Το Μυστικό – π. Δημητρίου Μπόκου.

%ce%97-%ce%93%ce%ad%ce%bd%ce%bd%ce%b7%cf%83%ce%b9%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%9a%cf%85%cf%81%ce%af%ce%bf%cf%85-%ce%99%ce%b7%cf%83%ce%bf%cf%8d-1

Προτού ξημερώσει, νύχτα ακόμη, ξύπνησε, καθώς το συνήθιζε, ο γέρο-Φιλάγριος. Άλλαξε φυτίλι στο καντήλι που τρεμόσβηνε κι ανάβοντας δυό κεριά μπρος στις εικόνες, διάβασε τις εωθινές του προσευχές, το Μεσονυκτικό και τον Όρθρο.
Έφεγγε για τα καλά όταν τελείωσε. Τράβηξε το ξύλινο πορτόφυλλο που έκλεινε το άνοιγμα της σπηλιάς και βγήκε στον εξώστη, ένα φυσικό πλάτωμα του βράχου πάνω απ’ τον γκρεμό. Από χαμηλά ανέβαινε, μόνιμο τραγούδι στ’ αυτιά του, το βουητό του νερού, καθώς κυλούσε ορμητικά στο φαράγγι. Το καλοκαίρι μόνο ησύχαζε, γινόταν φλύαρο μουρμουρητό, μητρικό νανούρισμα στον ύπνο του.
Η ανατολή ρόδιζε στο βάθος κι ένα υπέροχο σύνολο απαλών χρωματισμών ξεχυνόταν τριγύρω. Τα μάτια του μαγεύτηκαν στη θέα της αυγής. Φωνές πουλιών, θροΐσματα φύλλων, γρυλίσματα αγριμιών, γέμιζαν ομορφιά την άγρια φύση. Πως τ’ αγαπούσε όλα αυτά! Φιλάγριος, βλέπεις!
Ανάπνευσε τον πρωινό αέρα κι ένα κύμα ευφορίας φούσκωσε την καρδιά του.
«Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου, Κύριε…»
«Αινείτε τον Κύριον εκ της γης… τα όρη και πάντες οι βουνοί, …τα θηρία και πάντα τα κτήνη, ερπετά και πετεινά πτερωτά…»
Δεν ήταν μόνο μια όμορφη φθινοπωριάτικη μέρα η σημερινή. Είχε κάτι ξεχωριστό και γι’ αυτόν.
Ξαναγύρισε στο βάθος της σπηλιάς, πήρε στα χέρια του ένα μακρύ ξεφλουδισμένο ξύλο και το ’φερε έξω. Το σήκωσε ψηλά και το κοίταξε στο φως. Ήταν γεμάτο χαρακιές. Κάθε χαρακιά κι ένας χρόνος. Πολλές χαρακιές, πολλά χρόνια!
Χαμογέλασε. Έβγαλε τον παλιό του σουγιά και τράβηξε μια χαρακιά ακόμα κάτω απ’ τις άλλες. Εκατό!
Σήμερα γινόταν εκατό χρονών! Χαμογέλασε πάλι.
– Ήρθε ο καιρός!… μουρμούρισε.
Ανασύροντας τις βαρειές κουρτίνες του χρόνου η μνήμη του έτρεξε πολύ πίσω. Τότε που, δεκάδες χρόνια πριν, αφήνοντας τον κόσμο, ξεκινούσε το μακρύ ταξίδι για το ασκηταριό του.
– Θα ξαναϊδωθούμε στα εκατό μας, αν ζούμε, είπε στη δίδυμη μοναδική αδελφή του, βλέποντας τα δάκρυα στα μάτια της, τάχα αστειευόμενος για να κρύψει και τη δική του συγκίνηση. Θα γιορτάσουμε μαζί τα εκατοστά μας Χριστούγεννα.
Εκείνη χαμογέλασε πικρά μες στα δάκρυά της και τον φίλησε για τελευταία φορά…
– Ήρθε ο καιρός, Μαργαρίτα! ξανάπε και τα μάτια του βούρκωσαν. Ποιός θα το πίστευε! Να ζεις άραγε;
Ετοιμάστηκε, πήρε το ραβδί του και ξεκίνησε. Περπάτησε μέρες πολλές. Άφησε πίσω του βουνά και κάμπους, διέσχισε ποτάμια και δάση, πέρασε πολιτείες και χωριά. Μα έβλεπε έναν κόσμο αγνώριστο. Τεράστια κτίρια, αυτοκίνητα, φώτα. Πρωτόγνωρα πράγματα γι’ αυτόν.
Σε μια πράσινη κοιλάδα, ανάμεσα σε δυό βουνά, μια μικρή πολιτεία σήμανε το τέρμα του ταξιδιού του. Εδώ ήταν η πατρίδα του. Αλλαγμένη κι αυτή εντελώς. Προχώρησε σιγά για ’κεί που κάποτε βρισκόταν το σπιτικό τους. Μια πολυκατοικία υψωνόταν τώρα στη θέση του. Οι άνθρωποι τον κοίταζαν με περιέργεια.
Ρώτησε για την αδελφή του. Είχε πεθάνει από χρόνια. Ζούσε όμως μια κόρη της με τον άντρα της και τα παιδιά τους. Του ’δειξαν το σπίτι της. Ο ερημίτης τράβηξε κατακεί.
Τον δέχτηκαν με χαρά, παρά την έκπληξη που δοκίμασαν στην απρόσμενη εμφάνισή του. Η ανεψιά του, μια μεσόκοπη καλοβαλμένη γυναίκα, βάλθηκε φιλότιμα να περιποιηθεί τον θείο της, που μόνο ακουστά τον είχε απ’ τη συχωρεμένη μάνα της. Του παραχώρησε ένα δικό του δωμάτιο για όσον καιρό θα ’μενε κοντά τους.
Απόμεναν δυό βδομάδες για τα Χριστούγεννα…
Από την άλλη κιόλας μέρα ο γέρο-Φιλάγριος βάλθηκε να ετοιμάζεται για τη μεγάλη γιορτή. Να τη γιορτάσει, όπως έπρεπε. Νήστευε, διάβαζε προσευχές, έκανε μετάνοιες, το κομποσχοίνι του έτρεχε ασταμάτητα.
Μα, έξω απ’ αυτόν, κανένας άλλος δεν έμοιαζε να περιμένει Χριστούγεννα. Κινούνταν όλοι διαφορετικά. Είχαν γυρίσει στα καθημερινά τους. Στη δουλειά οι γονείς, στις σπουδές τους τα παιδιά. Το μεσημέρι μαζεύονταν για φαγητό, αλλά καμμιά φορά συγκεντρώνονταν μόνο το βράδυ. Περνούσαν σχεδόν πλούσια. Είχαν τον τρόπο τους και τα βόλευαν.
Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Ο γέρο-Φιλάγριος το διαισθάνθηκε αμέσως, βλέποντας συνέχεια πρόσωπα κουρασμένα γύρω του. Σχεδόν τρόμαξε, όταν είδε και στα παιδιά ακόμα μάτια μαραμένα, ανέκφραστα. Χωρίς να σπιθίζει μέσα τους η φλόγα της ζωής.
– Πόσο θα πλήττεις μ’ όλα αυτά τα βαρετά που κάνεις, παππού! του είπε μια μέρα ο μικρότερος γιος της ανεψιάς του, αφού γι’ αρκετή ώρα τον παρατηρούσε να κυλάει το κομποσχοίνι του.
– Γιατί το λες αυτό, παιδί μου;
– Μα αυτό είναι το μόνο που κάνουμε όλοι εδώ πέρα, παππού. Βαριούμαστε! Και πιο πολύ εμείς τα παιδιά με το διάβασμα.
Αυτό ήταν! Όλα έσβηναν στη θαμπή ομίχλη της ρουτίνας.
Μια θανατερή μονοτονία έριχνε το καταθλιπτικό πέπλο πάνω τους. Κάθε μέρα τα ίδια πράγματα. Ίδιο πρόγραμμα, ίδια δουλειά, ίδιος ρυθμός. Ίδια, και όχι πάντα ευχάριστα, πρόσωπα. Η επανάληψη, απαράλλαχτα, του ίδιου καθημερινού μοτίβου κατάπινε αδηφάγα τη ζωντάνια τους. Πάνω σε αγέλαστα, συνοφρυωμένα πρόσωπα μια κάθετη γραμμή ανάμεσα στα μάτια χάραζε το μέτωπο στα δυό, αποτυπώνοντας την έκφραση του μόνιμα ανικανοποίητου ανθρώπου.
Και στην παραμικρή αφορμή όλοι ξεσπούσαν ασυγκράτητα. Κούραση, γκρίνια, εκνευρισμός!
Δεν περνούσε μέρα που να μην ακούσει ο γέρο-μοναχός τον βαριεστημένο αναστεναγμό της ανεψιάς του:
– Ουφ! Πως αντέχω ακόμα! Τίποτε ευχάριστο δεν έχει η ζωή μας. Καμμιά αλλαγή. Είναι τόσο άχαρη και μονότονη! Μια κόλαση!
Μια μέρα ο γέρο-Φιλάγριος δε βάσταξε.
– Γιατί το λες αυτό, κόρη μου; Έγινε κόλαση πια και θλιβερή μονοτονία η ασίγαστη λαχτάρα της καρδιάς να βλέπεις γύρω σου αυτούς που αγαπάς; Το ν’ αντικρύζουν κάθε πρωί τα μάτια σου τον κόσμο που σε συντροφεύει; Τον ουρανό, τον ήλιο, τα πουλιά; Πως γίνεται να ζεις σαν κόλαση τα δώρα του Θεού; Τι θα ’κανες, αν ο Θεός τ’ αποτραβούσε πίσω;
Τα δώρα του Θεού; Αυτά που απόκτησαν με το δικό τους μόχθο μια ολόκληρη ζωή;
Θυμήθηκε τα λόγια της μάνας της:
«Δεν είναι τίποτε δικό μας. Έχουμε μόνο όσα θέλει ο Θεός να έχουμε».
Έμεινε συλλογισμένη…
Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά, όταν, αποτελειώνοντας επιτέλους τις δουλειές της, έπεσε αποκαμωμένη να κοιμηθεί. Ο άντρας της είχε ξαπλώσει από νωρίς. Στο διπλανό δωμάτιο ακουγόταν ήσυχα η ανάσα των παιδιών. Μόνο στο δωμάτιο του θείου της άναβε ακόμα το φως.
– Καϋμένε θείε! μουρμούρισε. Πως αντέχεις έναν αιώνα τα ίδια πράγματα! Εγώ θα είχα τρελλαθεί.
Βυθίστηκε σ’ έναν ύπνο βαθύ…
Ξαφνικά το κουδούνισμα του τηλεφώνου έσκισε άγρια τη νυχτερινή ησυχία. Τινάχτηκε τρομαγμένη.
– Εμπρός! φώναξε με πνιγμένη φωνή.
– Ελάτε γρήγορα! Έγινε ατύχημα. Ο άντρας σας με τον γιο σας είναι στο νοσοκομείο!
– Ατύχημα; Πότε; Πως;
Η γραμμή έκλεισε πριν πάρει καμμιά απάντηση. Ντύθηκε αλαφιασμένη. Το σπίτι ήταν άνω-κάτω. Μα πότε έγιναν όλα αυτά; Έτρεξε στο αυτοκίνητο. Το κεφάλι της βούιζε, πήγαινε να σπάσει. Έτρεμε ολόκληρη, το τιμόνι χόρευε στα χέρια της.
Πάρκαρε με βιάση στην είσοδο του νοσοκομείου χτυπώντας με δύναμη το πίσω αυτοκίνητο. Ούτε που στάθηκε να δει. Όρμησε μέσα, αλλά παντού επικρατούσε πανδαιμόνιο. Τα ασθενοφόρα μπαινόβγαιναν στην αυλή τρελλαίνοντας με τις σειρήνες το μυαλό της, ενώ οι ψυχρές, γαλαζωπές λάμψεις τους έσκιζαν σαν στιλέτα την καρδιά της.
Έτρεχε στους αχανείς διαδρόμους, μα τα πόδια της ήταν μολύβι ασήκωτο. Άρρωστοι, τραυματίες, γεμάτα φορεία συνέθεταν το μακάβριο πλάνο. Πουθενά ο άντρας της και το παιδί της. Με την αγωνία της ν’ ανεβαίνει στο ζενίθ, βλέπει ξαφνικά δυό νοσοκόμους να σπρώχνουν, τρέχοντας σχεδόν, στο βάθος του διαδρόμου τα φορεία τους. Οι τραυματίες είχαν τα μάτια κλειστά, δεμένα τα κεφάλια τους με ματωμένες γάζες. Της φάνηκε πως ήταν οι δικοί της.
-Μια στιγμή! Περιμένετε! φώναξε μ’ όλη της τη δύναμη.
Μα οι νοσοκόμοι, σα να μην άκουσαν τίποτε, έσπρωξαν τα περιστρεφόμενα πορτόφυλλα του χειρουργείου και χάθηκαν πίσω τους. Εκείνα επέστρεψαν με φόρα φέρνοντάς της κατάμουτρα, σαν ειρωνεία, την φαρδειά επιγραφή τους:

Μα ποιός λογάριαζε τώρα τέτοια; Τα έσπρωξε κι αυτή με δύναμη και χύθηκε ορμητικά ξωπίσω τους. Δεν πρόλαβε να κάνει βήμα, όταν δυό ατσαλένιες τανάλιες την κράτησαν ακίνητη κι ένας πανύψηλος νοσοκόμος την πέταξε στις πλάκες του διαδρόμου. Σωριάστηκε χτυπώντας δυνατά στο δάπεδο το κούτελό της και, βγάζοντας μια δυνατή κραυγή,… ξύπνησε.
Ναι! Ήταν μόνο ένα όνειρο! Ένας φριχτός εφιάλτης!
Ανακαθισμένη στο κρεβάτι ανάσαινε βαριά με το πρόσωπο λουσμένο στον ιδρώτα. Τα παιδιά, ο άντρας της, όλοι είχαν μαζευτεί απ’ τις φωνές της γύρω της. Βλέποντάς τους να την τριγυρίζουν, ένα κύμα αγάπης ξεχείλισε απ’ την καρδιά της για όλους. Ο γέρο-Φιλάγριος ξεπρόβαλε από την πόρτα. Μόλις τον αντίκρυσε, ξέσπασε αυθόρμητα:
– Ω θείε! Τι κόλαση να μας πάρει πίσω ο Θεός τα δώρα του! Τι ευτυχία έχουμε και δεν το νοιώθουμε!
Χαμογέλασε ο γεράκος καλοκάγαθα.
– Υπάρχουν και χειρότερα, παιδί μου. Τα δώρα του είναι θαυμάσια και είναι σίγουρα φριχτή κόλαση να τα χάνεις. Μα είναι ασύγκριτα φριχτότερη η κόλαση να χάσεις Εκείνον που τα δίνει. Τα δώρα του, όσο υπέροχα κι αν είναι, δεν παύουν να ’ναι μικρό μόνο δείγμα της άρρητης ομορφιάς Εκείνου που τα χαρίζει.
Άκουγαν όλοι αμίλητοι, προσεχτικοί. Ο γέροντας συνέχισε:
– Νοιώθουμε ευτυχία με τα δώρα του; Ανείπωτη όμως ευτυχία θα ’τανε να έχουμε Αυτόν τον ίδιο! Θα ζούσαμε σαν σε παράδεισο! Ποιός θα ’νοιωθε ανία τότε; Ποιά πληκτική μονοτονία θα μπορούσε να εισβάλει στη ζωή του, ακόμα κι αν ζούσε εκατό χρόνια σε μια σπηλιά στην ερημιά;
– Αυτό είναι λοιπόν το μυστικό σου, παππού; ρώτησε κάποιος.
– Ναι, παιδί μου! Όταν αγαπάς, δεν νοιώθεις πλήξη. Ποτέ δεν σου είναι βαρετό να κάνεις κάτι για να δείξεις την αγάπη σου. Αντίθετα, το λαχταράς. Ψελλίσματα λαχτάρας είναι και οι προσευχές μου. Ερωτικό τραγούδι, τα λόγια της αγάπης μου για Εκείνον, που νύχτα-μέρα αναζητώ και λαχταρώ αδιάκοπα να συναντήσω. Πως να μπουχτίσω, όταν μ’ αυτά του εκφράζω την αγάπη μου; Η πλήξη συνοδεύει μόνο την ανέραστη ζωή!
Τη νύχτα των Χριστουγέννων οι καμπάνες γέμισαν τον αέρα της μικρής πόλης με ήχους γιορτινούς.
Εκείνα τα Χριστούγεννα γιόρτασαν όλοι χαρούμενοι. Είχαν ξαναβρεί ο ένας τον άλλον κι όλοι μαζί τον Θεό.
…Κι ο γέρο-Φιλάγριος είπε πως ήταν τα καλύτερά του Χριστούγεννα!…

Χριστούγεννα 2003

Από την εφημερίδα: «Α ν τ ι υ λ η».

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.