Η προσφορά της Εκκλησίας στην Τουρκοκρατία και στο «21» – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

«Των δακρύων εξηφανίσθη κατήφεια και του θανάτου των παγίδων ερρύσθημεν και προς άληκτον ευφροσύνην μετήλθομεν!».
(Εκκλ. Υμνολογία, Εσπερινός της Σταυροπροσκυνήσεως).
Με τη δύναμη του Εσταυρωμένου, λέγει η Υμνολογία της Εκκλησίας, χάθηκε η θλίψη και διαλύθηκε το πένθος, ελευθερωθήκαμε από τις παγίδες της απώλειας και σιγά-σιγά οδηγηθήκαμε σε ατέλειωτη αγαλλίαση. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με το Έθνος μας στην Τουρκοκρατία και στο «21»: η Χριστιανική πίστη, η Εσταυρωμένη Αλήθεια, με την Εκκλησία μας ενήργησε ώστε να εξαφανισθεί η θλίψη της δουλείας και των πολλών στεναγμών. Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας διέσωσε από τις παγίδες του εξισλαμισμού, του εκτουρκισμού και του εκφραγκισμού τον Ελληνισμό, ώστε να μη χαθεί από τις «δέλτους» της Ιστορίας, ενώ πρωτοστάτησε για να φθάσει στα 1821 η ημέρα του Λυτρωμού, που πρωτογιόρτασαν οι ραγιάδες: «Χριστός ανέστη» και «Ελλάς ανέστη»!
Ιστορική αλήθεια, επιστημονικό χρέος, δίκαιο και ωφέλιμο είναι να μελετούμε, να εμβαθύνουμε και να διαλαλούμε αυτήν την προσφορά της Εκκλησίας, ότι δηλαδή «το μαύρο ράσο ήταν η ελπιδοφόρος σημαία των Ελλήνων!».

Η προσφορά στους υπόδουλους

Από τις 29 Μαΐου 1453 άρχισε η «νύχτα δουλείας αιώνων». Συνθλιβόταν ο Ελληνισμός με αλλεπάλληλους αποδεκατισμούς, αδιάλειπτους πολέμους, βίαιες μετακινήσεις, οδυνηρές και αισχρές αιχμαλωσίες και άλλα αναρίθμητα δεινά. Τις ημέρες της ζωής γέμισαν οι θρήνοι, τα δάκρυα, οι οδυρμοί, το παιδομάζωμα, τα γιαταγάνια, οι κρεμάλες και οι σκοτωμοί. Η Ιστορία του Ελληνισμού των αιώνων της δουλείας γραφόταν κυριολεκτικά με αίμα και η ζωή του αξιοδάκρυτου λαού των ραγιάδων είχε μεταβληθεί σε κόλαση.
Τα Ελληνόπουλα της Τουρκοκρατίας για αιώνες έρχονταν στον κόσμο και μεγάλωναν σε συνθήκες απελπιστικής φτώχειας και απέραντης λιτότητας. Ιδιαίτερα οι νέες Ελληνίδες διακινδύνευαν καθημερινά αναίσχυντη αρπαγή και επαίσχυντα εξευτελιστική μεταχείριση. Ήταν αναγκασμένα τα Ελληνόπουλα να συνηθίζουν την αγρία εμφάνιση του Τούρκου κατακτητή με τις κουμπούρες και το γιαταγάνι στη ζώνη του. Όταν κυκλοφορούσαν στους δρόμους, συχνά αντιμετώπιζαν βάναυσες ή και θανάσιμες δοκιμασίες, όπως να τα πετροβολούν υβρίζοντας, πετώντας ακαθαρσίες και γιουχαΐζοντάς τα Τουρκόπουλα, ή να τα μεταχειρίζονται ως κινητούς στόχους οι γενίτσαροι, στοιχηματίζοντας και δοκιμάζοντας στο σημάδι με τα πιστόλια τους.
Αυτά τα κυνηγημένα και φοβισμένα Ελληνόπουλα, τα αγκάλιασε, αφού τα περιμάζεψε η Εκκλησία του χωριού και το μοναστήρι της περιοχής, όπου στεγάσθηκε το κρυφό σχολειό. Στους νάρθηκες των Εκκλησιών αποτολμήθηκαν και πραγματοποιήθηκαν οι συγκεντρώσεις των νέων, η Κατήχησή τους και η παίδευση τους στα όσια και ιερά της Πίστης και του Γένους μας. Ιδιαίτερα, στους πρώτους αιώνες της δουλείας, τα ελάχιστα γράμματα γνώριζαν και δίδασκαν αποκλειστικά ο παπάς και ο καλόγερος. Κορυφαία μαρτυρία της Ιστορικής αλήθειας του κρυφού σχολειού της Εκκλησίας είναι τα συγκεκριμένα τοπωνύμια που σχετίζονται με το κρυφό σχολειό, όπως στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, στη Μονή Φιλοσόφου στη Δημητσάνα, στη Μονή Πεντέλης στην Αθήνα, σε χωριά του Πηλίου, στο Σμόκοβο, στη Μονή Κορώνης Καρδίτσας, στη Σαμαρίνα Γρεβενών κ.ά.
Με το Οκτωήχι και το Ψαλτήρι, με τον παπά και τον καλόγερο, το Γένος κρατήθηκε όρθιο. Τα Ελληνόπουλα της Τουρκοκρατίας πρόβαλαν την ενδοξότερη και μεγαλύτερη Εθνική Αντίσταση πού γνώρισε η Ιστορία μας και ανέδειξαν τους νεομάρτυρες! Χιλιάδες αναδείχθηκαν οι μάρτυρες στην Τουρκοκρατία! «Νέφος μαρτύρων» νέων παιδιών, έλαμψε και εφώτισε τα σκότη της δουλείας. Τα Ελληνόπουλα-μάρτυρες βασανίσθηκαν, κατακρεουργήθηκαν, παλουκώθηκαν, γδάρθηκαν σαν σφάγια ζωντανά, άφησαν την τελευταία πνοή τους μέσα σε φρικτούς πόνους, αλλά εξωμότες δεν έγιναν, και την πατροπαράδοτη πίστη στον Ιησού της Εκκλησίας δεν αρνήθηκαν. Οι υπόδουλοι επαναλάμβαναν το «θανατούμενοι όλην την ημέραν», καθώς τα μαρτύρια ήταν πραγματικός Γολγοθάς! Να γιατί η Εκκλησία μας με καύχηση προβάλλει το ότι πρέπει να επιδιώκουμε τη γνωριμία τους με πνεύμα μαθητείας. Ταυτόχρονα τα Ελληνόπουλα-νεομάρτυρες ήταν και εθνομάρτυρες, καθόσον η θυσία τους κρατούσε διαρκώς αναμμένη και αναρρίπιζε την εθνική συνείδηση.
Ξεχωρίζουν ο 14χρονος Ιωάννης από τη Θάσο, ο 18χρονος Μακάριος από την Προύσα, ο 15χρονος Ιωάννης από τη Βλαχία, ο 15χρονος Ιωάννης ο Μονεμβασιώτης, ο Νικόλαος από το Καρπενήσι, η Αγία Ακυλίνα από τη Θεσσαλονίκη και τόσοι άλλοι. Η παρουσία των νεομαρτύρων αγίων στολίζει και πλουτίζει την Ελληνική Ιστορία και την Παράδοση της Εκκλησίας μας. Η θυσία τους αποδεικνύει ότι η Εκκλησία, με τα ανάλογα βιώματα και αισθήματα, εμψύχωσε και εκίνησε το λαό των ραγιάδων. Σε όλο το διάστημα της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία με τη θριαμβευτική Υμνογραφία και Αγιογραφία, με τις αναστάσιμες Ακολουθίες, με τις μορφές των στρατιωτικών Αγίων, όπως του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Γεωργίου (σ’ όλα τα χωριά υπήρχαν εξωκκλήσια είτε του Αγίου Γεωργίου, είτε του Αγίου Δημητρίου), με τη Βυζαντινή Μουσική, άλλοτε χαρούμενη (για να ελπίζει και να τολμά) άλλοτε θρηνητική (για να υπομένει και να πονεί με εγκαρτέρηση) εμψύχωνε, κατάρτιζε και συγκινούσε την ψυχή του ραγιά. Τα τροπάρια, όπως: «Τη Υπερμάχω», «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής», έγιναν και πατριωτικά τραγούδια για τους ραγιάδες.

Η Εκκλησία στήριξε τις Ελληνίδες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ώστε να κρατήσουν σεμνή και αυστηρή την οικογενειακή ζωή των υποδούλων. Ως σύζυγος και ως μητέρα η Ελληνίδα ήταν η δέσποινα του σπιτιού που χάραξε βαθειά στην ψυχή κάθε νέας γενεάς την πίστη στον Εσταυρωμένο Χριστό, την αφοσίωση στην Εκκλησία, την αγάπη στην πατρίδα Ελλάδα, την περιφρόνηση στη σκλαβιά και στο θάνατο, το σεβασμό και τη γενναιοψυχία με τον ηρωισμό. Οι Ελληνίδες άντεξαν στο δυνατότερο καμίνι της δοκιμασίας και κράτησαν όρθια και αδούλωτη την Ελληνική ψυχή.
Αναδείχθηκαν και Ελληνίδες οδηγοί στο σκοτάδι των αιώνων δουλείας, αντλώντας δύναμη από την Εκκλησία. Έξοχο παράδειγμα ποικίλης προσφοράς είναι η αγία Φιλοθέη η Αθηναία, που μετέτρεψε τον ναό του αγίου Ανδρέου σε γυναικείο μοναστήρι, ενώ αφιέρωσε όλην την περιουσία της και έγινε μοναχή. Προχώρησε επίσης στην ίδρυση βιοτεχνικού εργαστηρίου και οργάνωσε κέντρο ξενίας και προστασίας για τις Αθηναίες, από τον πρώτον ήδη αιώνα της δουλείας, και άσκησε μάλιστα μεγάλο φιλανθρωπικό έργο για μισό αιώνα. Τελικά βασανίσθηκε μαρτυρικά μέχρι θανάτου.
Έχοντας ζωντανό δεσμό η Ελληνίδα με την Εκκλησία, πρωτοστάτησε στη δημιουργία της παράδοσης της Κυράς του Γένους, που συνδέει τον εθνικό βίο των Ελλήνων στενά και ζωογόνα με την Παναγία. Η Ελληνίδα οδήγησε το υπόδουλο Γένος να ιδρύσει τις 2.000 ναούς και εξωκκλήσια στον Ελλαδικό χώρο. Έτσι, η Παναγία έγινε η θερμή προστάτις και βοηθός καθώς μαρτυρούν τα ονόματα που της έδωσε ο λαός μας! Παναγία Θρηνωδούσα, Νικήτρα, Ξεσκλαβώτρα, Φιλέρημη, Χιλιαρμενίτισσα, Ελευθερώτρια, Οδηγήτρια, Θαλασσομάχισσα, Καμένη, Παναγιά Αρμάδα, Παναγιά Αρβανίτισσα και Παναγιά Κλεφτρίνα, δηλαδή προστάτις των κλεφτών. Η Εκκλησία κατηύθυνε την Ελληνίδα και η Ελληνίδα κατηύθυνε το Γένος να προσβλέπει, να ελπίζει και να σώζεται με τη Χριστιανική Πίστη!

Πνευματική, από την πρώτη ημέρα της δουλείας, υπήρξε η προσφορά της Εκκλησίας, πνευματική και κατευθυντήρια. Αντικατέστησε στη συνείδηση των υποδούλων Ελλήνων τη χαμένη Αυτοκρατορία και έγινε το πολιτικό και διοικητικό όργανο της συνοχής των ραγιάδων. Οι υπόδουλοι ως Ληξιαρχείο και διοίκηση είχαν την Εκκλησία, καταρτισμό, δικαιοσύνη και βοήθεια εύρισκαν στην Εκκλησία. Συνεκτικός δεσμός ακατάλυτος απέβη η Εκκλησία με τους ναούς και τα μοναστήρια, που αναδείχθηκαν… δημαρχίες και… νομαρχίες των ραγιάδων και μόνη η Ορθόδοξη Εκκλησία συνέχιζε από την επομένη της Αλώσεως το έργο της ανασυγκρότησης της πνευματικής ζωής των Ελλήνων και με τη διάσωση διάδοση αντιγραφή και των αρχαίων κλασσικών κειμένων στα Μοναστήρια από τους μοναχούς..
Δικτύωσε η Εκκλησία τον Ελλαδικό χώρο με πιστούς φλογερούς απεσταλμένους για να συγκρατήσει και να διατηρήσει τους υπόδουλους από τον εκτουρκισμό. Το εμπνευσμένο και ζωογόνο κήρυγμα του Νεομάρτυρος Αγίου Κοσμά του Αιτωλού συγκλόνιζε τις Ελληνικές καρδιές: «Να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μαθαίνουν Ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την Ελληνικήν και το Γένος μας είναι Ελληνικόν!».
Παρηγόρησε αποτελεσματικά τον ταλανισμένον λαόν διδάσκοντας την απέραντη πίστη στο έλεος και στην Οικονομία – Πρόνοια του Θεού. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός στα κηρύγματα του τόνιζε και την εξής αντίληψη: «Και διατί έφερε ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερε άλλο γένος; Δια ιδικόν μας συμφέρον, διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπταν εις την Πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσεις, κάμνεις ό,τι θέλεις!».
Η Εκκλησία οδηγούσε τον δούλον λαόν σε προσευχή θερμή και ικεσία• ένα δείγμα, η προσευχή του Ηλία Μηνιάτη το έτος 1688, όταν μεσουρανούσε η σκλαβιά: «Έως πότε πανακήρατε κόρη (εννοείται η Παναγία), το τρισάθλιον γένος των Ελλήνων έχει να ευρίσκεται εις τα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας; Έως πότε να του πατή τον ευγενικόν λαιμόν ο βάρβαρος; Εύσπλαγχνε Μαριάμ, παρακαλούμεν σε δια το χαίρε εκείνο, οπού μας επροξένησε την χαράν, δια τον αγγελικόν εκείνον ευαγγελισμόν, οπού εστάθη της σωτηρίας μας το προοίμιον, χάρισε εις το γένος μας την προτέραν τιμή• σήκωσέ το από την κοπρίαν της δουλείας…»!
Θέρμαινε και ζέσταινε η Εκκλησία την ελπίδα της αποκατάστασης. Η προσευχή του Ηλία Μηνιάτη αποκαλύπτει και τούτο: Από το 1688 μ.Χ. συνδέθηκε ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου για τη γέννηση του Θεανθρώπου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού με ποθούμενο, αναμενόμενο μήνυμα, προοίμιο εθνικής σωτηρίας. Η 25η Μαρτίου ως διπλή γιορτή, Πίστης και λευτεριάς, προβλήθηκε από την Εκκλησία αιώνες πριν αντηχήσουν τα καρυοφίλια του Εικοσιένα και επιβλήθηκε στη συνείδηση των ραγιάδων, ώσπου έγινε Ιστορικό γεγονός!
Ανεκτίμητη ήταν η προσφορά της Εκκλησίας για την άμυνα και διατήρηση της Ορθοδοξίας. Αντέταξε επιτυχημένη άμυνα σε αλλεπάλληλες προσηλυτιστικές εξορμήσεις των Καθολικών του Παπισμού που με την Ουνίαν από το 16ον αιώνα άσκησε διαβρωτική κατήχηση σ’ ολόκληρη τη Βαλκανική και την Ανατολή. Σε συνδυασμό με πλεκτάνες και διπλωματικά διαβήματα προς το Σουλτάνο οι Καθολικοί πίεσαν ασφυκτικά την Ορθοδοξία, υποσκάπτοντας το έργο του Πατριαρχείου Κων/πόλεως και δημιουργώντας πάσης φύσεως υποψίες στους Τούρκους. Αλλά δεν έλειψαν και των Διαμαρτυρομένων Προτεσταντών προσηλυτιστικές προσπάθειες. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δραστηριοποιήθηκε και αποκάλυψε τους ύπουλους στόχους του εκλατινισμού και εκφραγκισμού των Ελλήνων, κινητοποίησε όλες τις Ορθόδοξες εστίες από την Αίγυπτο και τους Αγίους Τόπους, ως την Πολωνία και τη Ρωσία, αναγνώρισε ανεξάρτητο και το Πατριαρχείο Μόσχας, συνεργάσθηκε με τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Δεν εγκατέλειψε την Οικουμενικήν αποστολή της η Ορθόδοξος Εκκλησία. Έτσι δεν πέρασε ο Παπισμός με την Ουνία του, ούτε βλάστησε ο Προτεσταντισμός και οι Έλληνες διετήρησαν τον πρώτον άξονα ομοιογένειάς τους, την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη.
Βάδισε ηγεμονική πορεία η Ορθοδοξία, επειδή είχε συνείδηση της Οικουμενικής αποστολής της, δια μέσου λαών και εθνοτήτων της Βαλκανικής και της Ανατολής.
***
Οι υπόδουλοι θρήνησαν την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τους θρήνους τους έκαναν ποίημα και τραγούδι, δημοτική ποίηση και δημοτικά τραγούδια. Τους έκαναν λαϊκές διηγήσεις, θρύλους, παραδόσεις και παροιμίες. Η Εκκλησία και η Ορθοδοξία είναι παρούσα στους στίχους, στα τραγούδια και στις παραδόσεις. Τούτο είναι εύγλωττη απόδειξη ότι η Εκκλησία συγκίνησε και καλλιέργησε την εθνική συνείδηση των υποδούλων. Στο δίστιχο λ.χ. Πήραν την Πόλιν, πήραν την! πήραν τη Σαλονίκη πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, με το συγχρονισμό πτώσεως Κων/πόλεως, Θεσσαλονίκης και μνήμης της Αγιά Σοφιάς, αποκαλύπτεται σχηματισμένη Ελληνική εθνική συνείδηση, στερεά συνδεδεμένη με την Εκκλησία. Το δημοτικό τραγούδι:
—Πάψετε το Χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια, παπάδες πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβηστήτε, γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει!….
— η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες —Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι!» Και οι λαϊκές διηγήσεις: «Του παπά της Αγιά Σοφιάς» και «Άγια Τράπεζα της Αγιά Σοφιάς», διασώζουν την ανάμνηση της τελευταίας Θείας Λειτουργίας, υπογραμμίζουν τη ζωντανή Πίστη των υποδούλων, αλλά και διαλαλούν την ελπίδα τους πως με την Εκκλησία και τη βοήθεια του Θεού θα αποκτήσουν όσα είχαν, την εθνική ελευθερία και τη Μεγάλη Ιδέα. Η Εκκλησία καλλιέργησε από τον πρώτο χρόνο της Τουρκοκρατίας «την ανόρθωσιν του πεπτωκότος και πτώσιν του καθεστηκότος» και άρχισε να διαλύει την απελπισία της «αλωσιακής συμφοράς». Μεγάλη Ιδέα σήμαινε διατήρηση του Γένους των Ελλήνων, εφόσον υπήρξαν Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ανεξάρτητα από τόπο και χρόνο.
Η Εκκλησία επηρέαζε και διαμόρφωνε και την κοινωνική ζωή των υποδούλων με εκδηλώσεις λατρευτικής ζωής καθημερινά (γιορτές, πανηγύρια, Κυριακή, γάμοι, βαπτίσεις, κηδείες, μνημόσυνα) καθώς και με την επιρροή του πνεύματος του Ευαγγελίου και στην οικονομική επαγγελματική ζωή του λαού. Ήταν μεγάλος ο αγώνας του Οσιομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού και αποτελεσματικός, ώστε να μεταφερθεί η ημέρα των λαϊκών αγορών και των παζαριών, από την Κυριακή στο Σάββατο ή άλλη ημέρα, ώστε να μένει ελεύθερη η ημέρα της Κυριακής για τη Θεία Λατρεία. Η επιτυχία αυτού του αγώνα εστοίχισε κατά τους βιογράφους του και το μαρτυρικό τέλος στον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, καθόσον μερικοί Εβραίοι που θίχτηκαν με τη ματαίωση της Κυριακής ως ημέρας εμπορίου και τον καθορισμό του Σαββάτου, ενήργησαν ώστε να συλληφθεί και να θανατωθεί από τους Τουρκαρβανίτες.
Πνεύμα Χριστιανικής πίστης και ευαισθησίας διαποτίζει τα Καταστατικά των συντεχνιών και των συνεργατικών συνεταιρισμών, καθώς ανευρίσκομε ιερείς να υπογράφουν ως μάρτυρες και διαβάζουμε άρθρα, όπως και το εξής του Καταστατικού της συντεχνίας των γουναράδων της Κοζάνης του 1786: «Να φυλάττωμεν ως Χριστιανοί και να τιμώμεν όλας τας δεσποτικάς εορτάς και τας Κυριακάς». Ακόμη και οι συνελεύσεις και οι κυριότερες εκδηλώσεις των Κοινοτήτων γίνονταν τις ημέρες μεγάλων Χριστιανικών εορτών και στους αυλόγυρους των ναών.
Η Εκκλησία βοήθησε και σε συγκεκριμένες επαναστάσεις ή τοπικά κινήματα κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, καθώς Έλληνες Χριστιανοί κληρικοί βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των πολέμων και θανατώθηκαν μαρτυρικά, όπως ο επίσκοπος Τρίκκης Διονύσιος ο Φιλόσοφος στα 1600 ως τα 1611 και ο ιερεύς παπά-Θύμιος Βλαχάβας λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821, στα 1808. Κατεξοχήν συγκλόνισε η Εκκλησία τους υπόδουλους με τις δοκιμασίες και τα μαρτύρια Πατριαρχών, Ιεραρχών και απλών κληρικών. Δεκάδες χιλιάδες κληρικών υπέφεραν και μαρτύρησαν, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους αιώνες της δουλείας. Αυτές οι δοκιμασίες της Εκκλησίας, το μαρτύριο και το αίμα των κληρικών, σε συνδυασμό με τις βίαιες καταλήψεις, τις λεηλασίες και τις μετατροπές σε τζαμιά μεγάλων ιερών ναών, με την ατέλειωτη φορολογία των «πεσκεσιών» και του «Μπαξίς», ένωναν την Εκκλησία με τον υπόδουλο λαό των ραγιάδων. Κλήρος και λαός χειμάσθηκαν σκληρά και ατέλειωτα για αιώνες, μαζί ανέβηκαν το Γολγοθά των τεσσάρων αιώνων και μαζί οδηγήθηκαν στην Ανάσταση!
Οπωσδήποτε υπάρχουν και ιστορικοί που επεσήμαναν σκοτεινές σελίδες στην Ιστορία της Εκκλησίας, όπως ατομικισμό, κατάπτωση, αισχροκέρδεια, δουλοπρέπεια μπροστά στον Τούρκο κατακτητή και εξισλαμισμούς. Οι ανθρώπινες αδυναμίες και η αμαρτία ουδέποτε εξέλιπαν, αφού και ανάμεσα στους δώδεκα Μαθητές του Ιησού Χριστού παρουσιάσθηκε προδότης, ο Ιούδας για τριάντα αργύρια, και μάλιστα, προσωρινός για λίγο αρνητής Του ο κορυφαίος Πέτρος! Αναμενόμενες πάντοτε και οι σκοτεινές σελίδες της Τουρκοκρατίας. Όμως δίκαιον είναι να υπογραμμίζεται η ιστορική αλήθεια ότι λίγες ήταν οι σκοτεινές σελίδες, ότι αίτιο των σκοτεινών σελίδων ήταν και το κλίμα διαφθοράς και αμάθειας του Τούρκου κατακτητή που επηρέασε αναγκαστικά και εκπροσώπους της Εκκλησίας και ότι η Εκκλησία ακόμη (ας επιτραπεί μία συμβατική έκφραση) και στις χειρότερες ημέρες της, πρόσφερε το αναμφισβήτητο έργο της διάσωσης και καλλιέργειας της Ορθής Πίστεως και της συναδέλφωσης και χειραγωγίας προς την Ανάσταση του Ελληνισμού. Και καθώς προσθέτει ένας ιστορικός: «πολύ περισσότεροι κατά τους σκοτεινούς εκείνους χρόνους οι χρηστοί ιεράρχαι, που εξαγόρασαν με τις αρετές τους τις κακίες των συναδέλφων τους!».

Η προσφορά στον αγώνα του Εικοσιένα

Επισημαίνεται πρώτα-πρώτα η ηθική και υλική βοήθεια στην προετοιμασία της Επαναστάσεως του Εικοσιένα, αφού εκατοντάδες κληρικοί ήταν μέλη και απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας και χρησιμοποιήθηκαν σε κρίσιμες, λεπτές και εμπιστευτικές αποστολές, ως σύνδεσμοι επικοινωνίας για συντονισμό της επαναστατικής δραστηριότητας. Στη Φιλική Εταιρεία οι φράσεις του Μεγάλου Όρκου και το ύφος του είχαν χαρακτήρα ΑγιοΓραφικό. Το Χριστιανικό Εορτολόγιο, ιδιαίτερα οι εορτές του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Γεωργίου, της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ασκούσαν έμπνευση στους Φιλικούς και αποτελούσαν και εορτές-επετείους της Φιλικής Εταιρείας. Πιο συνηθισμένοι τόποι μυήσεως αναφέρονται Εκκλησίες και Μοναστήρια. Λ.χ. για την Πελοπόννησο ο Άγιος Ηλίας Καλαμάτας και το Μέγα Σπήλαιο, ενώ ιερείς πρωτοστατούν στη μύηση Φιλικών. Ενδεικτική η μαρτυρία του Μακρυγιάννη: «Πήγα στον παπα-Οικονόμου. Κατεβάζει τις εικόνες όλες και μ’ ορκίζει και αρχινάγει να με βάλει εις το μυστήριον… Πήγα και του είπα• είμαι άξιος. Του φίλησα το χέρι, ορκίστηκα…».
Αμέριστη και ολόψυχη υπήρξε η συμμετοχή του Ορθοδόξου Κλήρου στη Φιλική Εταιρεία από τις πρώτες στιγμές, καθώς μαρτυρεί ο συνιδρυτής της Φιλικής Έμμ. Ξάνθος: «Εκατήχησαν διαφόρους ομογενείς… και ιερωμένους και ηγουμένους Ελληνικών μοναστηριών». Κορυφαία ονόματα: ο Άνθιμος Γαζής, ο Π. Πατρών Γερμανός, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος, ο Παπαφλέσσας, ο Σαλώνων Ησαΐας, ο Κύπρου Κυπριανός, μάλιστα τις παραμονές του Εικοσιένα, όλοι οι Μητροπολίτες και Επίσκοποι του Μορηά και της Ρούμελης ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Γρηγόριος Ε’, που αναφέρεται συχνά στην αλληλογραφία και στον κώδικα επικοινωνίας των Φιλικών.
Η Εκκλησία ευλόγησε τα επαναστατικά όπλα των Ελλήνων στον Αγώνα του Εικοσιένα. Η Επανάσταση του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία άρχισε με Δοξολογία. Μετά το πέρασμα του Προύθου και τη συγκέντρωση των ενόπλων ο Υψηλάντης κατευθύνθηκε στο Ιάσιο, όπου στην Εκκλησία των Τριών Ιεραρχών χοροστατούσε ο Μητροπολίτης Βενιαμίν. Μπροστά στον μητροπολιτικό θρόνο, επάνω σ’ ένα μικρό τραπέζι, ήταν αποθεμένο το σπαθί του Υψηλάντη. Ο Δεσπότης είπε έναν ψαλμό του Δαβίδ, επήρε το σπαθί λέγων: «περίζωσε την ρομφαία σου» και το έδεσε στη ζώνη του Αρχηγού. Και ενώ το πλήθος ζητωκραύγαζε, ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης, που είχε στη μία πλευρά το Σταυρό, την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και το περίφημο σύνθημα του Λαβάρου «εν τούτω νίκα», ενώ στην άλλη πλευρά είχε το φοίνικα με τη φράση «εκ της τέφρας μου αναγεννώμαι».
Αυτά έγιναν στις 26 Φεβρουαρίου 1821. Ένα μήνα αργότερα, τα επαναστατικά όπλα ευλογούνται, στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα και στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου στην Πάτρα. Ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαϊας ευλογεί τα όπλα του Αθανασίου Διάκου στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά στον Παρνασσό. Στις 16 Απριλίου 1821, στην Ύδρα, υψωνόταν η σημαία της Επαναστάσεως «δια χειρών του αρχιεπισκόπου Γερασίμου». Σχεδόν ταυτόχρονα και η Σαλαμίνα εκήρυξε την Επανάσταση υπό την αρχηγία του ιερομόναχου Γρηγορίου της Μονής της Φανερωμένης. Ο Μητροπολίτης Χίου Πλάτων Φραγκιάδης και ο κληρικός Νεόφυτος Βάμβας πρωταγωνίστησαν για την Επανάσταση στη Χίο. Η Επανάσταση στις Σπέτσες είχε αρχίσει με δοξολογία με όλους τους ιερείς στο ναό του Αγίου Νικολάου και υψώθηκε η σημαία την Κυριακή των Βαΐων την ώρα ανάγνωσης του Ευαγγελίου και συγκεκριμένα όταν διαβαζόταν η φράση: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι κυρίου»! Την ημέραν του Πάσχα μετά από την Θεία Λειτουργία στο ναό του Αγίου Νικολάου, έγινε και η ύψωση της σημαίας της Επαναστάσεως και στα Ψαρά. Στα Ψαρά εξάλλου την 1η Ιουνίου 1822 το πρωί στη Θεία Λειτουργία του ναού του Αγίου Νικολάου ο Κωνσταντίνος Κανάρης έλαβε την ευλογία του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Ανθίμου που παρεπιδημούσε τότε στα Ψαρά και μετά ξεκίνησε για την επιχείρηση με τα πυρπολικά για να καύσει τον στόλο του Καρά Αλή.
Αλλά και στο πλήρωμα του πυρπολικού του Κανάρη υπήρχε και ο ναύτης ιερομόναχος Ιωσαφάτ που τον ενεθάρρυνε λέγοντας: «Αγάντα Κωνσταντή! Θάμαι κι εγώ μπουρλοτιέρης στο πλευρό σου βαστώντας, όχι ύσωπο αγιασμού για να προφυλάει τα ντελίνια, αλλά φρυγανόσκουπα βουτηγμένη στο κατράμι για να τους βάζω γιαγκίνι (=πυρκαϊά)»! Στην Αθήνα ο μητροπολίτης Διονύσιος με δοξολογία ευλογεί τα όπλα της Επανάστασης και αποτελεί το πρώτο μέλος της πενταμελούς Επιτροπής για την πολιορκία του φρουρίου των Αθηνών. Στις Μηλιές του Πηλίου την Επανάσταση της Θεσσαλομαγνησίας προκαλεί ο αρχιμανδρίτης, διδάσκαλος του Γένους και Φιλικός Άνθιμος Γαζής.
Και στη Μακεδονία «έγινεν εκκλησιαστική τελετή ιερουργούντος του μητροπολίτου Μαρωνείας Κωνσταντίνου και εκηρύχθη η Επανάστασις» στις 28 Μαΐου 1821 στη Μονή των Καρυών, οπότε και ο Εμμανουήλ Παπάς αναγορεύθηκε αρχηγός και προστάτης της Μακεδονίας. Και στην Κρήτη με δοξολογία στην εκκλησία της Παναγίας άρχισε η Επανάσταση ενώ ο επίσκοπος Κισσάμου Μελχισεδέκ, που εργάσθηκε για την προετοιμασία της, μαρτυρούσε βασανιζόμενος και απαγχονιζόμενος. Γενικά κρίνοντας, θα έλεγε κανείς ότι η Εκκλησία ευλόγησε τα επαναστατικά όπλα σε κάθε γωνιά της Επαναστατημένης Ελληνικής γης.
Οι Ορθόδοξοι Έλληνες κληρικοί βρέθηκαν μεταξύ των πρώτων ως το τέλος του Αγώνα του Εικοσιένα και στα πεδία των μαχών. Ο Σαλώνων Ησαΐας ακολούθησε τον Αθανάσιο Διάκο στη μάχη της Αλαμάνας, όπου βρήκε το θάνατο στο πεδίο της μάχης. Ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος, οι επίσκοποι Μεθώνης και Κορώνης, ο επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Έλους Άνθιμος οι επίσκοποι Άρτας, Κερνίτσης, Ύδρας, Λήμνου, Σάμου, Κω, Καρύστου, Αθηνών αναδείχθηκαν πύρινοι επαναστάτες και εκρηκτικοί πατριώτες με προσωπική παρουσία στα πεδία των μαχών. Το χορό των πολεμάρχων — Ιεραρχών κλείνει η μορφή του Ρωγών Ιωσήφ στο Μεσολόγγι με την πολιορκία και την Έξοδο.
Εντυπωσιάζει τους Ιστορικούς η παρουσία στις μάχες και η δράση του Επισκόπου Έλους, Ανθίμου Σκαλιστήρη που έκανε το σημείο του Σταυρού και ευλογούσε με τα πιστόλια και «είχε συνθέσει ειδικές ευχές, εξαποστειλάριο για τον αγώνα και πολεμούσε με το Σταυρό και το σπαθί»! Γι’ αυτόν ο Γιάννης Βλαχογιάννης έγραψε: «Η διάσωση της εθνικής ψυχής είναι ταυτόσημη με το φύλαγμα της ακοίμητης Χριστιανικής πίστης. Η έξαρση του έθνους φθάνει σε απίθανα φραστικά σχήματα, κυριολεκτικά σκανδαλιστικά για τον ήρεμο κι ανύποπτο σημερινό Χριστιανό. Η αξία της Ελληνικής γης, που την πατεί το πόδι του Τούρκου, που ήρθε η ώρα να λευτερωθεί… δεν είναι παρά η αξία του Παραδείσου. Η μόλυνση από τη γλώσσα, τα ήθη των κατακτητών σχεδόν χειρότερη από τη μόλυνση της αμαρτίας. Στην πολιορκία της Τριπολιτσάς ο Επίσκοπος Έλους παρακινεί τους στρατιώτες• όποιος θέλει ν’ αγιάσει, ας μη φοβηθεί εδώ το θάνατο! Να ο Παράδεισος μπροστά του• αυτή είναι η μάντρα του (δηλ. το τείχος της Τριπολιτσάς) ας βάλει τη σκάλα κι ας μπει»! Από ανάλογα ιστορικά παραδείγματα οδηγημένος και ο Ι. Συκουτρής, διατύπωσε την άποψη: «Αν είχε κανείς να κατηγορήση την Εκκλησίαν, θα έλεγεν ότι πολλάκις τον τελείως δευτερογενή δι’ αυτήν εθνικόν σκοπόν, έθεσεν υπεράνω των καθαρώς θρησκευτικών»! Δηλαδή, με άλλα λόγια τόσον αφέθηκε η Εκκλησία να βοηθήσει στον αγώνα του Εικοσιένα, ώστε να μπορεί κανείς να ειπεί ότι δόθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην υπηρεσία του εθνικού σκοπού, της Ελευθερίας του Γένους των Ελλήνων.
Παράλληλα εκδηλώθηκε και ως εξής η βοήθεια της Εκκλησίας στους αγωνιστές του Εικοσιένα: Ηγούμενοι και καλόγηροι Μοναστηριών τροφοδοτούσαν Ελληνικά πολεμικά σώματα, έκρυψαν όπλα και πολεμοφόδια των επαναστατημένων Ελλήνων και ειδοποιούσαν και ενημέρωναν κατάλληλα για τις κινήσεις των εχθρών. Όπως συγκεκριμένα ο ηγούμενος και οι καλόγηροι του Μοναστηρίου «Ιερουσαλήμ» στη Δαύλεια ειδοποίησαν και ενημέρωσαν κατάλληλα το Νοέμβριο του 1826 τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στην Αράχωβα για την παρουσία, τις ενέδρες και τις κινήσεις των Τούρκων και έγιναν συντελεστές της σπουδαίας εκείνης νίκης πού αναστύλωσε το επαναστατημένο Γένος μετά την πτώση του Μεσολογγίου. Κι ας μην ξεχνούμε τον «καλογερικόν πόλεμον» κατά του Ιμπραήμ των μοναχών του Μεγάλου Σπηλαίου.
Ενέπνευσε η Εκκλησία όλους τους επώνυμους και ανώνυμους μαχητές να επιχειρούν τον αγώνα με Πίστη στο Θεό: «Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του να λευτερωθεί η Ελλάδα και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του» τόνιζε επανειλημμένα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Μακρυγιάννης υπήρξε προσωπικότητα που εκδήλωνε βαθειά πίστη και μεγάλη λατρεία. Και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης πριν από τη μάχη προσευχόταν ως εξής στην εικόνα της Παναγίας: «Βόηθα και συ! Αν θέλεις να πας με τους Τούρκους, δεν θέλω να σε ξέρω…!». Ήταν τόσο θερμή η πίστη εκείνων των αγωνιστών του Εικοσιένα, που και σήμερα πυρώνει και φλογίζει• οπωσδήποτε η Εκκλησία συνετήρησε, τόνωσε και κραταίωσε αποτελεσματικά αυτήν την Πίστη τους.
Αγκάλιασε η Εκκλησία τους βαρυπενθούντες των αγώνων του Εικοσιένα και απάλυνε τους αλάλητους καϋμούς. Όπως του Γιάννη Γούναρη, του κυνηγού του Ομέρ Βρυώνη που ειδοποίησε στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου τους Χριστιανούς για το σχέδιο εφόδου τη νύχτα των Χριστουγέννων. Η οικογένειά του κατασφάχτηκε από τον εχθρό στην Άρτα και εκείνος περιβλήθηκε το ράσο του μοναχού για να ασκητεύσει στο μοναστήρι της Αγίας Ελεούσας στην Ακαρνανία. Ο Γιάννης Γούναρης έσωσε το Μεσολόγγι με την πληροφορία του, θυσίασε την οικογένειά του και βρήκε έλεος στο μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσας.
Ανάλογα έπραξε και η Μαρία Δασκαλογιάννη, η μεγαλύτερη κόρη του επαναστάτη των Σφακιών. Όταν αιχμαλωτίσθηκε, οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη σκλάβα. Έγινε σύζυγος Τούρκου αξιωματούχου και απέκτησε και δύο παιδιά. Όταν πέθανε ο άνδρας της πήρε την κόρη της και ξέφυγε, έφθασε στην Τήνο, για να προσκυνήσει την Παναγία της Τήνου και να γίνει μοναχή, να ξεπλυθεί από τη μόλυνση της από τη συμβίωσή της με τον Τούρκο σύζυγο!
Και υλική προσφορά-οικονομική ενίσχυση κατέβαλε η Εκκλησία στον αγώνα του Εικοσιένα. Συγκεκριμένα το 1822 πρόσφερε για τις ανάγκες του Αγώνα οκτακόσιες (800) οκάδες αργύρου από την εκποίηση σκευών μοναστηριών και ναών στην Επαναστατημένη Ελλάδα.
Ακόμη πρόσφερε εκατοντάδες εκατομμυρίων γροσίων και ρουβλίων, που συγκέντρωνε από εισφορές πιστών τέκνων και ευεργετών, ως λύτρα για εξαγορά αιχμαλώτων Ελλήνων. Μετά από κάθε καταστροφή – ολοκαύτωμα Ελλήνων (λ.χ. Χίου, Ψαρών, Κάσου κ.ά.), οργάνωνε η Εκκλησία δίκτυο διάσωσης και εξαγοράς αιχμαλώτων από τα σκλαβοπάζαρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αλλά και μορφωμένους κληρικούς, βουλευτές στις Εθνοσυνελεύσεις του Επαναστατημένου Έθνους ανέδειξε η Εκκλησία, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Βρεσθένης Θεοδώρητος.
Μάλιστα τον Παλαιών Πατρών Γερμανό η κυβέρνηση του επαναστατημένου Γένους στα 1822 επέλεξε να στείλει, ως εκπρόσωπο των Ελλήνων στο συνέδριο της Βερόνας των Ευρωπαίων εκπροσώπων της Ιερής Συμμαχίας. Και στην τρίτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Απρίλιο του 1826, σε δύσκολες ώρες του Αγώνα μετά την πτώση του Μεσολογγίου, δύο κληρικοί, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο επίσκοπος Άρτης Πορφύριος συναποτελούν με άλλους ένδεκα την επιτροπή που θα διαχειριζόταν την εξωτερική πολιτική του Αγώνα. Άλλωστε και τα κείμενα των Εθνοσυνελεύσεων αποδεικνύουν το κύρος της Εκκλησίας και αποπνέουν Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη με κορύφωση την προμετωπίδα: «Εις το Όνομα της Αγίας και Αδιαιρέτου και Ομοουσίου Τριάδος»!
Η πολυτιμότερη προσφορά της Εκκλησίας παραμένει η προσφορά αίματος των κληρικών μαρτύρων. Θανατώθηκαν επώνυμοι κληρικοί περισσότεροι από τους επώνυμους στρατιωτικούς και πολιτικούς! Ιδιαίτερα κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης του Εικοσιένα θανατώθηκαν μαρτυρικά οι Αρχιερείς Αγχιάλου Ευγένιος, Εφέσου Διονύσιος, Νικομηδείας Αθανάσιος, Σωζοπόλεως Παϊσιος, Γάνου και Χώρας Γεράσιμος, Μυριοφύτου Νεόφυτος, Δέρκων Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Λαρίσης Πολύκαρπος, Σαλώνων Ησαΐας, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος, Κυρηνείας Λαυρέντιος, Κρήτης Γεράσιμος, οι Συνοδικοί του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Γρηγόριος Ε’.
Για τη θυσία του Γρηγορίου Ε’ ο Έλληνας ιστορικός Δημ. Φωτιάδης γνωμάτευσε: «Η αγχόνη που πήρε τη ζωή του αντί ν’ απελπίζει το αγωνιζόμενο έθνος, αντίθετα χαλύβδωσε την απόφασή του να ζήσει ελεύθερο»! Και ο Τούρκος ιστορικός Δζεβδέτ πασάς σημείωσε: «Μετά τον απαγχονισμόν του Πατριάρχου οι Ρωμηοί ετράπησαν προς την οδόν του αντί πάσης θυσίας αγώνος και ήρχισαν να προπαρασκευάζονται πανταχόθεν με πολλήν εθελοθυσίαν. Και τέλος η κατάστασις αυτή απέληξεν εις την ίδρυσιν του Ελληνικού κράτους».
***
Έτσι η Εκκλησία, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και στο Εικοσιένα δημιούργησε παράδοση και βαρεία κληρονομιά για τους χρόνους και μετά το 1821: Να εργάζεται με όλες της τις δυνάμεις για τη στήριξη του λυτρωτικού οράματος των υποδούλων και για την εφαρμογή κάθε απελευθερωτικού προγράμματος του Ελληνισμού με αγώνες, καταπιέσεις, στερήσεις, διωγμούς, θυσίες και μαρτύρια. Αυτήν την παράδοση ακολούθησε ο Χρυσόστομος Σμύρνης το 1922, η Εκκλησία στο Σαράντα και στην Κατοχή με τους αρχιεπισκόπους Χρύσανθο και Δαμασκηνό. Αυτήν την παράδοση συνέχισε η Εκκλησία της Κύπρου και συνέχισε η διωκόμενη μαρτυρική Εκκλησία της Βορείου Ηπείρου.
Έτσι με την προσφορά της Εκκλησίας για τον Ελληνισμό:
«Των δακρύων εξηφανίσθη κατήφεια, και του θανάτου των παγίδων ερρύσθημεν και προς άληκτον ευφροσύνην μετήλθομεν»!

Από το βιβλίο του Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου, Εκπαιδευτικού, Μ.Ε., «ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ» Τόμος Α’ «Για το Εικοσιένα και το σαράντα».
(Λάρισα 1992. Σελίδες 59 – 72.)

Η/Υ επιμέλεια: Μοναχής Θεοδοσίας, Κωνσταντίνας Κυριακούλη.

Παράβαλε και:
Οι πολύπαιδες – πολύτεκνες οικογένειες των Ελλήνων στην Τουρκοκρατία και στο εικοσιένα – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.
Ο θούριος του Ρήγα Φεραίου.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.