«Με μεγάλωσα μόνη μου» – Μακαριστής Πορφυρίας Μοναχής.

Έντεκα η ώρα το βράδυ με σταματάει ένα ζευγάρι. Αφού μπήκαν μέσα, εκείνη γελώντας μου είπε τον προορισμό, δεν της απάντησα όμως, ούτε και στην καλησπέρα τους, γιατί μιλούσα στο κινητό. Μόνο αφού το έκλεισα, τους καλησπέρισα και τους ζήτησα συγγνώμη.
Η κοπέλα ξεκίνησε να μου μιλάει γελώντας για την περιπέτεια που είχαν με το αυτοκίνητο τους, που χάλασε. Γελούσε τόσο έντονα, μέσα από την καρδιά της, που το γέλιο της με παρέσυρε να ξεκινήσω κι εγώ να γελάω αστα¬μάτητα.
-Συγγνώμη, πάντα έτσι μιλάς και γελάς;
-Ναι, απαντάει ο σύζυγος της, γελώντας και αυτός.
-Φαντάζομαι την ευτυχία των παιδιών σας! συνέχισα.
-Δεν έχουμε παιδιά, μου απαντάει η κοπέλα, που ήταν γύρω στα σαράντα. Και είναι επιλογή μας, συμπλή¬ρωσε.
-Γιατί, καρδιά μου, ένα τόσο χαρούμενο κορίτσι να μην κάνεις παιδιά; Φαίνεται πως η καρδιά σου είναι γεμά¬τη από αγάπη• γιατί δεν θέλεις να την προσφέρεις σε ένα παιδί; γιατί να μην ζήσεις, όπως θέλει ο Θεός;
-Ξέρεις από ορφάνια;
-Όχι, όμως μπορώ να την καταλάβω.
-Τη δική μου ορφάνια δεν μπορεί κανείς να την κα¬ταλάβει, γι’ αυτό αποφασίσαμε να μην κάνουμε παιδιά, για να μη περάσουν ό,τι πέρασα κι εγώ.
Βέβαια αυτό είναι μεγάλο λάθος• όμως συνέχισα:
-Πολύ θα ήθελα να μάθω την ιστορία σου.
Χαμογελώντας μου λέει:
-Σ’ αυτή τη ζωή δεν έχω κανέναν.
-Κανέναν;
-Ναι, κανέναν.
-Καλά, βρε κορίτσι μου, γονείς μπορεί να μην έχεις, συγγενείς θα έχεις όμως… Κάποιος θα υπάρχει, δεν μπορεί.
-Κι όμως, δεν υπάρχει κανείς. Μόνη μου με μεγάλωσα.
-Κουκλίτσα μου, το έψαξες;
-Το έψαξα. Με άφησαν σε κάποιο δρόμο, έξω από ένα σπίτι των Αθηνών μόλις γεννήθηκα. Μέχρι τα δυόμισι χρόνια μου δεν υπάρχω πουθενά, από εκεί και πέρα υπάρχω. Κάποια στοιχεία βρήκα μόνο, κι αυτά δεν ξέρω αν είναι αληθινά. Τα βρήκα κάπως μπερδεμένα, οπότε και δεν τα σκαλίζω.
-Καλά, βρε κορίτσι μου, μαμμά δεν είπες κάποια γυ¬ναίκα;
-Ναι, είπα- όμως μου είπε πως δεν είναι η μαμμά μου, αλλά η νονά μου. Αυτή η κυρία με βάφτισε και μου έδωσε το όνομα μου. Στα εννέα μου χρόνια με πήγαν στο ορφανοτροφείο. Στα δεκατέσσερα με υιοθέτησε μια άλλη οικογένεια, μεγάλοι άνθρωποι, όμως δεν τα πήγαμε καλά. Ήταν περίεργοι χαρακτήρες και εγώ αντιδραστική. Μου έβριζαν την μητέρα μου και αυτό πολύ με ενοχλούσε. Έτσι έφυγα και βρέθηκα δέκα πέντε ετών ξανά μόνη στους δρό¬μους. Από εκείνη την ημέρα πήρα τη ζωή μου στα χέρια μου. Με μεγάλωνα μόνη μου!
-Και πάλι θα σε ρωτήσω- γιατί δεν το έψαξες καλά; μπορεί να έβρισκες τα ίχνη της μητέρας σου.
-Άκου να σου πω πώς το σκέφτηκα: Αν το έψαχνα πολύ, μπορεί να έβρισκα μια άκρη. Όμως αν αυτή η γυναί¬κα με είχε κάνει εξώγαμο; Αν έχει τώρα οικογένεια και παιδιά, γιατί να της χαλάσω τη ζωή της; Για να με αφήσει, κάποιους σοβαρούς λόγους θα είχε. Οπότε, γιατί να το σκαλίσω και να φέρω συμφορά; Ας την έχει ο Θεός καλά. Όμως αλίμονο σε όποιον με ξαναπεί μπαστάρδι.
-Έχεις καταλάβει από πού αντλείς αυτήν την δύναμη ψυχής;
-Και βέβαια έχω καταλάβει, από τον Θεό μας. Πι¬στεύω πάρα πολύ. Εκείνος με μεγάλωσε και Τον ευχαρι¬στώ.
Ξαφνικά ακούω τον άνδρα της να λέει: -Εδώ καλά είστε…
-Τι, φτάσαμε; ρωτάω εγώ, που ούτε είχα καταλάβει πώς διανύσαμε τόσο δρόμο.
-Φτάσαμε! μου λέει γελώντας η κοπέλα.
-Τι κρίμα, θα ήθελα να ακούσω όλη την ιστορία μέ¬χρι τέλους.
-Μαζόχα είσαι; μου λέει ο άνδρας της• θέλεις να ακούς τις ιστορίες των άλλων, για να πικραίνεσαι;
-Μπορεί και να είμαι, πού ξέρεις! του λέω γελώντας.
Αφού με πλήρωσαν, κατέβηκαν. Κατέβηκα όμως κι εγώ, αγκάλιασα την κοπέλα, τη φίλησα και είπα στον άν¬δρα της να την προσέχει και να την αγαπά, γιατί αυτό το πλάσμα έχει μεγαλείο ψυχής.
-Δεν την αγαπώ απλά, μου απάντησε εκείνος με τρυ¬φερότητα. Είναι η ίδια μου η ζωή!

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της Μακαριστής μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Κατηγορίες: Γενικά, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.