01 Ιουνίου, Διήγησις ωφέλιμος γεωργού τινός, Μετρίου ονομαζομένου – Ι. Μ. Παρακλήτου Αττικής (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).

Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» στο 177-ο τεύχος (Μαϊου – Ιουνίου του 2019) του ηχητικού περιοδικού μας, Ορθόδοξη Πορεία.

01 Ιουνίου, Διήγησις ωφέλιμος γεωργού τινός, Μετρίου ονομαζομένου.mp3

Τη 1η του μηνός Ιουνίου
Διήγησις ωφέλιμος γεωργού τινός Μετρίου ονομαζομένου1

Στη Γαλατία2 της Ασιατικής Παφλαγονίας ζούσε κάποιος γεωργός που λεγόταν Μέτριος, και ήταν αρκετά ευκατάστατος. Αυτός λοιπόν, βλέποντας πως ο γείτονάς του είχε γιούς, που τους ευνούχισε3 για να τους στείλει στην Κωνσταντινούπολη και να τους κάνει αξιωματούχους του βασιλιά, ζήλεψε κι άρχισε να παρακαλεί το Θεό:
-Κύριε, αν είμαι άξιος, χάρισε και σε μένα έν’ αρσενικό παιδί, για να το έχω στήριγμα στα γηρατειά μου και να δοξάσω το όνομά Σου το άγιο.
Στο μεταξύ έφτασε η εποχή που γινόταν το ετήσιο πανηγύρι της Παφλαγονίας. Ο Μέτριος φόρτωσε τη βοϊδάμαξά του με διάφορα πράγματα και κίνησε για το πανηγύρι. Εκεί, αφού άλλα πούλησε και άλλα αντάλλαξε, πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Μετά από ώρα, θέλοντας να ξεκουράσει τα βόδια του, στάθηκε για λίγο σ’ ένα λιβάδι με τρεχούμενο νερό.
Καθώς όμως κοιτούσε καταγής, βλέπει ένα παλιό πουγγί. Το παίρνει και, χωρίς να το ανοίξει, το πετάει στ’ αμάξι. Μετά από λίγο σηκώθηκε και συνέχισε την πορεία του.
Σαν έφτασε στο σπίτι του, απόθεσε το πουγγί, έτσι καθώς ήταν σφραγισμένο, σε σίγουρο μέρος. Δε θέλησε ούτε το περιεχόμενό του να δει, ούτε να μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό!
Μα τί ήταν, αλήθεια, αυτός ο γεωργός; Απαθής; Άγιος; Άγγελος;…
Τον άλλο χρόνο, την ίδια εποχή, φορτώνει πάλι ο Μέτριος το αμάξι του, παίρνει μαζί του και το πουγγί, και ξεκινάει για το πανηγύρι. Αφού έκανε χωρίς χασομέρι τις συνηθισμένες αγοραπωλησίες του, μάζεψε ό,τι ήταν να πάρει για το σπίτι του κι έφυγε πρώτος από την αγορά.
Σταθμεύει και φέτος στο ίδιο λιβάδι. Λύνει τα βόδια και τ’ αφήνει να βοσκήσουν. Ο ίδιος κάθεται παράμερα και παρατηρεί διακριτικά τους διαβάτες.
Δεν αργεί να φανεί ένας άνθρωπος με ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τη θλίψη. Πλησιάζει, κάθεται κοντά στο Μέτριο κι αναστενάζει βαθιά.
-Ποιός είσαι, αδελφέ μου; Τον ρωτάει ο καλοκάγαθος γεωργός. Και για ποιό λόγο θλίβεσαι και στενάζεις;
Ο άλλος, από τη μεγάλη του οδύνη, δε μπορούσε να μιλήσει.
Ο Μέτριος τον ξαναρώτησε με στοργή. Τότε ο άγνωστος αποκρίθηκε:
-Και τί θα βγει, αδελφέ μου, αν σου πω τον πόνο μου;
-Πες τον εσύ, και πού ξέρεις; Μπορεί να σε παρηγορήσω, έστω και μ’ ένα λόγο.
Ο άλλος στέναξε πάλι βαθιά.
-Άκου τότε, είπε. Εγώ που με βλέπεις, αδελφέ, ήμουνα έμπορος τρανός. Πέρυσι λοιπόν, τέτοιον καιρό, πήρα χίλια φλουριά δικά μου, δανείστηκα κι άλλα ξένα, αγόρασα εμπορεύματα και ήρθα στο πανηγύρι. Αφού πούλησα τις πραμάτειες μου, έβαλα σ’ ένα πουγγί χίλια πεντακόσια φλουριά, το έδεσα σφιχτά με μεταξωτό κορδόνι, το σφράγισα κι έφυγα. Περνώντας όμως από τούτο το λιβάδι, όπου στάθηκα λίγο να ξεκουραστώ, το έχασα. Όσο κι αν έψαξα, δε μπόρεσα να το βρω. Λες κι άνοιξε η γη και το κατάπιε. Έτσι, κατάντησα σε μεγάλη φτώχεια… Κι εσένα όμως, αδελφέ μου, σε βλέπω φτωχό και κακοντυμένο. Σε τί μπορείς λοιπόν να με βοηθήσεις;
Ο Μέτριος πείστηκε ότι σ’ εκείνον ανήκε το πουγγί. Το πήρε αμέσως από τ’ αμάξι και του το έδειξε.
-Μήπως είναι τούτο το πουγγί που έχασες; Ρώτησε.
Ο έμπορος δεν πρόλαβε να πει ούτε λέξη. Αναγνωρίζοντας τη χαμένη περιουσία του, από την έκπληξη και τη χαρά έπεσε κάτω λιπόθυμος.
Ο Μέτριος έφερε νερό από την πηγή, του έβρεξε το πρόσωπο και τον συνέφερε.
-Πες μου, αδελφέ, ξαναρώτησε μειλίχια. Δικό σου είναι το πουγγί;
Ο έμπορος, με δάκρυα στα μάτια, έπεσε στα πόδια του γεωργού.
-Ναι, άγγελε του Θεού! Έλεγε μέσα στους λυγμούς του. Δικό μου είναι! Και, καθώς βλέπω, ούτε καν το άνοιξες. Είναι σφραγισμένο, όπως το είχα.
-Άνοιξέ το μπροστά μου, σε παρακαλώ, είπε ο Μέτριος. Κι αν έχει μέσα όσα φλουριά μου είπες, τότε πιστεύω πως σου ανήκει.
Το άνοιξαν και μέτρησαν τα νομίσματα. Ήταν πραγματικά χίλια πεντακόσια!
Ύστερα από αυτό ο έμπορος παρακάλεσε το Μέτριο να πάρει σα δώρο τα πεντακόσια. Εκείνος όμως ούτε να τ’ ακούσει δεν ήθελε.
Έπεσε στα πόδια του ο άλλος και τον ικέτευε να δεχτεί τουλάχιστον λίγα φλουριά. Μα ο αφιλάργυρος γεωργός ήταν αμετάπειστος.
Σηκώθηκαν λοιπόν κι οι δυο, προσευχήθηκαν στο Θεό, αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλο και τράβηξαν χαρούμενοι για τα σπίτια τους.
Την ίδια νύχτα ο Μέτριος είδε στον ύπνο του έναν ολόλαμπρο άγγελο.
-Ο Θεός, του είπε, για ν’ αμείψει την πράξη σου, σου χαρίζει παιδί αρσενικό, που θα γίνει όπως ποθείς. Θα πάει στην Κωνσταντινούπολη, θ’ αποκτήσει δόξα μεγάλη και θα φέρει πολλά καλά στη γενιά σου.
Ξύπνησε ο γεωργός και δόξασε το Θεό για το καλό άγγελμα.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και η γυναίκα του γέννησε αγόρι. Το όνομα που θα έπαιρνε στο άγιο βάπτισμα, το αποκάλυψε στο Μέτριο πάλι άγγελος Κυρίου.
-Κωνσταντίνος θα ονομαστεί το παιδί σου, του είπε.
Ο μικρός Κωνσταντίνος λοιπόν, αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα, οδηγήθηκε στη Βασιλεύουσα. Η πρόνοια του Θεού τον έφερε στα χέρια της βασίλισσας, που τον έβαλε κοντά στο βασιλιά Λέοντα, το Σοφό.4 Ο βασιλιάς πάλι τόσο πολύ τον συμπάθησε και τον τίμησε, που τον ανέβασε στα ανώτατα αξιώματα του κράτους, κάνοντάς τον πατρίκιο και παρακοιμώμενο.5 Από τη θέση αυτή, όπως είχε προαναγγείλει ο άγγελος στο Μέτριο, ο Κωνσταντίνος ευεργέτησε τους γονείς του και όλους τους συγγενείς του.
Αυτόν λοιπόν τον ευλογημένο και χαριτωμένο Μέτριο πρέπει να μιμούνται και οι σημερινοί χριστιανοί, για ν’ απολαύσουν και την ευτυχία του. Και σαν πέφτει στα χέρια τους χαμένο πράγμα, να μην το κρατούν, αν μάλιστα γνωρίζουν σε ποιον ανήκει. Αυτή η πράξη λογίζεται σαν κλοπή. Αντίθετα, να ψάχνουν για τον κύριο του πράγματος και, όταν τον βρίσκουν, να του το παραδίνουν, χωρίς να ζητούν ανταλλάγματα. Αυτό είναι το χρέος των χριστιανών, σύμφωνα με το 10ο κανόνα του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, που λέει: «Τους την εντολήν πληρούντας, εκτός πάσης αισχροκερδείας πληρούν δει, μήτε μήνυτρα, ή σώστρα, ή εύρετρα, ή ω ονόματι ταύτα καλούσιν, απαιτούντας».6
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η διήγηση δεν περιέχεται στο Μηναίο. Τη μεταφέρουμε διασκευασμένη από το Μεγάλο Συναξαριστή (βλ. Βίκτωρος Ματθαίου, Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. ΣΤ’ {Ιούνιος», Αθήναι 1950, σελ. 13-16).
2. Γαλατία (και Γαλλογραικία): Περιοχή της Μικράς Ασίας ανάμεσα στη Βιθυνία, τον Πόντο, την Καππαδοκία και τη Φρυγία, όπου από τον 3ο αι. π. Χ. είχε κατοικήσει τμήμα του λαού των Γαλατών. Σ’ αυτούς απευθύνει ο άγιος απόστολος Παύλος την ομώνυμη επιστολή του. Στους βυζαντινούς χρόνους αποτελούσε, μαζί με άλλα μικρασιατικά τμήματα, ιδιαίτερη επαρχία του κράτους («θέμα»).
3. Η συνήθεια του ευνουχισμού, απαράδεκτη βέβαια από κάθε άποψη, ήταν πολύ διαδεδομένη στους αρχαίους ασιατικούς λαούς, ιδιαίτερα τους πολυγαμικούς, όπου οι ευνούχοι υπηρετούσαν σαν φύλακες των γυναικωνιτών των μεγιστάνων (το φανερώνει και η ονομασία τους: ευνούχος = φρουρός της «ευνής», της κλίνης˙ δηλαδή θαλαμηπόλος). Στο Βυζάντιο η συνήθεια αυτή γνώρισε μεγάλη διάδοση, προφανώς από ανατολική επίδραση. Πολλοί ευνούχοι κατέλαβαν ανώτατα διοικητικά αξιώματα κι έγιναν πανίσχυροι σαν έμπιστοι συνεργάτες των εκάστοτε αυτοκρατόρων. Και τούτο επειδή συγκέντρωναν δυο σπουδαία πλεονεκτήματα: α) δεν είχαν απογόνους, ώστε για χάρη τους να ραδιουργούν, και β) ένας άγραφος άλλ’ απαράβατος νόμος τους εμπόδιζε ν’ ανέβουν στο θρόνο (βλ. Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, «Γαλαξίας», Αθήνα 1978, σελ. 104). Τον ευνουχισμό απαγόρεψαν με ρητές διατάξεις οι άγιοι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος ο Μέγας (306 -337) και Ιουστινιανός Α’ (527- 565), καθώς και η Εκκλησία με ορισμένους κανόνες (Αποστ. Καν. κα’, κβ’, κγ’, – Α’ Οικ. Συν. Καν. α’ – Α’ & Β’ Συν. Καν. η’). Ο ακούσιος ευνουχισμός, πάντως, αντιμετωπιζόταν με συγκατάβαση και δεν αποτελούσε κώλυμα για την ιερωσύνη. Κλασικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του μεγάλου ομολογητή πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α’ (715-729), που σε νεανική ηλικία είχε ευνουχιστεί βίαια με διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ’ του Πωγωνάτου (668- 685), επειδή είχε τολμήσει να διαμαρτυρηθεί για τον άδικο φόνο του πατέρα του, πατρίκιου Ιουστινιανού (+668).
4. Ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός (886-912) ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα (867-886), τον οποίο και διαδέχτηκε στο θρόνο. Είχε περιπετειώδη ιδιωτική ζωή και αντιμετώπισε προβλήματα με ποικιλώνυμους επιδρομείς. Από το δάσκαλό του πατριάρχη Φώτιο Α’ πήρε παιδεία επιμελημένη και πολύπλευρη, γι’ αυτό και οι σύγχρονοί του τον αποκάλεσαν «σοφό». Είναι ή θεωρείται συγγραφέας πολλών θεολογικών, φιλολογικών και νομικών έργων.
Επειδή ο Λέων έκανε τέσσερις γάμους, δε γνωρίζουμε ποια είναι η βασίλισσα που αναφέρεται στη διήγηση.
5. Ο παρακοιμώμενος ήταν αξιωματούχος (ευνούχος) της αυτοκρατορικής αυλής, που, όπως δηλώνει ο τίτλος του, κοιμόταν κοντά στο βασιλικό κοιτώνα (το sacrum cubicmlum). Η άμεση αυτή σχέση και επαφή του με το βασιλιά τον καθιστούσε κύριο βοηθό του στην άσκηση της εξουσίας. Γι’ αυτό και οι παρακοιμώμενοι γίνονταν πανίσχυροι. Κάποτε μάλιστα εκείνοι διοικούσαν ουσιαστικά το κράτος.
6. Βλ. Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τ. Δ’, Αθήνησιν 1854, σελ. 65. Η τελευταία παράγραφος αποτελεί προσθήκη του ανώνυμου μεταφραστή της διηγήσεως, που βρίσκεται στο Μέγα Συναξαριστή (ό.π., σελ. 16).

Από το βιβλίο: Διηγήσεις φοβερές και ωφέλιμες: Από τα Μηναία της Εκκλησίας μας – Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
01 Ιουνίου, Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς – Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
01 Ιουνίου, μνήμη του Οσίου Αγαπητού, του ιαματικού και αναργύρου, της Κιεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρας – Ιερά Μονή Παρακλήτου: Συναξάριον.

Κατηγορίες: Αρχεία ήχου και εικόνος (video), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Το ηχητικό περιοδικό μας - Ορθόδοξη Πορεία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.