Αποκαμωμενος και απογοητευμένος απ’ τον άδικο και αδιάκοπο κατατρεγμό του, ο βαριόμοιρος πολεμάρχης της Ρούμελης, αυτός που ποτέ δεν έσκυψε κεφάλι, ο ξακουστός Δυσσέας, ήταν γραφτό του, συντρίμμι πια σωστό, να παραδοθεί στα χέρια των προσωπικών του εχθρών, με τη βαριά κατηγορία του προδότη.
«Οι οπλαρχηγοί Γκούρας, Βάσος και Κριεζώτης», γράφει ο Κουτσονίκας, «εδέχθησαν φιλοφρόνως τον Οδυσσέα και δια να μην έχει υποψίαν τινα μήτι τον κακοποιήσουν, ωρκίστηκαν προς τούτο εις την μονήν των Λιβανάτων».
Και ο Κάρπος Παπαδόπουλος προσθέτει:
«Ο Γκούρας του υποσχέθη όλην την ασφάλειαν, ορκισθείς εις την πίοτιν του, εις την πατρίδα του, και εις το κεφάλι του». Και ο Μακρυγιάννης:
«…Πήγαινε εναντίον του δυστυχή Δυσσέα. Ακούγοντας ότι έρχεται ενα¬ντίον του ο δικός του ο Γκούρας, το παιδί του, που αυτός το δόξασε, μπιστεύτηκε και βγήκε και παραδόθη εις το παιδί του…».
Σκόρπισε όλο τ’ ασκέρι του ο Δυσσέας και απροστάτευτος πια στα χέρια των εχθρών του, το μόνο που γύρεψε ήταν να τον αφήσουν λεύτερο ν’ αποσυρθεί στη σπηλιά του, στη Μαύρη Τρούπα και κει να ησυχάσει κοντά στη φαμίλια του.
Ο Γκούρας το δέχτηκε, όχι γιατί ήθελε να προστατέψει τον παλιό του καπετάνιο, μα γιατί πίστευε πως ο αιχμάλωτος του είχε στη σπηλιά του ολάκερο βιος, αμύθητο θησαυρό, που αν τον εύρισκε θα τον έκανε δικό του. Και του επέτρεψε να πάει στη σπηλιά αλλά, με μεγάλη συνοδεία παληκαριών και αρχηγό τους τον έμπιστο του Παπακώστα.
Ο Γιωργαντάς, παλιός φίλος του Δυσσέα, υποψιάστηκε τις προθέσεις του Γκούρα και τον συμβούλεψε, μια και είχε καλό και γρήγορο άλογο στο δρόμο που θα πήγαιναν, να βρει τρόπο να το σκάσει. Και βρέθηκε ο τρόπος, γιατί στον κάμπο του Δαδιού τα σκυλιά ξετρύπωσαν μια αλεπού. Μανιακός κυνηγός καθώς ήταν ο Δυσσέας, παίρνει ξωπίσω το ζουλάπι και το σκοτώνει. Είχε απομακρυνθεί, όμως, απ’ τη φρουρά που τον συνόδευε ως δυο ώρες μακριά και αν ήθελε να φύγει το κατάφερνε με ευκολία. Όμως είχε πάρει την απόφαση να υποταχθεί στη θέληση της κυβέρνησης. Και γύρισε κι έσμιξε με το απόσπασμα του Παπακώστα.
Διαψεύτηκαν όμως οι υποψίες του Γκούρα και του Παπακώστα γιατί στη Μαύρη Τρούπα δε βρέθηκε ούτε ένα τρύπιο φλουρί. Είχε ξεπαραδιαστεί τον τελευταίο καιρό ο Δυσσέας και δεν είχε να πληρώσει ούτε τους μιστούς των στρατιωτών του. Γι’ αυτό και πολλοί τον εγκατέλειψαν.
Απελπισμένος πια ο Παπακώστας και ύστερα από εντολή του Γκούρα, παίρνει με τη φρουρά του το Δυσσέα και τον μεταφέρει στο μοναστήρι του Δομπού, τον Όσιο Σεραφείμ, στον Ελικώνα. Ήταν απ’ τα πιο ξεμοναχιασμένα μέρη της Βοιωτίας.
Η συνοδεία θα περνούσε από τη Λάκκα, κάτω απ’ το μοναστήρι του Όσιου Λουκά. Εκεί μαζεύτηκαν οι καλόγεροι, σαν έμαθαν πως θα περνούσε από κει η συνοδεία, όχι για να του πουν δυό λόγια παρηγοριάς, μα για να τον υβρίσουν και να τον ξευτελίσουν. Και όταν πλησίασε άρχισαν να τον πετροβολούν και να τον φωνάζουν: «Προδότη» και «τουρκοδυσσέα». Δε κρατήθηκε ο Δυσσέας. Άναψε απ’ το θυμό του και ρίχτηκε πάνω τους με τ’ άλογο του λέγοντας τους νευρικά:
«Άιντε ορέ σαπιοκοιλιές, σαν ξανάρθω θα τα πούμε».
Αντίθετα του φέρθηκαν καλωσυνάτα οι καλόγεροι του Δομπού. Αλλά στο Δομπό δεν τον έβλεπε και τόσο ασφαλισμένο ο Γκούρας. Ύστερα γύριζαν απ’ το Μοριά στη Ρούμελη τα ρουμελιώτικα στρατεύματα και οι καπεταναίοι τους Κώστας Μπότσαρης, Τζαβέλας και ξέχωρα ο Καραϊσκάκης, παλιοί φίλοι του Δυσ¬σέα. Έμαθαν τα καμώματα του Γκούρα και τον φοβέριζαν. Ο Καραϊσκάκης μάλιστα έλεγε και ξανάλεγε:
-«Ο παλιόβλαχος ο Γκούρας να κρατάει το λιοντάρι της Ρούμελης! Ας
φτάσω εκεί και βλέπουμε…»
Έμαθε τις φοβέρες του Καραϊσκάκη ο Γκούρας και παραγγέλνει στους δεσμότες του Δυσσέα να τον μεταφέρουν με μεγάλη ασφάλεια αλυσσόδετο στην Αθήνα και να τον κλείσουν στο κάστρο. Τον πήγαν και τον φυλάκισαν στον πύργο που ήταν δεξιά μπαίνοντας στα Προπύλαια και τον έλεγαν πύργο του Γουλά. Σ’ αυτόν έκλειναν τους κατάδικους απ’ την αρχαία εποχή. Εκεί τον έριξαν, δένοντας τα χέρια και τα πόδια του με χοντρές αλυσσίδες και κρεμώντας απ’ αυτές βαριές σιδερένιες μπάλες. Εκεί ζούσε ψειριασμένος και νηστικός, λεριασμένος, κουρελιασμένος, ντυμένος μ’ ένα κοντοκάπι. Και ο Γουλάς έπαιρνε τη νύχτα την όψη του τάφου. Ένας τάφος που έκλεινε μέσα του έναν ήρωα ζωντανό. Και όμως κανένα παράπονο δεν ξέφευγε από το στόμα του. Μήτε χάρη αποζητούσε από κανέναν. Μόνο περίμενε- και περίμενε τη δικαίωση του. Αλλά η κυβέρνηση δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Ήθελε με άλλον τρόπο να τον ξεφορτωθεί.
Ο Γκούρας όσο περνούν οι μέρες ανησυχεί και περισσότερο. Φοβάται την επέμβαση του Καραϊσκάκη. Και στέλνει τον Τριαντάφυλλου στ’ Ανάπλι να πάρει τη συγκατάθεση της κυβέρνησης για το φόνο του έγκλειστου. Δε βρίσκει όμως εκεί σύμφωνες τις κεφαλές της Διοίκησης και γυρίζει άπραγος. Συναντά τον Γκούρα έξω απ’ την Αράχωβα, στη Μπάνια. Και κει φαίνεται αποφασίστηκε το μεγάλο έγκλημα.
Ύστερα από κείνη τη συνάντηση ο Γκούρας γράφει γράμμα στο Μαμούρη που ήταν αντιφρούραρχοςτης Αθήνας. Θέλησε να το σφραγίσει με βουλοκέρι και επειδή φυσούσε αέρας και τον εμπόδιζε, το έδωσε στο Γιωργαντά να το βουλώ¬σει σ’ ένα απάγκειο μέρος. Ο Γιωργαντάς μπήκε μέσα σ’ ένα ξωκκλήσι που ήταν εκεί κοντά και στα κλεφτά διαβάζει στο γράμμα στο Μαμούρη: «να φροντίση να πώληση το λάδι, διότι αν μείνη απούλητον η τιμή θα ελαττωθή μεγάλως και θα χαθή». Να ξεμπερδέψει δηλαδή τον κρατούμενο. Δίνει το γράμμα ο Γκούρας σ’ έναν έμπιστο του, το Ζαγκανά και με άλλα παληκάρια του το φέρνουν στο Μαμούρη, στην Αθήνα. Και την αφέγγαρη νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα της 5 Ιουνίου 1825, ξημερώνοντας Παρασκευή, συντελείται στην Ακρόπολη η μεγάλη τραγωδία. Ο Μαμούρης, ο Παπακώστας κι ο Τριανταφυλλίνας μπαίνουν στον πύργο του Γουλά και δολοφονούν το Δυσσέα. Και την άλλη μέρα το πρωί ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Σα να μην έγινε τίποτα το σπουδαίο. Μόνο η «Εφημερίδα των Αθηνών» κάτω – κάτω στην τελευταία της σελίδα έγραφε:
«Σήμερον ετελείωσε τον δρόμον της ζωής του ο Οδυσσεύς Ανδρίτσου».
Τίποτε άλλο. Και σε τέσσερις μέρες η ίδια εφημερίδα για να θολώσει τα νερά και να μην ανακαλυφτεί τίποτα με τον τρόπο που χάθηκε ο Δυσσέας, έγραφε:
«Η σημερινή αυγή μας εξημέρωσε και τον θάνατον του περιβόητου εις την ιστορίαν Οδυσσέως Ανδρίτσου, ο οποίος ηκολούθησε τρόπω τοιώδε: Αυτός είχε προβλέψει με την φυσική του πανουργία δύο τριχιαίς, οι οποίες φαίνεται ότι ήτον από τα γαϊδούρια οπού ανέβαιναν εις το κάστρον κατά κακήν του τύχην και αδύναταις.
«Περί τας 5 ώρας της νυκτός της 4 Ιουνίου, ενώ οι δύο στρατιώται, οπού τον εφύλαττον, ήσαν εις το πρωτοΰπνι, κρεμιέται με την μίαν από τα υψηλά του πύργου – Γουλέ – έχοντας χωσμένην και την άλλην εις την μέσην του, δια να χρησιμεύση ακολούθως να κατεβή και από τα τείχη του κάστρου και να φυγή, όπως αυτός ήξερε.
«Αλλ’ η θεία δίκη, προλαμβάνουσα, φαίνεται, τους ολέθριους σκοπούς του ανθρώπου τούτου δια την πατρίδα, ωκονόμησε προτού να φθάση ακόμη εις τα μέσα του πύργου καταβαίνοντας και σπα η τριχιά εκείνη, και πίπτει ο άθλιος επάνω εις το λιθόστρωτονέδαφος τηςΑπτέρου Νίκης, θύμα ελεεινόν της κακοβουλίας και πανουργίας…».
Και πιστεύοντας οι δολοφόνοι πως θα θάψουν ακόμα πιο βαθιά την αλήθεια πλήρωσαν κάποιον Ιταλό γιατρό, Βιτάλη τον έλεγαν και έβγαλε ιατροδικαστική έκθεση εξετάζοντας το πτώμα του Δυσσέα. Έλεγε:
«…είδα το πτώμα του Οδυσσέως Ανδρούτσου και εξετάσας αυτό γυμνόν από κεφαλής μέχρι ποδών, παρετήρησα εις την εξωτερικήν επιφάνειαν πλατύ τραύμα κατά τον δεξιόν κρόταφον και επιπλεγμένον κάταγμα του αυτού κροταφικού οστού. Ακόμη δε μελανόν τραύμα μετά ρήξεως και εκχυμώσεως του δέρματος εις το πρόσθιονμέρος του μετωπικού οστού. Το δεξιόν βραχιόνιον οστούν συντετριμμένον και αι δεξιοί νόθοι πλευραί τεθραυσμέναι… Το ύψος του πύργου από το οποίον κατακρεμνήσθη ο Οδυσσέας, είναι 108 ποδών. Τα δε θραύσματα του κροταφικού οστού, επί του οποίου το κάταγμα, προσβαλόντα τον εγκέφαλον, επέφεραν αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις κακούργον προδότην της πατρίδος».
Διαπιστώνεται βλέπετε όχι μόνο πως προήλθε ο θάνατος, αλλά και πως ήταν και προδότης.
Κανένας όμως ιστορικός ή χρονογράφος δεν πίστεψε στο μύθο της από¬δρασης του Ανδρούτσου. Και αυτοί ακόμα οι εχθροί του παραδέχονται πως δολοφονήθηκε. Ο εχθρός του Σπ. Τρικούπης γράφει:
«…Την νύκτα της 4 Ιουνίου επνίγη και ερρίφθη νεκρός άνωθεν του πύργου- ευρέθη δε το πτώμα του την επιούσαν επί του λιθόστρωτου εδάφους της Απτέρου Νίκης. Αλλ’ εχρειάζετο η μιαιφονία να περικαλυφθή, διο παραμορφώσαντες οι ένοχοι την αλήθειαν διέδωκαν ότι εκόπη το σχοινίον, δι’ ου εδέθη αυθόρμητος ο Οδυσσεύς, επί σκοπώ να δραπέτευση, κοιμωμένων των φυλασσόντων αυτόν, και ότι πεσών κατά γης απέθανεν…»
Και ο επίσης φανατικός εχθρός του Δυσσέα, Σουρμελής, γράφει:
«Δια διαταγής της Διοικήσεως, εκδιδομένης κατ’ αίτησιν του Γκούρα, θανατώνεται, αποπνιγείς κατά μέσην νύκτα και από τον πύργον καταρ¬ρίπτεται κατά γης… Ο δε θάνατος ούτος επλάσθη άλλως πως δια τας τότε περιστάσεις…».
Ευτυχώς, όμως, που βρέθηκε και αυτόπτης μάρτυρας της βδελυρής εκεί¬νης δολοφονίας και ξέρουμε ολάκερη την αλήθεια. Είναι ο αργότερα ταγματάρ¬χης της Φάλαγγας και σκοπός εκείνη τη νύχτα στον πύργο του Γουλά Κωνσταντί¬νος Καλαντζής. Η δραματική αφήγηση των γεγονότων δημοσιεύτηκε στην εφημε¬ρίδα «Καιροί» στις 25 Δεκεμβρίου 1898. Έχει ως εξής:
«…Την νύχτα εκείνην όπου εχάθη (ο Δυσσέας), εγώ ήμουν σκοπός εις την πόρτα της Κούλιας, η οποία ήτο κλειδωμένη. Ήτο νύχτα πολύ σκοτεινή, δεν έβλεπες το δάχτυλο σου, έπεφτε ψιλή βροχή και ήμουν τυλιγμένος με την κάπαν μου- ήσαν περασμένα τα μεσάνυχτα όταν βλέπω τεσσάρας άνδρας να έρχωνται προς την φυλακήν.
«Ο ένας κρατούσε φανάρι, ήσαν δε αρματωμένοι καλά- ένας άλλος εστάθη ολίγον μακράν και δεν τονείδον καλά ποίος ήτο αλλ’ ως εννόησα ήτο ο επί κεφαλής των ήτο η έφοδος προς επιθεώρησιν της φυλακής-ήσαν γνωστοί μου, ο Τριανταφυλλίνας, ο Τζαμάρας και ο Μαμούρης και ένας στρατιώτης Σουλιώτης, του οποίου δεν ενθυμούμαι το όνομα τώρα.
«Άμα επλησίασαν αμέσως έγινεν «αλλαγή» και αντ’ εμού έθεσαν σκοπόν τον στρατιώτην εκείνον, εγώ δε διετάχθην αμέσως να υπάγω να κοιμηθώ. Αμέσως απεμακρύνθην εις το σκότος. Αλλ’ υποπτευθείς απαίσια δια τον στρατηγόν κρυφά κατεσκόπευον τας κινήσεις των, πλησιάσας ικανώς απαρατήρητος ως εκ του ψηλαφητού σκότους- ήκουσα τον κρότον των κλείθρων της φυλακής. Την ήνοιξαν και εισήλθον εις τον Πύργον οι τρεις, ο δε σκοπός έστεκεν εις την μισοανοικτήν πόρταν της φυλακής. Άμα εισήλθον αυτοί μέσο, ηκούσθη ο κρότος των αλυσίδων των δεσμών του στρατηγού, όστις βεβαίως με την απροσδόκητον ταύτην επίσκεψιν θα εσηκώθη. Τον άκουσα να λέγη προς αυτούς: «Ωρέ, ξέρω καλά ποιος σας έστειλε και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δε μ’ λύνετε τόναμου χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πως με λένε. Αυταίς εδώ τις σαπιοκοιλιαίς δεν τις συνερίζομαι, μα συ, μωρέ Γιάννη, γιατί;»
«Εις ταύτα αμέσως, ως ενόησα εκ της ταραχής η οποία ηκολούθησεν, επετέθησαν κατά του δέσμιου. Ήκουσα το βόγγημα, τους αναστεναγ¬μούς και το μούγγρισμα του λεονταριού εκείνου και η καρδιά μου εραγίζετο. Και μετά ταύτα σιωπή τελεία.
«Μετ’ ολίγον είδον τους τεσσάρας να βαδίζωσιν προς το τείχος της Ακροπόλεως, το βλέπον προς το μέρος του Μακρυγιάννη με το φανάρι.
Εκεί ηκούετο κτύπος όμοιος μ’ εκείνον που γίνεται όταν εμπήγουν στύλον εις την γην.
«Κατόπιν τους είδον πάλιν να γυρίζουν εις την Κούλιαν, αφ’ όπου επήραν βαρύ το πράγμα και το επήγαν μαζί μετά δυσκολίας εις το μέρος όπου ήκουον τον κρότον. Εκεί κάτι έκαμνον ανακατευόμενοι και μετ’ ολίγον πάλιν ήκουσα κτύπον πέτρας η οποία κτυπά επί άλλης πέτρας. Αμέσως δε μετά τούτο εκείνοι μεν έγιναν άφαντοι, εγώ δε σιγά επήγα εις το κατάλυμα μου.
«Το πρωί άμα εσηκώθην έμαθον ότι είχε διαδοθή πανταχού, ότι ο Οδυσσέας δραπετεύσας την νύχτα και θελήσας δια σχοινιού δεδεμένου να κατεβή από το τείχος της Ακροπόλεως, κοπέντος του σχοινιού, κατέπεσεν από του ύψους και εφονεύθη.
«Όπως όλος ο κόσμος επήγα και εγώ και είδα τα εξής: Εις το μέρος όπου ήκουον τους κτύπους ήτο μπηγμένο μεγάλο παλούκι, δεμένο δε εις αυτό ακόμη τεμάχιον τριχιάς της οποίας η άκρη εφαίνετο ξασμένη. Όταν δε επήγα κάτω είδον το πτώμα του ατυχούς στρατηγού, φέρον εις την μέσην δεμένον απ’ έξω απ’ το κοντοκάπι του, ένα μακρύ κομμάτι τριχιάς. Το στόμα του ήταν καταματωμένον το επάνω και το κάτω χείλος του ήταν κομμένα σαν δακτυλίδι στρογγυλά, σαν να τα χτύπησε κανείς και τα έκοψε με το στόμα τουφεκιού ή πιστόλας..
«Ο λαιμός του είχε μαυρίλαις και σημάδια από νύχια, εστάλη ένας άλλος ιατρός να κάμη νεκροψίαν και έκθεσιν περί του θανάτου του- έμαθα δε ότι επειδή επιστοποίησεν ότι ο θάνατος προήλθεν εκ βίας, διότι τα σημεία αυτής ήσαν φανερά, έσχισαν την έκθεσιν αυτού και έκαμαν άλλην δια της οποίας εβεβαιούντο ότι του στρατηγού ο θάνατος προήλθεν εκ πτώσεως αυτού από μέρους υψηλού. Μετά ταύτα έγινεν η κηδεία του πολύ καταφρονεμένη και χειρότερη και του τελευταίου καταδίκου…».
Δεν αντέχω στον πειρασμό να μη μεταφέρω εδώ τη γλαφυρή περιγραφή του Μιχάλη Περάνθη απ’ το έργο του «ο Δαίμονας» που με δύναμη ακαταμάχητη ζωντανεύει τις συνθήκες που έγινε το φοβερό έγκλημα κείνη τη νύχτα στην Ακρόπολη. Γράφει, στηριγμένος κι αυτός στη μαρτυρία του Κ. Καλαντζή:
«Ψιλόβρεχε, σαν κίνησαν οι πέντε να μπουν στο Γουλά. Ογρά τα βράχια κι οι πλάκες, και το φύσημα σέρνονταν παγωμένο και το σκοτάδι κατακάθονταν πήχτρα. Κουκουλωμένοι όλοι με τις καπότες τους, να μη φαίνονται από κάτω τ’ άρματα κι οι τριχιές και τα φονικά σύνεργα. Στον Γουλά απ’έξω, ο νυχτοφύλακας έστεκε ακουμπισμένος πλαϊνή μεριά του Γουλά, ότι κατακεί απάγκιαζε λίγο. Και από κει διάκρινε που έρχονταν κουστωδία, κι αμίλητοι, και σιγά – σιγά, με τα λαδοφάναρα. Οπού ν’ αλλάξουν τις βάρδιες, νωρίς του φάνηκε. Και τόσοι πολλοί, αυτό δε ματάγινε. Κι άμα στάθηκαν μπροστά του κι ο Μαμούρης του πρόσταξε απού να φύγη, γιατί θάβανε άλλον στο πόστο του, ο νους του στάθηκε στο κακό, με το νάναι Δυσσέας κλεισμένος μες στον Γουλά. Είδε τον Μπαλαουλα να στέκει στο πόδι του, κρατώντας ακόμα το λαδοφάναρο – άλλο ασυνήθιστο ετούτο. Αλλά στόμα δεν άνοιξε. Και πως κάτι ετοίμαζαντόχε για σίγουρο. Και φεύγοντας στο τσαρδίτου για ύπνο, δεν έφυγε. Παρά πισωγύρισε αγάλια αγάλια νυχοπατώντας κι έσκυψε στις πεσμένες κολώνες και τον κατάπιε η νύχτα, να μη φαίνεται, αλλά τ’ αυτιά του ανοιχτά, ό,τι δει, ό,τι ακούσει…
Τούτοι οι πέντε χάσαν ως μια ώρα και περίπου στα κρυφά έργα τους… Αμα βγήκαν, νύχτα ακόμα. Ίδια η πήχτρα. Ψιλόβρεχε ασίγαστα και το φύσημα σέρνουνταν παγωμένο… Βγήκαν όλοι μαζί. Και χύμηξαν κατά το κουφάρι, με το λαδοφάναρο από πάνω τους, να το δούνε πεσμένο πως ήταν κι αν έμοιαζε το πέσιμο νάναι από την τριχιά. Πήγαν κι οι δύο της βάρδιας, οι καινούργιοι, μιλημένοι απ’ τα ψες, όπου αυτοί θάστεκαν ως να ξημερώσει κι αυτά τάχα θάκουγαν πρώτοι και θάβλεπαν, και θα ξύπναγαν το Μαμούρη, αυτό κι αυτό καπετάνιο…
-Και μην ξαστοχήσετε ορές! Ότι μαζί με το βρόντο ακούστηκαν οπού να μουγκρίζη. Ότι ήταν ζωντανός άμα δέθηκε να το σκάση. Και κόπηκε το σκοινί κι έπεσε. Έτσι, και στο κονάκι μου θάρθης εσύ, Μήτρο Λιόση…
Φύγαν αυτοί, κι ύστερα κατάκατσε ησυχία βαθιά, και μείναν σκιαγμένες η ψιχάλα κι η νύχτα να τον κλαιν γερτές από πάνω τους…».
Την ίδια μέρα – Παρασκευή – στις εννιά το πρωί έγινε η κηδεία του μεγάλου νεκρού. Ευτυχώς που οι αρχές έδωσαν την άδεια να τον ψάλουν παπάδες. Φτωχά, σύντομα και καταφρονεμένα τον έθαψαν στην εκκλησιά της Μεταμόρφω¬σης του Σωτήρα στο Ριζόκαστρο. Κλάματα και μοιρολόγια δεν ακούστηκαν στο ξόδι του, ούτε βρέθηκε κανένας να τον νεκροστολίσει. Η χαροκαμένη μάνα του και η βαριόμοιρη γυναίκα του βρίσκονταν μακριά στη Σπηλιά. Όταν θα μάθουν το θλιβερό μαντάτο θ’ αναστενάξουν τα βουνά απ’ τα κλάματα και μοιρολόγια τους. Το βεβαιώνει η λαϊκή μούσα:
«Ποιος θε ν’ ακούσει κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια,
διαβήτ’ απ’ τη Λειβαδιά και σύρτε στη Βελίτσα.
Κι’ εκεί ν’ ακούσετε κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια
ν’ ακούσετε την Ανδρούτσαινα, τη μάνα του Δυσσέα,
πως σκούζει, πως μοιρολογά και σαν τρυγόνα κλαίει
σαν περδικούλα θλίβεται και σαν παπί μαδιέται
σαν του κοράκου τα φτερά μαυρίζει η φορεσιά της…».
Πιο πολύ όμως, τον έκλαψε εκείνη που έχασε τον πιο ακριβό της πρόμαχο, τον πρωτολάτη που τόσο αγωνίστηκε να την επαναφέρει στον τόπο της. Λέει ο ποιητής Μαρτινέλης ποιά είναι:
«Πικρή τον ηύρεν αδικία πως ήτανε προδότης κι η δολερή τον έχασε του φθόνου πανουργία αλλ’ η παρθένα Ελευθερία θρηνεί τον ακριβό της».
Βαρυθλιμμένη και κατατρεγμένη, έρμη κι απροστάτευτη, η αγαπημένη συ-ντρόφισσα του Δυσσέα θρηνολογάει και χτυπιέται σ’ όλη της τη ζωή για τον άδικο χαμό τ’ ανδρός της. Η ζωή της γεμάτη φτώχεια και ανέχεια, δεν έχει άλλο σκοπό από το ν’ αναθρέψει τον ακριβό γιό της το μοναδικό βλαστάρι που της άφησε ο Δυσσέας, το Λεωνίδα Οδυσσέα Ανδρούτσου. Ώσπου τον χάνει κι αυτόν. Τον πήρε ο θάνατος σε ηλικία έντεκα ετών και πάει έσβησε το Ανδρουτσαίίκο όνομα. Και από τότε η χαροκαμένη μάνα, ψυχικό συντρίμμι απ’ το σπαραγμό, βάζει καινούργιο σκοπό στη ζωή της. Να αποκαταστήσει την αλήθεια για το θάνατο τ’ ανδρός της. Και το πετυχαίνει. Πριν κλείσει για πάντα τα μάτια της το 1879 σε ηλικία 86 ετών, είδε την αναγνώριση της μεγάλης προσφοράς του:
Στις 21 Φλεβάρη 1865 γίνηκε με κάθε επισημότητα η μετακομιδή των οστών του Σταυραετού της Ρούμελης με τιμές και δόξες. Και στις 29 Μαΐου 1888 γίνηκαν μεγαλόπρεπα τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του στη Γραβιά.
Η ιστορία μ’ ατράνταχτα ντοκουμέντα γκρέμισε όλες τις στημένες κατηγορίες του και ξεσκέπασε τη δολοφονία του και τους δολοφόνους του. Αναγνώρισε τους αγώνες του ξοφλώντας έτσι το χρέος της. Όχι όμως στο ακέραιο. Αδικοθάνατος και άδικα πλαγιασμένος στα χαντάκια της μνήμης περιμένει ακόμα τον ιστορικό που θα του σκάψει έναν αντάξιο του τάφο στις σελίδες του…
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.