όλας λέξεις: δεχόταν την ύπαρξη των μοναστηριών ως κάτι το αδιαίρετο από τα δόγματα της πίστης, φανταζόταν ότι τα μοναστήρια συντηρούνται από το κράτος και στοιχίζουν πολύ ακριβά στο δημόσιο ταμείο και, ξεχνώντας ότι οι μοναχοί είναι μία απολύτως ελεύθερη εταιρεία προσώπων, όπως και οποιαδήποτε άλλη, απαιτούσε στο όνομα του φιλελευθερισμού, την καταστροφή τους, σα να ήταν κάποιο τυραννικό καθεστώς. Ολοκλήρωσε την ομιλία του με επιχειρήματα του απόλυτου και απέραντου αθεϊσμού, στη βάση των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών. Φοβερά συχνά αναφερόταν στις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά, χωρίς να παραθέτει, άλλωστε, ούτε ένα επιχείρημα δανεισμένο από αυτές τις επιστήμες κατά τη διάρκεια ολόκληρης της διατριβής του. Μιλούσε παρόλα αυτά μόνος του, ενώ οι υπόλοιποι άκουγαν: «Θα διαπαιδαγωγήσω το γιο μου να είναι τίμιος άνθρωπος, αυτό είναι όλο κι όλο», συμπέρανε τελειώνοντας, έχοντας φανερά την πεποίθηση ότι τα αγαθά έργα, η ηθική και η τιμιότητα είναι κάτι το δεδομένο και το απόλυτο, που δεν εξαρτάται από τίποτα και το οποίο πάντα μπορεί κανείς να το βρει στην τσέπη του, όταν το έχει ανάγκη, χωρίς κόπους, αμφιβολίες και παρεξηγήσεις. Και αυτός ο κύριος είχε ασυνήθιστη επιτυχία. Μαζί του ήταν αξιωματικοί, γέροντες, κυρίες και μεγάλα παιδιά. Τον ευχαρίστησαν θερμά φεύγοντας για την μεγάλη ευχαρίστηση που τους έδωσε και μία κυρία μάλιστα, μητέρα μιας οικογένειας, ντυμένη στα μετάξια και πολύ όμορφη, γελώντας ευχάριστα, δυνατά, του ανακοίνωσε ότι τώρα πλέον είναι πεισμένη ότι στην ψυχή της υπάρχει «μόνο ατμός». Και αυτός ο κύριος έφυγε με ένα ασυνήθιστο συναίσθημα σεβασμού προς τον εαυτό του.

Αυτός λοιπόν ο σεβασμός είναι που με κάνει να χάνω τα μυαλά μου. Το ότι υπάρχουν βλάκες και φλύαροι, φυσικά δεν μπορεί να μας καταπλήσσει. Αυτός όμως ο κύριος είναι φανερό ότι δεν είναι βλάκας. Πιθανό να μην είναι ούτε και απατεώνας, ούτε και αχρείος. Μπορεί μάλιστα να είναι τίμιος άνθρωπος και καλός πατέρας. Αυτός απλά δεν κατανοούσε απολύτως τίποτα από όλα εκείνα που αποφάσισε να κρίνει. Δεν είναι δυνατό να μην του ήρθε στο μυαλό η σκέψη με τα από μία ώρα, ημέρα ή μήνα: «Φίλε μου, Ιβάν Βασίλιεβιτς (ή όπως αλλιώς τον έλεγαν), συζητούσες, αλλά δεν γνωρίζεις τίποτα για όλα αυτά που έλεγες. Βλέπεις, αυτό το γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα. Να, λοιπόν, που αναφερόσουν στις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά! Όμως γνωρίζεις καλύτερα απ’ όλους ότι τα φτωχά μαθηματικά που έμαθες στο δικό σου σχολείο, από καιρό τώρα τα έχεις ξεχάσει, άλλωστε ποτέ δεν τα κατείχες καλά, ενώ ποτέ σου δεν είχες καμιά σχέση με τις φυσικές επιστήμες. Πως τότε μιλούσες; Με ποιό δικαίωμα δίδασκες τους άλλους; Γιατί καταλαβαίνεις πολύ καλά ότι το μόνο που έκανες ήταν να ψεύδεσαι. Και δεν φτάνει αυτό, αλλά μέχρι σήμερα εξακολουθείς να είσαι υπερήφανος για τον εαυτό σου! Δε ντρέπεσαι καθόλου;».

Είμαι πεπεισμένος ότι θα μπορούσε να αναρωτηθεί, άσχετα με το ότι θα ήταν απασχολημένος με «υποθέσεις» και δεν θα είχε καθόλου χρόνο να αναζητά απαντήσεις σε αργόσχολες ερωτήσεις. Είμαι αναμφισβήτητα πεπεισμένος ότι αυτές οι σκέψεις, έστω και φευγαλέα, πέρασαν από το μυαλό του. Αυτός όμως δέν ντράπηκε, δέν φιλοτιμήθηκε! Αυτή η γνωστού είδους αναισχυντία του Ρώσου διανοουμένου είναι ένα σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, φαινόμενο. Και δε σημαίνει απολύτως τίποτα το γεγονός ότι αυτή βρίσκεται παντού και πάντα και ότι όλοι την έχουν συνηθίσει και βαρεθεί. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να παραμένει γεγονός αξιοθαύμαστο και αξιοπερίεργο. Μας μαρτυρεί για την αδιαφορία που κυριαρχεί απέναντι στην κρίση του ίδιου μας του εαυτού, ενώπιον της συνείδησής μας ή, πράγμα που είναι το ίδιο, μας μαρτυρεί για την ασυνήθιστη έλλειψη σεβασμού απέναντι στον εαυτό μας και μας οδηγεί στην απογοήτευση και την απώλεια κάθε ελπίδας ότι μπορεί να συμβεί κάτι το ανεξάρτητο και σωτήριο για το έθνος, ακόμη και στο μέλλον, από τέτοιους ανθρώπους και τέτοια κοινωνία. Το ακροατήριο, δηλαδή η επιφάνεια, το ευρωπαϊκό περίβλημα, ο νόμος που έχει δοθεί από την Ευρώπη «άπαξ δια παντός» − αυτό το ακροατήριο έχει καταλυτική επίδραση σε κάθε Ρώσο.

[Από «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα», Α μέρος (1873), εκδ. Αρμός, σε μετάφραση (από τα ρωσικά) Βασίλη Τριανταφυλλίδη]

(Πηγή ηλ. κειμένου: «Πειραϊκή Εκκλησία» Ιούνιος 2010)

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.