Οι απόγονοι των πρωτοπλάστων, ο κατακλυσμός, ο πύργος της Βαβέλ – Βασιλείου Ε. Πετρούνια.

Ο Αδάμ και η Εύα βρέθηκαν στην έρημη γη και άρχισαν να πλανιούνται. Η αμαρτία που είχαν κάμει ήταν μαζί τους.
Τα πρώτα δυο παιδιά που γέννησαν, ο Κάϊν και ο Άβελ πήραν κι αυτά την αμαρτία. Λοιπόν ο Κάϊν σκοτώνει μια μέρα τον Άβελ.
Τα χρόνια περνούσαν, οι απόγονοι των πρωτοπλάστων πλήθαιναν και μαζί τους ήταν πάντα η αμαρτία. Δεν έκαναν άλλο από κακουργήματα. Ο Θεός πολλές φορές τους λυπήθηκε και θέλησε να τους διορθώση, μα πάντοτε αυτοί ήταν οι ίδιοι.
Τότε ο Θεός αποφάσισε να τους καταστρέψη όλους και ν’αφήση μόνον έναν, που ήταν καλός, για να ξαναγίνη απ’ αυτόν καινούργια γενιά ανθρώπων. Αυτός λεγόταν Νώε.

Ο κατακλυσμός.

Ο Θεός παράγγειλε στον καλό Νώε να ετοιμάση ένα μεγάλο κιβώτιο σαν πλοίο, μια κιβωτό, και μέσα κει να μπη αυτός μ’ όλη του την οικογένεια. Του είπε ακόμη να παραλάβη μαζί του κι από ένα ζευγάρι απ’ όλα τα ζώα της γης.
Ο Νώε με μεγάλη προθυμία και υπακοή άρχισε αμέσως να κατασκευάζη την κιβωτό. Κι ενώ αυτός συμμορφωνόταν με την εντολή του Θεού, οι άλλοι άνθρωποι εξακολουθούσαν να μένουν αμετανόητοι και να κάνουν κακές πράξεις.
Τέλος, ο Νώε μπήκε στην κιβωτό, παίρνοντας μαζί και τροφές για όλα τα πλάσματα, που είχε μέσα. Κι ευθύς ο Θεός άνοιξε τους καταρράχτες του ουρανού κι άρχισε να βρέχη βροχή ραγδαία. Σαράντα μέρες έβρεχε αδιάκοπα. Το νερό σηκώθηκε πάνω στη γη κι έπνιξε ανθρώπους και ζώα και σκέπασε ως και τα ψηλότερα βουνά. Η κιβωτός όμως κολυμπούσε στην επιφάνεια, φέροντας τον καλό Νώε με την οικογένειά του.
Όταν σταμάτησε ο κατακλυσμός, η κιβωτός στάθηκε πάνω στην κορυφή του ψηλού βουνού Αραράτ, στην Αρμενία. Τώρα ο Νώε, θέλοντας να δη αν μαζεύτηκαν πια τα νερά και μπορούσε να βγη, απόλυσε έξω έναν κόρακα. Ο κόρακας δεν ξαναγύρισε. Έπειτα από λίγες ημέρες άφησε πάλι το περιστέρι κι αυτό γύρισε κατά το βράδυ κρατώντας στη μύτη του ένα φύλλο από ελιά. Τότε ο Νώε κατάλαβε πως τα νερά είχαν αποτραβηχτή ολωσδιόλου και τα δέντρα είχαν ξεσκεπαστή. Άνοιξε λοιπόν την κιβωτό και βγήκε με την οικογένειά του κι όλα τα πλάσματα, που είχε μαζί του.
Αμέσως έκαμε θυσία στο Θεό, ευχαριστώντας για τη σωτηρία του.

Ο πύργος Βαβέλ.

Ο Νώε έζησε πολλά χρόνια κι απόχτησε γιους κι εγγόνους. Οι απόγονοί του, σαν έγιναν πάρα πολλοί, δεν τους χωρούσε ο τόπος και χρειάστηκαν ν’ αραιώσουν.
Αποφάσισαν λοιπόν να χωριστούν και να πάνε σ’ άλλους τόπους. Πριν χωριστούν όμως, θέλησαν να χτίσουν έναν πύργο. Σκέφτηκαν μάλιστα να κάνουν τόσο ψηλό, που να φτάνη ως τον ουρανό. Φαντάστηκαν πως είχαν δύναμη όμοια με το Θεό. Πόσο αλαζονική η σκέψη τούτη! Μα μόλις ξεκίνησαν το χτίσιμο, ο καθένας ξέχασε τη γλώσσα του κι άρχισε να μιλά άλλη γλώσσα. Έτσι ήταν αδύνατο να συνεννοηθούν. Δεν μπόρεσαν να εξακολουθήσουν το έργο και σταμάτησαν. Και δίκαια τιμωρήθηκαν από το Θεό για την υπερηφάνειά τους.
Σκορπίστηκαν λοιπόν ύστερα όλοι στον κόσμο, μιλώντας τις διάφορες αυτές γλώσσες και έκαμαν χωριστά έθνη. Ο πύργος εκείνος λέγεται πύργος Βαβέλ. Βαβέλ σημαίνει «σύγχυση γλωσσών».

Από το βιβλίο του:
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ε. ΠΕΤΡΟΥΝΙΑ
ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Βιβλίο θρησκευτικών Γ’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων – Αθήναι 1976

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.